Το περιοδικό «Τα Νέα Ελληνικά» –πρώτο-πρώτο τεύχος από τον Ιανουάριο του 1952– υπήρξε το κύριο βήμα του συγγραφέα και κριτικού Ρένου Αποστολίδη ή απλώς Ρένου (1924-2004), το μέσο δηλαδή απ’ όπου άσκησε την καθολική και κατακλυσμιαία κριτική του, πάνω στα θέματα που τον ενδιέφεραν (λογοτεχνία, πολιτική, καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή κ.λπ.). Το περιοδικό, που εκδιδόταν από κοινού με τον πατέρα του Ηρακλή Αποστολίδη, γνωστό επίσης ανθολόγο, είχε τρεις καθοριστικές φάσεις στη δεκαπενταετή διαδρομή του. Η πρώτη το 1952, η δεύτερη το 1957 και η τρίτη και πλέον σημαντική τη διετία 1966-1967 (Ιανουάριος ’66-Απρίλιος ’67), όταν και τυπώνονται 16 μηνιαία τεύχη.
Εκείνα τα τεύχη, της Γ Περιόδου, άνοιγαν με τη στήλη «ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ» και με υπότιτλους (ας τους πούμε έτσι) «χωρίς, αλλοίωση, χωρίς δέσμευση, χωρίς σκοπιμότητα, χωρίς δειλία, χωρίς λογοκρισία». Και είναι αλήθεια πως ο Ρένος δεν μάσαγε. Τα έβαζε με τους πάντες, ανοίγοντας θέματα και σπέρνοντας τον δημόσιο πανικό, μ’ έναν τρόπο αφύσικα σκληρό και αδιάλλακτο, που είχε όμως ισχυρές ρεαλιστικές βάσεις.
«Να καταργηθούν και καμμιά εικοσαριά υπουργεία-υφυπουργεία κηφηναριά, για να δούμε θεού πρόσωπο εδώ, περ' απ' τα χαρτιά των «χαρτανθρώπων» –τα μουτζαλωμένα, διαρκώς, για προσχηματισμό της τεμπελιάς και της κενότητάς τους– που μας πνίξανε!».
Πρόλαβε και την ιδιωτική τηλεόραση ο Ρένος την τελευταία 15ετία της ζωής του, «χώνοντάς» τα αγρίως και μέσω του γυαλιού, αλλά εκείνα τα… προ-δικτατορικά κείμενά του από «Τα Νέα Ελληνικά» του ’66-’67 δύσκολα βρίσκουν όμοιά τους στη στόχευση και το «δηλητήριο».
Να τι έγραφε… για το κράτος της Δεξιάς πριν από μισόν αιώνα περίπου, στο τεύχος 8 των «Νέων Ελληνικών», τον Αύγουστο του ’66, παίρνοντας παραμάζωμα ολάκερο τον πολιτικό κόσμο…
(Οι εμφάσεις είναι του πρωτότυπου κειμένου).
Συζητήσανε οι Κηφήνες μας το «Ενιαίο Μισθολόγιο» –που κοντεύει, με το ράβε-ξήλωνε των ρουσφετιών και των υποδουλώσεών τους προς τάξεις ολάκερες εκβιαστών, να γίνη τόσο «ενιαίο» όσο εμείς κινέζοι– και στο μεταξύ κανείς δεν προσέχει, δεν φωνάζει, δυο-τρεις αληθειούλες, που ξετρυπώνουν και σφυρίζουνε αληθινώτατες! Λογουχάρη:
1. Πως όχι με το «νέο» –το τάχα «ενιαίο»!– παρά με το παλιό ήδη –κι ανεπαρκέστατο– μισθολόγιο, τα 49% των δημοσίων εσόδων πάνε σε μισθούς και συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων! Κι αν γίνη νόμος, κ’ εφαρμοστή το «νέο» –το «ενιαίο», και «δικαιότερο» τάχα– θα φτάσουμε (το 1972) στα 55%! Βάλτε κι άλλο ένα 10-15% για μισθούς «εκτάκτων», «επί συμβάσει», «ημερομισθίων», «ημετέρων» και τα ρέστα, κ’ έχετε αμέσως την τρομερή καρκινωματική διάσταση αυτού που λέγεται κράτος και ρουφάει αδηφάγο το αίμα μας: Τα δύο τρίτα όσων αφαιμάσσει το Τέρας, από ’ναν ολάκερο Λαό –«υπέρ της κοινής ωφελείας» τάχα– τα τρώει το ίδιο!
Όχι μεταφορικά, πραγματικά Μινώταυρος!
Κι ωστόσο κανείς εδωμέσα δε λέει, χρόνια τώρα, το μόνο τίμιο για τον όλο Τόπο και το κοινό πρόβλημά του. Ότι:
2. Μόνο το 1/10 των διοικητικών υπαλλήλων χρειάζονται – και οι ρέστοι να παν στα σπίτια τους! Να πάρουν σύνταξη, ό,τι πρέπει, ή να τους δοθούν όποιες επιχειρηματικές διευκολύνσεις κριθούν επαρκείς –αντί συντάξεων μεγάλων, που δεν μπορούν να τους δοθούν, γιατ’ είναι πάντως φτωχός ο Τόπος– αλλά να πάνε σπίτια τους! Και συναφώς:
3. Να καταργηθούν και καμμιά εικοσαριά υπουργεία-υφυπουργεία κηφηναριά, για να δούμε θεού πρόσωπο εδώ, περ’ απ’ τα χαρτιά των «χαρτανθρώπων» –τα μουτζαλωμένα, διαρκώς, για προσχηματισμό της τεμπελιάς και της κενότητάς τους– που μας πνίξανε!
4. Αν ο Τόπος χρειάζεται κάποιους, αυτοί δεν είναι ψευτοδιοικητικοί γραφιάδες της λίθινης εποχής και του αραμπά. Ούτε είναι τεμπέληδες και ρουσφετοδιωρισμένοι φαρισαίοι του συν τη παρούση αλληλογραφία διαβιβάζομεν δια τα καθ’ υμάς, που πασσέρνουν διαρκώς ο ένας στον άλλον, οι ασυνείδητοι, ό,τι απαιτεί έργο και αντιμετώπιση ουσιαστική εδωμέσα! Χρειάζονται δάσκαλοι πρώτα, και πάλι δάσκαλοι, κι όλων των ειδών οι δάσκαλοι – κι όχι αυτοί της παρακμής! Και τεχνικοί, και πάλι τεχνικοί, και μέσοι –πρωτίστως– τεχνικοί, αλλ’ όχι αυτοί οι εκβιαστές, οι θρασύτατοι κι αλαζωνικότατοι, που χρόνια τώρα μαστίζουν τη Χώρα, με τις τελείως πέραν των δυνατοτήτων της («δίκαιες», ίσως, γι’ αυτούς, μα άδικες γι’ αυτήν, και για όλους τους άλλους του Λαού της) απαιτήσεις τους! Και χρειάζονται τεχνίτες –άσσοι τεχνίτες, σαΐνια τεχνίτες, με συνείδηση ποιότητος τεχνίτες– όχι τούτοι οι μαστροχαλαστήδες, οι εκβιαστές επίσης του συνόλου, που τα φορτώσαν όλα στο πέτο, εν ονόματι «Δημοκρατίας» τώρα-τώρα, και τάχα «ιδεολογίας»!..
[Να βλέπαμε, αν ζούσαν σε κανέναν «παράδεισο» (της Ρουσίας ή και της Αμέρικας, του σταχανοφισμού ή του τεϋλορισμού), τι χαμπέρια –με ιδρώτα, π’ ούτε στους εφιάλτες τους εδώ στην Ψωροκώσταινα!– θα μας στέλνανε!.. Και Σιβηρία από πάνω, ως «σαμποτέρ του καθεστώτος», αν δεν καλοδουλεύανε! Κ’ εξόντωση πλήρη, στην Αμέρικα της «ευτυχίας», αν δεν δουλεύανε ακόμα παραπάνω!.. Να δούνε «παραδείσους»!].
Κι ακούμε λοιπόν, πως 400.000 δημόσιοι υπάλληλοι της Ψωροκώσταινας –προφανώς με ισχυρή την αίσθηση πως: «όσο για το χρέος τους, το εκτελούν ευσυνειδότατα!»– απεργούν, γιατί οι άλλοι κηφήνες, στο Κυνοβούλιο, δεν τους ψηφίζουν όχι τον αποδεκατισμό και την αποστολή στο σπίτι τους των εννιά δεκάτων, αλλά το «ενιαίο μισθολόγιο» λέει! Το «ενιαίο», που ξέρουν οι ίδιοι πόσο διόλου «ενιαίο» είναι, που οι ίδιοι άλλωστε το εκβιάζουν –κατά μέρη– να μην είν’ ενιαίο, ενώ συνάμα φωνάζουν «να είναι!», κ’ ενώ οι μεν «διαγράφουν» τους δε από τις «τάξεις» των υπαλλήλων –πώς τους διαγράφουν; δεν είναι πράγματι υπάλληλοι; αμπελοχώραφο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. ειν’ η «δημοσιοϋπαλληλία»;– και τάξεις ολόκληρες πια κατ’ άλλων τάξεων της διαλυόμενης αυτής «κοινωνίας» φέρονται και αντιφέρονται, βρίζονται και αντιβρίζονται, καπηλικώτατα, λοιδορούν η μια της άλλης το κοινωνικό ή επαγγελματικό λειτούργημα, παιδεύουν έτσι υπέροχα τους νέους, τους κατώτερους, τους σκοτεινούς, τους ωργισμένους, τους αμόρφωτους, και κρατάει ο καθένας ένα λουρίδι σάπιο του Πτώματος, και το τραβάει όσο παίρνει!
Ε, το σάπιο λουρίδι θα τους μείνει ολονών!
Και ο αναρχικός μεν χαίρεται γι’ αυτό το κατάντημα –γιατ’ ειν’ η συνέπεια των κρίσεων και των προβλέψεών του ακριβώς, η πλήρης, που βεβαιώνεται απ’ τα πράγματα τόσο σύντομα– μα και κλαίει ο πατριώτης (είναι κι αναρχικοί πατριώτες, κ΄οι πατριώτες όλοι κοντεύουν πια λυσσαλέοι αναρχικοί), κλαίει για τον Τόπο, και για όλους του – για όλους μας!
Έπρεπε ο λαός αυτός, ο ανώνυμος, με ανώνυμη πατριωτική συνείδηση νάβρισκε κάποτε το σθένος να τιμωρήση όχι μόνο τους κηφήνες του στο Κυνοβούλιο –με μαύρο για όλους τους: καθολική αποχή του απ’ τις βρωμοκάλπες τους (πολλών εκλογών μάλιστα απανωτά!)– αλλά και πολλές εκβιαστικώτατες επαγγελματικές τους τάξεις ν’ αρχίση να τιμωρή, κάνοντας –όταν τέλειωνε κάθε κυνική απεργία– μια καθολικήν ανταπεργία των πολιτών! Να δουν οι λεωφοριούχοι μάσες τότε! Και να δουν κ’ οι εισπράκτορες κ’ οι οδηγοί! Και να δουν κ’ φουρνάρηδες! Και να δουν κ’ οι θρασύτατοι ταξιτζήδες! Κ’ οι τηλεφωνήτριες που λιποθυμάνε – κι ο ανάλγητα εκμεταλλευτής Ο.Τ.Ε., αποπάνω, που τις κάνει να λιποθυμάνε! Να γίνη, εντέλει, μια Βουδαπέστη εδώ –έτσι που πάμε!– και να μας πήτε τότε, να πούμε όλοι σε όλους τότε, τι χαμπού και που τραβάμε!
Υστερίζουμε κατά της «απειλής Δικτατορίας».
Αλλά δε βλέπετε, πολίτες, πως εμείς οι ανόητοι –κ’ οι απάνω κ’ οι κάτω– σχεδιάζουμε, γεννούμε, τρανεύουμε καταπάνω μας τα Όρνεα της Σήψεως;
σχόλια