Ο Michael Rockefeller ήταν ακριβώς αυτό που θα υπέθετε κανείς πως είναι κάποιος που φέρει αυτό το όνομα: το πέμπτο παιδί ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους της κόσμου, του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Nelson Aldrich Rockefeller που αργότερα έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του προέδρου της Αμερικής Gerald Ford. Εκτός από τις πολιτικές και επιχειρηματικές του επιτυχίες, ο Nelson Rockefeller υπήρξε συλλέκτης πρωτόγονης τέχνης, ιδρυτής μάλιστα του Μουσείου Πρωτόγονης Τέχνης στη Νέα Υόρκη και μεγάλος ευεργέτης της τέχνης με χορηγίες που όρισαν θα έλεγε κανείς το μέλλον των μεγαλύτερων μουσείων και ιδρυμάτων της Αμερικής. Ο Michael είχε μια δίδυμη αδερφή, τη Mary, ήταν έξοχος μαθητής και πρωταθλητής πάλης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Χαρβαρντ Ιστορία και Οικονομικά όπου αποφοίτησε με καλό βαθμό. Στη συνέχεια υπηρέτησε τον αμερικανικό στρατό για έξι μήνες και πριν αναλάβει τα καθήκοντα του στην οικογενειακή αυτοκρατορία των επιχειρήσεων Rockefeller θέλησε να ταξιδέψει, να εξερευνήσει.
Κατέβαλλε προσπάθειες για να ενταχθεί σε μια εξερευνητική αποστολή του Harvard Peabody Museum με την οποία θα ταξίδευε στη Νέα Γουινέα, που εξακολουθούσε τότε να είναι Ολλανδική αποικία, για να κινηματογραφίσει τις φυλές των τελευταίων κανιβάλων λίγο πριν την εξαφάνισή τους. «Θέλω να ζήσω μια περιπέτεια, να κάνω κάτι ρομαντικό και τολμηρό για ένα κομμάτι της ιστορίας που τείνει να εξαφανιστεί» δήλωνε τότε ο Michael, ένας όμορφος νέος, καλοφτιαγμένος, που κουβαλούσε την ευγένεια της καταγωγής του, τη φινέτσα της ανατροφής του και φυσικά την αυθάδεια και την τόλμη που προσδίδει πολλές φορές στα νέα παιδιά ο πλούτος.
O Michael αποφασίζει να κολυμπήσει προς τη στεριά πριν νυχτώσει, για να ζητήσει βοήθεια. «Πιστεύω πως θα τα καταφέρω» είναι τα τελευταία λόγια που λέει στον Wassing , βγάζει τα παπούτσια και το παντελόνι του, φτιάχνει μια πρόχειρη κατασκευή με δύο άδεια βαρέλια και ένα πάσσαλο και βουτάει για να φτάσει στην ακτή. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος είδε τον γόνο μιας από τις πλουσιότερες και πιο δυνατές οικογένειες στον κόσμο, να κολυμπά στα λασπόνερα για να ζητήσει βοήθεια.
Στο πρώτο του αυτό το ταξίδι στη Νέα Γουινέα ο 23χρονος Michael έγινε μέλος της κινηματογραφικής ομάδας που γύρισε το ντοκιμαντέρ «Τα Νεκρά Πουλιά», μια συγκλονιστική καταγραφή της φυλής Ντάνι από τον σκηνοθέτη Robert Gardner. Η κινηματογράφηση και η ανθρωπολογική καταγραφή των συγκεκριμένων φυλών ήταν τότε μεγάλο επίτευγμα. Άνθρωποι που ζούσαν αποκλεισμένοι από τον πολιτισμό, με τις δικές τους θρησκείες και τελετουργικά και φυσικά με έναν μοναδικό τρόπο να αντιλαμβάνονται τη ζωή και το θάνατο. Η ανθρωποφαγία ήταν μέρος αυτής της κουλτούρας. Απελευθέρωνε το κακό, έδινε δύναμη, έκανε τους ανθρώπους ένα με τους θεούς, τα δέντρα, τη γη. Ο Michael δούλεψε ως τεχνικός ήχου και φωτογράφος σε αυτήν την αποστολή. Έφυγε από τη Νέα Γουινέα με 3500 φωτογραφίες.
Είναι προφανές πως αυτό το ταξίδι τον μάγεψε. Του άνοιξε διάπλατα έναν νέο κόσμο. Είδε την μεγάλη ευκαιρία να εμπλουτίσει τη συλλογή του μουσείου του πατέρα του με τα πιο σπάνια και αφανέρωτα έργα πρωτόγονης τέχνης. Δεν ήταν κάτι αφύσικο για το νεαρό μεγιστάνα αυτή η ιδέα. Από μικρό παιδί είχε μεγάλη επαφή τόσο με την τέχνη όσο και με τα ταξίδια. Ο πατέρας του τον μύησε στον κόσμο αυτό και μυστικά, όπως όλα δείχνουν, ο νεαρός Michael είχε μεγαλύτερη κλίση προς αυτά παρά προς τις επιχειρήσεις του πατέρα του. Ίσως και η ενασχόλησή του με τη συλλογή έργων πρωτόγονης τέχνης να ήταν η διέξοδος που χρειαζόταν. Κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου ταξιδιού, σε ένα από τα διαλείμματα των γυρισμάτων, έγινε το πρώτο διερευνητικό ταξίδι προς τις περιοχές όπου κατοικούσε η φυλή Άσματ. Μια μεγάλη φυλή, με εξαίρετους τεχνίτες που ειδικεύονταν στην ξυλογλυπτική. Σε έναν κόσμο όπου εξέλιπε η πέτρα, οι Άσματ έφτιαχναν με ξύλο περίτεχνες ασπίδες, κουπιά, βάρκες, και γιγαντιαία τοτέμ με ανθρώπους σκαλισμένους πάνω, αγκαλιασμένους με κροκόδειλους και άλλα μυθικά όντα. Αυτά ήταν αντικείμενα πρωτόγονης τέχνης τα οποία ήταν πολύ σπάνια στο Δυτικό κόσμο.
To 1961, ο Michael επέστρεψε στη Νέα Γουινέα συνοδεία του ανθρωπολόγου René Wassing και με ένα πλήρη “θησαυρό” από μαχαίρια, καπνό, υφάσματα και άλλα πολλά είδη “ανταλλαγής”” που θα χρησιμοποιούσε για να εξασφαλίσει τα έργα τέχνης που επιθυμούσε αφού το χρήμα ήταν άγνωστο σε αυτές τις φυλές. Με τη βοήθεια δύο ντόπιων συνοδών οι δύο εξερευνητές επισκέφθηκαν 13 χωριά σε διάστημα τριών εβδομάδων. Έπειτα, επέστρεψαν στη βάση τους για ανεφοδιασμό με στόχο το ταξίδι μέσω βάρκας προς το Νότιο Άσματ. Μια εντελώς ανεξερεύνητη και παρθένα περιοχή όπου ο μόνος δυτικός κάτοικος ήταν ο ιερέας Cornelius van Kessel, ένα πρόσωπο που ο Michael είχε σκοπό να συναντήσει και που αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας.
Η περιπέτεια
Παρά τις προειδοποιήσεις των ντόπιων πως αυτό το ταξίδι είναι επικίνδυνο ακόμα και για τους πιο επίδοξους καπετάνιους, οι δύο εξερευνητές μαζί με τους δύο οδηγούς τους ξεκινούν. Προσπαθώντας να διασχίσουν έναν ποταμό, τα υπόγεια ρεύματα αναποδογυρίζουν το καταμαράν τους, που δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από δύο κανό ενωμένα με σκοινιά και μια μικρή αυτοσχέδια καλύβα στημένη στη μέση. Οι δύο οδηγοί κολυμπούν αμέσως προς τη στεριά για να φέρουν βοήθεια. Μετά από πολύωρη μάχη με τα λασπώδη νερά της περιοχής, οι δύο οδηγοί κατορθώνουν να φτάσουν στη στεριά και να καλέσουν βοήθεια. Οι δύο εξερευνητές δεν γνωρίζουν τίποτα για τη μοίρα των δύο οδηγών και από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να χάνουν τις ελπίδες τους. Τότε είναι που o Michael αποφασίζει να κολυμπήσει προς τη στεριά πριν νυχτώσει, για να ζητήσει βοήθεια. «Πιστεύω πως θα τα καταφέρω» είναι τα τελευταία λόγια που λέει στον Wassing , βγάζει τα παπούτσια και το παντελόνι του, φτιάχνει μια πρόχειρη κατασκευή με δύο άδεια βαρέλια και ένα πάσσαλο και βουτάει για να φτάσει στην ακτή. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος είδε τον γόνο μιας από τις πλουσιότερες και πιο δυνατές οικογένειες στον κόσμο, να κολυμπά στα λασπόνερα για να ζητήσει βοήθεια.
Την επόμενη μέρα ο Wassing διασώζεται από ένα αεροπλάνο και ενημερώνει για όλα όσα συνέβησαν την προηγούμενη. Μια τεράστια επιχείρηση διάσωσης ξεκινά. Ο πατέρας Nelson Rockefeller και η κόρη του (και δίδυμη αδελφή του Michael) ναυλώνουν ένα Βoeing 307 και καταφτάνουν στην περιοχή. Εννιά μέρες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, με ένα τεράστιο κομμάτι του Ολλανδικού στρατού να ψάχνει, ένα απίστευτο κύμα δημοσιότητας στα διεθνή μέσα να καλύπτει το ζήτημα και φυσικά τις προσωπικές προσπάθειες της οικογένειας, δεν υπάρχει ούτε ένα σημάδι ζωής του Michael. Στις 24 Νοεμβρίου ο Ολλανδός Υπουργός εξωτερικών δηλώνει στους New York Times πως δεν υπάρχει καμία ελπίδα διάσωσης του Michael Rockefeller. Τα επίσημα αίτια της εξαφάνισής του είναι ο πνιγμός. Μέσα στα χρόνια οι ιστορίες για τη δολοφονία του νεαρού από άτομα της φυλής Ασμάτ τα οποία επιδίδονταν σε ανθρωποφαγικές τελετές φουντώνουν. Η ιστορία γίνεται μύθος, ένα μεγάλο άλυτο μυστήριο. Στοιχεία όμως δεν υπάρχουν για να στηρίξουν αυτή τη μυθιστορηματική εκδοχή. Μέχρι τώρα. Τη χρονιά που μας πέρασε κυκλοφόρησε το βιβλίο Savage Harvest: A Tale of Cannibals, Colonialism and Michael Rockefeller's Tragic Quest for Primitive Art του δημοσιογράφου και συγγραφέα Carl Hoffman στο οποίο επαληθεύονται τα χειρότερα σενάρια, 50 χρόνια μετά.
Ο Carl Hoffman ξαναπιάνει το νήμα της ιστορίας και ανακαλύπτει τα εξής:
Την εποχή όπου ο Rockefeller ταξίδευε στην περιοχή υπήρχε αναταραχή ανάμεσα στα χωριά των Ασματ. Μια βεντέτα ανάμεσα σε δύο μεγάλα χωριά με πολυάριθμα θύματα και τρομερές αγριότητες προκάλεσε την αντίδραση των Ολλανδικών αρχών. Το κυνήγι κεφαλών ήταν ο πιο φυσικός τρόπος και η πιο αρχαία μέθοδος εκδίκησης για τους Ιθαγενείς αυτής της φυλής. Ο μόνος τρόπος για να εκτονωθεί το κακό. Ο τότε αξιωματικός, υπεύθυνος για την περιοχή με το όνομα Max Lepré, θέλοντας να τους “δώσει ένα μάθημα” και να βάλει ένα τέλος σε αυτές τις πρωτόγονες συνήθειες προκάλεσε καταστροφές στο ένα χωριό και με διάφορους λανθασμένους χειρισμούς σκότωσε πολλούς Ιθαγενείς στο άλλο χωριό. Αυτό το επεισόδιο χαράκτηκε βαθιά στη μνήμη της φυλής.
Oι δύο ιερείς που έζησαν στην περιοχή και είχαν συνεχή επαφή με τους ιθαγενείς της φυλής, ο Cornelius van Kessel τον οποίο ο Michael θα συναντούσε, αλλά και ο Hubertus von Peij, είχαν πολλές πληροφορίες για το θάνατο του Αμερικανού. Ειδικά ο δεύτερος είχε μια πολύ λεπτομερή ιστορία να αφηγηθεί που την άκουσε από τους ιθαγενείς: Τη μέρα της εξαφάνισης, πενήντα άνδρες από το ένα χωριό που μετέφεραν υλικά για το χτίσιμο σπιτιών στάθμευσαν στην παραλία του ποταμού. Εκεί είδαν να κολυμπά και να έρχεται προς την ακτή κάτι που αρχικά νόμισαν πως ήταν κροκόδειλος. Γρήγορα διαπίστωσαν πως ήταν άνθρωπος που μάλιστα τους χαιρετούσε και τους ζητούσε βοήθεια. Οι μισοί έσπευσαν να τον σώσουν, οι άλλοι μισοί όμως, των οποίων και η άποψη επικράτησε, είχαν την άποψη πως ήταν ένας “Ξένος”, ένας από αυτούς που ευθύνονταν για τις σφαγές στα χωριά τους. Ήθελαν εκδίκηση και την πήραν προσπαθώντας να τον σκοτώσουν με ένα δόρυ. Σύμφωνα με τις περιγραφές του ιερέα, ο κολυμβητής δεν πέθανε ακαριαία αλλά μεταφέρθηκε σε μια σπηλιά για να θανατωθεί τελετουργικά. Στην αφήγηση που έκαναν οι Ιθαγενείς στον ιερέα ήταν χαρακτηριστικές οι λεπτομέρειες για το εσώρουχο του κολυμβητή. Από τις περιγραφές ο ιερέας σιγουρεύτηκε πως επρόκειτο για ανδρικό εσώρουχο δυτικού ύφους. Γνωρίζοντας πως τα οστά των νεκρών κρατούνταν ως λάφυρα και χρησιμοποιούνταν είτε ως μαχαίρια είτε ως ακόντια για ψάρεμα, ο ιερέας ρώτησε να μάθει πού βρίσκονται. Έμαθε πως υπήρχαν ακόμη, διάσπαρτα στα “τρόπαια” δεκαπέντε χωριανών. Και οι δύο ιερείς είχαν στείλει αναφορές στους υπεύθυνους της Ολλανδικής κυβέρνησης ανεφέροντάς τους τις τρομερές λεπτομέρειες. Δεν πήραν καμία απάντηση. Και όταν ο δεύτερος ιερέας ζήτησε άδεια από την εκκλησία του για να συναντήσει την οικογένεια των Rockefeller και να τους ενημερώσει, η απάντηση ήταν πάλι αρνητική: «Αυτή η υπόθεση είναι σα να περπατάμε σε μια επιφάνεια λεπτού πάγου» ήταν το σχόλιο και εκεί έκλεισε το ζήτημα.
Σύμφωνα με το έθιμο ο νεκρός κόβεται τελετουργικά σε μικρότερα κομμάτια. Με μια τομή που ξεκινά από τον πρωκτό και φτάνει στο σβέρκο το σώμα σχίζεται στα δύο και ακολουθεί κόψιμο σε μικρότερα κομμάτια. Το κρανίο αφού κόβεται με συγκεκριμένο τρόπο, μαγειρεύεται. Τα μυαλά αναμειγνύονται με Sago, ένα είδος άμυλου που περισυλλέγεται από το εσωτερικό ενός φοίνικα, τυλίγεται σε μπανανόφυλλα και ψήνεται στη φωτιά. Ό,τι απομένει από το κρανίο, τυλίγεται σε φύλλα μπανανιάς και μετεφέρεται πίσω στο χωριό
Εκεί, στην προσπάθεια των Ολλανδικών αρχών να κουκουλώσουν το ζήτημα βρίσκεται κατά τον συγγραφέα αυτού του συναρπαστικού βιβλίου η λύση του μυστηρίου. Η συγκεκριμένη εξαφάνιση ήταν ένας επικοινωνιακός όλεθρος για την Ολλανδική κυβέρνηση. Δεν είναι μόνο το γεγονός της εξαφάνισης μέλους μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες στον κόσμο. Είναι και ο τρόπος. Μια αποικιοκρατική κυβέρνηση που επιτρέπει στους “βάρβαρους» της αποικίας της να προβαίνουν σε τέτοιες αγριότητες χωρίς να έχει τη δύναμη να προστατεύσει τους Δυτικούς επισκέπτες. Απ’ όπου κι αν το δεις, ήταν μια υπόθεση που έπρεπε να κουκουλωθεί. Πόσω δε μάλλον αφού δεν είχε βρεθεί το πτώμα και κανένα ίχνος του εξαφανισθέντα και οι μαρτυρίες ήταν όλες είτε αμφισβητήσιμες είτε μπορούσαν άνετα να κρατηθούν μυστικές.
Για να γράψει το βιβλίο του, ο Hoffman ταξιδεύει πίσω στην περιοχή που δεν είναι πια αποικία και που τα αρχεία των Ολλανδικών αρχών είναι πλέον διαθέσιμα στο κοινό –και κανείς δεν τους δίνει σημασία. Εκεί βρίσκει όχι μόνο προφορικές μαρτυρίες αλλά και επίσημα έγγραφα του κράτους που αποδεικνύουν όχι μόνο τη βεντέτα των δύο χωριών αλλά και την αιματηρή επίθεση του Ολλανδικού αξιωματούχου που προκάλεσε τα επεισόδια. Με τις φωτογραφίες που τράβηξε στο πρώτο του ταξίδι ο Rockefeller ανά χείρας, ο συγγραφέας του βιβλίου συνομιλεί με τους ανθρώπους της φυλής οι οποίο αναγνωρίζουν πρόσωπα στις φωτογραφίες ως συγγενείς τους ή κάτοικους που δεν ζουν πια. Αναγνωρίζουν μάλιστα και κάποιους που συμμετείχαν στο φόνο του Rockefeller. Με έναν χαμηλόφωνο, εντελώς διακριτικό τρόπο και μετά από χρόνια έρευνας ο συγγραφέας καταφέρνει να καταγράψει τις τελευταίες στιγμές του νεαρού εξερευνητή.
Πώς έγινε ο τελετουργικός φόνος
Αφού του καρφώνουν ένα δόρυ στα πλευρά και ενώ είναι ακόμα ζωντανός, τον μεταφέρουν σε μια σπηλιά στην παραλία. Εκεί, τον αποκεφαλίζουν. Σύμφωνα με το έθιμο ο νεκρός κόβεται τελετουργικά σε μικρότερα κομμάτια. Με μια τομή που ξεκινά από τον πρωκτό και φτάνει στο σβέρκο το σώμα σχίζεται στα δύο και ακολουθεί κόψιμο σε μικρότερα κομμάτια. Το κρανίο αφού κόβεται με συγκεκριμένο τρόπο, μαγειρεύεται. Τα μυαλά αναμειγνύονται με Sago, ένα είδος άμυλου που περισυλλέγεται από το εσωτερικό ενός φοίνικα, τυλίγεται σε μπανανόφυλλα και ψήνεται στη φωτιά. Ό,τι απομένει από το κρανίο, τυλίγεται σε φύλλα μπανανιάς και μετεφέρεται πίσω στο χωριό.
Στις συνεντεύξεις του με τους ιθαγενείς, ο συγγραφέας πληροφορήθηκε και για μια πανδημία χολέρας που χτύπησε τα χωριά ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Rockefeller. Δεν κατάλαβε αν οι ιθαγενείς το θεώρησαν ως τιμωρία των θεών για την άδικη θυσία του νεαρού ξένου, θα μπορούσε όμως και να ισχύει.
Η συλλογή πρωτόγονης τέχνης του πατέρα του δωρήθηκε στο Μουσείο Μετροπόλιταν το 1969.
Carl Hoffman, Savage Harvest: A Tale of Cannibals, Colonialism and Michael Rockefeller's Tragic Quest for Primitive Art
σχόλια