Τον Δεκέμβριο του 1830 ένα ζευγάρι Αμερικανών ιεραποστόλων έφτανε στην Τήνο μετά από ένα μακρύ ταξίδι δύο και περισσότερο μηνών, που τους έφερε από την Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους και σε μια νέα χριστιανική χώρα που είχε αναδυθεί μέσα από μια επανάσταση. Αυτός ήταν 39 ετών και τον έλεγαν Τζων Χένρυ Χιλλ. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Νέας Υόρκης, είχε σπουδάσει στο King’s College της πόλης, το κατοπινό πανεπιστήμιο Columbia, είχε εργαστεί σε τράπεζα και αφού παρακολούθησε το Θεολογικό Σεμινάριο τον Ιούνιο του 1830 χειροτονήθηκε εφημέριος της Επισκοπιανής Εκκλησίας. Αυτή ήταν 31 ετών και την έλεγαν Φράνσις Μαρία Μάλλιγκαν, χαϊδευτικά Φάννυ. Καταγόταν από οικογένεια της νεοϋορκέζικης ελίτ. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος, με ενεργό ανάμειξη στη δημόσια ζωή.
Ο Τζων και η Φάννυ συναντήθηκαν στο Κυριακό Σχολείο της Επισκοπιανής Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου της Νέας Υόρκης Η Φάννυ ήταν εκεί κατηχήτρια. Φαίνεται ότι ερωτεύτηκαν και στις 26 Μαρτίου 1821 παντρεύτηκαν. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα το 1830 δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα περνούσαν όλη τους τη ζωή σε αυτό το νέο χριστιανικό κράτος της τότε Ανατολής. Συνδέθηκαν για πάντα με την Ελλάδα μέσα από το σχολείο που δημιούργησαν, τη Σχολή Χιλλ, ένα εκπαιδευτήριο που σε λίγο θα συμπληρώσει δύο αιώνες συνεχούς λειτουργίας, πάντα στην Πλάκα. Συνέβαλαν επίσης στη διαμόρφωση του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος και της εκπαίδευσης των κοριτσιών, αλλά πρωταγωνίστησαν, με πολλούς τρόπους, και στην κοινωνική ζωή της Αθήνας.
Έχουμε δημοσιοποιημένο ένα εξαιρετικό τεκμήριο όχι μόνο για την εκπαίδευση τις πρώτες δεκαετίες διαμόρφωσης της Αθήνας και του ελληνικού κράτους αλλά και της κοινωνικής ζωής και των ιδεολογικών-θρησκευτικών συγκρούσεων.
Το σπίτι τους στην Πλάκα ήταν αξιοθέατο. Εκεί το ζεύγος Χιλλ υποδέχονταν παράγοντες της αθηναϊκής ζωής, δημοσιογράφους, Έλληνες της ομογένειας, ορθόδοξους ιερωμένους που ήθελαν να μάθουν πώς λειτουργεί το σχολείο, περιηγητές και τα μέλη της μικρής κοινότητας προτεσταντών της ελληνικής πρωτεύουσας. Το σπίτι ήταν αξιοθέατο και για έναν άλλο λόγο: είχε τη μοναδική πολυθρόνα σε όλη την Αθήνα, την οποία οι Χιλλ είχαν φέρει από την Αμερική. Αυτή η πολυθρόνα ήταν από τα μυθιστορηματικά έπιπλα της καινούργιας ζωής της Αθήνας.
Η αμερικανική ιεραποστολή στην Ελλάδα και στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα εκπολιτισμού και επιρροής κατά τον 19ο αιώνα. Υπολογίζεται ότι δύο χιλιάδες ιεραπόστολοι έφτασαν στη Μεσόγειο αυτόν τον αιώνα, κηρύσσοντας τη Βίβλο, ιδρύοντας σχολεία και εκκλησίες και συμβάλλοντας στη δημιουργία δικτύων μεταξύ των χωρών της ιεραποστολής και των Ηνωμένων Πολιτειών. Μόνο στην Ελλάδα, οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι ίδρυσαν σχολεία στην Τήνο, στη Σύρο, στο Άργος, στην Αρεόπολη της Μάνης και στην Αττική. Το ζεύγος Χιλλ ήταν μέλη αυτού του κινήματος, και συγκεκριμένα του κινήματος της «δεύτερης Μεγάλης Αφύπνισης».
Η «πρώτη Μεγάλη Αφύπνιση» χρονολογείται στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε στόχο την αναγέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητας των διαμαρτυρόμενων στις ΗΠΑ και στη Βόρειο Αμερική. Η «δεύτερη» ήταν στραμμένη προς τα έξω, κυρίως προς την Ανατολική Μεσόγειο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στόχος αυτής της ιεραποστολής ήταν να εκχριστιανιστούν αλλόθρησκοι και να προσηλυτιστούν στον προτεσταντισμό χριστιανοί άλλων δογμάτων, μαζί, φυσικά, με το εκπαιδευτικό έργο. Αυτό ήταν το μεγάλο σημείο τριβής και συγκρούσεων των Αμερικανών ιεραποστόλων με το ελληνικό κράτος και κυρίως με την ελληνική Εκκλησία.
Όμως το ζεύγος Χιλλ, ο Τζων και η Φάννυ, είχε διαλλακτικότερη στάση απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στο σχολείο τους εφάρμοζαν πάντα τα προγράμματα Θρησκευτικών και θρησκευτικής αγωγής που επέβαλε το Κράτος. Αντίθετα, άλλοι ιεραπόστολοι, όπως ο περίφημος Ίωνας Κινγκ, επέμεναν στον προσηλυτιστικό χαρακτήρα της ιεραποστολής, προκαλώντας πολλές αντιδράσεις. Μάλιστα ο Κινγκ αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο και από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και απελάθηκε από την Ελλάδα. Βέβαια, το 1851 επέστρεψε ως πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αυτό το γενικό κλίμα δεν άφησε ανεπηρέαστους τους Χιλλ. Το ζεύγος στοχοποιήθηκε ακόμη και για λόγους ανταγωνιστικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους μεγαλύτερους πολέμιους των Χιλλ ήταν ένας πρώην δάσκαλος του σχολείου τους, ο Ιωάννης Βενθύλος, που προφανώς ήθελε να οικειοποιηθεί το έργο των Χιλλ και εποφθαλμιούσε και το ίδιο το σχολείο. Αυτός ο Βενθύλος διορίστηκε το 1839 καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, αλλά πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 50 ετών, το 1854, κατά τη μεγάλη επιδημία χολέρας.
Η σημαντικότερη στιγμή κρίσης και αμφισβήτησης των Χιλλ και του σχολείου τους καταγράφεται το 1842. Είναι ένα επεισόδιο κρίσης που έχει μείνει στην ιστορία ως τα «Χίλλεια». Αυτήν τη χρονιά ο Τζων και η Φάννυ κατηγορήθηκαν από την εφημερίδα «Αιών», που ήταν όργανο του Ρωσικού Κόμματος, ότι κάνουν προσηλυτισμό. Η Ιερά Σύνοδος συγκρότησε επιτροπή που άρχισε τις ανακρίσεις των μαθητριών. Οι ερωτήσεις είχαν σχέση με τη θρησκεία. Για παράδειγμα, αν το σχολείο είχε εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, αν οι μαθήτριες προσεύχονταν, νήστευαν και εξομολογούνταν κ.λπ. Τα πρακτικά των ανακρίσεων, που σώζονται στο αρχείο της σχολής, είναι πολύ αποκαλυπτικά. Η ανάκριση της μαθήτριας Μαρούσας Μπουντούρη, κόρης του Υδραίου καπετάνιου Νικόλαου Μπουντούρη, που είχε πάρει μέρος στην Επανάσταση, περιλαμβάνει και τις εξής ερωταποκρίσεις:
Ερ.: Προσεύχεσθε καθημέραν;
Απ.: Μάλιστα.
Ερ.: Ποσάκις της ημέρας προσεύχεσθε;
Απ.: Τετράκις.
Ερ.: Κλίνουσα το γόνυ προσεύχεσθε;
Απ.: Όχι. Όρθια ιστάμενα.
Ερ.: Προς ποίον μέρος προσεύχεσθε;
Απ.: Προς την Ανατολήν.
Ερ.: Κάμνετε τον σταυρόν σας, όταν προσεύχεσθε;
Απ.: Τον κάμνομεν. Σημ. Έκαμε τον σταυρόν της.
Σε αυτή την κρίση υποστήριξαν τη σχολή πολλοί γονείς και προσωπικότητες, όπως ο Ιωάννης Κωλέττης, ο Αντώνιος Κριεζής, ο Αναστάσιος Μαυρομιχάλης, ο Ρήγας Παλαμίδης και άλλοι. Τελικά, η επιτροπή απέρριψε τις κατηγορίες, αλλά οι Χιλλ, κουρασμένοι, έκλεισαν τη σχολή και νοίκιασαν το κτίριό τους στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, δηλαδή στο άλλο μεγάλο σχολείο για την εκπαίδευση των κοριτσιών, το γνωστό σήμερα Αρσάκειο.
Στις αρχές του 1853 η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία μετακινήθηκε στο δικό της κτίριο, στην οδό Σταδίου. Τότε ο Τζων και η Φάννυ Χιλλ αποφασίζουν να ξαναλειτουργήσουν το σχολείο τους στα κτίριά τους στην Πλάκα, στη διασταύρωση οδών Ναυάρχου Νικοδήμου και Θουκυδίδου, εκεί όπου μέχρι σήμερα ακούγονται οι φωνές των μαθητών και των μαθητριών της σχολής Χιλλ. Η επαναλειτουργία του σχολείου προκάλεσε ενθουσιασμό στην αθηναϊκή κοινωνία, που φάνηκε στην πράξη με τον μεγάλο αριθμό των εγγραφών. Ο Τζων και η Φάννυ δεν είχαν παιδιά. Εξασφάλισαν όμως τη διαδοχή τους, υιοθετώντας άτυπα την ανιψιά της Φάννυ, την Μπέσση, κόρη της αδελφής της.
Ο Τζων πέθανε το 1882. Κηδεύτηκε με τιμές ανώτερου ταξίαρχου. Την κηδεία του παρακολούθησε ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης. Δύο χρόνια μετά πέθανε και η Φάννυ. Το έργο τους για την εκπαίδευση των κοριτσιών, την επαγγελματική εκπαίδευση και την εκπαίδευση διδασκαλισσών είχε προ πολλού αναγνωριστεί, πλέον χωρίς κανένα ίχνος αμφισβήτησης. Η Μπέσση ανέλαβε τη διεύθυνση και τη διατήρησε μέχρι τον θάνατό της, το 1918, εξασφαλίζοντας και τη διαδοχή.
Όλη αυτή η συναρπαστική ιστορία της σχολής Χιλλ βγαίνει, από πρώτο χέρι, μέσα από τα ημερολόγια του Τζων και της Φάννυ, που αποτελούν μέρος του προσωπικού τους αρχείο. Τα ημερολόγια αυτά, γραμμένα στα αγγλικά, δημοσιεύονται μεταφρασμένα στον τόμο «Εκπαιδεύοντας παιδιά στη μετεπαναστατική Αθήνα». Έτσι έχουμε δημοσιοποιημένο ένα εξαιρετικό τεκμήριο όχι μόνο για την εκπαίδευση τις πρώτες δεκαετίες διαμόρφωσης της Αθήνας και του ελληνικού κράτους αλλά και της κοινωνικής ζωής και των ιδεολογικών-θρησκευτικών συγκρούσεων.
Η εισαγωγή του καθηγητή Βαγγέλη Καραμανωλάκη δίνει όλο το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι Χιλλ. Είναι ένα κείμενο που μας παρέχει τα κλειδιά για να κατανοήσουμε αυτή την νέα κοινωνία υπό διαμόρφωση, τις αγκυλώσεις της αλλά και τον μεταρρυθμιστικό της ζήλο.