Εκατομμύρια παθιασμένοι αναγνώστες σε όλον τον κόσμο από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι σήμερα διαβάζουν τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ, ένα βιβλίο φτιαγμένο «με πάθος και υπομονή», όπως έγραφε στη μητέρα του, ένα έργο που άλλαξε τη μοίρα της ποίησης. «Το τελευταίο λυρικό έργο που είχε απήχηση σε όλη την Ευρώπη», όπως γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, γραμμένο από τον τελευταίο λυρικό και πρώτο νεωτερικό ποιητή, έναν «καταραμένο», ο συνδυασμός της σάρκας και του πνεύματος, ένα κράμα επισημότητας ζεστασιάς και καημού, «μια σπανιότατη συνένωση της βούλησης και της αρμονίας» γράφει ο Βαλερί. «Το μόνο εγκώμιο που εκλιπαρώ γι’ αυτό το βιβλίο είναι να αναγνωριστεί ότι δεν είναι ένα απλό λεύκωμα ποιημάτων αλλά έχει αρχή και τέλος», έγραφε ο Μπωντλαίρ και όποιος θελήσει να διαβάσει προσεκτικά αυτήν τη συλλογή θα διαπιστώσει πως κάθε ποίημα συνδέεται με το προηγούμενο και το επόμενο και όλα μαζί απαρτίζουν ένα μεγαλύτερο, το ποίημα των αντιθέσεων, της διχοτόμησης του εαυτού, αφού «ο Μπωντλαίρ είναι άνθρωπος που βλέπει τον εαυτό του σαν να ήταν ένας άλλος», γράφει ο Σαρτρ.
ΚείμενοΑργυρώ Μποζώνη
ΔιαβάζειΒασίλης Παπαβασιλείου
DevelopmentΆγγελος Παπαστεργίου Νικηφόρος Στάβερης
Τι είναι τα «Άνθη του Κακού», η μία και μόνη ποιητική συλλογή του Μπωντλαίρ, που ο Έλιοτ χαρακτήρισε «το μέγιστο παράδειγμα νεωτερικής ποίησης όλων των γλωσσών»;
«Η modernité είναι το εφήμερο, το φευγαλέο, το τυχαίο, το μισό της τέχνης, της οποίας το άλλο μισό είναι το αμετάβλητο, το αιώνιο», έγραφε ο Μπωντλαίρ λίγο μετά την έκδοση των Fleurs du Mal το 1857, ανάγοντας τη νεωτερικότητα σε κυρίαρχη έννοια της νέας αισθητικής. Με ένα πρωτοφανέρωτο απόθεμα εικονοποιίας από τον σύγχρονο κόσμο, ο Μπωντλαίρ ανύψωσε εικόνες της καθημερινής, ρυπαρής ζωής μιας μεγάλης μητρόπολης στην ύψιστη έντασή τους και απέσπασε το παντοτινό μέσα από το εφήμερο και το τετριμμένο. Κόμισε στην ποίηση θέματα αντιποιητικά και απαγορευμένα: πάθη του σώματος, την καταστροφική μανία του έρωτα, τον εθισμό, τη μοιραία πλήξη (spleen) που κατατρύχει τους ευάλωτους, τον θάνατο ως μόνη παρηγοριά. Έργο μιας ολόκληρης ζωής, τα Άνθη του Κακού, συλλογή με 168 έμμετρα ποιήματα, που άρχισε να γράφει όταν ήταν είκοσι χρονών, το δημοσίευσε στα τριάντα έξι του και πρόσθετε συνεχώς καινούργιες συνθέσεις μέχρι λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του, στα σαράντα έξι του χρόνια.
Γυρίζοντας την πλάτη στην υπερχείλιση του κυρίαρχου ρομαντισμού, τη λατρεία της φύσης και των σκιερών δασών, στις Ινφάντες του Ουγκό και στις Ελβίρες του Λαμαρτίνου, ο Μπωντλαίρ συνέθεσε ένα σύγχρονο λυρικό έπος με ήρωες τους μοντέρνους «επικούς» ήρωες: πόρνες, ζητιάνες, ρακοσυλλέκτες, κρεολές και Εβραίες καλλονές, οπιομανείς, ονειροπόλους flâneurs, ερωτοπαθείς ποιητές, ξάγρυπνους maudits. Aυτόν τον αλλόκοτο, πρωτοφανέρωτο θίασο τον κινεί στο Παρίσι του καιρού του, στη σύγχρονη πόλη, την αντι-φύση. Τον ονομάτισαν «Δάντη της έκπτωτης εποχής μας».
Όμως, όσο παράφορο και ανατρεπτικό είναι το περιεχόμενο, τόσο αυστηρή και αψεγάδιαστη η στιχουργική τέχνη των ποιημάτων. Εβδομήντα δύο τέλεια στιχουργημένα σονέτα αλλά και πολύστιχες συνθέσεις με πλούσιες ομοιοκαταληξίες και τους απαράβατους μετρικούς κανόνες της κλασικής γαλλικής ποίησης στεγάζουν πρωτοφανείς συσχετισμούς εικόνων μεγάλης εκφραστικής δύναμης: «Σαν Άγγελος σκληρός που μαστιγώνει ήλιους» (Le Voyage).
Η ένταση που δημιουργείται μεταξύ της κρυστάλλινης φόρμας και της ζέουσας ύλης, του στοχαστικού λυρισμού και του σάρκινου αισθησιασμού, της λαχτάρας για τον άλλον και του πόθου του θανάτου, του υφέρποντος χριστιανισμού και της βλασφημίας διαμορφώνει μια νέα αισθητική, καθιστά τον Μπωντλαίρ τομή της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. «Δημιουργείτε ένα καινούργιο ρίγος» του έγραψε ο Ουγκώ μόλις διάβασε το βιβλίο∙ «αυτό το υπέροχο αλλά και σκυθρωπό βιβλίο, όπου ο οίκτος σαρκάζει, η κραιπάλη σταυροκοπιέται και η διδασκαλία της βαθύτερης θεολογίας ανατίθεται στον Σατανά» (Προυστ 1921).
Τι σημαίνει ο τίτλος «Άνθη του Κακού»; Ποια είναι τα θέματα της συλλογής;
Ο Μπωντλαίρ επέλεξε να τυπωθούν τα Fleurs du Mal από έναν μικρό, καλλιτεχνικό εκδοτικό οίκο που φιλοτεχνούσε βιβλία με μεγάλη τυπογραφική μαστοριά και ό,τι τύπωνε αποτελούσε εκδοτικό γεγονός. Ιδιοκτήτες του ο Πουλέ-Μαλασί και ο Ντε Μπρουάζ, οικογένειες τυπογράφων με παράδοση τριακοσίων χρόνων με έδρα την Αλανσόν της Νορμανδίας, δύο ώρες από το Παρίσι. Ο Μπωντλαίρ τότε έμενε στο Και Βολταίρ, πάνω στον Σηκουάνα, και πηγαινοερχόταν στους εκδότες, κάνοντας διορθώσεις, επιβλέποντας ο ίδιος τη στοιχειοθεσία και την εκτύπωση.
Ο τίτλος της συλλογής είχε αλλάξει δύο φορές. Αρχικά ήταν «Οι Λεσβίες» και έπειτα «Les Limbes», ένας θεολογικός όρος για τον χώρο πέρα από το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο. Απορρίπτονται και οι δύο και το 1855 το βιβλίο τιτλοφορείται Τα άνθη του κακού. Ο Μπωντλαίρ, που περισσότερο από οποιονδήποτε σύγχρονό του ποιητή είχε επίγνωση του προβλήματος του Καλού και του Κακού και «αυτό που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν η «Αμαρτία και η Λύτρωση» (T.Σ. Έλιοτ), αποτολμά μια πορεία σε βάθος, ποθώντας να εξερευνήσει αχαρτογράφητες, απόκρημνες περιοχές του ψυχισμού.
Στην ποίησή του ανιχνεύεται ένας θεολογικός πυρήνας. Υπάρχουν ποιήματα όπου ο ποιητής είναι παγιδευμένος στο Κακό και συνειδητοποιεί την αμαρτία ως βάρος. Ο Μπωντλαίρ μυθοποιεί το Κακό, το νοσηρό, το καθημερινό, το αισθητικά απορριπτέο, και απομυθοποιεί την καθιερωμένη θρησκεία. Αναζητά την ομορφιά και το ωραίο μέσα στο Κακό, το οποίο ανάγεται σε σύμβολο μιας μη υγιούς κοινωνίας. «Le plus parfait type de Beauté virile est Satan» («Journaux intimes»).
Από τη συλλογή απουσιάζει εντελώς η Ιστορία, οι μύθοι, η πολιτική, το εμπόριο, οι υπηρεσίες, οι αρχές, η φύση και η πρόοδος. Δύο από τα πιο βασικά θέματα του βιβλίου είναι η δίψα για ομορφιά και τα πάθη του έρωτα, ενός έρωτα τρυφερού, νοσηρού, βίαιου, σαπφικού. «Παντού αισθησιασμός! Πολυτέλεια, μορφή και ηδονή», γράφει ο Πωλ Βαλερύ μιλώντας για τα Άνθη του Κακού, αυτή την αλιγόστευτη γραμμή συνεχούς γοητείας, όπου απόλυτη πρωταγωνίστρια είναι η παράφορη γυναίκα κάθε ηλικίας, φιλήδονη και ακόρεστη.
Η ομορφιά εδώ είναι ένα φαινόμενο που περιγράφεται με όρους σκληρής, άψυχης ύλης, «ένα όνειρο από πέτρα» που εμπνέει μια αγάπη «σιωπηλή κι αιώνια σαν την ύλη» («La Beauté»). Η γυναίκα έχει για μάτια «δυο παγωμένα κοσμήματα από χρυσό και σίδηρο» («Le serpent qui danse»). Ο ποιητής υποβιβάζεται σε πειθήνιο εραστή, αλυσοδεμένο με το είδωλό του.
Ποιος ήταν ο Σαρλ Μπωντλαίρ, που η μορφή του ως καταραμένου ποιητή στολίζει εφηβικά δωμάτια, είναι τυπωμένη πάνω σε μαύρες μπλούζες, τη χτυπούν τατουάζ πάνω στο δέρμα; Αυτός που αποκάλεσαν «τελευταίο κλασικό και πρώτο μοντέρνο»;
«Παιδική ηλικία: παλιά έπιπλα στυλ Λουδοβίκου ΙΔ’, αντίκες, παστέλ χρώματα, κοινωνία δέκατου όγδοου αιώνα» (αυτοβιογραφική σημείωση). Ο πατέρας, αποσχηματισμένος κληρικός, ζωγράφος, παιδαγωγός, θα πεθάνει όταν το αγόρι είναι έξι χρονών, αφήνοντας μεγάλη περιουσία σε χρήμα. Η τριαντάχρονη μητέρα παντρεύεται τον στρατιωτικό Ωπίκ. «Όταν έχεις ένα παιδί σαν κι εμένα, δεν ξαναπαντρεύεσαι», θα της γράψει. Εσώκλειστος σε καλά σχολεία, τυπική εγγραφή στα νομικά, συναναστροφή με μποέμ καλλιτέχνες του Καρτιέ Λατέν, απόφαση να μην εργαστεί ποτέ για βιοπορισμό.
Ξοδεύει αλόγιστα, έχει Κινέζο υπηρέτη, συλλέγει έργα τέχνης, διαμένει σε ακριβά διαμερίσματα. Με τα ιδιοφυή τεχνοκριτικά κείμενά του για τις ετήσιες παρισινές εκθέσεις, τα Salons, γίνεται το αισθητικό βαρόμετρο της εποχής του. Γράφει ποιήματα και μεταφράζει. Τον ζωγραφίζει ο Κουρμπέ και τον φωτογραφίζει ο Ναντάρ. Ψιθυρίζεται πως ετοιμάζει κάτι σημαντικό.
«Ύφος ενός πολύ λεπτεπίλεπτου επισκόπου, κάπως καταραμένου, όψη σχεδόν ιερατική. Φοράει φράκο, γραβάτα στο κόκκινο του αίματος, γιλέκο, καλογυαλισμένα μποτίνια, μπαστούνι με χρυσή λαβή, κατάλευκο πουκάμισο, ροζ γάντια», τον θυμάται ο Γκωτιέ. Μια πολυτέλεια άχρηστη, το αρχέτυπο του δανδή, που είναι «η τελευταία αναλαμπή σε μια εποχή παρακμής, ένας ήλιος που δύει» (Le peintre de la vie moderne). Πάνω από το γραφείο του έχει κρεμασμένα τα χαρακτικά του Μανέ για τον Άμλετ, έναν αποστεωμένο πρίγκιπα συντριμμένο από το βάρος του ιδανικού και τη συνείδηση της ανυπαρξίας.
Για να τον σώσουν, οι γονείς τον ωθούν σε ταξίδι στις Ινδίες, απ’ όπου θα επιστρέψει σύντομα, και του επιβάλλουν καθεστώς κηδεμονίας: από την πατρική περιουσία, από την οποία έχει ξοδέψει ήδη τη μισή, θα λαμβάνει διά βίου ένα μικρό επίδομα. Κυνηγημένος από δανειστές, αλλάζει σπίτια και ξενοδοχεία ‒ ως το τέλος. Από τα είκοσί του συνδέεται με την εντυπωσιακή κρεολή ηθοποιό Ζαν Ντυβάλ, παντοτινή σύντροφο∙ θα γράψει γι’ αυτήν τα ωραιότερα ποιήματά του.
Πολύ νέος προσβάλλεται από την ωχρά σπειροχαίτη, που θα είναι η αιτία του πρόωρου θανάτου του. Εθίζεται σε ναρκωτικές και διεγερτικές ουσίες κάθε λογής, καταναλώνοντας καθημερινά υπερβολικές ποσότητες∙ η εμπειρία του από τα νηπενθή φάρμακα περιέχεται στο βιβλίο του Τεχνητοί παράδεισοι. Υπήρξε επιστήθιος φίλος του Μανέ, του Ναντάρ, του Νερβάλ. Γνώρισε στους Γάλλους τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, τον Βάγκνερ, τον Ντε Κουίνσυ, καθιέρωσε τον Ντελακρουά.
«Δεν είχε τη ζωή που του άξιζε», έγραψε ο Σαρτρ. Υπήρξε ένας από εκείνους που έχουν μεγάλη δύναμη, δύναμη όμως μονάχα για να υποφέρουν. Πίστευε μόνο στο άφθαρτο, στο αιώνιο και στον εαυτό του. Σε συνθήκες υπερβολικά αντίξοες κατόρθωσε να δημιουργήσει το λογοτεχνικό και κριτικό του έργο, που σήμερα περιέχεται σε 3.500 σελίδες της Pléiade. Η τέλεια έκφραση που μανικά επιδίωκε και το δέος του για την τέχνη της ποίησης έγιναν η αφορμή να μας κληροδοτήσει μία μονάχα συλλογή, homo unius libri, από την οποία θα γεννηθούν ο συμβολισμός, η νεωτερική ευρωπαϊκή ποίηση, ο Μαλλαρμέ και ο Ρεμπώ. Ένα λιγοσέλιδο βιβλίο που παρηγορεί και θεραπεύει μέχρι σήμερα.
Η γυναίκα που απελπισμένα λάτρεψε ήταν η μητέρα του Καρολίνα∙ της έγραψε και της ταχυδρόμησε 350 γράμματα, από τα πιο υπέροχα τεκμήρια του δέκατου ένατου αιώνα. «Είμαι πεπεισμένος ότι ένας απ’ τους δυο θα σκοτώσει τον άλλον και τελικά θα αλληλοσκοτωθούμε. Μετά τον θάνατό μου δεν θα ζήσεις πια. Είμαι το μόνο αντικείμενο που σε κάνει να ζεις», της γράφει τον Μάιο του 1861. Θα ξεψυχήσει στα χέρια της, σε κατάσταση άνοιας και γενικής παράλυσης. Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του ο Ρεμπώ θα πει: «Ήταν ο πρώτος που οραματίστηκε. Ο βασιλιάς των ποιητών. Ένας αληθινός θεός».
Το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε περιέχει δύο πλήρεις ενότητες από τα «Άνθη του Κακού». Η πρώτη είναι οι διάσημοι «Παρισινοί Πίνακες». Τι είδους ποιήματα είναι; Γιατί ονομάστηκαν έτσι;
Τα δεκαοκτώ αυτά ποιήματα, οι «Παρισινοί Πίνακες», εμφανίστηκαν στη δεύτερη έκδοση των Fleurs du Mal το 1861. Δεν υπήρχαν στην πρώτη, του 1857. Εδώ ο Μπωντλαίρ μιλά πρώτος αυτός για το Παρίσι σαν καθημερινός κατάδικος του τόπου στον οποίο έζησε, μαρτύρησε και δημιούργησε. Καταγράφει την ποιητική εμπειρία της πόλης με την οξύτητα και την ένταση ενός ονείρου ή ενός εφιάλτη.
Προσπαθεί να κατανοήσει τις καινούργιες συνθήκες ζωής σε μια μητρόπολη σαν το Παρίσι, καθώς αυτό μεταβάλλεται από τις ιστορικές δυνάμεις του δέκατου ένατου αιώνα και τη βιομηχανοποίηση. Αποφεύγοντας εντελώς τις περιγραφές, θα αποτυπώσει τη βαθιά ψυχή της πόλης, εκλεπτυσμένη και ηδυπαθή, νυχτιάτικη, απελπισμένη. Θα γίνει «ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού», όπως τον αποκάλεσε ο Μπένγιαμιν.
Ήταν πολύ φυσικό για τον Μπωντλαίρ να εμπνευστεί από τη σύγχρονη μεγαλούπολη, τη μισοφώτιστη φαντασμαγορία των οδών, το πυκνό πλήθος που μέσα του χανόταν αθέατος πλανόδιος περιπατητής. Να επηρεαστεί από τις αμετάκλητες μεταβολές που έβλεπε να συμβαίνουν, αφού τα ποιήματα αποτυπώνουν το Παρίσι καθώς κατεδαφιζόταν και άλλαζε όψη, όταν ο βαρόνος Ωσμάν, νομάρχης για 17 δεκαεπτά χρόνια, γκρέμιζε τα μισά κτίρια της μεσαιωνικής γερασμένης πόλης και ανοικοδομούσε το αυτοκρατορικό και θριαμβικό αστικό τοπίο που γνωρίζουμε σήμερα.
Μια εικοσιτετράωρη περιδιάβαση ενός μοναχικού flâneur, όπως στον Οδυσσέα του Τζόυς, εξιστορούν τα ποιήματα αυτά, βγαίνοντας το πρωί από τη σοφίτα του, όπου έγραφε όλη νύχτα, μέχρι την αυγή της επομένης. Τρία από τα δεκαοκτώ ποιήματα είναι αφιερωμένα στον Βικτώρ Ουγκώ, εξόριστο εκείνη την περίοδο, κι αυτό είναι τεκμήριο του πόσο εκτιμούσε ο ίδιος ο Μπωντλαίρ τη συγκεκριμένη ενότητα, στην οποία περιλαμβάνονται κάποια από τα ποιητικά του κατορθώματα: ο «Κύκνος», ίσως το εντελέστερο ποίημα των Fleurs du Mal, το σονέτο «Σε μια περαστική», οι «Γριούλες», τα δύο «Crepuscule». Το 1923 κυκλοφόρησε η γερμανική μετάφραση των «Tableaux Parisiens» από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, λεπτού αναγνώστη του ποιητή, ο οποίος το 1939 έγραψε και τη λιγοσέλιδη μεστή δοκιμή «Σημειώσεις για τους Παρισινούς πίνακες του Μπωντλαίρ».
Τα περιλάλητα έξι «Απαγορευμένα ποιήματα» γιατί ονομάζονται έτσι; Από ποιον απαγορεύτηκαν και για ποιον λόγο;
Τα Άνθη του Κακού, που η προετοιμασία τους κράτησε δεκαπέντε χρόνια, ήταν ένα βιβλίο πολύ άτυχο εκδοτικά: δέκα μόλις μέρες από την κυκλοφορία του δημοσιεύτηκε ένας λίβελος στην εφημερίδα «Le Figaro» που ελεεινολογούσε τον ποιητή και καθύβριζε τα ποιήματα. Η άρνηση των αστικών αξιών και τα αντιποιητικά και απαγορευμένα θέματα της συλλογής πυροδότησαν αμέσως την αντίδραση. Η Β’ Αυτοκρατορία, στα πρώτα της χρόνια (1852-60), είχε επιβάλει ένα ανελεύθερο καθεστώς και αυστηρή λογοκρισία, προστατεύοντας με κάθε τρόπο την ηθική της αστικής τάξης.
Η αντίδραση στο δημοσίευμα της εφημερίδας ήταν άμεση. Το υπουργείο Εσωτερικών του Ναπολέοντα Γ’ παρέπεμψε σε δίκη τον ποιητή και τους εκδότες για προσβολή της δημόσιας αιδούς και των χρηστών ηθών. Όλα τα αντίτυπα κατασχέθηκαν αμέσως προληπτικά. Στη δίκη που έγινε έναν μήνα μετά το δικαστήριο όχι μόνο καταδίκασε τον Μπωντλαίρ και τους εκδότες σε χρηματικό πρόστιμο αλλά απαίτησε να κυκλοφορήσει το βιβλίο ξανά μόνο όταν θα έχουν αφαιρεθεί έξι «βλάσφημα» ποιήματα, τα τόσο γνωστά «απαγορευμένα», στα οποία ανιχνεύουμε πολλά τυπικά μπωντλερικά μοτίβα: ερωτευμένες γυναίκες, επιθυμία θανάτου, ανέφικτο της αγάπης, λήθη, σαδισμός, φιληδονία.
Η κατάσχεση και η απόσυρση του έργου μιας ζωής στάθηκε η αρχή του τέλους για τον Μπωντλαίρ. Άρχιζε να τον βασανίζει η ιδέα της αυτοκτονίας και σε τρία χρόνια υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Στις μέρες του διωγμού, ο Φλωμπέρ του είχε γράψει: «Δεν μοιάζετε με κανέναν (αυτό είναι το ύψιστο προτέρημα). Εξυμνείτε τη σάρκα δίχως να την αγαπάτε. Είστε σκληρός σαν μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την ομίχλη της Αγγλίας».
Ποια είναι η μεταφραστική τύχη και η πρόσληψη του Μπωντλαίρ στα ελληνικά;
Η πρώτη αναφορά του ονόματός του γίνεται από τον Ευρωπαίο και κριτικότατο Εμμανουήλ Ροΐδη στα 1873, στον οποίο οφείλουμε και τη μετάφραση του τίτλου, Τα Άνθη του Κακού, απαράλλαχτη εδώ και 150 χρόνια. Ποιήματά του θα αρχίσουν να μεταφράζονται σε περιοδικά και εφημερίδες με την αυγή του εικοστού αιώνα. Βιβλίο με ποιήματά του τυπώνεται στα 1917, σε μετάφραση του Γιώργη Σημηριώτη, το οποίο κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
Οι σκόρπιες μεταφράσεις πυκνώνουν και αφθονούν στον Μεσοπόλεμο: Σκίπης, Άγρας, Παπατσώνης, Παλαμάς (δυστυχώς μόνο δύο ποιήματα), Παπανικολάου, Μπάρας, Κοτζιούλας, Δικταίος, Δημάκης, από τους επιφανείς. Βιβλία με ανθολογημένα ποιήματα τυπώνουν ο Κλέων Παράσχος το 1922 και ο Μανώλης Κανελλής το 1928. Μπορούμε να μιλάμε για μπωντλερισμό. Ο σοφός Παλαμάς ήδη το 1916 επισήμανε ότι ο Γάλλος ποιητής «παρ’ ημίν εμεσουράνησεν ως μαλλιαρός».
Τον Αύγουστο του 1891 ο Καβάφης, στο ανέκδοτο ποίημά του «Αλληλουχία κατά Βωδελαίρον» (1891), μεταφράζει το περίφημο σονέτο «Correspondances» και συνυφαίνει τη μετάφραση με δικά του σχόλια πριν και μετά από αυτό, διαλέγεται μαζί του, το ερμηνεύει. Η μετάφραση του Καρυωτάκη είναι υποδειγματική, ανυπέρβλητη, στο «Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα», το τρίτο από τα τέσσερα μπωντλαιρικά «Spleen», από την ενότητα «Μεταφράσεις» του Ελεγεία και Σάτιρες του 1927. Ο αυτόχειρας της Πρέβεζας αντιπροσωπεύει τη σοβαρότερη έκφανση της μπωντλερικής επήρειας στην Ελλάδα.
Κανένας μείζων ποιητής μας δεν μετέφρασε συστηματικά ποιήματα από τα Fleurs du Mal. Να σημειωθεί πως η συντριπτική πλειονότητα των νεοελληνικών μεταφράσεων είναι σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που νομίζω πως εμποδίζει να ακουστούν καθαρά η βραχνή φωνή, ο στυφός λυρισμός, το πένθιμο τραγούδι του Μπωντλαίρ.