Ο ώριμος και άκρως ανθρώπινος Τζον Μάξγουελ Κούτσι επιστρέφει με ένα μικρό διαμαντάκι για τις καίριες και σχεδόν ξεχασμένες αισθητικές αρχές που έφτιαξαν τη διανόηση στην Ευρώπη, από τις μουσικές των Κεντροευρωπαίων, όπως αυτές που παίζει ο Πολωνός πιανίστας ήρωας του μυθιστορήματος, έως την κρυμμένη ποίηση που αναμοχλεύουν τα γράμματα που στέλνει εκείνος στην αγαπημένη του Μπεατρίθ, τη δική του Βεατρίκη. Ο Δάντης είναι πανταχού παρών ως το φάντασμα μιας αφήγησης που μιλάει για την αξία και τη σημασία τού να είσαι θνητός στον βαθμό που δεν παύεις να εμπνέεσαι από τη μουσική, την ποίηση και τον έρωτα ακόμα και τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής σου. Η ιστορία θέλει τον εβδομηντάρη Πολωνό πιανίστα Βίτολντ Βαλτσικιέβιτς να ερωτεύεται την πενηντάχρονη Μπεατρίθ, μια κομψή σύζυγο τραπεζίτη και παράγοντα των τεχνών, και να ξεκινάει μεταξύ τους ένα ειδύλλιο με εμπόδια, δυσκολίες και περιπλεγμένα παιχνίδια εξουσίας. Είναι σαφές ότι γράφοντας μια κλασική ιστορία αγάπης, όταν όλοι αναζητούν νέα trends και κρυμμένα σχήματα, ο βραβευμένος με δύο Μπούκερ νομπελίστας συγγραφέας που εδραίωσε την πρωτοπορία στο μυθιστόρημα επιστρέφει στην αρχή των πραγμάτων για να μιλήσει για τις ανθρώπινες σχέσεις με πολλαπλές υποδηλώσεις για τον τρόπο που φαντάζεται κανείς την ποίηση, βιώνει τον έρωτα και την ομορφιά, πάντα όμως με τον τρόπο του μεγάλου λογοτέχνη: «Άραγε η αγάπη είναι ψυχική κατάσταση, υπαρξιακή κατάσταση, φαινόμενο, κάτι πρόσκαιρο που υποχωρεί και χάνεται –ακόμα και την ώρα που το παρατηρούμε– στο παρελθόν, στα κατάβαθα της Ιστορίας; Ο Πολωνός ήταν ερωτευμένος μαζί της, σοβαρά ερωτευμένος –και πιθανότατα είναι ακόμα–, αλλά είναι ένα απομεινάρι της Ιστορίας, μιας εποχής στην οποία ο πόθος έπρεπε να χρωματιστεί με μια πινελιά άπιαστου ονείρου για να θεωρηθεί αληθινός».
Με φόντο τα καπνισμένα φουγάρα των εργοστασίων, τους λερούς δρόμους και τις αμέτρητες μπιραρίες όπου πνίγουν τον πόνο τους οι εργάτες η Όντε γράφει ένα νεορεαλιστικό μυθιστόρημα για τις σκληρές αντιθέσεις στην πόλη όπου μεγάλωσε με ήρωες μια νεαρή που βιώνει προσωπικές, οικογενειακές και ταξικές συγκρούσεις. Στη Φρανκφούρτη οι αντιθέσεις είναι παραπάνω από έντονες, ειδικά στο ασφυκτικό περιβάλλον της νεαρής κοπέλας που βιώνει διαρκώς τη βία του διαρκώς μεθυσμένου Γερμανού εργάτη πατέρα και την απόλυτη υποτέλεια της Τουρκάλας μητέρας της. Όχι ότι στο εξωτερικό περιβάλλον τα πράγματα είναι καλύτερα, αφού και εκεί η κοπέλα έχει να αντιμετωπίσει την κοινωνική κατακραυγή και το περιθώριο στο οποίο την οδηγούν οι μικροαστοί Γερμανοί «φίλοι» και γνωστοί. Η ασφυξία είναι απόλυτη, με το φως που διαθλάται να μοιάζει σχεδόν ανύπαρκτο, όπως και η παρηγοριά για μια τραυματισμένη γυναικεία ψυχή που μοιάζει να λιώνει σαν τις λαμαρίνες από το διάλυμα οξέος όπου τις βουτάει ο πατέρας της επί τριάντα χρόνια στο γειτονικό βιομηχανικό πάρκο. Πηγή έμπνευσης γι’ αυτό το εντυπωσιακό ντεμπούτο που επαινέθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι την αποκάλεσαν «θηλυκή εκδοχή του Εντουάρ Λουί», ήταν η αυτοπυρπόληση μιας νεαρής, κόρης μεταναστών στη Γερμανία τη δεκαετία του ’90, που είχε σοκάρει την 35χρονη σήμερα συγγραφέα. Από τα εκφραστικότερα και πιο δυνατά δείγματα της ταλαντούχας νέας γενιάς της γερμανικής λογοτεχνίας, η οποία γράφει θεατρικά, ποιήματα, δοκίμια κ.λπ.
Αν η εμπιστοσύνη στον κόσμο χάνεται απόλυτα με το πρώτο χτύπημα του κλομπ στην πλάτη, όπως έλεγε ο Ζαν Αμερί ως επιζών της ναζιστικής θηριωδίας, με το Ολοκαύτωμα τελειώνουν απόλυτα ο ανθρώπινος λόγος και η πίστη στις εξηγήσεις που δίνουν οι λέξεις. Ως απάντηση στη γνωστή ρήση του Αντόρνο ότι μετά το Άουσβιτς δεν μπορείς να γράφεις ποίηση, έρχονται τα συντριπτικά ποιήματα του Γιάννη Στίγκα, γραμμένα μέσα από τα στρατόπεδα εξόντωσης, πολλές φορές με τη φωνή των ίδιων των πρωταγωνιστών των πιο αδιανόητων εγκλημάτων. Η φωνή του σκότους αντηχεί στον κενό παγωμένο αέρα και η φύση ανάγεται σε ένα τεράστιο, παγερό φόντο ειρωνικής συγκατάβασης που αδιαφορεί για το έγκλημα. Κάθε μικρή λεπτομέρεια μεταμορφώνεται έτσι σε ειρωνικό σχόλιο, ως μικρή υποσημείωση στη βιβλική αποκάλυψη και στην υπερβατική επικράτηση του Κακού. Επειδή, όμως, οι σπουδαίοι ποιητές αναγνωρίζουν τους εφιάλτες και οι πηγές του οράματός τους είναι, ως εκ τούτου, μη αναγώγιμα ερμητικές και αναγκαστικά παράφορες, μπορούν να εκχωρήσουν στα ίδια τα πρόσωπα του δράματος το δικαίωμα να το κάνουν. Εδώ, το ακραίο εγχείρημα συνίσταται στο ότι τον λόγο στα περισσότερα ποιήματα παίρνουν οι πρωταγωνιστές του Κακού, π.χ. ο λεγόμενος «άγγελος του θανάτου» Μένγκελε στον ανατριχιαστικό Λευκό Άγγελο ή η ωραία «Ύαινα του Άουσβιτς», Γκρέζε, στο «Μίλα μου Ίρμα». Όμως της εισόδου στον κόσμο του κακού έχει προηγηθεί μια οπτική γωνία μεγάλης ακρίβειας και γλωσσικής δεξιοτεχνίας που μετασχηματίζει τις λέξεις από σκέψεις σε απερινόητες συντριπτικές εικόνες που σκοπό έχουν να εκδιπλώσουν όλες αυτές τις ανηλεείς παρουσίες και να ξεπεράσουν ακόμα και τα όρια του λόγου. Αυτός ο συγκλονιστικός αντίκοσμος που στήνεται έχει έναν δικό του αποκρυφισμό και μια δική του ιερότητα που αναδεικνύει ταυτόχρονα έναν βαθύ σεβασμό στους νεκρούς εκ μέρους του ποιητή και μια αποκαλυψιακή, ενορασιακή σχεδόν σύλληψη της τρέλας που συνοδεύει το έγκλημα. Άλλωστε και ο τίτλος της συλλογής, Sonderkommando, όπως επισημαίνεται στο αυτί του βιβλίου, παραπέμπει στις «ειδικές μονάδες εργασίας στα στρατόπεδα εξόντωσης, που αποτελούνταν από νεαρούς άνδρες, συνήθως εβραϊκής καταγωγής οι οποίοι υπό την απειλή της εκτέλεσης εξαναγκάζονταν να συμμετάσχουν στη θηριωδία των ναζί». Γιατί «παλιά οι νύχτες παίζαν τον γιατρό / και τώρα τον χασάπη / θέλω να πω / μην ξεγελιέσαι /και μ’ ένα στομωμένο πια γιατί / μπορείς να σκίσεις άσχημα τα φρύδια σου / σ’ τα λέω αυτά / που κατεβάζω όλο και πιο χαμηλά το κασκέτο μου / τόσο / που βλέπω τις ραφές του σκοταδιού / τύψη---δειλία---τύψη---αχρείες οι βελονιές / κλωστίτσα το αχ που μου εκκρεμεί». Μια ποιητική συλλογή που σπάνια γράφεται στις μέρες μας, για το απόλυτο Κακό, όπως αποκαλύφθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Το περσινό διεθνές βραβείο Booker πήγε δικαιωματικά στην Γκιτάντζαλι Σρι, μία από τις πιο δημοφιλείς συγγραφείς της χώρας της και η πρώτη Ινδή που κατακτά τον τιμητικό αυτό διεθνή τίτλο. Τα βιβλία της έχουν κυκλοφορήσει και μεταφραστεί σε πολλές χώρες, αλλά το Τάφος στην Άμμο θεωρείται ως το καλύτερο της, καθώς, όπως έγραψε στο σκεπτικό της βράβευσης η πρόεδρος της επιτροπής του Booker, πρόκειται για «ένα λαμπρό μυθιστόρημα για την Ινδία και τον Διαχωρισμό, του οποίου το σαγηνευτικό μπρίο και η βαθιά ενσυναίσθηση συνυφαίνουν νιότη και γήρας, αρσενικό και θηλυκό, οικογένεια και έθνος σε ένα καλειδοσκοπικό όλον [...]. Τρυφερό και ανθρώπινο, ξεχωρίζει μόνο και μόνο από τη συμβολική ιστορία του, μιλώντας για μια ογδοντάχρονη γυναίκα που σε μια περίοδο κατάθλιψης μετά τον θάνατο του άνδρα της αποφασίζει ταξιδέψει στο εχθρικό Πακιστάν, έχοντας στο πλευρό της μια χίτζρα, δηλαδή άτομο του τρίτου φίλου, και να δει τι σημαίνει ζωή πέρα από όρια και προκαταλήψεις». Ένα ξεχωριστό βιβλίο που ρίχνει φως σε άγνωστες πτυχές της Ινδίας.
Ένα χαριτωμένο βιβλίο για όλα τα μέλη της οικογένειας που ανατέμνει τους γνωστούς μας μύθους, γραμμένο από τον δημοφιλή Βρετανό κωμικό και παραμυθά που έχει αναλάβει, χρόνια τώρα, να κάνει οικεία στο ευρύ κοινό την αρχαία ελληνική μυθολογία. Από τους ήρωες της Αργοναυτικής Εκστρατείας μέχρι τους μύθους του Ηρακλή και όλων των επιφανών ηρώων, δεν υπάρχει κανείς που να ξεφεύγει από το απολαυστικό ταμπεραμέντο του Φράι, που ξέρει να προσθέτει ωραίους τόνους θεατρικότητας στους αρχαίους μύθους με τον δικό του ιδιοσυγκρασιακό τρόπο. Ενδείκνυται ως ανάλαφρο ανάγνωσμα, ειδικά τις δύσκολες εποχές που ζούμε.
«Ο κορυφαίος τραγωδός μεταξύ των Άγγλων μυθιστοριογράφων» σύμφωνα με τη Βιρτζίνια Γουλφ συνεχίζει να εμπνέει τους δημιουργούς, καθώς τα βιβλία του όχι μόνο μεταφράζονται και εκδίδονται σε όλο τον κόσμο αλλά αποτελούν σημείο αναφοράς για τους κινηματογραφικούς δημιουργούς και σκηνοθέτες όλου του κόσμου. Ειδικά το αριστούργημα του Τόμας Χάρντι, Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος, που μιλάει όχι μόνο για τα κοινωνικά αδιέξοδα αλλά και για τη γυναικεία ταυτότητα σε μια εποχή που η ελεύθερη βούληση ήταν αδιανόητη για το γυναικείο φύλο, συνιστά στοιχείο αναφοράς και ενδυνάμωσης. Το σπουδαίο αυτό έργο έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη από δυο σπουδαίους δημιουργούς, το 1967 από τον Τομ Σλέσινγκερ με πρωταγωνίστρια την Τζούλι Κρίστι και το 2015 από τον Δανό Τόμας Βίντερμπεργκ με την Κάρεϊ Μάλιγκαν, αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητά του. Δεν είναι απλώς το πρώτο από μια σειρά αριστουργημάτων που έγραψε ο Βρετανός μυθιστοριογράφος αλλά και το πρώτο που εισάγει την ιδέα του Ουέσεξ, ενός μυθικού τόπου όπου εξελίσσονται οι ιστορίες του (τον οποίο αναπαρέστησε τόσο λεπτομερώς και ατμοσφαιρικά ο Βίντερμπεργκ στην ομώνυμη ταινία). Πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η δυναμική Μπαθσίμπα Έβερντιν, η οποία βασανίζεται από ένα βαθύ «τρίλημμα», καθώς καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον σεμνό και ορθολογιστή Όουκ, τον γοητευτικό αλλά επικίνδυνο λοχία Τρόι και τον αξιοσέβαστο, μεσήλικα κτηματία Μπόλντουντ. Αυτοί οι εκπρόσωποι τριών διαφορετικών κοινωνικών τάξεων θα επηρεαστούν άμεσα από τη δυναμική Μπαθσίμπα, η οποία, παρά το ελεύθερο ταμπεραμέντο, δείχνει αντίστοιχα να καθορίζεται από τους περιοριστικούς όρους της βικτοριανής εποχής στην οποία ανατράφηκε.
Ένα βιβλίο που προκάλεσε σειρά δημοσιευμάτων, τα οποία αποκάλυπταν μια άλλη, εντελώς άγνωστη πλευρά του Τζον Λε Καρέ, πιο ανθρώπινη, γεμάτη αμφιβολίες και ανασφάλειες, πολύ μακριά από τη σκληροτράχηλη εικόνα του διάσημου κατασκόπου που ενέπνευσε τον κορυφαίο μύθο του. Γιατί μπορεί να πέρασαν ήδη τρία χρόνια από τότε που ο κορυφαίος κατάσκοπος και συγγραφέας έφυγε από τη ζωή, αλλά η κληρονομιά του πέφτει βαριά, σαν τη σκιά που κάλυψε όλη τη μεταπολεμική ιστορία του 20ού αιώνα: ο Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Τζον Λε Καρέ, μπορεί να πήγε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία, να έμαθε ξένες γλώσσες και να σπούδασε στην Οξφόρδη, αλλά δεν αρνήθηκε ποτέ ότι ο πατέρας του ήταν ένας κοινός απατεώνας και ότι εισήλθε στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών χάρη στις απάτες που έμαθε να κάνει για λογαριασμό του για να γλιτώσει από την κακοποίηση. Όλα αυτά άφησαν ανοιχτό ένα τραύμα που φαίνεται μέσα από τις επιστολές, οι οποίες αποκαλύπτουν αρκετές τρωτές πλευρές του χαρακτήρα του και απευθύνονται σε κορυφαίες προσωπικότητες της πολιτικής, του κινηματογράφου και της μυθοπλασίας (από τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Φίλιπ Ροθ μέχρι τον σερ Άλεκ Γκίνες, τον οποίο ο Λε Καρέ προσπαθεί να πείσει να αναλάβει τον ρόλο του Σμάιλι ή τον Γκάρι Όλντμαν). Τις επιστολές, οι οποίες καλύπτουν χίλιες χορταστικές σελίδες με άφθονο φωτογραφικό υλικό, συνέλεξε ο γιος του συγγραφέα με σκοπό να φωτίσει τις πιο άγνωστες πτυχές ενός ανθρώπου που έζησε ταυτόχρονα στο φως και στο σκοτάδι.
Ποτέ μη διαβάζεις μυθιστόρημα αφού πρώτα έχεις ρίξει μια ματιά στο «τι λένε οι κριτικοί». Ποτέ μη διαλέγεις τα αναγνώσματά σου με βάση τα βραβεία τους. Εμπιστέψου το ένστικτό σου. Και τίμησε τις παλιές αγάπες σου – για κάποιον λόγο σοβαρό θα έχεις κολλήσει στα βιβλία τους. Τα Μαθήματα του Ιαν ΜακΓιούαν μόνο ντόρο δεν έκαναν όταν κυκλοφόρησαν Σεπτέμβριο του 2022. Ήταν, λέει, πολύ μεγάλο, πολύ «παλιομοδίτικο», δεν είχε ξαναγράψει –το ομολογούσε και ο ίδιος– ένα μυθιστόρημα που ακολουθούσε έναν ήρωα από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και λοιπόν; Γίναμε τόσο μοντέρνοι που προκρίνουμε τη φόρμα και υποτιμάμε την απόλαυσή μας; Εντάξει, στην περίπτωση του ΜακΓιούαν η «απόλαυση» του αναγνώστη δεν έχει τίποτα το ευχάριστο, πάντα μας ταράζει με ακραίες, φρικτές καταστάσεις. Διαβάζοντας τα Μαθήματα, όρμαγα στο τηλέφωνο για να το κουβεντιάσω. Παθιαζόμουνα, θύμωνα, στενοχωριόμουνα, τσακωνόμουνα. Μη σας πω ότι το κουβάλαγα και στον ύπνο μου. Γιατί ο ήρωάς του είναι τυπική περίπτωση κακοποιημένου παιδιού. Στα 14 χρόνια του γνωρίζει το σεξ και περνάει καταπληκτικά στο κρεβάτι νεαρής καθήγητριάς του. Που προφανώς είναι ψυχασθενής, αλλά μέχρι ο μικρός να το καταλάβει και να το βάλει στα πόδια, του καταστρέφει τη ζωή. Την εξέλιξή του – το προικισμένο παιδί καταντάει αποτυχημένος άνδρας. Τις σχέσεις του με τις γυναίκες – η Γερμανίδα σύζυγός του τον εγκαταλείπει με ένα μωρό στα χέρια και εξαφανίζεται για να γίνει η κορυφαία Ευρωπαία συγγραφέας, ένας θηλυκός Τόμας Μαν. Κι ενώ ο Ρόλαντ Μπέινς –έτσι τον λένε– φτάνει από τη δεκαετία του ’60 στις μέρες μας με το #metoo –ναι, τώρα πια μπορεί, αλλά θα στείλει, άραγε, στη φυλακή την καθήγητριά του;–, τις ορδές του Τραμπ να μπουκάρουν στο Καπιτώλιο και την ελευθερία της έκφρασης να χάνεται στην Ευρώπη (ο αιώνιος φιλελεύθερος ΜακΓιούαν και πάλι κεντάει στα πολλά, πολιτικά του σχόλια με τη φωνή του ήρωά του), το βιβλίο τελειώνει. Έχεις κάνει ένα πελώριο ταξίδι παρέα με τον Μπέινς. Πικρό, δύσκολο, χωρίς απαντήσεις και βεβαιότητες. Έτσι μου ’ρχεται να το ξαναδιαβάσω.
Μια παρατημένη ερυθρόλευκη Plymouth Fury, που ο πρώτος δύστροπος ιδιοκτήτης της βάφτισε Κριστίν, μοιάζει με θησαυρός στα μάτια δυο μαθητών λυκείου, του Άρνι Κάνιγχαμ και του καλύτερού του φίλου, του Ντένις Γκίλντερ. Το αυτοκίνητο χαρίζει πόντους αυτοπεποίθησης στον όχι και τόσο δημοφιλή στο σχολείο Άρνι, μέχρι που κατακυριεύει συστηματικά και τρομακτικά κάθε πτυχή της ζωής του. Η επισκευασμένη πια Κριστίν έχει υπερφυσικές δυνάμεις και δολοφονικό παρελθόν και αυτό το μυθιστόρημα τρόμου των επτακοσίων σελίδων που ο μετρ του είδους δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι να πείσει τους εκδότες του να το πιστέψουν και το βγάλουν επανακυκλοφορεί σαράντα χρόνια μετά.
Η ιστορία των Όμπρι ξεκίνησε με το βιβλίο Το σιντριβάνι ξεχειλίζει. Αυτό είναι το δεύτερο μέρος της εμβληματικής τριλογίας Το χρονικό μιας οικογένειας που βασίζεται στις αρχές της αγάπης, της ενσυναίσθησης και της αλληλεγγύης και αποτυπώνει τον αγώνα του φωτός ενάντια στο σκοτάδι μέσα από χαρακτήρες που θα δουν όλες τις βεβαιότητες της ζωής τους να ανατρέπονται με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Σε αυτό το κλασικό ανάγνωσμα η μεγάλη κυρία των βρετανικών γραμμάτων περιγράφει τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, βάζει στο επίκεντρο της αφήγησης γυναίκες που, παρά τους περιορισμούς που τους βάζει η εποχή, διεκδικούν την ανεξαρτησία τους και δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτή, έχοντας παράλληλα τον ρόλο του στυλοβάτη στις σχέσεις του στενού και του ευρύτερου κύκλου τους.
«Γεννήθηκα μ’ εκκεντρική καρδιά» αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ο Πολ Ντέιβιντ Χιούστον, ο Ιρλανδός μουσικός που έμελλε να γίνει παγκόσμιος θρύλος με το όνομα Bono. Λίγοι εν ζωή καλλιτέχνες απολαμβάνουν αυτήν τη στιγμή το status και το κύρος του – αυτό είναι γεγονός, που όμως δεν σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με όσα έχει καταθέσει στην πορεία ενός από τα σπουδαιότερα γκρουπ στην ιστορία της μουσικής. Η δημόσια εικόνα του μέσα από την ακτιβιστική του δράση και τη θέση που παίρνει εδώ και δεκαετίες σε σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο είναι αδιαμφισβήτητα θετική για πολύ κόσμο που θα σπεύσει να διαβάσει αυτήν τη βιογραφία που διαρθρώνεται με πρωτότυπο τρόπο σε 40 κεφάλαια που αντιστοιχούν σε ισάριθμα πασίγνωστα τραγούδια των U2. Στο προσωπικό αγαπημένο μου τραγούδι από την ιστορία του γκρουπ, το «City of blinding lights» από το άλμπουμ του 2004 «How to dismantle an atomic bomb», μιλά για τη σχέση του με την Αμερική, ενώ στα υπόλοιπα 39 κεφάλαια μαθαίνουμε πολλά για τη δράση του για την καταπολέμηση της φτώχειας, τη συνδρομή του στη μάχη κατά του AIDS στα πρώτα, «πέτρινα χρόνια», για τις δημιουργικές διαφορές των μελών του γκρουπ και βέβαια για την ιστορία αγάπης με τη σύζυγό του Άλι, με την οποία γνωρίστηκαν όταν ήταν 13, παντρεύτηκαν το 1982 και, φυσικά, της αφιερώνει αυτό το βιβλίο.
Από τις πιο μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες του 2021, το βραβευμένο με Μπούκερ Σάγκι Μπέιν μάς σύστησε τον Σκωτσέζο συγγραφέα και fashion designer Ντάγκλας Στιούαρτ ως μία από τις πολλά υποσχόμενες νέες φωνές της σύγχρονης αγγλόφωνης λογοτεχνίας. Στον Νεαρό Μάνγκο, το δεύτερο μυθιστόρημά του που χαρακτηρίστηκε «βιβλίο της χρονιάς» από κορυφαία διεθνή μέσα όπως η «Guardian», το «Time» και η «Washington Post», ο Στιούαρτ καταδύεται περισσότερο στο queer βίωμα, καθώς περιγράφει τη σχέση δυο νεαρών αγοριών από τις εργατικές συνοικίες της Γλασκώβης, ενός προτεστάντη και ενός καθολικού. Η τοξική αρρενωπότητα και οι διακρίσεις που εκπορεύονται από τις θρησκευτικές καταβολές είναι κι εδώ παρούσες ως θεματικές, όπως και η σχέση των queer ατόμων με την οικογένεια και το ολοκληρωτικό δόσιμο σε έναν έρωτα που ανθεί στις παρυφές της εργατικής τάξης και μοιάζει καταδικασμένος από τη γέννησή του.
Η Καρδιά του σκότους είναι μια νουβέλα γραμμένη το 1899 από τον Πολωνό μυθιστοριογράφο Τζόζεφ Κόνραντ στα αγγλικά, η οποία έδωσε έμπνευση στον Φράνσις Φορντ Κόπολα για να φτιάξει την ταινία του Αποκάλυψη Τώρα!. Οι εμπειρίες του συγγραφέα, που δούλεψε για μικρό χρονικό διάστημα σε ένα ποταμόπλοιο που ταξίδευε στον ποταμό Κονγκό, τον μεγαλύτερο της Κεντρικής Αφρικής, μεταγγίζονται στην ιστορία του Τσάρλι Μάρλοου που αναζητά τον μυστηριώδη Κουρτς, τον κτηνώδη πράκτορα μιας βελγικής εταιρείας που έχει στήσει ένα δικό του παρακράτος μέσα στη ζούγκλα συνθέτουν ένα συναρπαστικό στόρι που γίνεται ένα σιωπηρό σχόλιο για τον ιμπεριαλισμό και τον ρατσισμό. Η Καρδιά του σκότους κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1902 ως σειρά ιστοριών σε τρία μέρη στο βρετανικό περιοδικό «Blackwood’s Magazine» με αφορμή τα 100 τεύχη του και αργότερα βγήκε σε ενιαίο τόμο και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2000 και υπάρχει σε διάφορες εκδόσεις, ωστόσο η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου για τις εκδόσεις Δώμα είναι εξαιρετική και επανασυστήνει το βιβλίο. «Όπως όλα τα πραγματικά μεγάλα κείμενα, η Καρδιά του σκότους έχει υποστεί αναρίθμητες ερμηνείες», γράφει η μεταφράστρια. «Οι περισσότερες έχουν μια προκρούστεια λογική που προκρίνει ό,τι απασχολεί τον εκάστοτε κριτικό. Τελικά, όμως, τι ακριβώς είναι αυτό το τόσο πυκνό και πολυδιαβασμένο κείμενο; Η ιστορία μιας εμμονής; Μια ναυτική περιπέτεια στην άγρια ζούγκλα; Μια κατάδυση στο σκοτάδι της αυτογνωσίας; Μια καταγγελία της αποικιοκρατίας, του Λευκού Ανθρώπου, του πολιτισμού γενικά; Ο Κόνραντ, πάντως, προειδοποιεί: “Η ουσία αυτής της υπόθεσης ήταν βαθιά κρυμμένη κάτω από την επιφάνεια”».
Οι ανέμελες διακοπές ενός κοριτσιού στο σπίτι της γιαγιάς στο χωριό σημαδεύονται από ένα τραγικό γεγονός που την οδηγεί στην πρόωρη ενηλικίωση. Η Σωτηρία κλείνεται ένα βράδυ στο καινούργιο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς της και, περικυκλωμένη από τα προϊόντα που της πρόσφεραν άλλοτε καταφύγιο, έχει για πρώτη φορά χρόνο να σκεφτεί τη ζωή της. Ο Βασίλης κλείνει το μαγαζί και κάθεται να αφηγηθεί έναν παλιό του έρωτα και πώς αναγκάστηκε να πάρει την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής του. Η Μαρίνα ζει μια εντελώς συνηθισμένη ζωή, είναι καλή φίλη, καλή σύντροφος και καλή δασκάλα, μέχρι τη μέρα που η ζωή της καταρρέει και αποφασίζει επιτέλους να αμυνθεί. Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Χριστίνας χαλάνε δυο φορές, πρώτα από τους συμμάχους της κι έπειτα από τους εχθρούς της. Και τα περίπλοκα νήματα της κρυφής ζωής του Καπερναούμη, που συνδέονται με το ιστορικό τραύμα, αποκαλύπτονται χάρη σε μια βαφτιστική φωτογραφία. Η Χαρά Ρόμβη, με μια ζωντανή και αυθεντική λαϊκή γλώσσα, αγγίζει συναισθήματα και ιστορίες που κινδυνεύουν να χαθούν, περιγράφοντας με τα έξι συγκινητικά πορτρέτα της μια ολόκληρη γενιά που ζει και αναζητά την ευτυχία μέσα στις διαρκείς ματαιώσεις και διαψεύσεις των δεκαετιών του ’80 και του ’90.
Ένα ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα για το τίποτα και για τα πάντα. Όταν το ξεφύλλισα, δεν μπορούσα να τ’ αφήσω απ’ τα χέρια μου. Ένα βαθιά μελαγχολικό και πυκνογραμμένο βιβλίο. Οι θεματικές που αγγίζει αφορούν τη μοναξιά και τη συναισθηματική αποξένωση, τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας που μπορούν να φέρουν κοντά τους ανθρώπους, το να αισθάνεσαι καλά όταν είσαι μόνος. Μια νεαρή γυναίκα περιπλανιέται σε κάποια πόλη που δεν την κατονομάζει, παρατηρεί ανθρώπους και μέρη, ανακαλεί σκηνές και γεγονότα που τη σημάδεψαν, συνομιλεί βουβά με πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της, προβληματίζεται από συζητήσεις που ακούει τυχαία και από απρόσμενες συναντήσεις. Ξεκαθαρίζει τι θέλει πραγματικά και ανακαλύπτει τον εαυτό της. Αποτελούμενο από σαράντα έξι μικρά κεφάλαια, όσα και τα χρόνια της πρωταγωνίστριας, δημιουργεί μια ιδιότυπη αφήγηση μέσω της αστικής περιπλάνησης και περιγράφει σκόρπιες σκέψεις και επιθυμίες, αναφέρεται στους καταπιεστικούς οικογενειακούς δεσμούς αλλά και στις στιγμές που μας φαίνονται ασήμαντες αλλά έχουν τελικά αξία. Η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου γεννήθηκε σε ένα τρένο στην Ιταλία, όταν η συγγραφέας είδε μια μεσήλικη γυναίκα που καθόταν μόνη της και σκέφτηκε: «Κάποιος κοιτάζει στο παράθυρο και ίσως βλέπει τον εαυτό του». Μια ωδή στα απλά πράγματα που προσπερνάμε.