Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
Από τον Γιάννη Πανταζόπουλο
Σχεδιασμός - Υλοποίηση: Άγγελος Παπαστεργίου
Ο Αλέξης Ακριθάκης είχε πάντα μαζί του ένα μικρό τετράδιο. Του άρεσε να σχεδιάζει, να παρατηρεί, να καταγράφει και να κρατά σημειώσεις συνεχώς, μια συνήθεια που είχε πάρει από τον φίλο του Κώστα Ταχτσή. Κάπως έτσι δημιούργησε μερικά σπάνια σημειωματάρια, έναν προσωπικό καμβά με ολόκληρες σελίδες γεμάτες με σκέψεις, εικόνες, αποφθέγματα, συναισθήματα, εξομολογήσεις, συναντήσεις, αποκαλύψεις, ερωτικές επιστολές, προβληματισμούς και ιδέες, πολύτιμο υλικό που αποκαλύπτει διαφορετικά ερεθίσματα και επιρροές. Πρόκειται για μικρά ημερολόγια με εικονογραφήσεις, σκίτσα και ανεξίτηλες πηγές έμπνευσης, μια συλλογή τετραδίων που περιγράφουν πτυχές της δημιουργικής ζωής του και αναφέρονται σε έρωτες, φίλους, απογοητεύσεις, ταξίδια, αφηγήσεις και απόψεις, ιστορικά γεγονότα, ακόμα και σε λίστες για υλικά που χρειαζόταν ο αντισυμβατικός καλλιτέχνης, ο οποίος έζησε γρήγορα και πέθανε νέος. Όπως είχε γράψει κάποτε ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ήταν ο άνθρωπος που έφτιαξε «θαυμαστά χειροτεχνήματα μιας σπάταλα ξοδεμένης ζωής, που κόπηκε δραματικά και πρόωρα· απ’ όπου όμως βγήκε τέχνη ακέραιη».
Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατό του αυτά τα ιδιόχειρα ντοκουμέντα κυκλοφορούν υπό τον τίτλο Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990, με τη φροντίδα των εκδόσεων Άγρα, σε επιμέλεια του Θάνου Σταθόπουλου και της Χλόης Ακριθάκη. Ουσιαστικά, πρόκειται για ημερολόγια αποτελούμενα από τις ζωγραφισμένες ιστορίες ενός ανθρώπου που ξεχώριζε ως πνεύμα ανήσυχο και χαρακτήρας επαναστατικός. Χαρακτηριστικό μοτίβο του ήταν πάντοτε η βαλίτσα, που συμβόλιζε την αιώνια φυγή. Έτσι κι αυτά τα τετράδια, μετά τον θάνατό του, η σύζυγός του τα έβαλε σε μια κόκκινη βαλίτσα που έπαιρναν πάντα μαζί στα ευρωπαϊκά τους ταξίδια. Κατά καιρούς αυτό το υλικό έχει εκτεθεί σε μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του στο Μακεδονικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου στην Αθήνα.
Μιλώντας στη LiFO γι’ αυτή την έκδοση, η Χλόη Ακριθάκη, κόρη του ταλαντούχου καλλιτέχνη, επισημαίνει: «Η έκδοση αυτή ξεκίνησε αυθόρμητα, σχεδόν από μια εσωτερική ανάγκη. Προς το τέλος της προηγούμενης χρονιάς συνειδητοποίησα πως έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου. Τριάντα χρόνια απουσίας που, ωστόσο, ήταν γεμάτα με τη διαρκή του παρουσία μέσα από το έργο που άφησε πίσω του. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, καθώς ασχολούμαι συστηματικά με το έργο του όχι μόνο ως κόρη του αλλά οργανώνοντας το αρχείο του και επιμελούμενη εκθέσεις και εκδόσεις γύρω από αυτό. Με αυτήν τη σκέψη θέλησα να του προσφέρω ένα δώρο: έναν τόμο που θα συγκέντρωνε γραπτά του, σκέψεις και αφορισμούς του. Συνεργαστήκαμε στενά με τον Θάνο Σταθόπουλο, ενώ δεν θα νοούνταν βιβλίο για τον Αλέξη Ακριθάκη χωρίς τη συμβολή του Ντένη Ζαχαρόπουλου. Ο Σταύρος Πετσόπουλος, έχοντας μια πρώτη επαφή και εμπειρία με τα βιβλιαράκια του πατέρα μου όσο εκείνος ζούσε, ανέλαβε την έκδοση. Όταν έπιασα στα χέρια μου την πρώτη εκδοχή του κειμένου από τον Θάνο ξεκίνησε η περιπέτεια. Γιατί για μένα ήταν πραγματικά μια περιπέτεια, γεμάτη αναμνήσεις και συναισθήματα». Τη ρωτώ ποιες σκέψεις έκανε καθώς προετοιμαζόταν η έκδοση. «Καθώς η έκδοση προχωρούσε, οι σκέψεις μου γίνονταν ένα ατελείωτο μπρος-πίσω. Μέσα από τα τετράδιά του ξαναβρέθηκα στο ατελιέ του, στις εκδρομές, στους χειμώνες και στα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Εκεί ξαναβρήκα κομμάτια της δικής μου ζωής: ζωγραφιές, γράμματα, μικρά παιχνίδια. Θυμήθηκα τον πατέρα μου με απέραντη αγάπη και τρυφερότητα. Και όπως συμβαίνει με όλες τις περιπέτειες, έμαθα και πολλά πράγματα πέρα από το έργο του πατέρα μου. Από τη μια ένιωθα τον ενθουσιασμό και τη χαρά της δημιουργίας, από την άλλη το βάρος της ευθύνης να παρουσιαστεί ο κόσμος του με ακρίβεια και σεβασμό. Αυτή την περίοδο πολύτιμες ήταν οι συζητήσεις με στενούς φίλους της οικογένειάς μου και η βοήθεια του συνεργάτη μου Αλέξιου Παπαζαχαρία. Η επιλογή του υλικού ήταν μια πρόκληση: πλούσιο και ποικίλο, έπρεπε να βρεθεί η σωστή ισορροπία και η διαδικασία ήταν απαιτητική. Σε αντίθεση με προηγούμενες εκδόσεις, ήθελα να αναδείξουμε την υλικότητά των τετραδίων, την αίσθηση του χαρτιού, την αμεσότητα της γραφής του και γι’ αυτό τα φωτογράφισα η ίδια ένα-ένα. Και όπως δημιουργούνταν το layout και το βιβλίο έπαιρνε μορφή, σιγά σιγά άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου η κόκκινη γραμμή που διατρέχει το βιβλίο και τη ζωή του Αλέξη από την αρχή ως το τέλος. “La matière d’une valise rouge”, μια κόκκινη βαλίτσα, μια κόκκινη κουκκίδα, μια κόκκινη φλόγα, ένα κόκκινο τόξο, μια κόκκινη καρδιά».
Αναμφίβολα, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια σπάνια αρχειακή μαρτυρία που φωτίζει αθέατες όψεις της προσωπικότητας και της τέχνης του Αλέξη Ακριθάκη. Ο αναγνώστης θα βρει καταγραφές για τη σχέση του με τον γραπτό λόγο και την επιρροή της ποίησης, ενώ θα ανιχνεύσει μυστικά και λεπτομέρειες που αφορούν τον σχεδιασμό έργων. «Τι είναι τέχνη; Αρνούμαι ν’ απαντήσω ή δεν ξέρω; Όχι, δεν ξέρω ή άλλοτε ξέρω πολύ καλά», διαβάζουμε σε ένα από τα σημειώματα του Αλέξη Ακριθάκη στις 14/3/81. Και συνεχίζει: «Στη δουλειά μου ποτέ δεν κορόιδεψα. Ό,τι έκανα και ό,τι κάνω είναι δικό μου και αληθινό. Δεν είχα ποτέ την ανάγκη να κοροϊδέψω. Η τέχνη διαβάζεται – και ξέρω να τη διαβάζω. Ζωγραφίζω με το φόβο του ισορροπιστή σε τεντωμένο σχοινί. Σχέδια… Θέλανε πάντα διόρθωμα. Πάντα κάτι λίγο. Μια τελεία, ένα ίχνος μικρής γραμμής. Μια απαλή τρυφεράδα γραφής. Δεν βρίσκομαι στο κενό αλλά στο άδειο: στην ερημιά. Ο καθείς και ο κόμπος του. Όποιος καταλαβαίνει τον λύνει. Φτιάχνω σχέδια και τα ζωγραφίζω με χρώματα. Ύστερα περνά το περίγραμμα – μαύρο σαν την ψυχή μου. Πού και πού ασπρίζει κι αυτή σαν ξημέρωμα. Προσπαθώ να γράψω σχεδιάζοντας. Σχεδιάζω γράφοντας. Δεν θα γράψω ποτέ την Ιστορία της ζωής μου. (Είμαι ζωγράφος;) Δεν θα γράψω τις αιτίες που μ’ έκαναν ζωγράφο. Τις έχω πει στους φίλους μου. Αυτό φτάνει. Εδώ υπάρχει ζωή. Ο θάνατος είναι κοντά μας».
Σε ποιες σκιές έρχονται να ρίξουν φως τα ημερολόγια αυτά ρωτώ τον συγγραφέα και συνεπιμελητή της έκδοσης Θάνο Σταθόπουλο. «Η έκδοση των ημερολογίων έρχεται να φωτίσει έτι περαιτέρω την περιπέτεια της ζωής και της τέχνης του Αλέξη Ακριθάκη. Ο καλλιτέχνης, στα ημερολόγιά του, πολύ περισσότερο από το να καταγράφει γεγονότα, στρέφεται στις πιο μύχιες σκέψεις του, στα εσώτερα του εαυτού, εκφράζοντας τις αγωνίες, τις επιθυμίες, τους φόβους, την οργή, την ανατρεπτική του διάθεση και τον αντισυμβατικό του χαρακτήρα, τις αυτοκαταστροφικές του έξεις, τον αγώνα του για δημιουργία, τον “βαθύ πόνο της τέχνης”. Το ύφος τους είναι εξομολογητικό και αποκαλυπτικό. Δεν λείπουν το χιούμορ, η καυστική ειρωνεία, ο σαρκασμός και ο χαρακτηριστικός τρόπος του Ακριθάκη να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Και ασφαλώς οι έρωτες. Ό,τι τον ευαισθητοποιούσε, τον ερέθιζε ή τον κινητοποιούσε είναι εδώ. Κείμενα, σημειώσεις, αφορισμοί, σχέδια, ζωγραφική, χρώματα, προοίμια έργων ή έργα εν προόδω και, συχνά, ολοκληρωμένα έργα αποτελούν πολύτιμο υλικό∙ είναι η μαρτυρία του για τη ζωή του και τον κόσμο, για το πώς αντιμετώπιζε την τέχνη και το έργο του. Γνωρίζουμε ότι για τον Ακριθάκη τα ημερολόγια είχαν πολύ μεγάλη σημασία∙ τα τοποθετούσε δίπλα στο έργο του. Κατά καιρούς είχε δημοσιεύσει αποσπάσματα σε περιοδικά κι εφημερίδες. Τα ημερολόγια έρχονται ν’ αφηγηθούν εκ των έσω τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του καλλιτέχνη», υποστηρίζει. «Θα έλεγα ότι τα ημερολόγια αποτελούν τον φορητό κόσμο του Αλέξη Ακριθάκη. Νομίζω ότι η έκδοση αποκρυσταλλώνει τη φυσιογνωμία του καλλιτέχνη, αλλά και το πνεύμα της ελευθερίας μιας εποχής και μιας γενιάς που ήθελαν ν’ ανατρέψουν τα πάντα μέσα από την άρνηση των κατεστημένων αξιών και την εμμονή για δημιουργία που να υπερβαίνει τα όρια του έργου τέχνης και να εκβάλλει στη ζωή. Με άλλα λόγια: το πνεύμα της δεκαετίας του ’60. Τι επιβιώνει σήμερα απ’ όλ’ αυτά; Είχα διαρκώς την αίσθηση ότι κινούμαι στον χρόνο, εσωτερικό κι εξωτερικό. Η ενασχόλησή μου ήταν μια πράξη ευγνωμοσύνης». Τι θυμάται, άραγε, από τον ίδιο; «Τον Ακριθάκη τον γνώρισα ελάχιστα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέσω του κοινού μας φίλου, του ποιητή Τάσου Δενέγρη. Δεν ήταν η καλύτερη εποχή για τον ίδιο. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα είναι το βλέμμα του: βαθύ και εσωτερικό, ατενίζοντας ήδη αλλού, μακριά, σ’ ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο», καταλήγει.
O ιστορικός και κριτικός τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος επιμελήθηκε την πρώτη έκθεση με τα σημειωματάρια του Ακριθάκη το 2018, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Έτους Βιβλίου στο Κέντρο Τέχνης του Δήμου Αθηναίων (ΕΑΤ/ΕΣΑ), όπου ουσιαστικά έγινε και η πρώτη καταγραφή των τετραδίων, σημειωματάριων και ιστοριών του Ακριθάκη, σε συνεργασία πάντα με τη Χλόη Ακριθάκη. Στη συνομιλία μας θυμάται και εξηγεί: «Έχοντας ζήσει για πολλά χρόνια τον Αλέξη από κοντά, πίστευα πάντα πως το πραγματικό του “εργαστήριο” ως καλλιτέχνη και ευρύτερα ανθρώπου, και πνευματικού, ήταν τα σημειωματάριά του. Εκεί έγκειται άλλωστε και η τεράστια διαφορά του από άλλους ταλαντούχους, αντισυμβατικούς, καλλιτέχνες της γενιάς του.
Τα υλικά του δεν είναι μόνο σχεδιαστικά, ζωγραφικά, εικονογραφικά και σίγουρα πάνε πιο πέρα και από τα βιωματικά δεδομένα που διατρέχουν το έργο του. Η γλώσσα, η σκέψη, ο χρόνος, η μνήμη, η ιστορία, η γλωσσική δομή που τα εμπεριέχει συνειδητά –και υποσυνείδητα– τα επεξεργάζεται και πετυχαίνει ν’ ανοίξει νέες ποιητικές, φαντασιακές, γλωσσικές, εννοιολογικές, συνθετικές, μουσικές και εικαστικές μεταμορφώσεις».Και προσθέτει: «Γι’ αυτό το βιβλίο αυτό είναι τόσο σημαντικό, γιατί ακολουθεί, αποσπασματικά προφανώς, αλλά με μεγάλη συνέπεια, αυτούς τους πολύ σύνθετους σε βάθος και πόσο απλούς στην τόλμη της γραφής τους δρόμους του νου, της ζωής, της ιστορίας, της τέχνης. Μοναδικός σε διεθνές επίπεδο είναι ο Ακριθάκης. Κάποια μέρα, όταν δει κανείς διεξοδικά το έργο του, το εύρος και ένταση της προσωπικής του γραφής, θα καταλάβουμε πως, πέρα από μια εντυπωσιακή προσωπικότητα και μια γοητευτική εικαστική γραφή, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν σημαντικό καλλιτέχνη που άφησε το στίγμα του στην ευρωπαϊκή ιστορία της τέχνης με ένα έργο που μένει ακόμα να το ανακαλύψουμε, πέρα από την εικόνα που έχουμε μέσα από τις δημοπρασίες ή τις αφηγήσεις της περιπετειώδους ζωής του. Το έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη, όπως αφήνουν να διαφαίνεται τα σημειωματάρια στο βιβλίο της Άγρας».
Ο Ακριθάκης αρνήθηκε κάθε μορφής συμβατικότητα και έκανε τέχνη την ίδια τη ζωή. Πρώτη Νοεμβρίου του 1983 έγραφε: «Να φτάσεις πέρα από τη ζωγραφική. Αυτό που φαίνεται δεν είναι ζωγραφική. Η ζωγραφική δεν φαίνεται, γίνεται. Υπάρχει». Αναντίρρητα, πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση με κείμενα ποιητικά και σχέδια εξόχως προσωπικά που διακρίνονται για την οικουμενική τους διάσταση και σκιαγραφούν την καλλιτεχνική του ταυτότητα.