Ήταν παιδί της λογικής, μεγαλωμένη σαν άντρας, σκληρό καρύδι –αλλά είδε βουδιστές μοναχούς να μετεωρίζονται και ολόκληρα φανταστικά χωριά στις πλαγιές των Ιμαλαΐων.
—Πιστεύετε στα θαύματα κυρία Νταβίντ-Νεέλ; τη ρώτησαν κάποτε μισοειρωνικά.
—Μα κάνω θαύματα όλη την ώρα, είπε.
Δεν ήταν ακριβώς ελαφρός άνθρωπος. Απλώς ζούσε σε μια κοινωνία ελαφριά. Στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30, τότε που το πνευματικό ήταν συνώνυμο του πνευματώδους και οι Μοντέρνοι το τερμάτιζαν, πρώτη αυτή, τόλμησε να μιλήσει για την "άλλη πραγματικότητα" του βουδισμού και τα πρωτοποριακά ταξίδια της στα θιβετιανά μοναστήρια.
Προηγουμένως πέρασε όλα τα στάδια του πνευματικού οδοιπόρου. Αφού έμαθε σανκριτικά και πήγε, νεαρή ακόμα, στο Μπεναρές να μάθει τις στοιχειώδεις αρχές των ανατολικών θρησκειών κοντά στους Βραχμάνες δασκάλους, γύρισε στο «βάρβαρο, σκληρό και εγωϊστικό» Παρίσι, να εξαντλήσει τους ρόλους της και να σιχαθεί τον εαυτό της.
—Πιστεύετε στα θαύματα κυρία Νταβίντ-Νεέλ; την ρώτησαν κάποτε μισοειρωνικά.
—Μα κάνω θαύματα όλη την ώρα, είπε.
Μποέμισσα –σκανδάλισε πολλούς ζώντας έκδοτα με ένα συνθέτη στο Παρίσι. Buisinesswoman –διηύθυνε για ένα φεγγάρι ένα καζίνο στην Τύνιδα. Τραγουδίστρια όπερας –έπαιξε Θαΐδα στη Μασσαλία και Μανόν στο Ανόι. Σύζυγος –βαρέθηκε γρήγορα πλάϊ σ’ έναν ψευτοκαζανόβα των αποικιών, τον Φιλίπ Νταβίντ-Νεέλ.
Μέχρι που την ξαναχτύπησε η μανία των ταξιδιών. «Μόνο στα όνειρα, έγραφε, οι άνθρωποι είναι γλυκοί και καλοί...στην πραγματικότητα, είναι σαν κοφτερές πέτρες στις γωνίες, που πέφτουμε πάνω τους και ματώνουμε».
Πίστεψε πως έτσι όπως, καμιά φορά, μέσα στα όνειρα αποκτούμε συνείδηση ότι ονειρευόμαστε, έτσι και μέσα στην ψευτοζωή που ζούμε μπορούμε να αντιληφθούμε την ανώτερη πραγματικότητα.
Είναι σαφές, τα Μυστήρια την είχαν κερδίσει.
Αλλά το ταξίδι ήταν αργό και γεμάτο απρόβλεπτα. Ίσως το πιο γνωστό (και πιο επιπόλαιο) επεισόδιό του είναι η σχέση της Νταβίντ-Νεέλ με το μαχαραγιά του Σικίμ, που της επέτρεψε να κάνει μια σειρά παράνομα ταξίδια στα μοναστήρια του Θιβέτ, με αποκορύφωμα την είσοδο της στη Λάσα, το 1923, ντυμένη άντρας.
Μεγαλύτερη «δράση» όμως, είναι τα χρόνια που πέρασε στα βουνά κοντά στο μεγάλο λάμα του Λάχεν. Τότε άρχισε πραγματικά να ξεχνάει την πόλη και να βιώσει τα μυστήρια και τα θαύματα που περιγράφει, με κομμένη ανάσα, στο βιβλίο της «Μαγεία και Μυστήριο στο Θιβέτ». Τότε, υποτίθεται, απέκτησε υπερφυσικές ικανότητες και είδε τη φωτεινή αύρα των πραγμάτων. 'Οταν ολοκλήρωσε την περίοδο της υποταγής, θεώρησε ότι το ταξίδι της έχει τελειώσει.
'Ετσι, μετά από 14 χρόνια οδοιποριών και άσκησης, η Αλεξάνδρα Νταβίντ-Νεέλ γύρισε στο Παρίσι, γερασμένη κι ήσυχη. Είχε μαζί της έναν υιοθετημένο θιβετιανό γιο, ήταν άφραγκη και δεν είχε κανέναν να την περιμένει. Το 1928, κατέβηκε στο Νότο της Γαλλίας και άρχισε να γράφει τα σοκαριστικά για την εποχή βιβλία της, που έχουν πολλά κοινά με τον Γκουρτζίεφ, και είναι, ας πούμε, ένα είδος μυστικιστικής διαθήκης.
Πέθανε ψιθυρίζοντας στίχους από το λιμπρέτο της «Θαΐδος» («Ο Θεός φώτισε την ψυχή μου, κι είδα το τίποτα που είμαι...»), αλλά πιο γνωστό, στους τόσους ταξιδιώτες που ενέπνευσε κι εμπνέει, είναι ένα δικό της απόσπασμα από «Το ταξίδι μου στη Λάσα»:
«Κάθε ταξιδιώτης βρίσκει διαφορετική δουλειά, αιτία, ή έστω πρόσχημα στην περιπλάνηση του. Άλλος είναι γεωγράφος, άλλος φυσιοδίφης... Για μένα, ταξίδι σημαίνει να μαθαίνεις τις διαφορές της ανθρώπινης σκέψης, να προσπαθείς να διαπεράσεις το μυστήριο της και τον κόσμο, και να καταπραΰνεις τον πόνο των ανθρώπων από τη δυστυχία και το θάνατο».