Το επάγγελμα της υπηρέτριας καταγράφεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην απογραφή του 1861. Περίπου τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι αστικοί πληθυσμοί είναι πλέον υπολογίσιμοι στις βασικές πόλεις του βασιλείου (Αθήνα, Πάτρα, Ερμούπολη) και η ζήτηση για υπηρετικό προσωπικό αυξάνεται. Στην απογραφή του 1861, στην κατηγορία «υπηρετικό προσωπικό» καταγράφονται 4.387 άνδρες και 3.232 γυναίκες.
Η μεγαλύτερη συγκέντρωση υπηρετών παρατηρείται στην Αθήνα, όπως είναι φυσικό. Ακολουθούν η Πάτρα και η Ερμούπολη. Οι άνδρες υπερτερούν, γιατί σ’ αυτές τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα «αι Ελληνίδες δεν έχουσιν ιδέαν περί υπηρεσίας», όπως γράφει μια Γερμανίδα κυρία επί των τιμών σε φίλη της στη Γερμανία. Υπάρχουν, φυσικά, κάποιες Γερμανίδες υπηρέτριες, αλλά αυτές, όπως παρατηρεί η ίδια κυρία επί των τιμών, όταν φτάνουν στην Ελλάδα, χάνουν τη σοβαρότητά τους.
Πολύ πριν από την ίδρυση του κράτους, υπηρέτριες συναντάμε σε πολλά ελληνικά σπίτια της Σμύρνης ή της Κωνσταντινούπολης. Είναι κυρίως κορίτσια από τα νησιά των Κυκλάδων, που έμπαιναν στα ελληνικά σπίτια για να εργαστούν ως υπηρέτριες ή τροφοί, με τη μεσολάβηση συντοπιτών τους ναυτικών. Αυτοί οι ναυτικοί δρούσαν προφανώς ως μεσίτες. Φαίνεται ότι τα νησιά του Αιγαίου τροφοδοτούν με υπηρέτριες τις ελληνικές κοινότητες της Μεσογείου. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, βρίσκουμε πολλές υπηρέτριες από τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου.
Ο πληθυσμός τους ήταν μεγάλος, όπως και οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν. Αυτό δείχνει, άλλωστε, η ίδρυση, το 1909, του Ασύλου των Ελληνίδων Υπηρετριών στην Αλεξάνδρεια από τη Βιργινία Μπενάκη, σύζυγο του Εμμανουήλ Μπενάκη. Υπολογίζεται ότι τότε έφθαναν στην Αίγυπτο 800 με 1.000 γυναίκες για να εργαστούν, από τις οποίες περίπου οι μισές ήταν εκτεθειμένες στον κίνδυνο της πορνείας.
Αθώες, αφελείς, χαζούλες αλλά και κουτοπόνηρες, που συμβιώνουν σχετικά καλά με τα αφεντικά τους, οι υπηρέτριες, ως ρόλοι, αποτελούν βασικά στοιχεία της ανθρωπολογίας της ελληνικής κωμωδίας των δεκαετιών 1950 και 1960.
Πάντως, στο ελληνικό κράτος η αγορά εργασίας για τις υπηρέτριες μοιάζει να είναι οργανωμένη και συγκροτημένη γύρω στα 1870. Για το ελληνικό αστικό σπίτι του εμπόρου, του μεσίτη, του τραπεζίτη, του επιστήμονα (γιατρού ή δικηγόρου), η απόκτηση υπηρέτριας συνιστά σημαντικό στοιχείο κοινωνικής διάκρισης. Έτσι, μεταξύ του 1861 και του 1879 ο αριθμός των υπηρετριών πενταπλασιάζεται.
Στην απογραφή του 1879 καταγράφονται 15.598 υπηρέτριες. Ο πληθυσμός της χώρας ήταν τότε μόλις 1,6 εκατομμύρια κάτοικοι. Οι υπηρέτριες αυτές προέρχονται από τις Κυκλάδες αλλά και από την Κρήτη, ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του 1866, και από την Τροιζηνία, την Ύδρα, τις Σπέτσες και την Κυνουρία, μετά την κρίση της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Ο αριθμός των υπηρετριών αυξάνεται, όπως και ο γενικός πληθυσμός. Στην απογραφή του 1951 καταγράφονται 49.382 υπηρέτριες σε συνολικό πληθυσμό 7,6 εκατομμυρίων. Είναι πλέον μια υπολογίσιμη ομάδα εργαζομένων.
Βρίσκουμε τη δημογραφική εικόνα της Ελληνίδας υπηρέτριας στο κείμενο της ιστορικού Ζιζής Σαλίμπα, «Από υπηρέτρια, νοικοκυρά: Η διάχυση του υλικού πολιτισμού στα λαϊκά στρώματα της πόλης, 19ος-20ός αιώνας». Είναι ένα από τα δεκαεννέα κείμενα που περιλαμβάνονται στον τόμο Υπηρέτριες και Υπηρέτες (εκδόσεις Παπαζήση), όπου για πρώτη φορά βρίσκουμε μια τόσο σφαιρική αποτύπωση αυτού του επαγγέλματος και κυρίως την αναπαράστασή του στην τέχνη.
«Η καλλιτεχνική ανάπλαση της σχέσης εργοδότη και υπηρέτη είναι πολύ σημαντική» σημειώνουν στην εισαγωγή του βιβλίου οι επιμελήτριές του Παναγιώτα Μήνη, Κωνσταντίνα Γεωργιάδη, Ιουλία Πιπίνια και Άννα Σταυρακοπούλου. Αυτή η σχέση, βέβαια, δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της τέχνης. Όπως παρατηρούν οι ίδιες, «μαζί με τη σχέση των δύο φύλων και των διαφορετικών γενεών, αυτή του αφέντη-υπηρέτη συνιστά ίσως την πιο πλούσια σημασιολογικά, θέτοντας ζητήματα εξουσίας, αυτοπροσδιορισμού, ιδεολογικής ταυτότητας, κοινωνικών και εργασιακών διεκδικήσεων, οικονομικών, ταξικών και φυλετικών ιεραρχήσεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων».
Η Παναγιώτα Μήνη, καθηγήτρια Ιστορίας του Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, παρακολουθεί τις μεταμορφώσεις της υπηρέτριας στην κινηματογραφική κωμωδία της εικοσαετίας 1950-1970. Στην ταινία Ένα βότσαλο στη λίμνη του Αλέκου Σακελλάριου, γυρισμένη το 1952, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη, η υπηρέτρια είναι πανταχού παρούσα. Η συμμετοχή της δεν προωθεί τη δράση, αλλά η παρουσία της υποδηλώνει την ανώτερη κοινωνική θέση των κυρίων της.
«Η εμφάνιση, η συμπεριφορά, η γλώσσα του σώματος και οι λίγες φράσεις της μεταδίδουν μια αίσθηση υποταγής, οπισθοδρομικότητας και μειωμένης αντίληψης» γράφει η συγγραφέας. «Γέρνει σχεδόν συνεχώς το σώμα της μπροστά, περπατά με έναν περίεργο τρόπο που δείχνει ανασφάλεια, μιλά σπάνια και δεν μπορεί να εκφράσει κάποια άποψη ή να αναλάβει πρωτοβουλίες».
Αθώες, αφελείς, χαζούλες αλλά και κουτοπόνηρες, που συμβιώνουν σχετικά καλά με τα αφεντικά τους, οι υπηρέτριες, ως ρόλοι, αποτελούν βασικά στοιχεία της ανθρωπολογίας της ελληνικής κωμωδίας των δεκαετιών 1950 και 1960. Φυσικά, η πραγματική ζωή έδινε και πιο ακραία παραδείγματα, όπως η περίπτωση της 14χρονης υπηρέτριας Σπυριδούλας, που τα αφεντικά της, κατηγορώντας την ότι τους έκλεψε δολάρια, την έδεσαν σ’ ένα τραπέζι, της έκλεισαν το στόμα με πανί, άνοιξαν το ραδιόφωνο και επί δύο ημέρες την έκαιγαν με το σίδερο. Το γεγονός συνέβη το καλοκαίρι του 1955. Η δημοσιότητα ήταν μεγάλη και έφερε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων τα «δουλάκια» και τις πραγματικές συνθήκες της εργασίας τους.
Αλλά στον κινηματογράφο τα πράγματα ήταν κάπως αλλιώς. Είκοσι χρόνια μετά την ταινία του Σακελλάριου, η κωμωδία Προεδρίνα του Κώστα Καραγιάννη, γυρισμένη το 1972, έχει στον πρωταγωνιστικό ρόλο μια υπηρέτρια. Τον ρόλο ενσαρκώνει η ηθοποιός Δέσποινα Στυλιανοπούλου, που είναι μάλιστα και η προεδρίνα του Σωματείου Ελληνίδων Υπηρετριών. Διεκδικεί τα δικαιώματα των συναδέλφων της και τις προστατεύει από τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις των κυρίων τους αλλά και από τη χειροδικία.
Περίπου έναν αιώνα πριν από την ταινία του Καραγιάννη, τέλη 1887, αρχές 1888, κυκλοφορεί η «Εφημερίς των Υπηρετριών», με αρχισυντάκτρια τη Μαριγώ Καρμάδου. Στο πρώτο και, απ’ ό,τι φαίνεται, μοναδικό φύλλο της εφημερίδας απεικονίζεται, σε ξυλογραφία, η μορφή μιας υπηρέτριας: λαϊκή και ακατέργαστη φιγούρα. Τόσο η εφημερίδα όσο και η αρχισυντάκτρια είναι προφανείς επινοήσεις κάποιου επαγγελματία της σάτιρας που ήθελε να πλήξει σημαντικούς ανθρώπους της τότε κοινωνίας. Αλλά ο «τύπος υπηρέτριας» που δείχνει η ξυλογραφία είναι ο ίδιος που συναντάμε και στη λογοτεχνία της εποχής, όπως, ας πούμε, στο κωμειδύλλιο Η τύχη της Μαρούλας. Ο Κώστας Ιωαννίδης, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, παρουσιάζει στο κείμενο τις οπτικές αναπαραστάσεις της υπηρέτριας, κυρίως σε φωτογραφίες.
Η ερευνήτρια Θεατρολογίας Κωνσταντίνα Γεωργιάδη παρουσιάζει στο δικό της κείμενο τις διαταξικές ερωτικές σχέσεις μεταξύ υπηρετικού προσωπικού και των αφεντικών στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Θυμόμαστε έτσι τον Διονύσιο Σολωμό και τη γέννησή του από έναν κόντε και την υπηρέτριά του. Η καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Ιωάννα Βώβου δείχνει την αναπαράσταση του υπηρετικού προσωπικού στα ελληνικά σίριαλ. Για παράδειγμα, στη «Λάμψη» του Νίκου Φώσκολου το υπηρετικό προσωπικό παρουσιάζεται ως συλλογικός ήρωας που λειτουργεί –και δραματουργικά– ως αντίβαρο στον κόσμο της οικογένειας Δράκου.
Οι πολλές προσεγγίσεις (π.χ. οι υπηρέτες στην ποίηση του Καβάφη, στη ζωγραφική του τέλους του δέκατου αιώνα αιώνα, στην κωμωδία των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα, στο μεταπολεμικό ελληνικό θέατρο ή στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου κ.λπ.) ανοίγουν νέους δρόμους στη μελέτη της αναπαράστασης του υπηρετικού προσωπικού. Ταυτόχρονα, αποτελούν κοινωνιολογική, εθνολογική και ανθρωπολογική μελέτη των σχέσεων εξουσίας μέσα στην ελληνική οικογένεια.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Τα κείμενα του τόμου «Υπηρέτριες και Υπηρέτες» αποτελούν προϊόν ακαδημαϊκού συνεδρίου που έγινε το 2016 στο Ρέθυμνο. Απευθύνονται όμως και στο γενικό κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορική πραγματικότητα αυτής της επαγγελματικής κατηγορίας και για την αναπαράστασή της στην τέχνη.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO.