ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ και τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1922 η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων συντρίβεται οριστικά στις ακτές της Ιωνίας. Μια ομάδα Ελλήνων στρατιωτών με επικεφαλής κάποιον Σαούλ Καλογιάννη κατορθώνει να ξεφύγει από την κόλαση. Ο Σαούλ αποκτά σιγά σιγά μυθικές διαστάσεις και δεκάδες ιστορίες, συχνά αντικρουόμενες, πλέκονται γύρω από το πρόσωπό του.
Υπήρξε ο Σαούλ; Επέζησε; Πού έζησε; Επέστρεψε ποτέ εκεί απ’ όπου ξεκίνησε; Πενήντα χρόνια μετά τη Μικρασιατικη Καταστροφή ένας νεαρός ερευνητής δουλεύει με υποτροφία μια διδακτορική διατριβή για τον Σαούλ Καλογιάννη. Τον ψάχνει μέσα στις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες των άλλων, στα ίχνη που πιθανόν έχει αφήσει, για να μας συστήσει τελικά έναν πολυμήχανο και ρευστό ήρωα, ο οποίος κινείται στα όρια όπου η ιστορία και η πραγματικότητα συναντούν τη φαντασία, το θαυμαστό, το απίθανο, το ακραίο.
Τελικά δεν έχει σημασία να μάθουμε αν ο Σαούλ Καλογιάννης έζησε ή όχι. Εκείνο που έχει σημασία για μας, τους αναγνώστες, είναι η αναζήτησή του. Κι αυτή, τελικά, είναι η πραγματική «μεγάλη ιδέα» του μυθιστορήματος του Αντόν Μπεραμπέρ.
Ο 34χρονος Γάλλος συγγραφέας (γεν. 1987) είναι προφανές ότι εμπνέεται από τα ομηρικά έπη. Ο δικός του Τρωικός Πόλεμος είναι η Μικρασιατική Εκστρατεία και ο δικός του Οδυσσέας είναι ο Σαούλ Καλογιάννης. Η Ιθάκη του είναι η διαρκής αναζήτηση του Σαούλ και οι μεταμορφώσεις του ήρωα. Το πολύτροπο μυθιστόρημα του Αντόν Μπεραμπέρ είναι τόσο ολοκληρωμένο, που τελειώνοντας την ανάγνωσή του, τις 604 σελίδες της ελληνικής έκδοσης στην εξαιρετική μετάφραση/πρόκληση της Αλεξάνδρας Κωσταράκου, διαπιστώνουμε ότι το έπος έχει τελικά κάποια σημασία και στη δική μας εποχή.
Ο Μπεραμπέρ ανανεώνει το είδος με πολύ μοντέρνο τρόπο που σίγουρα ανοίγει δρόμους στη λογοτεχνική αφήγηση. Δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για τον συγγραφέα. Σε ένα βίντεο στο YouTube τον βλέπουμε να μιλάει για το μυθιστόρημά του σε κάποια έκθεση βιβλίου στην Γαλλία, να λέει ότι γνωρίζει πολύ καλά την Ελλάδα και τους Έλληνες –προφανώς ξέρει και ελληνικά–, να διηγείται τη συγγραφική περιπέτειά του με τη Μεγάλη Ιδέα, μια περιπέτεια που διήρκεσε έξι ολόκληρα χρόνια και άρχισε όταν ο συγγραφέας ήταν είκοσι πέντε ετών, να αποκαλύπτει ότι ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα στην Αίγυπτο, όπου βρήκε την αναγκαία απόσταση από το δική του μυθοπλαστικό σύμπαν.
Ο Αντόν Μπεραμπέρ δημιουργεί τελικά έναν Έλληνα/παγκόσμιο ήρωα για να αποδείξει ότι οι ήρωες υπάρχουν μέσα στην αφήγηση και στην επινοημένη ιστορία.
Ο ερευνητής που ψάχνει τον Σαούλ Καλογιάννη είναι και ο αφηγητής της Μεγάλης Ιδέας. Οδηγείται από έκπληξη σε έκπληξη. Κάθε καινούργιο εύρημα ανατρέπει το προηγούμενο. Διατρέχει την Ευρώπη και την Αμερική, όπου ανακαλύπτει τις πολλές εκδοχές για τον ήρωα.
Η μάνα του Σαούλ θεωρεί τον γιο της πεθαμένο. «Τον έθαψα εγώ η ίδια, μαζί με τη γειτόνισσα, παρά την αντίδραση της εκκλησίας, γιατί μου είχαν δώσει ειδική άδεια. Καλογιάννης, Σαούλ, γιος της Ελευθερίας, αποθανών στο πεδίο της τιμής, κοιτάξτε, είναι γραμμένο εδώ», λέει στον αφηγητή. Η μάνα ήξερε για τη Μεγάλη Ιδέα. Κι ήταν πολύ χαρούμενη που ο γιος της είχε κάποια σχέση με μια ιδέα. «Πρώτη φορά του συνέβαινε κάτι τέτοιο», είπε στον αφηγητή.
Κι επειδή πίστευε πως ο γιος της, ο Σαλιούνης, όπως τον έλεγε, ήταν ήρωας, περίμενε ότι κάποιος θα έγραφε γι’ αυτόν. Κι έτσι φύλαγε παράξενα πράγματα που του ανήκαν, για να τα δώσει ως τεκμήρια στον βιογράφο του γιου της. Φύλαγε, ας πούμε, έναν σουγιά που η ίδια του είχε χαρίσει όταν ήταν δέκα ετών. Φύλαγε την τσατσάρα που του είχε δώσει ο παπάς την ημέρα της πρώτης του κοινωνίας. Φύλαγε τον σπάγκο που ο Σαούλ είχε πάντοτε στην τσέπη του για να δένει το παντελόνι του όταν στο παζάρι τού έκλεβαν τη ζώνη.
Σε μιαν άλλη εκδοχή, τον Σαούλ Καλογιάννη τον είχαν περιμαζέψει, κάτω από άγνωστες συνθήκες, σιωνιστές αγωνιστές που πήγαιναν στην Παλαιστίνη και καθώς ήταν σιωπηλός, τον νόμισαν για δικό τους. «Οι αγωνιστές, που είχαν μαζί τις αγελάδες και τις γυναίκες τους, του παραχώρησαν στο πλοίο μια αναπαυτική γωνιά και επειδή ο Καλογιάννης δεν άνοιξε ποτέ το στόμα του, δεν έμαθαν ποτέ ότι ήταν Έλληνας και αποβιβάστηκαν μαζί του στη Χάιφα, γύρω στο 1924, όπου πήρε κι αυτός μια γυναίκα και μια αγελάδα. Τα παράτησε όλα δώδεκα χρόνια αργότερα για να πάει να πολεμήσει στην Ισπανία, όπου βρήκε ένδοξο θάνατο που δικαιολογεί τον θαυμασμό μας».
Σε τρίτη εκδοχή ο Σαούλ είχε κολυμπήσει έως την Ιταλία και σε μια άλλη τον είχαν συλλάβει και τον είχαν ξαναπαραδώσει στον εχθρό.
Ο αφηγητής καταγράφει μαρτυρίες και αφηγηματικές εκδοχές, μεταφέροντάς μας από τον έναν κόσμο στον άλλο. Στην πινακοθήκη της πόλης Κ., που στεγάζεται σε ένα γενοβέζικο παλάτσο, βλέπει το πορτρέτο του θαλασσοπόρου Ανρί ντε Μονφρέντ. Λένε ότι ο Σαούλ Καλογιάννης είχε ποζάρει ως μοντέλο στο ζωγράφο για την φιλοτέχνηση αυτού του πορτρέτου.
Τελικά, πόσο ισχυρή είναι η μαρτυρία ενός ανθρώπου που βεβαίωνε με όρκο ότι γνώριζε πολύ καλά τον Σαούλ Καλογιάννη; Ήταν γι’ αυτόν ένας πολύ μεγάλος επαναστάτης, ένας αντάρτης που δεν είχε όμοιό του. Κατοικούσε στη Μόσχα και μετέφραζε μαρξιστικά φυλλάδια για την επιμόρφωση των νέων κοριτσιών. Άλλοι, όμως, τον είχαν συναντήσει Σαούλ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε περάσει τον Ατλαντικό με πλοίο που είχε φύγει από το Κότορ της Αδριατικής. Ένας εμπορικός αντιπρόσωπος τον είχε δει στη Νέα Υόρκη, στη γωνίας της 7ης και της 42ης Οδού, σε μια στιγμή που «η Πόλη κύλησε μέσα στο βλέμμα του, πέρασε αμέσως στις φλέβες του, τον δηλητηρίασε σ’ εκείνα τα σημεία του σώματος που τίποτα υγιές δεν μπορεί να τα αγγίξει και νομίζεις ότι περιμένουν το δηλητήριο όπως περιμένει μια ανάσα αέρα ο άνθρωπος που πνίγεται».
Κάποια στιγμή ο αφηγητής θα συναντήσει τον ίδιο τον Καλογιάννη. «Το όνομά μου είναι Σαούλ Καλογιάννης. Κατοικώ στις Γλυσίνες, στη Βραΐα, στα περίχωρα των Ιωαννίνων. Είναι ένα ωραίο συγκρότημα κατοικιών, έχει κι έναν θυρωρό. Είμαι στον αριθμό 11, στο οικοδομικό τετράγωνο Γ, κοντά στους κάδους για τα οργανικά απορρίμματα, πράγμα πολύ πρακτικό. Ζω καλά. Σε έναν μήνα θα έχω τηλεόραση, όπως ο κύριος Μακέδας, ο γείτονας, γιατί έκανα οικονομία σε πολλά πράγματα». Ήταν όμως αυτός ο Καλογιάννης; Ποιος ξέρει; Και το σημαντικότερο, έχει σημασία;
Ο Αντόν Μπεραμπέρ δημιουργεί τελικά έναν Έλληνα/παγκόσμιο ήρωα για να αποδείξει ότι οι ήρωες υπάρχουν μέσα στην αφήγηση και στην επινοημένη ιστορία. «Ο Καλογιάννης σου είναι πραγματικά δικός σου και με ποιο δικαίωμα μας τον παίρνεις;» διαμαρτύρεται κάποιος στον αφηγητή. Και σωστά. Γιατί ο καθένας μας έχει τον δικό του Οδυσσέα, τον δικό του Σαούλ Καλογιάννη.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.