1. Τόπος των Νιάτων: Τον τελευταίο καιρό διαβάζω (εκτός από Πίντσον και Ρoθ) μανιωδώς πιτσιρικάδες. Τριαντάρηδες. Δηλαδή, που λέει ο λόγος πιτσιρικάδες, καθότι ενθυμούμαι ότι στα είκοσι οχτώ μου, με δύο γάμους στην πλάτη, καμιά τριανταριά μεταφράσεις, χιλιάδες σελίδες κείμενα σε περιοδικά, κλοτσοπατινάδες σε μπαράκια και καταγώγια, περιπλανήσεις σε μέρη που, όσο κι αν δεν θέλω, τα θυμάμαι πολύ καλά, και μια βεντάλια κουτουράδες, συν έναν γυλιό λάθη, αισθανόμουν μεσόκοπος, όπως άλλωστε και όλοι οι ταραξίες της σαματογενιάς μου. Τέλος πάντων, διαβάζω πιτσιρικάδες, και εννοώ τριαντάρηδες και βάλε. Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν οι ρυθμοί, αλλάζουν οι ηλικίες. Αυτό που, ευτυχώς, δεν αλλάζει είναι ότι διαρκώς ξεφυτρώνουν ταλέντα και δουλευταράδες. Παλικάρια, αγόρια και κορίτσια, που δεν μένουν μονάχα στο ότι έχουν άνεση να γράφουν, αλλά τους διέπει μια (κολοσσιαίας κοπώσεως, πρέπει να το πούμε) φιλοδοξία να μιλήσουν τη γλώσσα των καιρών τους/μας, να εκφράσουν καταστάσεις συναισθηματικής/ψυχικής/πνευματικής πολυπλοκότητας, διελεύσεις διλημμάτων που μπορούν να σε εξουθενώσουν, φαινομενικά άχαρες και μη-περιπετειώδεις αναβάσεις σε λοφίσκους του ασήμαντου που εντούτοις κρύβουν πλούτο, έρωτες που δεν μοιάζουν καθόλου με έρωτες, αλλά με ημιάλαλο κυνισμό ή με σπασμωδική διευθέτηση κοινόχρηστων αναγκών, αλλά επίσης κρύβουν πλούτο, και πάει λέγοντας.
2. Τρόπος των Νιάτων: Με γοητεύει η γόνιμη συνομιλία των εν λόγω νεαρών με παλαιότερους τρόπους και τόπους της λογοτεχνίας, με κείμενα/βιβλία που τους έχουν διαπλάσει και που, αφού τα διάβασαν, και τα ζήλεψαν, τα μελέτησαν, τα ξεκοκάλισαν, τα χαρτογράφησαν, επιδιώκουν να τα χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήρια. Θέλουν, και καλά κάνουν, να γίνουν συνομιλητές, συμπαίκτες, συμπότες με τους λατρεμένους τους συγγραφείς. Κι αυτό, το ξέρουν συντριπτικά, θέλει δουλειά πολλή, ακόπαστη, άγρια. Αλλά, συνάμα, θέλει και χιούμορ, διαθέσεις βεβήλωσης, τάσεις υπέρβασης. Χαρτογραφώντας τις γαίες των νεαρών, βλέπεις σχεδόν παντού τα ίχνη από το πέρασμα του Paul Auster, του Winfried Georg «Max» Sebald, του David Foster Wallace, του Don DeLillo, καθώς και δικών μας (λίαν απαιτητικών, όπως και οι αλλοδαποί μετρ), όπως οι Ευγένιος Αρανίτσης, Νίκος Καχτίτσης, Ε.Χ. Γονατάς, Στρατής Τσίρκας, Αχιλλέας Κυριακίδης. Οι πιτσιρικάδες ξέρουν ότι πρέπει να περάσουν την ευκολία τους από δέκα δοκιμασίες, ότι πρέπει ν' αφήσουν φαλάκρα και ρυτίδες στη φωνή και στην ψυχή, να βραχνιάσει το βλέμμα τους και να τσαλακωθούν οι πεποιθήσεις τους, κάνοντας τις αδιάκοπες υποκλίσεις τους στους Μεγάλους, στους οποίους ενίοτε βγάζουν και τη γλώσσα (και καλά κάνουν, ας το ξαναπώ).
3. Ονόματα & Διευθύνσεις: Paolo di Paolo, Λευτέρης Καλοσπύρος, Anthony Marra, Στέλιος Παπαγεωργίου, Μαρία Ξυλούρη. Ήδη μας έχει κερδίσει αυτή η πλειάδα των πιτσιρικάδων που ωρίμασαν πίσω από την πλάτη μας και μας εξέπληξαν στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας, επειδή ξέρουν καλά ότι η σήμερον είναι νοητή και ως αύριον και ως χθες, πάει να πει κατέχουν τη διαλεκτική παρελθόντος/παρόντος/μέλλοντος. Ο Paolo di Paolo (Ρώμη, 1983) με το μυθιστόρημα Πού ήσασταν όλοι (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Ίκαρος) αναμετριέται με το μπερλοσκουνικό κουλουβάχατο, με το «κρουαζιερόπλοιο που υπήρξε η Ιταλία για είκοσι χρόνια», με τις αλλεπάλληλες φανταχτερές καρπαζιές που έφαγε η γενιά του και που τις αντελήφθη οδυνηρά λίαν προσφάτως, λες και δεν επρόκειτο για καρπαζιές αλλά για θωπείες, με την «ηλίθια, επίμονη αρχαιολογία των εαυτών μας», με τον κατατεμαχισμό της κοινωνίας και τον κατακερματισμό έως ανυπαρξίας του νοήματος. Τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Τραμουντάνα (όνομα ανέμου βορινού, άλλωστε), ο Μάριο και η Λουτσία, οι γονείς, ο Ίταλο και η Ανίτα, τα τέκνα, σείονται και ταρακουνιούνται, ταράζονται χωρίς να σφαδάζουν, χτυπιούνται χωρίς να ματώνουν την τελευταία εικοσαετία της ιταλικής ολίσθησης στο αφασικό anything goes, στο θέατρο των μίνι τραγωδιών και των μάξι παραλογισμών, της καθημερινής καταρράκωσης των σημασιών. Ένα εσκεμμένο ατύχημα, ένας καθηγητής που καταρρέει, αλλά δεν διαλύεται, παραμένει στο παιχνίδι, ούτε ουρλιάζει μα και ούτε σε γέλια ομηρικά ξεσπάει. Μια σύζυγος που κάποια στιγμή τα μισοπαρατάει. Ένας υιός που τσαλαβουτάει μια ζωή στα ρηχά και ύστερα, ίσως κάποτε, οκέι, καλά, βλέπουμε, κάτι μπορεί να κάνει, κάποιος μπορεί να γίνει. Μια θυγατέρα, μισοπαρούσα μισοαπούσα. Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και sms, θεατές στις παγκόσμιες κινήσεις, νύξεις από δω, υπαινιγμοί από κει. Δεξιοτεχνικά, με κλεισίματα ματιού στους άμεσους προγόνους του, με σκακιστικές μεταμοντέρνες διευθετήσεις στην πρόζα του, ο Paolo di Paolo θέλει να μας ξεναγήσει στο living room του «είμαι μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος» (Φατμέ), μείον η ουσία, μείον το συναίσθημα, μείον η τρυφερότητα, που αποτελεί [δυστυχώς (!), και πρέπει κάτι κατεπειγόντως να γίνει] την ανιαρή συνθήκη μιας, από όλες τις απόψεις, μετέωρης κοινωνίας. Εύγε στον Paolo di Paolo! Εύγε και στον έμπειρο, έξοχο μεταφραστή, τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, εύγε και στις νεοανανεωμένες ροπές των ιστορικών εκδόσεων Ίκαρος που κάνουν ένα σημαντικό, καλοσχεδιασμένο άνοιγμα στα νιάτα!
(Συνεχίζεται)
σχόλια