1.
Ο καθένας με τον εαυτό του. Διαβάζω: Περπατάω τριάντα χρόνια χωρίς πατημασιές, χωρίς σκιά, χωρίς ίχνος εαυτού, τριάντα χρόνια σπαταλημένα σε ένα αναλώσιμο τίποτα, σε ασκήσεις κοινωνικής άλγεβρας και γεωμετρίας, τι θα πεις, πού και πότε θα το πεις. Διαβάζω σελίδες εξαιρετικά καλογραμμένες, έναν λόγο στιλπνό, χωρίς γρέζια, περασμένο από φίλτρα, φινιρισμένο. Διαβάζω την ιστορία, μια φέτα της ιστορίας, ενός τριαντάρη, μορφωμένου, καλλιεργημένου μοριακού βιολόγου, που τα έχει όλα, που είναι πολιτικώς και κοινωνικώς ορθός, που είναι ενδεδυμένος ευπρεπώς, ποδηλάτης σωστός, με κράνος απαστράπτον, που είναι κορέκτ, σε όλα κορέκτ, μια ζωή κορέκτ, χωρίς την παραμικρή σχέση με το Ποίημα Κορέκτ του Μιχάλη Κατσαρού, δίχως ίχνος από ό,τι είναι, και ήταν η ποίηση, δίχως πάθος έστω και μικρομοριακό. Όταν ο καθένας ζει με τον εαυτό του, όπως ο ήρωας του Καρυότυπου (εκδ. Κίχλη) που υπογράφει ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978), ένας συγγραφέας ακριβείας, όταν ο καθένας περιφέρεται με ένα σκάφανδρο στο κεφάλι, ένοπλος του walkman και του iΡod, με τον στίχο «All in all is just another brick in the wall» ανεξίτηλα τυπωμένο σε κούτελο/μυαλό/καρδιά/ψυχή, τα πράγματα είναι παραπάνω από όσο ζόρικα νομίζουμε και επείγει η λυτρωτική προσφυγή σε κάτι λησμονημένους αρχηγέτες της εναντίωσης στην αλλοτρίωση, σε κάτι παίκτες σαν τον Adorno, τον Debord, τον Vaneigem, τον Αρανίτση, τον Βακαλόπουλο, κι εμένα που σας τα ιστορώ.
2.
Τρομερό τρίπτυχο. Διαβάζω: Μέρα τη μέρα έχτιζε μια ρουτίνα, σε μια προσπάθεια να αγνοήσει το πέρασμα του χρόνου. Διαβάζω: Καθημερινά έκανε φιλότιμες προσπάθειες να γνωριστεί με την πόλη. Διαβάζω: Φίλους δεν είχε. Ούτε δοκίμασε να αποκτήσει. Σε κάθε σελίδα, σε κάθε παράγραφο, διαβάζω την απουσία, όχι την απώλεια, όχι το πένθος, όχι το βάθος ή το βένθος, αλλά την απουσία, το τίποτα που τσουλάει ατέρμονα στις ράγιες του πουθενά, την απουσία, την απουσία, την απουσία. την απουσία. Απουσία, απάθεια, απόσταση. Τρομερό τρίπτυχο. Η απουσία οφείλεται στην απόσταση, η απόσταση γεννάει απάθεια, η απάθεια επιφέρει απουσία. Βγάλε άκρη, σύρε και πες το του βουνού, «Go tell it on the mountain», που έλεγε κι ο James Baldwin, τον θυμάσαι τον James Baldwin, πού να τον θυμάσαι τον James Baldwin, δεν είναι πολιτικώς ορθώς ο James Baldwin, έζησε με πάθος μες στα πάθη, ο James Baldwin, δεν φοβήθηκε να κάνει λάθη μες στα πάθη, ο James Baldwin, απεναντίας του άρεσε, τον πλούτισε, τον φόρτωσε εμπειρίες, τον γαλούχησε, τον παίδεψε, τον εκπαίδευσε το ότι έκανε λάθη μες στων παθών τα βάθη. Τελεία. Ή τέεεεελεια, όπως λένε οι συνομήλικοι του Άκη Παπαντώνη και του ήρωα του Καρυότυπου.
3.
Στράτα στρατούλα. Ο Καρυότυπος είναι καλώς συγκερασμένο μυθιστόρημα. Η έκδοση, που φρόντισε με σπάνιο μεράκι η Γιώτα Κριτσέλη, είναι κόσμημα, ανεπίληπτη. Σωστά ο μετρ Αχιλλέας Κυριακίδης εκθείασε τις αρετές του βιβλίου, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για ένα εντυπωσιακό πεζογράφημα, ακριβές και χαμηλόφωνο σαν ταινία του Robert Bresson. Δεν υπάρχει ψεγάδι. Ο Παπαντώνης παρασύρει τον αναγνώστη μεθοδικά στην παγίδα στην οποία έχει πέσει ο ήρωάς του, ο μοριακός βιολόγος που δεν έχει καν όνομα, που δεν έχει τρόπο να αναδιευθετήσει τις μνήμες του έτσι ώστε να γίνουν αναμνήσεις που ωθούν στο μέλλον με φόρα και με φορά, να γίνουν εφαλτήρια πράξεων, να γίνουν πυροκροτητές εντάσεων. Ο Παπαντώνης κρούει έναν κώδωνα που δεν ξέρουμε, και ο ίδιος ίσως δεν ξέρει, αν είναι κώδωνας κινδύνου ή απλώς ένας κώδωνας που παράγει, κρουόμενος, έναν ήχο προορισμένο να γίνει ringtone για κάποιο smartphone. Ο Παπαντώνης μάλλον δεν προειδοποιεί, απλώς (απλώς!) καταγράφει μια φρίκη που ακόμη δεν έχει άλλο, καινούργιο όνομα πέρα από κείνο το παλιό: αλλοτρίωση, πάει να πει αποξένωση, Entfremdung, Alienation. Ίσον αδυναμία ανοίγματος στο αίνιγμα του άλλου, συνεπώς αδυναμία να ξέρεις ποιος είσαι εσύ ο ίδιος, καθότι πάντα μέσα από τον άλλον αναγνωρίζεις ποιος όντως είσαι. Ένα οδυνηρά ανησυχητικό μυθιστόρημα που μας φέρνει διαρκώς στον νου τη συγκλονιστική διαπίστωση του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι: Του έρωτα η βάρκα έγινε κομμάτια στης καθημερινής ζωής τις ξέρες. Η ζωή του ήρωα στον Καρυότυπο είναι η στράτα στρατούλα της σελίδας 44: «Κι η νέα μου ζωή στράτα στρατούλα. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι». Αυτή η πενταπλή επανάληψη, μετά το στράτα στρατούλα, συνοψίζει τον κλιματιζόμενο εφιάλτη, ναι, τον air-conditioned nightmare, στον οποίο ζούνε σήμερα τριαντάρηδες μοριακοί βιολόγοι, αρχιτέκτονες, μουσικοί, χημικοί μηχανικοί, και άλλοι εγκλωβισμένοι στου Πουθενά το Τίποτα, στα χιόνια του Κιλιμάντζαρο δίχως πυρά, δίχως κονιάκ, δίχως καρό κουβέρτα, δίχως την Άβα Γκάρντνερ, δίχως και την Σούζαν Χέιγουορντ.
σχόλια