Το βράδυ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, η πλειοψηφία των αναλυτών θεωρούσε ότι ένα νέο πολιτικό τοπίο παγιώνεται, με προοπτικές μακράς ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα προσωπικά. Έξι μήνες μετά ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν δεύτερο κόμμα. Και σήμερα, δύο χρόνια μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει στοιχεία εκλογικής κατάρρευσης, ενώ ο κ. Τσίπρας έχει σημαντικό πρόβλημα προσωπικής αξιοπιστίας.
Αφήνοντας στην άκρη τις όποιες συνέπειες στην οικονομία (επιστροφή στην ύφεση, αποστεθεροποίηση, απώλεια εμπιστοσύνης, capital control, κλπ) και εστιάζοντας μόνο στις πολιτικές παραμέτρους, το δημοψήφισμα αποδεικνύεται μείζον πολιτικό σφάλμα για τον ΣΥΡΙΖΑ τρόπο, για τέσσερις κυρίως λόγους:
Πρώτον, ανάλωσε γρήγορα το πολιτικό κεφάλαιο της Κυβέρνησης.
Ο πυκνός πολιτικός χρόνος και η 6μηνη οδήγηση «στο κόκκινο» ξόδεψαν γρήγορα τη βενζίνα που είχε στο ρεζερβουάρ του ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από τον Ιανουάριο '15 και τους πρώτους μήνες της θητείας του.
Στις αλλεπάλληλες κάλπες του 2015 η Κυβέρνηση δεν έκανε restart, αλλά έκαψε τα πολιτικά της «κανονάκια». Κάποιος που τη στήριξε 3 φορές θεωρεί ότι της έδωσε πολλές ευκαιρίες. Τα αν αυτό συνέβη 3 φορές εντός 8 μηνών είναι άλλο θέμα. Στο ΣΥΡΙΖΑ ξέχασαν ότι πιο σημαντικό από το να κερδίσεις 4 εκλογές σε 2 χρόνια, είναι να κερδίσεις 2 εκλογές σε 4 χρόνια...
Η στιγμή που θεωρήθηκε ο κολοφώνας της δόξας του Αλέξη Τσίπρα, σήμερα μοιάζει να σηματοδοτεί την αρχή του τέλους μιας πολιτικής κυριαρχίας που έμελλε να αποδειχθεί βραχύβια...
Δεύτερον, έκανε πιο εμφατική την αποτυχία της διαπραγμάτευσης.
Ο κ. Τσίπρας αντί να προσγειώσει ηπίως και εγκαίρως το σκάφος προτίμησε την αναγκαστική προσγείωση. Αντί να ξεκινήσει την στροφή ακόμα και πριν τις εκλογές (όταν ήταν απολύτως βέβαιο ότι θα κερδίσει) οδήγησε τη χώρα σε οριακές καταστάσεις. Η στροφή δεν έγινε ήπια (όπως π.χ. η στροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στα '80ς σε σχέση με ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, όπου σταδιακά απλώς βγήκαν από την ατζέντα), αλλά με δραματικό τρόπο σε συνθήκες πίεσης και, κυρίως, ήττας. Αυτό δεν τον ωφέλησε. Αντιθέτως την έκανε πιο εμφατική, καθώς «οπτικοποιήθηκε» μέσα από τη δραματικότητα των στιγμών εκείνων.
Τρίτον, άφησε την Κυβέρνηση χωρίς συμμάχους.
Όσοι συμφωνούσαν με αυτά που ο κ. Τσίπρας ονόμασε «αυταπάτες», την εποχή του δημοψηφίσματος ταυτίστηκαν έντονα με αυτές. Ειδικά εκείνοι που είχαν πολιτικοποιηθεί απότομα τα χρόνια του αντιμνημονιακού αγώνα, ήταν δύσκολο να αποστούν από τις πρώτες πολιτικές τους παραστάσεις. Σήμερα δηλώνουν «απογοητευμένοι» και «εξαπατημένοι».
Έχασε όμως και τους «απέναντι», τους υποστηρικτές του ΝΑΙ, στη στήριξη των οποίων θα έπρεπε να προσβλέπει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την στροφή του. Πρώτοι εκείνοι, εξάλλου, ανακουφίστηκαν από την αποφυγή μιας μοιραίας ρήξης και μπορούσαν να αποδεχτούν τη λογική των σκληρών πλην αναγκαίων μέτρων προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Αντ' αυτού, ο Τσίπρας τους έχασε οριστικά και αμετάκλητα όταν μέσα από μία πολωτική και διχαστική διαδικασία επέτρεψε να λοιδορηθούν ως «γερμανοτσολιάδες», «νενέκοι», «προσκυνημένοι», κλπ. και λίγο αργότερα, με το σύνθημα «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».
Μια επιπλέον παράμετρος, που έχει υποτιμηθεί, είναι ότι το δημοψήφισμα προκάλεσε ωσμώσεις μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η ώσμωση αυτή βοήθησε τη ΝΔ, τον ισχυρότερο παίκτη αυτού του χώρου, να έχει σήμερα εισροές από όλα τα κόμματα και κινήσεις που είχαν στηρίξει τον – ούτως ή άλλως λιγότερο ετερόκλητο – χώρο του «Ναι».
Τέταρτο και βασικότερο όλων: συνέδεσε τους πολίτες με μια κυβερνητική αποτυχία.
«Δώσαμε μαζί τη μάχη, αλλά δεν τα καταφέραμε», έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας στη συμπάθεια το κόσμου. Μόνο που έτσι πήγε κόντρα σε ένα θεμελιώδες πολιτικό θεώρημα: Ότι οι ψηφοφόροι δεν γίνονται συνένοχοι των πολιτικών. Αντιθέτως απεχθάνονται οτιδήποτε επιχειρήσει να τους καταστήσει συνυπεύθυνους σε μια ιστορία αποτυχίας. Οι ψηφοφόροι θεωρούν ότι δεν κάνουν λάθη∙ παρασύρονται. Δεν πέφτουν έξω στα εκτιμήσεις τους∙ εξαπατώνται. Δεν εμπιστεύονται λάθος πρόσωπα∙ προδίδονται. Δεν εξετάζουμε αν αυτό συμβαίνει καλώς ή κακώς. Συμβαίνει όμως. Και αν οι ψηφοφόροι νοιώσουν ότι ο πολιτικός πάει να τους μεταφέρει δικές του ευθύνες, τότε στρέφονται οργισμένα εναντίον του.
Παραδείγματα που επιβεβαιώνουν το θεώρημα υπάρχουν παγκοσμίως πολλά. Αλλά ας μην πηγαίνουμε μακριά. Ας δούμε το ΠΑΣΟΚ που κυβερνούσε πάνω από 20 χρόνια και όταν έσκασε στα χέρια του η βόμβα, οι πρώην ψηφοφόροι του ήταν οι πρώτοι που φώναζαν «να ξεμπερδέψουμε με τα παλιό»...
Εν κατακλείδι: Με το δημοψήφισμα του 2015, ο κ. Τσίπρας σπατάλησε το πολιτικό του κεφάλαιο. Απεκόπη από τμήμα ψηφοφόρων του και έβαλε απέναντί του πολίτες που θα μπορούσαν να είναι δυνητικοί σύμμαχοί του. Και κυρίως, ενέπλεξε τους πολίτες σε μια στρατηγική που απέτυχε. Με την απόσταση που δίνει ο χρόνος, δεν το λες και αριστοτεχνικό χειρισμό...
Δύο χρόνια μετά τη διεξαγωγή του το δημοψήφισμα μοιάζει σαν hangover μετά από ένα ξέφρενο γλέντι. Την ώρα του γλεντιού περνάς ωραία, αλλά το επόμενο πρωί νοιώθεις ότι το παράκανες. Έτσι και τώρα. Η στιγμή που θεωρήθηκε ο κολοφώνας της δόξας του Αλέξη Τσίπρα, σήμερα μοιάζει να σηματοδοτεί την αρχή του τέλους μιας πολιτικής κυριαρχίας που έμελλε να αποδειχθεί βραχύβια.
*Ο Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι διευθύνων εταίρος της Stratego (εταιρείας συμβούλων στρατηγικής και επικοινωνίας)