Ο Μέμος Μακρής (1913–1993) υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους γλύπτες του β΄ μισού του 20ού αιώνα. Πέρασε τη μακράν πιο δημιουργική του φάση εξόριστος, εγκλωβισμένος καλύτερα, στη μεταπολεμική Ουγγαρία. Ήταν ένας ξένος από τη μακρινή Ελλάδα, που βρέθηκε εκεί απρόσμενα, το 1950, διωγμένος όχι από τη χώρα του, τη σπαρασσόμενη από τις επιπτώσεις ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου, αλλά από τη δημοκρατική Γαλλία, όπου σπούδαζε με υποτροφία του γαλλικού κράτους από το 1945.
Στην Ουγγαρία, τη «μητριά πατρίδα», ο Μακρής κατάφερε να εκφράσει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο το όραμα για έναν καλύτερο, σοσιαλιστικό κόσμο. Έτσι, ο «ξένος» κατάφερε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους «Ούγγρους» γλύπτες του 20ού αιώνα.
Στόχος της έκθεσης που διοργανώνει το ΜΙΕΤ και της έκδοσης που τη συνοδεύει είναι να φωτιστεί η πρώιμη καλλιτεχνική δημιουργία του Μέμου Μακρή, της περιόδου μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, δηλαδή τη δεκαπενταετία από το 1934, οπότε και ο νεαρός καλλιτέχνης ξεκινά τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, έως το 1950, όταν εγκαθίσταται οριστικά στη Βουδαπέστη.
Αφορμή για την παρούσα έκθεση στάθηκε η ανακάλυψη μιας σειράς σχεδίων του Μέμου Μακρή από τη Σχολή Καλών Τεχνών, και κυρίως από την περίοδο της Κατοχής, στα κατάλοιπα της πρόσφατα εκλιπούσας ζωγράφου Ελένης Σταθοπούλου (1915–2016), με την οποία ο γλύπτης συνδεόταν αισθηματικά από τα χρόνια των σπουδών του και έως το 1948, οπότε γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, τη Σερβογαλλίδα Ζιζή Σίρνιτς. Η σημασία αυτών των περίπου τριάντα φύλλων είναι κομβική για το έργο του Μακρή, δεδομένου ότι πρόκειται για τα μοναδικά σχέδιά του που σώζονται, αφού δεν μας είναι γνωστές μετέπειτα ζωγραφικές του προσπάθειες. Παράλληλα με τα λιγοστά σχέδια συγκεντρώνονται στην έκθεση και αρκετά από τα γλυπτικά έργα του Μακρή που χρονολογούνται στα χρόνια αυτά και συγκροτούν την πρώτη φάση της δημιουργίας του.
ΠΟΤΕ | 15/12/2016 - 25/02/2017 |
ΠΟΥ | ΜΕΓΑΡΟ ΕΫΝΑΡΔΟΥ |