Americana: Το πρώτο μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλο για πρώτη φορά στα ελληνικά
Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Gutenberg.
To Americana, το πρώτο μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλο, αποτέλεσε το εφαλτήριο μιας λαμπρής, ανεπανάληπτης καριέρας, που απέφερε στον Αμερικανό συγγραφέα πλήθος τιμητικών διακρίσεων, καθώς επίσης την αποδοχή κοινού και κριτικών.
Παρακάτω, θα διαβάσετε ένα απόσπασμα του βιβλίου που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Gutenberg. Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου.
«Έτσι φτάσαμε στο τέλος ενός ακόμα πληκτικού και μακάβριου χρόνου. Φώτα ήταν κρεμασμένα στη σειρά στην πρόσοψη όλων των καταστημάτων. Καστανάδες έσερναν τα ντουμανιασμένα καρότσια τους. Τα βράδια, το τσούρμο ήταν ατελείωτο και η κίνηση θέριευε μ᾽ έναν παλιρροϊκό βρυχηθμό. Οι Αγιοβασίληδες της Πέμπτης Λεωφόρου χτυπούσαν τα κουδουνάκια τους με μια αλλόκοτη θλιμμένη χάρη, λες και σκόρπιζαν αλάτι σε κάποιο φριχτά σαπισμένο κομμάτι κρέας. Μουσική ερχόταν απ᾽ όλα τα μαγαζιά, σαχλοτράγουδα από διαφημίσεις, ψαλμωδίες και ωσαννά, κι από τις μπάντες του στρατού της σωτηρίας έρχονταν τα θρηνητικά πολεμικά σαλπίσματα παλαιοχριστιανικών λεγεώνων.
Ήταν παράξενοι οι ήχοι στο αφτί μια τέτοια χρονική στιγμή και σ᾽ ένα τέτοιο μέρος, το κροτάλισμα των κυμβάλων και των τυμπάνων, υπαινιγμός ότι κάποια παιδιά έτρωγαν κατσάδα για ένα ασυγχώρητο αμάρτημα, και φαινόταν πως αυτό ενοχλούσε τον κόσμο. Όμως τα κορίτσια ήταν υπέροχα και απτόητα, ψώνιζαν σε κάθε τρελομάγαζο, διέσχιζαν με μεγάλες δρασκελιές το υπνωτιστικό σούρουπο σαν μαζορέτες, ψηλές και ροδαλές, κρατώντας σφιχτά στον τρυφερό τους κόρφο ζωηρόχρωμα πακέτα. Το γερμανικό τσοπανόσκυλο του τυφλού κοιμόταν του καλού καιρού σε όλη τη φάση.
Επιτέλους, φτάσαμε στο σπίτι του Κουίνσι. Την πόρτα άνοιξε η γυναίκα του. Της σύστησα τη φιλενάδα μου, την Μπ. Τζ. Χέινς, κι έπειτα άρχισα να μετράω τον κόσμο στο δωμάτιο. Όσο μετρούσα, συνειδητοποιούσα αμυδρά πως με τη γυναίκα του Κουίνσι μιλούσαμε για την Ινδία. Ήταν συνήθειό μου να μετράω στα σπίτια. Το πλήθος των ανθρώπων που ήταν παρόντες σ᾽ ένα συγκεκριμένο μέρος μου φαινόταν σημαντικό, ίσως επειδή οι τρέχουσες ειδήσεις για αεροπορικές τραγωδίες και στρατιωτικές επιχειρήσεις αύξαναν διαρκώς τον αριθμό των νεκρών και των αγνοουμένων· τόση ακρίβεια είναι ένα μικρό σοκ, σαν ηλεκτρική εκκένωση στο μουδιασμένο μυαλό. Το δεύτερο πιο σημαντικό πράγμα που έπρεπε να ανακαλύπτω ήταν ο βαθμός εχθρότητας. Αυτό ήταν σχετικά απλό. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κοιτάξεις τους ανθρώπους που κοίταζαν εσένα καθώς έμπαινες. Ένα παρατεταμένο βλέμμα ήταν συνήθως αρκετό για να βγάλεις ένα αξιοπρεπές συμπέρασμα.
Στο σαλόνι βρίσκονταν τριάντα ένα άτομα. Χοντρικά, τρία στα τέσσερα ήταν εχθρικά. Η γυναίκα του Κουίνσι και η φιλενάδα μου χαμογέλασαν με τα σκουλαρίκια η μια της άλλης, γιατί και των δύο είχαν το σύμβολο της ειρήνης. Έπειτα εγώ πήρα την Μπ. Τζ. στο σαλόνι. Περιμέναμε να μας πλησιάσει κάποιος για να πιάσουμε κουβέντα. Σε πάρτι ήμασταν, δεν θέλαμε να μιλάμε μεταξύ μας. Ο σκοπός ήταν να είμαστε χωριστά το βράδυ και να βρούμε συναρπαστικά άτομα να μιλήσουμε, κι έπειτα, στο τέλος πια, να ξαναβρεθούμε και να πούμε ο ένας στον άλλο πόσο απαίσια ήταν και πόσο χαιρόμασταν που ήμασταν και πάλι μαζί. Αυτή είναι η πεμπτουσία του δυτικού πολιτισμού. Αν και δεν είχε στ᾽ αλήθεια σημασία, επειδή μία ώρα αργότερα είχαμε πλήξει όλοι. Ήταν από κείνα τα πάρτι που είναι τόσο βαρετά, ώστε σύντομα η ίδια η βαρεμάρα γίνεται το κεντρικό θέμα συζήτησης. Πηγαίνεις από πηγαδάκι σε πηγαδάκι κι ακούς την ίδια φράση ίσαμε δέκα φορές. "Είναι σαν ταινία του Αντονιόνι". Μόνο που τα πρόσωπα δεν ήταν εξίσου ενδιαφέροντα.»