Τι ξερει ο Γιάννης Στάνκογλου για τον Αρθούρο Ρεμπό;

Ο ταλαντούχος ηθοποιός αναμετριέται φέτος με το νεανικό του είδωλο, τον Αρθούρο Ρεμπό, στον θεατρικό μονόλογο «Είμαι ένας άλλος». Αν κρίνουμε από την ολιγόλεπτη πλην καθηλωτική ερμηνεία του «Κακού Αίματος» που είδαμε, του πάει γάντι αυτός ο ρόλος. Ίσως επειδή νεότερος υπήρξε κι ο ίδιος «αλητεία» μεγάλη.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ 4.5.2014 | 13:15

Τι ξερει ο Γιάννης Στάνκογλου για τον Αρθούρο Ρεμπό;
#quote#

 

Ο θεατρικός Ρεμπό του προέκυψε, λέει, από μια φίλη Σουηδέζα που είχαν κάνει μαζί μια μικρού μήκους – εκείνη του έστειλε προ διετίας το έργο του Μίκαελ Αζάρ που τον ενθουσίασε, καταρχάς επειδή τον λατρεύει κι ο ίδιος. Ακόμα θυμάται πόσο τον είχε συνεπάρει το Μια εποχή στην κόλαση, «όπως εξάλλου θα συνέβαινε σε κάθε ανήσυχο νιάτο». Κάτι, λοιπόν, ο ενθουσιασμός της πρόκλησης να υποδυθεί έναν από τους νεανικούς του ήρωες, κάτι τα πειράγματα φίλων και συνεργατών για τη φυσιογνωμική του ομοιότητα με τον «καταραμένο» Γάλλο ποιητή, «να 'μαι τώρα με ένα ρίσκο διπλό μπροστά μου, αφού θα είναι, ουσιαστικά, ο πρώτος μου θεατρικός μονόλογος», θα πει, καλώντας μας να μοιραστούμε το στοίχημά του.

 

Σε τι φάση ήσουν, αλήθεια, όταν πρωτοδιάβασες Ρεμπό;

Χα! Στη χάλια φάση ενός μπερδεμένου, συναισθηματικά πληγωμένου και ερωτικά απογοητευμένου εικοσάρη – και ξέρεις τώρα πώς είναι αυτά σε τέτοιες ηλικίες, νομίζεις πως ο κόσμος τελειώνει εκεί. Μου ήρθε τότε η ποίηση αυτή σαν αποκάλυψη και γιατρικό μαζί, επούλωσε πληγές και τραύματα, με γέμισε δύναμη, φως κι ενέργεια. Χρωστάω πολλά στον Αρθούρο, κάθε νέος θα έπρεπε να του χρωστάει. Γιατί όσο δύσκολο είναι να ζήσεις μια πραγματικά ελεύθερη ζωή, άλλο τόσο δύσκολο είναι τελικά να ζήσεις μέσα στην κοινωνία με όλες τις ευθύνες, υποχρεώσεις και συμβάσεις που αυτό συνεπάγεται. Πιο νέος, ξέρεις, ήθελα να την κάψω τη μηχανή, την έτρεχα διαρκώς με χίλια. Έκανα τα πιο ακραία πράγματα σαν να μην υπήρχε αύριο, δοκίμαζα όρια και αντοχές. Επιβιώσαμε σχεδόν από θαύμα κι εγώ κι αυτή και πλέον προσπαθώ να τη συντηρώ μέσα σε έναν κόσμο που εξακολουθώ, ωστόσο, να δυσκολεύομαι να κατανοήσω.

 

Τι σε εξιτάρισε περισσότερο σ' εκείνον;

Το πόσο βαθιά άναρχος, ασυμβίβαστος κι αντικομφορμιστής υπήρξε. Έμοιαζε να τον τρόμαζαν οι ίδιες οι σκέψεις του. Είχε από νεότατος πλήρη συνείδηση του τι παιζόταν γύρω του κι αυτό τον εξωθούσε σε μια διαρκή φυγή. Δεν άντεχε τις κοινωνικές συμβάσεις και γύρευε να απελευθερωθεί από αυτές με κάθε τρόπο, με κάθε μέθοδο, είχε μάλιστα πειστεί πως την είχε ανακαλύψει: «Σε επιβεβαιώνουμε, ω μέθοδε!». Αλλά το πιο συγκινητικό είναι ότι κατάφερε να ζήσει κιόλας πολλά από όσα έγραψε. Ότι υπήρξε ήδη από τα 13 του αντάρτης, προφήτης κι αρχετυπικός μποέμ μαζί, ο πρώτος που ενέπνευσε τη μυθολογία τού «ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος». Με τα χρόνια, βέβαια, κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να «καίγεσαι στο ζέσταμα», αξίζει ν' αγωνιστείς σε όλο παιχνίδι – κι όσο κρατήσει.

 

Θα τον σύστηνες για διάβασμα στην κόρη σου, ας πούμε, όταν φτάσει στην εφηβεία; 

Γιατί όχι; Μα, στις καρδιές των νέων ανθρώπων είναι που «μιλάει» περισσότερο. Κοίτα, σκοπεύω να την αφήσω να κάνει ό,τι θέλει με τη ζωή της, αρκεί να αγαπά τον εαυτό της, τους γύρω της και να νιώθει ασφαλής. Ας αποφασίζει μόνη της, ακόμα κι αν κάποτε πληγωθεί, κι αυτό μέσα στο παιχνίδι είναι. Πιστεύω, όμως, ότι τα νιάτα πάντα ξέρουν τι θέλουν, φτάνει η παιδεία που αποκτούν στο σχολείο αλλά και στο σπίτι να τους επιτρέπει να το πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το πόσο «φωτεινό» φαντάζει.

 

Διαφέρει, πιστεύεις, ο Αρθούρος μέχρι τα 21 του, οπότε σταμάτησε να γράφει ποίηση, από τον εξερευνητή-τυχοδιώκτη-λαθρέμπορο Αρθούρο που τον διαδέχτηκε;

Κοίτα, θεωρώ ότι ο άνθρωπος που έγραψε όλα αυτά τα αριστουργήματα είναι ακριβώς ο ίδιος που ξεκίνησε έπειτα να περιπλανιέται σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή κι εντέλει Αφρική, προσπαθώντας να ορίσει ξανά και ξανά τον εαυτό του και τους ορίζοντες της ελευθερίας του. Απλώς, όταν αποφάσισε ότι το γράψιμο του είχε δώσει πια ό,τι είχε να του δώσει, πήγε ν' αναζητήσει την τύχη του εκεί έξω, με την ίδια πάντα δύναμη – κι όπου τον έβγαζε. Η αναγνώριση, η φήμη, τον άφηναν παντελώς αδιάφορο. Δεν ήταν βέβαια άγιος ούτε αγνός ιδεαλιστής, ήταν και λίγο κωλόπαιδο, λίγο αλήτης, λίγο φιλάργυρος ακόμα, κάτι που μάλλον είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, όπως αναφέρει και η εξαιρετική βιογραφία του Γκράχαμ Ρομπ. Και είναι σημαντικό να τον δούμε στην ολότητά του, ως έναν διαρκή «Άλλο», μακριά από αχρείαστες μυθοποιήσεις.

 

Το πετυχαίνει αυτό η παράσταση;

Νομίζω πως ναι, γι' αυτό άλλωστε χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο αφορά την παιδική ηλικία, τη σχέση με τη μητέρα του, τους δασκάλους, τη θρησκεία, έναν θάνατο που τον καθόρισε και τον πόλεμο Γαλλίας-Γερμανίας, μέσα στο κλίμα του οποίου μεγάλωσε – το χωριό του ήταν παραμεθόριο. Το δεύτερο, το φευγιό στο Παρίσι, όπου πιστεύει αρχικά πως βρήκε ό,τι τον αντιπροσωπεύει. Γράφει, γνωρίζει κόσμο διάφορο, κάνει πράγματα ακραία, συμμετέχει στην παρισινή Κομμούνα του 1870, όμως τελικά ούτε σ' αυτά χωράει και μετά τη συντριβή κι αυτού του οράματος, αλλάζει πια εντελώς ζωή. Το τρίτο μέρος τον ακολουθεί στον σταθμό του τρένου όπου ετοιμάζεται ν' αναχωρήσει, σκοτώνοντας συμβολικά τον εαυτό του, και το τελευταίο στις ερημιές της Ανατολικής Αφρικής, όπου εξομολογείται στον εαυτό του ότι το μόνο πράγμα όπου είμαστε όλοι ίδιοι –και οριστικά ελεύθεροι– είναι ο θάνατος.

 

Η μόνη, εντέλει, ανθρώπινη βεβαιότητα.

Ακριβώς. Γι' αυτό άλλωστε είναι τόσο συναρπαστική η ζωή, όταν μπορείς και ξέρεις να τη ζεις. Όπως έγραφε κι ο Ρεμπό, όταν μια μέρα έρθει ο θάνατος να σου χτυπήσει την πόρτα –που θα το κάνει, θες δεν θες–, δεν θα επιθυμούσες τουλάχιστον να μπορούσες να πείσεις τον εαυτό σου ότι η ζωή που έκανες ήταν αυτή που πραγματικά ήθελες και όχι εκείνη που κάποιος άλλος διάλεξε για σένα; Όχι, δεν είναι η εύκολη απάντηση. Ούτε για μένα, ούτε για σένα, ούτε για κανέναν. Έτσι κι αλλιώς, αρετή και αμαρτία στο τέλος μοιράζονται τον ίδιο τάφο.

 

Από τη δεύτερη ως την τέταρτη δεκαετία της ζωής σου άλλαξαν πολλά. Έκανες όνομα, καριέρα, οικογένεια... Θα έλεγες ότι βρήκες πια τον εαυτό που έψαχνες;

Θα έλεγα ότι βρήκα απλώς κάποιες πτυχές του. Το ταξίδι συνεχίζεται. Όσο περισσότερα μαθαίνεις στην πορεία, τόσο λιγότερα διαπιστώνεις ότι ξέρεις. Πώς το 'γραφε να δεις ο Γιώργος Χειμωνάς: «Είναι σαν να ανάβεις ένα κερί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Αυτό που γνωρίζεις αντιπροσωπεύει ό,τι φωτίζει. Το "στεφάνι", το ενδιάμεσο μεταξύ φωτός-σκότους, είναι αυτό που νομίζεις ότι ξέρεις. Όλο το υπόλοιπο, το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου δηλαδή, είναι αυτό που αγνοείς. Όσο ζωηρεύει η φλόγα, τόσο πλαταίνει η γνώση σου, άλλο τόσο όμως πλαταίνει και το άγνωστο».

 

Πώς είναι να σε σκηνοθετεί η σύζυγος;

Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου τύχει! Αστειεύομαι βέβαια – το έχουμε ξαναδοκιμάσει και τα πάμε περίφημα. Εντάσεις και διαφωνίες, βέβαια, θα υπάρξουν, πόσο μάλλον που όταν «σχολάμε» απ' τη δουλειά μας, πάλι μαζί βρισκόμαστε, όμως στο τέλος τα καταφέρνουμε και συνεννοούμαστε. Για τα δύσκολα υπάρχει πάντα ο ιδανικός καταλύτης, η κόρη.

 

=====

«Είμαι ένας άλλος» του Μίκαελ Αζάρ

Σκηνοθεσία: Αλίκη Δανέζη-Knutsen

ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ
Βουκουρεστίου 10, Αθήνα

2103312343