Ο «Πόλεμος των Ρομαντικών»: Ένας αλλιώτικος πόλεμος στο Μέγαρο Μουσικής
Όταν η κλασική μουσική ήταν ό,τι το ροκ σήμερα και διαφορετικές προσεγγίσεις οδήγησαν σε αντιπαραθέσεις κορυφαίους δημιουργούς και φανατικούς οπαδούς
Το «Διπλό Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και Ορχήστρα» του Μπραμς, που θα ερμηνεύσει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 23 Νοεμβρίου μας οδηγεί πίσω στο χρόνο, όταν η κλασική μουσική ήταν ό, τι το ροκ σήμερα και διαφορετικές προσεγγίσεις οδήγησαν σε αντιπαραθέσεις κορυφαίους δημιουργούς και φανατικούς οπαδούς. Αποτέλεσμα; Οι καλοί τρόποι ξεχνιούνται και τη θέσεις τους παίρνουν τα γιουχαΐσματα και οι αποχωρήσεις.
«Ρομαντισμός». Το γεμάτο πάθος κίνημα που τον 19ο αιώνα κυριάρχησε στα εικαστικά, τη λογοτεχνία και τη μουσική. Με πολλούς από τους καλλιτέχνες που ανήκουν σε αυτό (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Φέλιξ Μέντελσον, Ντελακρουά, Λόρδος Byron, Τζων Κητς) να αφήνουν εποχή, για τις έντονες, συναισθηματικά φορτισμένες, καλλιτεχνικές αλλά και προσωπικές αντιπαραθέσεις. Εννοείται δε, πως όχι μόνο τα μείζονα αλλά και μικρότερης σημασίας ζητήματα, αρκούσαν για να πυροδοτήσουν δυνατές εκρήξεις αποτυπωμένες σε επιστολές γεμάτες κορώνες.
Ρομαντικοί vs. Ρομαντικών
Ένα από τα πιο γνωστά «σχίσματα», ήταν ο περίφημος «Πόλεμος των Ρομαντικών», μεταξύ κορυφαίων συνθετών της συμφωνικής μουσικής, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και ο Φραντς Λιστ, θεωρούσαν ότι μπορούν να είναι οι εκπρόσωποι της «μουσικής του μέλλοντος», που θα ένωνε την ποίηση, την λογοτεχνία και τη μουσική-δίνοντας νέο νόημα, και ολοκληρώνοντας τις συμφωνίες μέσα από τον ποιητικό ή πεζό λόγο.
Ο πληθωρικός Βάγκνερ και ο συναισθηματικός Λιστ, προωθούσαν την αντίληψη της μουσικής ως αναπαράσταση ενός συναισθήματος, μιας φράσης ή ακόμα και μιας ιδέας. Πεποίθηση που έγινε πράξη όταν ο Φραντς (Λιστ) χρηματοδότησε και πολλές από τις -δαπανηρές πρέπει να πούμε- όπερες του Ρίχαρντ (Βάγκνερ).
Αυτή, η μπροστά από την εποχή της, σύλληψη προκάλεσε το θυμό νεότερων συνθετών, όπως ο Γιοχάνες Μπραμς, ο οποίος είχε γίνει ευρέως γνωστός μέσα από άρθρο του Ρόμπερτ Σούμαν, που -στο πλαίσιο και του υπερβολικού κλίματος του Ρομαντισμού- τον υμνούσε ως ιδιοφυΐα, προφήτη και «μεσσία» της μουσικής, φορέα αλήθειας και ανανέωσης που ερχόταν να αποκαθηλώσει ψεύτικα είδωλα όπως οι Λιστ και Βάγκνερ.
Η αντίληψη του Μπραμς για τη μουσική, τότε, ήταν ότι οφείλει να μένει εντός συγκεκριμένων ορίων υπακούοντας σε καθορισμένες φόρμες με σκοπό την αναπαράσταση του κειμένου της παρτιτούρας. Μάλιστα, το 1860, έγραψε ένα μανιφέστο που απευθυνόταν στους συνθέτες της Νέας Γερμανικής Σχολής, την επιρροή των οποίων χαρακτήρισε σατανική, λέγοντας: «θεωρούν όλα τα μεγάλα και ιερά που έχει δημιουργήσει μέχρι τώρα το ταλέντο του λαού μας, ως απλό λίπασμα, ενώ άθλια ζιζάνια μεγαλώνουν στην φαντασία του Λιστ».
Το θέμα είναι ότι το μανιφέστο αυτό διέρρευσε πρόωρα και έτσι ο Μπραμς φαίνεται να εγκατέλειψε τη μάχη, αφήνοντας τη συνέχεια στον φίλο του -κριτικό μουσικής- Έντουαρντ Χάνσλικ.
Από το κακό στο χειρότερο
Εννοείται ότι υπάρχουν ευτράπελα που αποδεικνύουν ότι ο «Πόλεμος» αυτός δεν θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί λόγω ευθιξίας. Έτσι, παρότι ο Μπραμς έφτασε πολύ κοντά στο να γίνει προστατευόμενος του Λιστ το 1853, τελικά οι δύο δημιουργοί οδηγήθηκαν σε εντεινόμενη αποστροφή. Συνέβη, όταν ο Μπραμς περιόδευε με τον βιολιστή Έντουαρντ Ρέμενι, ο οποίος τον σύστησε στον Γιόζεφ Γιόακιμ, δεξιοτέχνη βιολιστή, αλλά και στον Φραντς Λιστ.
Αυτός, ζήτησε από τον Μπραμς να εκτελέσει μια σύνθεση, αλλά ο 20χρονος, τότε, συνθέτης πάγωσε από το άγχος και έτσι ο Λιστ του πήρε από τα χέρια το χειρόγραφο του «Σκέρτσο σε μι ύφεση ελάσσονα», το οποίο και ερμήνευσε καταπληκτικά. Αμέσως μετά, έπαιξε μια δική του σύνθεση, η οποία όμως φάνηκε στον Μπραμς υπερβολικά λυρική. Όντας, μάλιστα, αποκαμωμένος από την κουραστική περιοδεία του με τον Ρέμενι, ο Μπραμς τελικά αποκοιμήθηκε και ο Λιστ -βαριά προσβεβλημένος- αποχώρησε, χωρίς να σκεφτεί δεύτερη φορά το ενδεχόμενο να αναλάβει τον Μπραμς ως protégé του.
Λέγεται ότι ο Λιστ είχε καταφέρει, επίσης, να πάρει με το μέρος του την Ορχήστρα της Λειψίας «Γκεβάντχαους» και έτσι, όταν ο Μπραμς βρέθηκε εκεί κάποια χρόνια αργότερα για να παίξει το «Κοντσέρτο σε ντο ελάσσονα», το κοινό δεν χειροκρότησε μετά το πρώτο και το δεύτερο μέρος, ενώ στο τέλος σφύριξε αποδοκιμάζοντας τον συνθέτη, ο οποίος αποχώρησε κλονισμένος από τη σκηνή.
Οι «Κληρονόμοι»
Η πραγματική αντιπαράθεση, βέβαια, είχε τη ρίζα της στο γεγονός ότι και οι δύο άνδρες (ο Βάγκνερ αλλά και ο Μπραμς), έβλεπαν τον εαυτό τους ως τον νόμιμο κληρονόμο της μουσικής παράδοσης του Μπετόβεν. Ο Βάγκνερ πίστευε ότι ο «Μεγάλος Δάσκαλος» είχε καταφέρει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό με τις καθαρές μουσικές μορφές. Επιχειρηματολογώντας, ο Βάγκνερ τόνιζε ότι ακόμη και ο Μπετόβεν συμμεριζόταν την άποψή του, επειδή πρόσθεσε φωνές στην Ενάτη Συμφωνία αναζητώντας έκφραση πέρα από τις νότες. Για τον Βάγκνερ, συνεπώς, ήταν δεδομένο ότι η μουσική με προσθήκη φωνών ήταν το μέλλον. Ως εκ τούτου, συνέθεσε όπερες, ή αυτό που αποκαλούσε «μουσικά δράματα».
Τα μουσικά δράματα του Βάγκνερ αποσκοπούσαν στην πλήρη ενσωμάτωση όλων των καλλιτεχνικών στοιχείων: της μουσικής, της ποίησης (αλλά και του λιμπρέτο), του θεάτρου, της κίνησης, της σκηνογραφίας, της ζωγραφικής. Ο Μπραμς, από την άλλη πλευρά, επανέφερε τις παραδοσιακές μορφές της εποχής του Μπετόβεν (δηλαδή τη Συμφωνία, το κουαρτέτο εγχόρδων, τη σονάτα κ.λπ.) αφού είχαν εγκαταλειφθεί για μια ολόκληρη γενιά και θεωρούσε τεράστιο το βάρος της διατήρησής τους: «Δεν έχετε ιδέα πώς είναι να ακούτε τα βήματα ενός γίγαντα να βροντάνε πίσω σας», έλεγε χαρακτηριστικά.
Τα Τρία «ΜΠ»
Ο καθένας , λοιπόν, ακολούθησε το δικό του δρόμο προσπαθώντας μέσα από τα γραπτά του να αποδείξει ότι τιμά με τον καλύτερο τρόπο την ύψιστη τέχνη της μουσικής και τον θεϊκό Μπετόβεν. Ως εκ τούτου, ο Βάγκνερ έγραψε τον περίφημο «Κύκλο του Δαχτυλιδιού» ενώ ο Μπραμς συνέθεσε τέσσερις συμφωνίες- ωδή στην «καθαρή» μουσική παράδοση. Το θέμα είναι ότι η εμπλοκή τους δεν περιορίστηκε στη μουσική, αλλά προχώρησε σε επίπεδα πιο προσωπικά σε βαθμό να μην υπάρχουν περιθώρια για τη συνέχεια του μεταξύ τους Πολέμου.
Ο Βάγκνερ είχε παράνομη σχέση με την κόρη του Λιστ, κάτι το οποίο του κόστισε τον φίλο και συνοδοιπόρο του, ενώ ο Μπραμς φέρεται να ερωτεύθηκε -παράφορα αλλά χωρίς ανταπόκριση- τη γυναίκα του ανθρώπου που τον έβγαλε από την αφάνεια, την Κλάρα Σούμαν.
Οι δύο πλευρές στην πραγματικότητα εκτιμούσαν η μια την άλλη και ο «Πόλεμος των Ρομαντικών» έληξε με ισοπαλία, όταν ο Χανς φον Μπίλοφ, απατημένος σύζυγος της Κόζιμα Λιστ, ανακοίνωσε ότι ο Μπραμς είχε γίνει ο τρίτος «Μπ», μετά τους σπουδαίους Μπαχ και Μπετόβεν.
Η μουσική, που άφησαν πίσω τους και τα δύο «στρατόπεδα» θεωρείται σήμερα κεφάλαιο και οι μεταξύ τους κατηγορίες έχουν ξεθωριάσει από το χρόνο. Μάλιστα, ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ το 1947 έγραψε ένα δοκίμιο υποστηρίζοντας ότι ο «κλασικιστής, ακαδημαϊκός Brahms ήταν τόσο μεγάλος καινοτόμος στον τομέα της μουσικής γλώσσας, που στην πραγματικότητα ήταν προοδευτικός».
Info
Τα χρόνια της ωριμότητας
Παρ. 23/11, 20:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης
Σολίστ: Αρσένης Σελαλμαζίδης, βιολί / Αστέριος Πούφτης, βιολοντσέλο
Μουσική διεύθυνση: Στέφανος Τσιαλής