«Ε_ΦΥΓΑ Μικρασία»: Μια καθηλωτική site specific παράσταση στον συνοικισμό των προσφύγων της Ελευσίνας
Ανάμεσα σε χαμηλά σπίτια όπου ζουν απόγονοι της πρώτης γενιάς προσφύγων, ακολουθήσαμε την περιπατητική παράσταση σε σκηνοθεσία Γιολάντας Μαρκοπούλου, με οδηγό τον Θάνο Τσακαλίδη και ερμηνευτές τους ίδιους τους κατοίκους.
Σεμεδάκια, πάρα πολλά σεμεδάκια! Μαζί με τις μαξιλαροθήκες, τα σεντόνια, τις παπλωματοθήκες, η γιαγιά του ηθοποιού Θάνου Τσακαλίδη, που ετοίμασε προικιά για όλα της τα εγγόνια, έφτιαξε και άπειρα σεμεδάκια να στολίσουν τα σπιτικά τους, να αναδείξουν την παράδοση και την αρχοντιά της οικογένειας.
Τα σεμεδάκια ως εικαστικό μοτίβο επανέρχονται συχνά, άλλοτε ως σκηνογραφία κι άλλοτε ως οπτική ταυτότητα, στη site specific παράσταση Ε_ΦΥΓΑ Μικρασία, σε σκηνοθεσία Γιολάντας Μαρκοπούλου. Μια παράσταση που παραπέμπει σε documentary theater και εντάσσεται στο Φεστιβάλ Συνοικισμός της Ελευσίνας και που είχα τη μεγάλη τύχη να παρακολουθήσω την περασμένη Τρίτη το βράδυ στην προσφυγική συνοικία της Άνω Ελευσίνας.
Κι αν τα σεμεδάκια αναδεικνύονται σε κύριο χαρακτηριστικό μιας ολόκληρης εποχής, οι κυράδες της Ελευσίνας σε ένα από τα βίντεο της παράστασης, που προβάλλονταν στον τοίχο ενός χαμόσπιτου, μας εισήγαγαν με τις αφηγήσεις τους σε έναν γυναικείο μικρόκοσμο ωραιοπάθειας. Όπως λένε και οι ίδιες, οι Σμυρνιές ήταν οι πρώτες που χρησιμοποίησαν κρέμες ομορφιάς που είχαν μάθει να φτιάχνουν για την προστασία και τη συντήρηση του δέρματός τους στα μέρη τους, πολύ πριν έρθουν και εγκατασταθούν εδώ. Με αυτά, και άλλα ανομολόγητα μυστικά, άρχισαν να ρίχνουν τα παλικάρια της Κάτω Ελευσίνας, και να τις μισούν οι υπόλοιπες γυναίκες, να τις αποκαλούν «παστρικές» και να αποτρέπουν τους άντρες να πηγαίνουν προς τα «παντρεμενατζίδικα», όπως αποκαλούσαν την περιοχή της Άνω Ελευσίνας. Γιατί οι περισσότερες γνωριμίες κατέληγαν σε παντρειές.
Ανάμεσα σε αυτά τα χαμηλά σπίτια, σε δρόμους με ονόματα όπως Καππαδοκίας, Αϊδινίου, Κωνσταντινουπόλεως, Καισαρείας, Νικομήδειας, μικροσόκακα όπου ζουν απόγονοι της πρώτης γενιάς προσφύγων, ακολουθήσαμε την περιπατητική παράσταση με οδηγό τον Θάνο Τσακαλίδη και ερμηνευτές τους ίδιους τους παλιούς κατοίκους που πέρασαν τη ζωή τους σε αυτήν τη γωνιά του κόσμου.
Κι έτσι, ήθελαν δεν ήθελα οι ντόπιοι, τα προσφυγικά παραπήγματα απέκτησαν ζωή και με τα χρόνια νοικοκυρεύτηκαν και έγιναν καθωσπρέπει, και οι Μικρασιάτες είχαν κάπου να στεγάσουν το βιος τους. Εκεί που τους έδωσαν γη για να ζήσουν προσωρινά, όταν κατέφθασαν μετά το '22, και κάποιοι πίστεψαν ότι αργά ή γρήγορα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Ανάμεσα σε αυτά τα χαμηλά σπίτια, σε δρόμους με ονόματα όπως Καππαδοκίας, Αϊδινίου, Κωνσταντινουπόλεως, Καισαρείας, Νικομήδειας, μικροσόκακα όπου ζουν απόγονοι της πρώτης γενιάς προσφύγων, ακολουθήσαμε την περιπατητική παράσταση με οδηγό τον Θάνο Τσακαλίδη και ερμηνευτές τους ίδιους τους παλιούς κατοίκους που πέρασαν τη ζωή τους σε αυτήν τη γωνιά του κόσμου. Κουβαλώντας τις μνήμες, τις αφηγήσεις, τις εικόνες των γονιών τους και των παππούδων τους, ατομικά και συλλογικά βιώματα μιας κοινότητας που αδυνατεί να λησμονήσει το παρελθόν που την ενώνει. Γεγονότα και αναμνήσεις που αναπόδραστα καθόρισαν τη σχέση τους με τον τόπο αλλά και με το πέρασμα του χρόνου.
Η παράσταση ξεκίνησε από την αυλή του σπιτιού του κυρίου Περικλή, συνταξιούχου κουρέα που έχει παραχωρήσει μέρος της ιδιοκτησίας του στο παρακείμενο Μουσείο Μικρασιατών. Καθώς κούρευε τα μαλλιά του Θάνου, αφηγούνταν τη ζωή του συμπληρώνοντας το κολάζ μιας 50χρονης καριέρας στην Ελευσίνα, στο μέρος που η μοίρα οδήγησε τον ίδιο και την οικογένειά του να ζήσει και να δουλέψει.
Η επόμενη στάση της διαδρομής αυτής, που έμοιαζε λίγο και σαν να ξετυλιγόταν ένα κουβάρι αναμνήσεων και καταθέσεων ζωής, ήταν έξω από το σπίτι του κυρίου Βαγγέλη που έφερε χώμα από τα πατρογονικά εδάφη του Μπουτζά και ακόμα διατηρεί στον κήπο του, τον οποίον και διασχίσαμε. Η πίσω πόρτα της αυλής του μας έβγαλε σε ένα «σκηνικό», έναν λευκό τοίχο - οθόνη επί της οδού Καππαδοκίας. Εκεί παρακολουθήσαμε –κάποιοι καθισμένοι κατάχαμα σε ένα χαλί– σε προβολή τον κύριο Περικλή και τη σύζυγό του να αφηγούνται την ιστορία ενός κλειδιού που έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας, περιμένοντας πάντα να ανοίξει την πόρτα ενός σπιτιού όπου κάποτε ζούσε μια ευτυχισμένη ελληνική οικογένεια της Σμύρνης.
Η νύχτα είχε πέσει όταν συναντήσαμε λίγο παρακάτω, στη γωνία της αυλής του σπιτιού του, τον κύριο Γρηγόρη να παίζει με την κιθάρα του κάτω από μια κολόνα της ΔΕΗ το «Έχε γεια Παναγιά». Απορροφημένος στη μελαγχολική μελωδία του, σαν να αψηφούσε την παρουσία μας, συνέχισε αμέριμνος και απερίσκεπτος τη μουσική του.
Εμείς συνεχίσαμε να προχωράμε. Κι άλλα δρομάκια, κι άλλα σπίτια όπου οι μνήμες «ζωντάνεψαν» μέσα από βίντεο που προβάλλονταν (τον κινητό προτζέκτορα χειριζόταν η σκηνοθέτιδα που ακολουθούσε την πομπή) σε φθαρμένους τοίχους, άδεια σπίτια και αυλές, σαν να ζωντάνευαν οι άνθρωποι που κάποτε τα κατοικούσαν, πρόσωπα ενός πολύ πρόσφατου παρελθόντος. Κάποιοι ακόμα εν ζωή, σαν τη γηραιότερη γυναίκα του συνοικισμού, να καταθέτουν τις μαρτυρίες τους μπροστά από την κάμερα. Όχι απαραίτητα ιστορίες καταστροφής και συντριβής, αλλά επιβίωσης και αγώνα και ενίοτε χαράς.
Κι όταν φτάσαμε πια στο σπίτι της κυρίας Βάσως, στη γωνία της οδού Καισαρείας, υπέροχες μουσικές από ζωντανή ορχήστρα (λαούτο, κλαρίνο, νέυ, καβάλι, νταραμπούκα, μπεντίρ, στάμνα, καλίμπα, cajon, βιολί και ούτι) έδωσαν μια άλλη διάσταση στην ιδιότυπη αυτή περφόρμανς, εμφυσώντας ψυχή στα λόγια που ακολούθησαν. Ποιήματα σαν θραύσματα ημερολογίου της Βάσως Σφήκα, ερμηνευμένα στην ταράτσα του σπιτιού της από την ηθοποιό Ιφιγένεια Καραμήτρου.
Καθόλη τη διάρκεια του δραματικού «παραληρήματος» προβάλλονταν στον τοίχο του σπιτιού εικόνες από φιλικά και συγγενικά πρόσωπα, κάποια από εκείνα που μνημονεύονται, σήμερα ηλικιωμένοι που κάποτε ζούσαν ανέμελα και γλεντούσαν συνεχίζοντας την παράδοση του τόπου των προγόνων τους. Οι εικόνες κι εκεί συμπληρώνονταν πάλι από σεμεδάκια, κι εδώ ως σημειολογία αλλοτινών καιρών αλλά και ενός γυναικείου σύμπαντος που κάποτε πιστοποιούσε νοικοκυροσύνη και παστάδα. Η ίδια η κυρία Βάσω «έκλεισε» το νοσταλγικό και κάπως τραγικό δρώμενο απαγγέλλοντας ένα της ποίημα μέσα από μία βιντεοσκοπημένη προβολή.
Όταν πια επιστρέψαμε από εκεί από όπου ξεκινήσαμε, στην οδό Καππαδοκίας, ο Θάνος Τσακαλίδης ξεδίπλωσε με χιούμορ και τρυφερότητα τη δική του προσωπική ιστορία με τη γιαγιά του, τους γονείς του που είδε στις ειδήσεις στην τηλεόραση, αγκαλιά με μια Τουρκάλα στον πατρογονικό τόπο της οικογένειάς του στη Σμύρνη, και που τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι όλα αυτά είχαν μια σημασία. Μέχρι που πήραν θέση στον τοίχο πίσω του έξι γυναίκες, ως ακόμα μία βιντεοπροβολή.
Έξι Σμυρνιές γύρω από ένα τραπέζι άρχισαν να αναπολούν τις δικές τους ιστορίες στην Ελευσίνα. Σύντομα εμφανίστηκαν ζωντανά οι ίδιες, κτυπώντας ρυθμικά κουταλάκια, ακολουθώντας τον ήχο που παρήγαγαν με ανάλογα βήματα – ένα χορευτικό μοτίβο από το Ικόνιο. Με φόντο για μια ακόμα φορά να προβάλλεται επάνω στον τοίχο ένα υπερμέγεθες σεμεδάκι, εμφανίστηκε η Ιφιγένεια Καραμήτρου, ερμηνεύοντας κι άλλες γραπτές εκμυστηρεύσεις της κυρίας Βάσως.
Οι κυρίες με τα κουταλάκια σύντομα μας οδήγησαν μέχρι τον προαύλιο χώρο της μικρής εκκλησίας του Αγίου Χαράλαμπου. Καθίσαμε σε καρέκλες. Αντίκρυ μας ξεκίνησε να προβάλλεται η βιντεοσκοπημένη εικόνα του παπα-Κώστα –στιγμιότυπο από την Αγέλαστο Πέτρα του Φίλιππου Κουτσαφτή– επάνω στα γυάλινα παραθύρια της εκκλησίας. Ο ιερωμένος, ο οποίος δεν βρίσκεται πια εν ζωή, όσο ζούσε αγαπούσε ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη εκκλησία και ενίοτε λειτουργούσε σε αυτή. Αυτήν τη φορά η μαρτυρία είχε ευθεία αναφορά στα ιστορικά γεγονότα του 1922 αφού αφηγούνταν πώς εγκατέλειψε βίαια στα 10 του τον τόπο που θεωρούσε πατρίδα του, πώς είδε για τελευταία φορά το πατρικό του που είχε γίνει στάχτη.
Σιγά-σιγά κατέφθασαν όλοι όσοι συμμετείχαν στην παράσταση και κάθισαν σε καρέκλες αντικριστά από το κοινό. Οι άντρες κρατούσαν αναμμένα κεράκια. Οι μουσικοί ανέβασαν τον τόνο και όλοι μαζί, γυναίκες άντρες, άρχισαν να τραγουδάνε τον «Καϊκτσή». Μία από τις κυρίες ξεχώρισε όταν άρχισε να τραγουδάει σόλο. Συνέχισαν με το «Τέσσερα μάτια, δυο καρδιές» και δύο από αυτές σηκώθηκαν και χόρεψαν. Η συγκίνηση, η μυσταγωγία, είχαν πιάσει κρεσέντο. Το φινάλε αυτής της σύντομης αλλά λιτής, καθόλου μελοδραματικής, αλλά καθόλα συναρπαστικής παράστασης είχε ολοκληρωθεί με τον πιο ατμοσφαιρικό και καθηλωτικό τρόπο.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0