Η Διαμάντω και ο Κόσμος
Λίγα λόγια για την πολυσυζητημένη εμφάνιση της Diamanda Galás στο Μέγαρο Μουσικής
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΡΦΥΡΟΠΟΥΛΟ
Αρχές Δεκεμβρίου 2016 στο σπίτι του Μάνθου, μετά από ανελέητο youtubing στην Diamanda Galás:
— Μάνθο, αν ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα, θα με πας να τη δω;
— Θα σε πάω, ρε σίστα, θα σε πάω.
Ε, και το Σάββατο που μας πέρασε, πήγαμε.
Ως άνθρωπος έχω μεγάλο πρόβλημα με τις προσδοκίες. Ενώ μου αρέσει να τις κρατάω ψηλά για ό,τι με εκφράζει και αγαπώ, ταυτόχρονα φοβάμαι ότι μπορεί να μην είναι τελικά τα πράγματα όπως εγώ τα φαντάζομαι και να απογοητευτώ. Με το live της Διαμάντως όμως –και ελπίζω να μη με πάρει ο διάολος που τη λέω έτσι, αλλά έτσι μου βγαίνει και το νιώθω– το Σάββατο στο Μέγαρο ο όρος «προσδοκίες» τερματίστηκε.
Ένα πιάνο, λίγοι προβολείς, η Διαμάντω με μια κατάμαυρη εντυπωσιακή τουαλέτα και η φωνή της. Από την πρώτη κιόλας νότα, του πιάνου και της φωνής της, έχασα την επαφή με την πραγματικότητα. Η γυναίκα αυτή μοιάζει με μια μαύρη τρύπα που έχει ρουφήξει απ' το μπαρόκ, την όπερα και τη βυζαντινή μουσική μέχρι τα εμπορικά ελαφρολαϊκά, τα μπλουζ και το μέταλ και πλέον έχει δημιουργήσει ένα δικό της είδος μουσικής και ερμηνείας που δεν μπορεί να κλειστεί σε κάποιο απ' τα κουτάκια των genres. Και αυτό για μένα είναι το στοιχείο που την καθιστά μια οικουμενική τραγουδίστρια που κουβαλάει μέσα της θραύσματα από τη μοιρολογίστρα ενός χωριού της Μάνης, αλλά και από την αβανγκάρντ ερμηνεύτρια της Νέας Υόρκης.
Υπήρξαν στιγμές που οι νόμοι της φυσικής φαίνονταν φτωχοί μπροστά στη φωνή αυτής της γυναίκας. Ένιωθα τα ηχητικά κύματα να με χτυπάνε και να με ξεγυμνώνουν, κάνοντάς με να αισθάνομαι συναισθηματικά ίσος με αυτή την ερμηνεύτρια που έδινε ψυχή και σώμα για το κοινό της.
Ψίθυροι, μπάσα, άριες, ουρλιαχτά, screamo και εντυπωσιακές αλλαγές στις οκτάβες μας είπαν τραγούδια για τον θάνατο, την απώλεια. Τον θάνατο μιας πατρίδας, μιας αγάπης, ενός αγαπημένου προσώπου ή ακόμη και τον θάνατο που πολλές φορές έχουμε θελήσει να προκαλέσουμε σε κάποιον/κάτι, επειδή ο ίδιος μας ο εαυτός μπορεί ήδη να νιώθει νεκρός. «Πω πω κέφι» θα μου πείτε, αλλά δεν είναι έτσι. Ο θάνατος από ανθρωπολογικής και κοινωνιολογικής πλευράς είναι κάτι που βασανίζει την ανθρωπότητα από πάρα πολύ παλιά, σχεδόν από πάντα. Είναι η δύναμή του που κάνει τόσο δύσκολη τη διαχείρισή του, αφού μπροστά σ' αυτόν είμαστε όλοι ίσοι. Και μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια ρίζωσε στις παραδόσεις μας, στις τέχνες, στην κουλτούρα και στα έθιμα, παντού. Και ήρθε το Σάββατο που μας πέρασε η Διαμάντω και μας τραγούδησε γι' αυτόν με πίκρα, πόνο, θυμό αλλά και αγάπη.
Υπήρξαν στιγμές που οι νόμοι της φυσικής φαίνονταν φτωχοί μπροστά στη φωνή αυτής της γυναίκας. Ένιωθα τα ηχητικά κύματα να με χτυπάνε και να με ξεγυμνώνουν, κάνοντάς με να αισθάνομαι συναισθηματικά ίσος με αυτή την ερμηνεύτρια που έδινε ψυχή και σώμα για το κοινό της. «Θα τραγουδήσω για χάρη σας» μας είπε στην αρχή του live και σαν αυθεντική αρτίστα μας πρόσφερε απλόχερα το είναι της.
Μπόλικες οι ασυναρτησίες μου και οι συναισθηματισμοί μου σε τούτο δω το κείμενο, αλλά κάπως έτσι νιώθω μετά απ' αυτή την εμπειρία. Το Σάββατο είδα κόσμο που δεν φοβήθηκε να νιώσει και να εκτεθεί, και αφέθηκε να παρασυρθεί στον κόσμο της Διαμάντως. Και κάπως έτσι, όλο αυτό εγώ το αισθάνθηκα ως κάτι απόλυτα απελευθερωτικό, γιατί μπρος στα μάτια και τ' αυτιά μου είχα μια γυναίκα που μου τραγούδησε για όλα εκείνα που φοβάμαι και δεν τολμώ να σκεφτώ, κάνοντάς με να την αισθάνομαι πλέον δικό μου άνθρωπο, κομμάτι του εαυτού μου.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0