Η διεθνής Νάνα σε ένα μικρό θέατρο στο Μεταξουργείο
Τον queer μονόλογο «Όταν μεγαλώσω, θα γίνω Νάνα Μούσχουρη» παρακολούθησε η ίδια η Νάνα Μούσχουρη στο θέατρο Σταθμός, σε μια βραδιά συγκίνησης και γενναιοδωρίας.
Μόλις η λιμουζίνα με τα μαύρα αλεξίσφαιρα τζάμια σταμάτησε έξω από το θέατρο, το βουητό του κόσμου καταλάγιασε. Οι παρέες αντρών και γυναικών μιας κάποιας ηλικίας που περίμεναν να μπουν για να παρακολουθήσουν την παράσταση ήταν προφανώς ενήμερες. Το έργο που είχαν έρθει να δουν είχε στον τίτλο του ένα όνομα-θρύλο, ένα όνομα μαγνήτη για μια ολόκληρη γενιά που έχει μνήμες μιας άλλης εποχής και τραγουδιών, τα οποία για δεκαετίες κατέκλυζαν την Ευρώπη με όχημα μια σπουδαία φωνή με καταγωγή από την Ελλάδα, εκείνη της Νάνας Μούσχουρη.
Το όνομα αυτό ίσως να μη λέει και πολλά σε όσους γεννήθηκαν μετά το 2000, αλλά για μια ολόκληρη εποχή, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι αρκετά πρόσφατα, η Ελληνίδα του Παρισιού υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του πενταγράμμου στη Γαλλία και διεθνώς, όπως επίσης και το διασημότερο ελληνικό brand στον χώρο της ποπ και έθνικ μουσικής. Με εξαίρεση ίσως τον Μίκη Θεοδωράκη, που θριάμβευσε περίπου την ίδια εποχή. Στην Ελλάδα επέστρεφε συχνά για να συνεργαστεί με τον στιχουργό Νίκο Γκάτσο αλλά και με τον Μάνο Χατζιδάκι, που περίπου την ανακάλυψε. Αλλά αυτά είναι ιστορία.
Βρέθηκε στην Αθήνα αυτές τις μέρες με αφορμή την παρουσίαση ενός δίσκου με άγνωστες ηχογραφήσεις της από τη δεκαετία του ’50 αλλά και με σκοπό να δει την παράσταση του θεάτρου Σταθμός «Όταν μεγαλώσω, θα γίνω Νάνα Μούσχουρη». Πρόκειται για ένα έργο του Νταβίντ Λελαί-Ελό που πρωτοανέβηκε στη Γαλλία, έναν μονόλογο τον οποίο ερμηνεύει ο Μάνος Καρατζογιάννης σε σκηνοθεσία Ελισσαίου Βλάχου. Με το που άνοιξε η πόρτα της θωρακισμένης λιμουζίνας και ξεμύτισε ντυμένη στα κόκκινα και με τα χαρακτηριστικά της κοκάλινα γυαλιά, όλα τα βλέμματα στράφηκαν επάνω της και τα κινητά υψώθηκαν στον αέρα. Περπάτησε υποβοηθούμενη τα λίγα μέτρα μέχρι την είσοδο και στάθηκε να χαιρετήσει προσωπικούς της φίλους που περίμεναν να τη δουν σε μια από τις σπάνιες επισκέψεις της στην Αθήνα. Όταν πια προχωρήσαμε όλοι μέσα στο θέατρο, όπου ακούγονταν γνωστά της τραγούδια, η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Φίλοι και γνωστοί δεν έπαψαν να βγαίνουν φωτογραφίες μαζί της αλλά και επαγγελματίες φωτογράφοι να απαθανατίζουν την τραγουδίστρια, η οποία συνοδευόταν από συνεργάτες της και από τον Γάλλο συγγραφέα του έργου.
Η ιστορία που μας αφηγείται μέσα από το θεατρικό του είναι πέρα για πέρα αληθινή. Είναι η ιστορία της ζωής ενός ανασφαλούς γκέι αγοριού της γαλλικής επαρχίας που από τα 14 μέχρι τα 40 του, αναζητώντας πάντα ένα νόημα πέρα από τις παιδικές φαντασιώσεις, λάτρεψε μια σπουδαία καλλιτέχνιδα.
Στο αυτοβιογραφικό αυτό έργο ο Λελαί-Ελό αφηγείται την εμμονή που είχε από παιδί με τη Μούσχουρη, μια εμμονή που λειτούργησε σαν διέξοδος για την εσωστρέφεια που τον ταλάνιζε, κυρίως λόγω της διαφορετικότητάς του από τους συνομηλίκους του. Ο Μιλού είναι ένα παιδί της εργατικής τάξης σε ένα χωριό της Γαλλίας, που δεν παίζει μπάλα με τα άλλα αγόρια γιατί είναι διαφορετικό από εκείνα, λατρεύει τη γιαγιά του και του αρέσει να αποδρά μέσα από το όνειρο που του προσφέρει η μουσική και η τηλεόραση. Μέχρι που θα ανακαλύψει τη θεότητα Μούσχουρη και θα του γίνει η απόλυτη εμμονή. Χωρίς να την έχει δει, την άκουσε στο τραγούδι τίτλων της τηλεοπτικής σειράς «Η κόρη του Μιστράλ» και από εκείνη τη στιγμή έγινε η απόλυτη αγαπημένη του. Όταν πια την είδε, άρχισε να ονειρεύεται τη Μούσχουρη, να προσπαθεί να τραγουδήσει σαν τη Μούσχουρη, να μοιάσει στη Μούσχουρη. Μία από τις πιο γουστόζικες σκηνές του έργου είναι όταν προσποιείται ότι έχει πρόβλημα με την όρασή του για να αγοράσει γυαλιά. Εν τέλει έκανε οικονομίες για να συγκεντρώσει τα χρήματα ώστε να πάει στο Παρίσι για να τη δει να τραγουδάει στο περίφημο «Ολυμπιά».
Εδώ πρέπει να πω ότι η αναφορά αυτή μου ξύπνησε προσωπικές μνήμες. Μεγαλώνοντας άκουγα κι εγώ με την οικογένειά μου τους δίσκους που μας έφερναν από τη Γαλλία με ηχογραφήσεις της από το «Ολυμπιά» και ένιωθα εθνική υπερηφάνια όταν στο τέλος παρουσίαζε στο κοινό τους μουσικούς της, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Έλληνες. Θυμάμαι ότι ενθουσιαζόμουν και με το τραγούδι «Ειρήνη». Ήταν η εποχή που η Γαλλία ταύτιζε την Ελλάδα με τρία πράγματα: «Souvlaki, Syrtaki, Mouskouri». Όχι και τόσο κολακευτικό, ούτε για εκείνη ούτε για την Ελλάδα.
Χάρη στην υπερβολική αγάπη του συγγραφέα, ο οποίος συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό μέσω αυτής της ταύτισης με την Ελληνίδα σταρ, περνάνε και διάφορες πληροφορίες τόσο για τη ζωή της όσο και για την τεράστια καριέρα της. Αλλά το έργο γίνεται όλο και πιο προσωπικό καθώς περιγράφει την πρώτη ερωτική επαφή του ήρωα με έναν μεγαλύτερό του άντρα, το bullying από κάποια αγόρια, την ιδιαίτερη σχέση του με τα κορίτσια, τα απατηλά όνειρά του για το μέλλον. Παρακολουθώντας το αναρωτήθηκα αν τα πράγματα συμβαίνουν σήμερα όπως συνέβαιναν με τους γκέι της γενιάς του Λελαί-Ελό, που λάτρευαν μέχρι ταύτισης τις μεγάλες τραγουδίστριες. Αναρωτιέμαι αν τα σημερινά κουιρ αγόρια εξακολουθούν να λατρεύουν και να ταυτίζονται με λαμπερές γυναίκες σαν τη Μούσχουρη.
Όπως και να 'χει, ο συγγραφέας είχε όντως εμμονή μαζί της, μας αποκαλύπτει τη συλλογή του με δίσκους της, ενώ όταν έρχεται με την τάξη του ταξίδι στην Ελλάδα, βλέποντας τη θάλασσα χορεύει με υπόκρουση μπουζούκι, σε σημείο να νιώθει Έλληνας για χάρη της Νάνας. Από εκεί και πέρα, τον βλέπουμε να προχωράει στη ζωή του, μας λέει για το πώς εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, για το πώς ωρίμασε συνειδητοποιώντας ότι δεν θα γίνει ποτέ η Μούσχουρη αλλά ότι πρέπει να ακολουθήσει τη δική του προσωπική αλήθεια, ότι ξεκίνησε να πηγαίνει στο γυμναστήριο αφήνοντας πίσω τις παιδικές του ευαισθησίες. Όμως οι μεγάλες αγάπες δεν πεθαίνουν, και από καθηγητής λογοτεχνίας έγινε δημοσιογράφος για να τη γνωρίσει από κοντά. Κατάφερε να την πλησιάσει και να της πάρει συνέντευξη, αλλά όταν τον κάλεσε στο σπίτι της επιτέλους προσγειώθηκε στην πραγματικότητα, αφού εκείνη, ντυμένη καθημερινά, του ζήτησε να τη βοηθήσει να διπλώσουν τα πλυμμένα ρούχα. Και ο Μάνος Καρατζογιάννης πήρε ένα πανί, πλησίασε την –πραγματική– Μούσχουρη και της έδωσε τη μία άκρη για να μιμηθούν το δίπλωμα των σεντονιών. Το κοινό γέλασε με την καρδιά του, όπως κι εκείνη, η οποία πιθανόν πρώτη φορά αναλάμβανε να ξαναζωντανέψει θεατρικά κάτι που όντως της έχει συμβεί και στη ζωή.
Ο συγγραφέας Λελαί-Ελό έγινε στενός φίλος της Μούσχουρη, έγραψε βιβλία για εκείνη, το θεατρικό του έργο είχε επιτυχία στη χώρα του, και έγινε πράγματι λίγο «Έλληνας» καθώς συχνά πυκνά βρίσκεται εδώ, στην πατρίδα του ειδώλου του. Οπότε η ιστορία που μας αφηγείται μέσα από το θεατρικό του είναι πέρα για πέρα αληθινή. Είναι η ιστορία της ζωής ενός ανασφαλούς γκέι αγοριού της γαλλικής επαρχίας που από τα 14 μέχρι τα 40 του, αναζητώντας πάντα ένα νόημα πέρα από τις παιδικές φαντασιώσεις, λάτρεψε μια σπουδαία καλλιτέχνιδα. Ο Μάνος Καρατζογιάννης αποδίδει θαυμάσια και με ευαισθησία την εξέλιξη αυτού του ευαίσθητου άντρα με τη βοήθεια και την ευρηματική σκηνοθεσία του Βλάχου. Το κοινό, αν και κάπως ηλικιωμένο, παρακολούθησε με ευλάβεια την –ουσιαστικά queer στη θεματολογία της– παράσταση και καταχειροκρότησε στο τέλος τον πρωταγωνιστή και όλους τους συντελεστές, που ανέβηκαν στη σκηνή μαζί με τον συγγραφέα και τον Γάλλο ηθοποιό Didier Constant, ο οποίος ερμήνευσε τον ίδιο ρόλο στο Παρίσι, και φυσικά με την ίδια την –κατασυγκινημένη– Μούσχουρη. Η διεθνής Nana με τα εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων, ένας θρύλος της Ελλάδας, μέσα σε ένα μικρό νεανικό θέατρο του Μεταξουργείου.
Και αφού σε άρτια ελληνικά, αν και έπρεπε να μιλήσει συγχρόνως και γαλλικά και αγγλικά, και με ειλικρινή τρυφερότητα ευχαρίστησε τους καλλιτέχνες, απευθύνθηκε στην πλατεία λέγοντας: «Σημασία έχει να μπορέσει ο καθένας να βρει την προσωπική του αλήθεια. Κι αυτό κατάφερε να πετύχει ο Νταβίντ γράφοντας όλες τις περιπέτειες που είχε ως νέος. Όπως και ο καθένας μας, είναι η προσωπικότητά μας που μας κάνει να υπάρξουμε, όπως εγώ υπάρχω με το τραγούδι κι άλλοι με το θέατρο. Είμαι πολύ συγκινημένη γιατί νιώθω την ευθύνη που έχω απέναντί σας, απέναντι στα παιδιά και στους νέους, πόσο μάλιστα όταν καλλιτέχνες μου κάνουν ένα τόσο σπουδαίο δώρο σαν κι αυτό. Ευχαριστώ πολύ την ελληνική ομάδα».
Ακολούθησε ο συγγραφέας, ο οποίος, αφού ευχαρίστησε τους Έλληνες συνεργάτες της θεατρικής παράστασης, γυρίζοντας προς τη Νάνα είπε: «Όταν ήμουν μικρό παιδί χάρη σε εσένα επέζησα, βρήκα το φως και την προσωπική μου αλήθεια».
Όλοι της ζήτησαν να τραγουδήσει και δέχτηκε παρόλο που δεν υπήρχε όργανο να τη συνοδεύσει. Μας διηγήθηκε πως ο Χατζιδάκις της έδωσε το «Χάρτινο το φεγγαράκι» αν και ο Νίκος Γκάτσος αμφέβαλλε ότι καταλάβαινε τους στίχους. Αφού το τραγουδούσε για καιρό σε ένα κλαμπ, της είπε: «Ξέρεις, νομίζω ότι καταλαβαίνεις πολύ καλά το τραγούδι, απλώς το λες διαφορετικά από άλλους». Και έτσι τραγούδησε το μαγικό τραγούδι του Χατζιδάκι που έγραψε για το «Λεωφορείο ο Πόθος» και τη Μελίνα Μερκούρη, το οποίο συμπεριλαμβάνει σε όλες της τις συναυλίες, σε σημείο να το τραγουδούν και άνθρωποι που δεν ξέρουν ελληνικά. Έτσι έγινε και στο θέατρο Σταθμός, τη συνόδευσαν όλοι σιγοτραγουδώντας το και στο τέλος καταχειροκροτήθηκε. Ήταν μια μοναδική βραδιά, μεγάλης γενναιοδωρίας από όλους.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0