Η Γυναίκα της Πάτρας/ Silent Disco Party
Φεβ10
 

Η Γυναίκα της Πάτρας/ Silent Disco Party

Είναι πολύ αβανταδόρικο για μια γυναίκα ηθοποιό να υποδύεται στο θέατρο τον ρόλο της πόρνης.

Η Γυναίκα της Πάτρας
Από Μηχανής Θέατρο
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου

Είναι πολύ αβανταδόρικο για μια γυναίκα ηθοποιό να υποδύεται στο θέατρο τον ρόλο της πόρνης. Όπως και να 'χει, είναι μια ακραία έκφανση της ανθρώπινης ζωής, το δράμα βοηθά και, ως γνωστόν, οι θεατές μπορεί να μην ταυτίζονται με τις πόρνες, όμως γουστάρουν τρελά να τις συμπονούν και ίσως και να υπάρχει ένα είδος ηδονής όταν παρακολουθεί κανείς τον βούρκο από ασφαλή απόσταση. Αν ψάξω αυτήν τη στιγμή τον οδηγό της LifO, θα βρω τουλάχιστον πέντε παραστάσεις στην Αθήνα όπου μέσα υπάρχει μια πόρνη. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι σκηνοθέτες και το θεατρικό κείμενο παρουσιάζουν μια γυναίκα στον πάτο της ζωής, που συνήθως κατηγορεί το σύστημα και τους ανθρώπους για όσα της συμβαίνουν και που -σχεδόν υποχρεωτικά- σε καλεί να τη λυπηθείς, να νιώσεις στο πετσί σου την τραγωδία που της συμβαίνει. Τα λόγια που ξεστόμισε αυτή η Γυναίκα και κατέγραψε ο αγαπημένος μου Γιώργος Χρονάς δεν έχουν καμία σχέση με τα παραπάνω. Η Ωραία Πανωραία είναι πόρνη, έζησε τραγικά κ.λπ., όμως το κείμενο δεν στέκεται εκεί. Είναι η άλλη μεριά του νομίσματος που λέγεται «ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας», είναι ο ηλεκτρισμένος λόγος μιας οριακής μορφής, που για να αντισταθεί στον βούρκο που πέφτει πάνω της σαν τσουνάμι, έχτισε έναν ιστό από «ανώτερες» δικαιολογίες και έκλεισε δεκάδες πόρτες της ψυχής της, οι οποίες οδηγούν στο τσουνάμι που ανέφερα. Επέλεξε να στηρίξει τη ζωή της ως επιλογή, να δικαιολογηθεί στο δικαστήριο / αναγνώστη / θεατή με δικαιολογίες που δεν έχουν καμία σχέση με τα στερεότυπα των άλλων. Η ηρωίδα πορνεύτηκε γιατί ήταν Ωραία, όλοι τη θέλανε, ήταν φιλήδονη, λατρεύει τον Χριστό και μισεί τον διάολο, ήταν παιδί πλούσιας οικογένειας, όλοι τη λατρεύουν στη γειτονιά. Δεν είναι ότι δεν έχει υποφέρει, αντιθέτως. Αποφασίζει να μη μετανιώσει για τίποτα. Και τα τραυματικά γεγονότα της ζωής της (που είναι πολλά και η επίγνωση πως είναι μια πραγματική ιστορία σε κάνει να αισθάνεσαι πως όσο τα ακούς πέφτεις σε μαύρο κενό) είναι και αυτά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, όπως τα βαζάκια με τα ηρεμιστικά στα φαρμακεία. Όλα, σχεδόν, το ίδιο. Ακόμα και αυτό το κείμενο στα χέρια άλλων σκηνοθετών ίσως και να γέμιζε με ένα σωρό μπαναλαρίες, γλυκατζούρες και ολίγον αέρα από Κόκκινα Φανάρια. Η κ. Κιτσοπούλου επέλεξε να το κάνει όσο πιο σκληρό γίνεται - ο λόγος ακούγεται όπως ο ήχος που κάνουν τα δάχτυλα όταν περιστρέφονται στο χείλος ενός κρυστάλλινου ποτηριού. Να μην τη λυπάται ολότελα κανείς την Ωραία Πανωραία. Να σοκάρει ακόμα και τους πιο απενοχοποιημένους ο τρόπος της, το μυαλό της, η ταύτιση της ζωής της με το πιο φριχτό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Ακόμα και το φινάλε που δεν μου άρεσε, δεν το κατάλαβα την πρώτη φορά που είδα την παράσταση, τώρα που το ξαναείδα το θεώρησα μεγαλειώδες. Και φτάνουμε στην αποκάλυψη αυτής της παράστασης, την πρωταγωνίστρια Ελένη Κοκκίδου, που το θεωρώ αδύνατον να μη συνταράξει με την ερμηνεία της ακόμα και τον πιο αναίσθητο θεατή. Μέσω της ερμηνείας της φωτίστηκαν οι πιο λεπτές και κρυφές πλευρές αυτού του κειμένου. Ο τρόπος που ισορρόπησε ανάμεσα στη σιωπή και την υστερία, το σκοτάδι και το χιούμορ, τα μεγάλα και τα μικρά λόγια της Γυναίκας μού έκοψε τα γόνατα. Παρακολουθώντας τη να παίζει βλέπει μπροστά του ο θεατής μια ηθοποιό που επέλεξε κάθε βράδυ να ξεπερνά τα όρια και να δίνει στο κοινό ένα πολύτιμο δώρο. Θα μπορούσα να πω -και ευχαρίστως θα το πω- πως η ερμηνεία της Κοκκίδου αλλάζει τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, το θέατρο, την τέχνη. Αναφέρω απλώς μερικές στιγμές μεγαλείου: η έναρξη με την παραμορφωμένη φωνή, η οποία θύμιζε αμφίβιο που ανεβαίνει από το βούρκο για να δει λίγο φως, η φωνή της Κοκκίδου όταν τραγουδά ζωντανά ένα μακρόσυρτο δημοτικό τραγούδι αλλά και η γλώσσα του σώματός της τη στιγμή που καθαρίζει και τρώει ένα πορτοκάλι ακούγοντας το «Αν ήμουν πλούσιος», η στιγμή που αφηγείται μια από τις δεκάδες εκτρώσεις που έκανε και που η μαία την καλεί -αφού πριν της έχει σφάξει το παιδί- να σηκωθεί να χορέψει για να σιγουρευτεί πως είναι καλά. Και σηκώθηκε και χόρεψε... Σταθείτε στην ουρά και δείτε αυτό το έργο γιατί θα κάνουμε χρόνια να δούμε κάτι παρόμοιο.

Μιχάλης Μιχαήλ

 

Silent Disco Party
Bios, Κυριακή 7 Φεβρουαρίου

Είναι κάποιες φορές που κάθομαι σ' ένα μπαρ και προσπαθώ να διαβάσω το μυαλό του/της απέναντι για να δω τι σκέφτεται την ώρα που ακούει ένα τραγούδι και πίνει το ποτό του/της. Ποιο είναι το συναίσθημά του; Χαρά, λύπη, απογοήτευση, θολούρα, ευτυχία, μιζέρια, ενθουσιασμός, σεξ, πείνα, καούρες, αυχενικό, λοβοτομή. Ποτέ δεν μαθαίνεις. Την Κυριακή στο Bios, εκτόςαπό όλα αυτά, έπρεπε να μπω και στη διαδικασία να καταλάβω τι μουσική ακούει.

Εκατοντάδες άνθρωποι μαζεύτηκαν για να γιορτάσουν το κλείσιμο του Design Walk. To concept ήρθε για πρώτη φορά στη χώρα μας και ήταν πραγματικά ό,τι πιο ενδιαφέρον έχουμε δει τον τελευταίο καιρό. Όλος ο λαός φοράει ακουστικά με δύο κανάλια. Το κάθε κανάλι αντιστοιχεί σ' έναν DJ που μιξάρει και από ένα είδος μουσικής. Ανάλογα με το dj set που επιθυμείς, διαλέγεις και το κανάλι. Έτσι, μέσα στον χώρο το μόνο που άκουγες ήταν χοροπηδητά, συζητήσεις και άναρθρες κραυγές. Καθόλου μουσική. Μέσα στην ησυχία έβλεπες ανθρώπους να χορεύουν (στην αρχή λιγότερο, αφού δεν το είχαν πιάσει το νόημα, όσο προχώραγε το πάρτι περισσότερο και στο τέλος έγινε χαμός) χωρίς να γνωρίζεις αν ακούνε το ίδιο ή διαφορετικό κομμάτι.

Τα Silent Party ξεκίνησαν από την Αγγλία. Λόγω του ωραρίου κοινής ησυχίας, οι διοργανωτές πάρτι σε χώρους, σπίτια και ύπαιθρο υποχρεώνονταν να τελειώνουν νωρίς τη φιέστα τους. Με τα ακουστικά, όμως, δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Άρα, το κόλπο συστήνεται για σπίτια αλλά και για εξωτερικούς χώρους. Στο Bios, που δεν έχουν και κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με τον ήχο, έδωσε απλά στη ράθυμη νυχτερινή Αθήνα κάτι άλλο ν' ασχοληθεί. Και, αφού η αρχή ήταν καλή, φαντάζομαι πως έπεται μεγάλη συνέχεια... Ό,τι ξέραμε ξέραμε και ό,τι ακούσαμε συλλογικά το ακούσαμε. Από εδώ και πέρα μόνοι μας. Μπορεί, όμως, να γίνει πιο εύκολο το καμάκι έτσι. Έχεις την πρώτη ατάκα: «Τι χορεύεις;».

Σταύρος Διοσκουρίδης

 
 
 
 
I WAS THERE
Scroll to top icon