Still Corners
Six d.o.g.s, Σάββατο 03/03/2012
Φαντάζομαι πως όταν κάποιο συγκρότημα αντικρίζει έναν κατάμεστο συναυλιακό χώρο, υπάρχουν δύο περιπτώσεις: είτε να νιώσει ότι αυτό είναι κάτι που το ξεπερνά και να «παραλύσει» κάπως, είτε να συνειδητοποιήσει τη δυνατότητα της βραδιάς και ν’ ανεβάσει όλο το δωμάτιο, μέσα από την έγκριση που έχει πάρει από τη προσέλευση του κόσμου και βασισμένη στα δικά της καύσιμα. Το Σάββατο το βράδυ, στην πρώτη εμφάνιση των Still Corners στην Ελλάδα, βιώσαμε και μια τρίτη περίπτωση, που μάλλον αποφεύγω συχνά να σκέφτομαι, της άψογης εκτελεστικά μα μη εμπλεκόμενης συναισθηματικά με το ακροατήριο και, κυρίως, τη στιγμή της συναυλίας.
Μη έχοντας μια ουσιαστική επαφή με πρώτο τους lp, το «Creatures of an hour» και έχοντας ακούσει τα πιο γνωστά τους τραγούδια, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις τις συνιστώσες του ήχου τους. Μια ονειρική πoπ, περισσότερο αισθαντική παρά εφηβική, βασισμένη πολύ σε μια προεργασία του συνολικού ήχου της μπάντας, ανάμεσα στο συγκρατημένο ηλεκτρικό και το διακριτικά ηλεκτρονικό. Όλα αυτά σε τροχιά γύρω από τη φωνή της Tessa Murray, η οποία το Σάββατο το βράδυ συγκέντρωνε την προσοχή ενός κόσμου που φαινόταν να γνωρίζει πλήρως τη μουσική των Still Corners και από πού έρχονταν. Κάπου εκεί άρχισαν να φαίνονται και οι αδύναμες πλευρές της ιστορίας. Σαν να φοβόντουσαν να πετάξουν, αρκέστηκαν σε μια μετρημένη, ασφαλή απόδοση των τραγουδιών τους, η οποία άλλωστε δεν ήταν και ιδιαίτερα εξεζητημένη τεχνικά. Σε μια συναυλία με καθόλου ατύχημα, συγκρότημα και ακροατήριο συντονίστηκαν σ’ ένα πεδίο χωρίς εκπλήξεις, όπου μέσω της εκτέλεσης κάθε, ευχάριστου φυσικά, τραγουδιού μπορούσες ν’ ακούς, μέσα και πίσω από αυτό, τις αναφορές και τα ονόματα που ίσως και η ίδια η μπάντα θα θέλει να θυμίζει. Το αιθέριο, ποιότητα που πολλοί αποδίδουν στην μπάντα, δεν είναι καθόλου εύκολο να το παγιδεύσεις χωρίς να το πληγώσεις και αυτό που μένει μερικές φορές είναι μόνο το κέλυφός του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η διασκευή τους στο «I ‘m on fire» του Μπρους Σπρίνγκστιν, στο μοναδικό encore που έκαναν, ενδεικτική του «ήθους» της βραδιάς και της προσέγγισης του συγκροτήματος. Ένα τραγούδι όλο σώμα, ακόμα και αν ακούγεται από το βάθος του ονείρου, μετατράπηκε σ’ ένα ναρκωτικό νανούρισμα, με όλη την ερωτική/σεξουαλική επιθυμία που έχει το πρωτότυπο να λείπει θεαματικά και στη θέση του να υπάρχει μια ευγενική, συμπαθητική απόδοση, που δεν άγγιξε καθόλου τις «επικίνδυνες» πτυχές του κομματιού. Και ίσως αυτό τελικά να ήταν που με προβλημάτισε στην εμφάνιση των Still Corners, το ότι ήταν ριζικά ακίνδυνοι. Και αυτό δεν είναι θέμα εντάσεων, αλλά προσωπικότητας, μουσικής και όχι.
Απόστολος Βασιλόπουλος
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0