Τι απέγινε ο Ντέμης Ρούσος; Και γιατί το Όσκαρ πηγαίνει στην μπουγάτσα με κιμά;
Οκτ13
 

Τι απέγινε ο Ντέμης Ρούσος; Και γιατί το Όσκαρ πηγαίνει στην μπουγάτσα με κιμά;

Η συγγραφέας Εύη Λαμπροπούλου μουλιάζει στη δραμινή υγρασία και στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Δράμα, 20-26 Σεπτεμβρίου, 2010

Πήγα στη Δράμα καπάκι μετά τις Νύχτες Πρεμιέρας. Για την ακρίβεια, εκτοξεύτηκα από τις πολυθρονάρες του Αττικόν στα σκληρά έξτρα καθίσματα του Ολύμπια, όπως ο Γκιούλιβερ: μετά τις ταινιάρες θα μου έφταναν οι μικρές; Στις μικρές μπορείς να κάνεις τσιγάρο και να μπεις στην επόμενη, αλλά δεν χρειάστηκε. Οι ταινίες ήταν χορταστικές. Τα ανησυχητικά ήταν τα πάρτι. Ήταν ανησυχητικά επειδή δεν συνέβαιναν.

Τις πρώτες μέρες μουλιάζαμε στη δραμινή υγρασία του βαριεστημένου «Μύλου» και των ταβερνών. Το καλό το φεστιβάλ από την ανορεξία φαίνεται, έλεγα στους Αθηναίους που τσάκιζαν τα κότσια και έβρισκαν όλα τα φαγητά φτηνά και υπέροχα. Άμα τρως πιο πολύ απ' ό,τι χορεύεις, βράσ' τα, έλεγα πάνω από τα βραστά.

Ανέβηκα για να δω μια εξαήμερη ταινία μεγάλου μήκους: τα νερά, τα πεϊνιρλί, το σερί ταινιών, το μείγμα Ελλήνων και ξένων σκηνοθετών/συγγραφέων/ηθοποιών που διασταυρώνονται πυροδοτώντας συνεργασίες, ταξίδια, λιώματα. Είχε ωραίο τέλος: κάποιοι φασώθηκαν, άλλοι βραβεύτηκαν/πικράθηκαν. Κι εγώ; Εγώ χορεύτηκα: την Πέμπτη ανακαλύψαμε το «Ρόκα Ρόλα» κι άρχισαν τα πάρτι.

Σύρθηκα στα κινηματογραφικά πατώματα για ώρες, έκανα καφέδες, ποτά, λουτρά με είκοσι καινούργια άτομα, αλλά το εξαντλητικό ήταν η Απονομή. Λόγο στον λόγο και ξεχαστήκαμε: πρόεδροι, πολιτικοί, πρόεδροι. Καθόμουνα ανάμεσα στους υποψηφίους, η αγωνία τους μου μεταδιδόταν σαν συνάχι.

Καθώς διασχίζαμε το χολιγουντιανό κόκκινο χαλί του Ωδείου της Δράμας με σταράκια, η μεγάλη μπάντα έπαιζε, ελκυστικά όμως, ένα παλιό σκυλάδικο· το τραγουδήσαμε δυνατά με την Αλεξάντρα Χασάνι, που δεν ήξερε ότι σε μια ώρα θα είχε λόγο να τραγουδάει ξυπόλυτη στη βροχή μαζί με το Γυναικείας Ερμηνείας. Ο ρόλος της στο 13,5: ψάχνεται, την τρώει ο κώλος της, παίρνει τα ρίσκα της και τσακίζεται. Β' Βραβείο ο φοβερός σκηνοθέτης Χάρης Βαφειάδης.

Αφού κατανάλωσε όλα τα χαρτομάντηλα στα πέριξ, ο συναχωμένος Γιώργος Ζώης μάς ανάγκασε να σηκωνόμαστε κάθε τόσο για να βγει να παραλάβει άλλο ένα βραβείο. «Πάρε καρέκλα, κάτσε κάτω!», του φώναξε κάποιος. Έξι βραβεία το πολυσυζητημένο Casus Belli. Μήπως ήμουν στα Όσκαρ; Κοίταξα τους προέδρους, μπα. Αν ήταν αγαλματάκια, ο άνθρωπος θα χρειαζόταν καρότσι για να τα μεταφέρει. Αλλά ήταν χαρτιά, οπότε τα κουβαλούσε σε πλαστική σακούλα σούπερ μάρκετ, ταιριαστή με τoν πρωταγωνιστή της ταινίας του: αδέσποτο καροτσάκι σούπερ μάρκετ στον δρόμο.

Καλύτερος Ανατολικο-δυτικός Ευρωπαίος ο Γιάννης Μπουγιούκας με τον Μάριο και το κοράκι. Ο πρωταγωνιστής Ερρίκος Λίτσης -ο τύπος που ρίχνει τα ατέλειωτα γαμοσταυρίδια στο Σπιρτόκουτο- σχεδόν με σόκαρε όταν έσκασε ένα γλυκό χαμόγελο. Ο Λίτσης είναι πάντα ο Λίτσης, βαρύς, καπελωτικός, μεγάλος. Πήρε, επιτέλους, βραβείο αντρικής ερμηνείας - το πρώτο του, που το ήθελε πολύ.

Καλύτερη εμφάνιση στα βραβεία έκανε ο Ελληνο-σουηδός Νικόλας Κολοβός του Peter's Room, σε άπταιστα Δραμινά: «Θα με δώσετε λεφτά να κάνω ταινία; Πέρυσι ήμουνα κριτής, αλλά φέτος ήρθα ως σκηνοθέτης. Καλύτερα είναι φέτος!». «Γιατί, άσχημα πέρασες;», φώναξε κάποιος. «Α, λες για κείνη τη νύχτα, ε; Παιδιά, πέρυσι γνώρισα μια κοπέλα απ' τα Γιάννενα...», άρχισε.

Ως χίπστερ δανδής περιφερόταν ο τριαντάχρονος λαζογερμανός Χρήστος Δάσσιος που έμοιαζε να έχει δραπετεύσει από τους περιορισμούς της καταγωγής του: δεν ακούει Καζαντζίδη. Με το γαμπριάτικο κουστούμι του μπαμπά του και ροζ φραμπαλαδέ πουκάμισο ήταν αβανγκάρντ. Στην underground odyssey του, δύο κακοποιοί διηγούνται την οδύσσεια όπως εγώ στο ανιψάκι μου: « Ήταν ο Λεωνίδας, ήταν και μια γκόμενα». Ίσως, τελικά, να μην έχει δραπετεύσει εντελώς από τους περιορισμούς της καταγωγής του. Μου ανέλυσε πόσο αβανγκάρντ είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και τα Παιδιά της Αφροδίτης. «Τα Παιδιά της Αφροδίτης, ντε!». Ο Ντέμης Ρούσος με τις κελεμπίες. Δεν ήμουν σε θέση να πάρω θέση, δεν γνώριζα μισό τραγούδι, αλλά η εικόνα του ογκώδη εμπριμέ χίπη μού κατέκλυσε τον εγκέφαλο. Στο μεταξύ, ο δανδής αναρωτιόταν σε σπασμένα ελληνικά γιατί οι Νότιοι τού είπαν ότι εδώ πάνω, στη Δράμα, έχει μάπα ανθρώπους: αυτός έχει συναντήσει μόνο υπέροχους. Ο ηθοποιός-μουσικός Ρόμπερτ σοκαρίστηκε όταν του εξηγήσαμε ότι ο Παπακωνσταντίνου είναι βασικά ελληνική παραδοσιακή φολκ. «Μα, ακούγεται μοντέρνο!», είπε. Και ξαφνικά ο Ρούσος μου 'ρθε: «Ντρίνγκι ντρίνγκι μάνα μου, ντρίνγκι ντρίνγκι». Αχά! Το ντρίνγκ ντρι διαλύθηκε σε μια πάχνη Portishead: έτρεξα να χορέψω το «Glory Box», οπότε έμεινα με την απορία: τι απέγινε ο Ντέμης Ρούσος;

Τελευταίο καρέ: πέντε άτομα στο ψιλόβροχο. Ο ένας σέρνει μαζί μια σακούλα με χαρτιά. Χώνονται σε φωτισμένη στοά. Ο σακουλοφόρος κερνάει κρουασάν. Οι χαρτοπετσέτες είναι διπλωμένες αριστοτεχνικά - τις διπλώνουν μία μία στο χέρι. Στο έξτρα περιποιητικό μαγαζί τεμαχίζουν και το κρουασάν, σαν μπουγάτσα. Και το Όσκαρ πηγαίνει στο κρουασάν σοκολάτα της Στοάς.

 
 
 
 
I WAS THERE
Scroll to top icon