Για ένα ωραίο μπέργκερ θα μπορούσα να φτάσω πολύ μακριά, ναι, ακόμα και στην Αυστραλία, ειδικά στην προκειμένη περίπτωση, που την Αυστραλία τη βρίσκω στο Παλαιό Φάληρο.
Το Australian Burger Kangaroo λειτουργεί τα τελευταία δύο χρόνια στη λογική του street foοd. Είναι απ' αυτά τα μέρη που περνάς απέξω και ίσως δεν το κόψει το μάτι σου, όμως, αν έχεις την τύχη να σταματήσεις, θα τα βρεις όλα σωστά: την τοποθεσία, το μέρος, το χύμα. Και οι γεύσεις; Αχ, οι γεύσεις!
Μπορεί να χυθεί πολύ μελάνι γι' αυτήν τη ζηλευτή ισορροπία των γεύσεων. Μπέργκερ τέλεια καμωμένα με ευφάνταστες συνταγές. Το Syko Burger τα «σπάει» κυριολεκτικά. Κιμάς μοσχαρίσιος, ντομάτα, αγγουράκι τουρσί, Ρhiladelphia, μαρμελάδα σύκο, καραμελωμένα κρεμμύδια, Jack Daniels σος: όλα χειροποίητα, μπουκιά και συχώριο.
Τι να λέμε τώρα; Εδώ το μεράκι παίρνει μια άλλη διάσταση. Το ένα μπέργκερ πιο νόστιμο από το άλλο και κανένα δεν ξεπερνάει τα επτά ευρώ.
«Το φαγητό είναι ιστορία αγάπης» μου λέει η Ελένη φεύγοντας. «Πρόσεξε τι τρως, ποιος σ' το μαγειρεύει, τι σκέψεις και τι ενέργεια έχει αυτός ο άνθρωπος. Αν είναι νόστιμο, έχει αγάπη, έχει μεράκι και φροντίδα. Να προτιμάς τα νόστιμα και τους μαγαζάτορες που χαμογελούν».
Είναι από τα λίγα μέρη όπου λόγω του ότι είναι χύμα τρως και βγάζεις και μικροήχους χαράς. «Οργασμικό το Κangaroo» λέω στον Πάρι, τον φωτογράφο, που τρώει κι αυτός και έχει ένα ύφος γλυκιάς αποχαύνωσης.
Η ιστορία του Australian Βurger ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του '80. Μια οικογένεια μεταναστών με καταγωγή από τον Ίμβρο έρχεται από την Αυστραλία για διακοπές και από μια περίεργη συγκυρία κολλάνε στην Αθήνα όπου αποφασίζουν να εγκατασταθούν. Έτσι, ανοίγουν ένα μαγαζάκι στη Γλυφάδα που γίνεται αμέσως σήμα κατατεθέν για το φανταστικό μπεργκερ του με ανανά.
Εκείνα τα χρόνια, μου λέει η Ελένη, ο κόσμος ήξερε μόνο τα μπέργκερ από τις μεγάλες αλυσίδες, ό,τι εμπειρία είχε από μπέργκερ ήταν αυτή. «Εμείς θέλαμε σ' αυτές τις τιμές να ξεκινήσουμε κάτι διαφορετικό, να δώσουμε ένα πιο γκουρμεδιάρικο μπέργκερ, πιο αληθινό, να μάθει ο κόσμος τι εστί αληθινό μπέργκερ».
Τα καλά νέα μαθεύτηκαν και γινόταν πραγματικός χαμός. «Περίμεναν ουρές απ' έξω. Εντάξει, στην αρχή έφευγε το Simple και το Cheeseburger. Φοβάται ο Έλληνας να δοκιμάσει, αν όμως το κάνει και του αρέσει είναι πιστός, αναζητά τη γεύση ξανά και ξανά. Έρχονταν απ' όλη την Αθήνα για το δοκιμάσουν».
Η οικογένεια ζούσε για δεκαετίες έξω από τη Μελβούρνη όπου είχαν ένα εστιατόριο fish 'n' chips κι έφτιαχναν και δύο χάμπουργκερ, ένα με ανανά και το απλό, που όμως και εκεί είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία.
Όπως μου λέει η Ελένη, πέτυχαν μια ωραία ισορροπία και μετά τη σεβάστηκαν: «Αν βρεις το μέτρο, είναι ύβρις να το χάσεις. Αν βρεις την καλή τη συνταγή δεν την πειράζεις, τη σέβεσαι και μένεις πιστός και στα υλικά και σε όλα».
Τις δουλειές τις είχαν χωρίσει από τότε κι έτσι παραμένουν τα πράγματα. Ο πατέρας της ψήνει τα χάμπουργκερ 45 χρόνια τώρα με την ίδια μαεστρία και η Πόπη, η μητέρα, είναι στην εκτέλεση, άριστη, όπως μου λένε, μαγείρισσα. «Το βασικό είναι να ξέρει να μαγειρεύεις καλά και να έχεις μάθει το σωστό αλάτισμα».
Είναι και παραμένει οικογενειακή η επιχείρηση. Όλοι μαζί ενωμένοι σαν μια γροθιά, οι γονείς και οι τρεις αδελφές, η Σούλα, η Ελένη και η Άννα.
«Η μητέρα μέχρι σήμερα φτιάχνει κάθε μέρα και μαγειρευτά. Ό,τι τραβάει η όρεξή σου, κότσι, λαδερά. Ο πατέρας μου φέρνει την πρώτη ύλη. Δεν είναι μόνο το χάμπουργκερ άλλα και το μαγειρευτό που ζητάει ο κόσμος. Γι' αυτό έχουμε δύο ταμπέλες. Εδώ μπορείς να έρθεις και να για να φας καθαρό φαγάκι σαν στο σπίτι σου, με τέτοια φροντίδα και προσοχή σαν να τρως σε έναν συγγενή που σου έχει μαγειρέψει με αγάπη».
Φαίνονται πράγματι πολύ νόστιμα τα μαγειρευτά, αλλά είμαι ορκισμένη «μπεργκερού». Δοκιμάζω ένα με φιστικοβούτυρο, μπέικον και παναρισμένο κοτόπουλο και κατεβαίνουν τα Χερουβείμ και κάθονται μαζί μου στο τραπέζι − έχω ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά. Αν και είναι μεγάλο το μπέργκερ κι έχω τιγκάρει, ζητάω να δοκιμάσω κι αυτό με το σύκο και τον μοσχαρίσιο κιμά, άλλα υπάρχει και ένα εποχικό με φράουλες και κατίκι και διχάζομαι.
«Πώς και δεν το είχα πάρει είδηση τόσα χρόνια το Αυστραλέζικο Μπέργκερ και δεν είχα έρθει στη Γλυφάδα;» ρωτάω την Ελένη κι εκείνη πολύ φιλοσοφικά και με χαμόγελο μου λέει: «Τώρα είναι η δική σου στιγμή. Να σέβεσαι τη στιγμή και να εμπιστεύεσαι τη ζωή».
Χτυπάω ενθουσιασμένη παλαμάκια σαν μικρό παιδί μπροστά από βιτρίνα με παιχνίδια. Δεν έχω καλύτερο από το να ανακαλύπτω πράγματα στην πόλη κι εκεί που νομίζω ότι τα έχω δει ή τα ξέρω όλα, όλο και κάτι να με εκπλήσσει τόσο ευχάριστα.
Το εν λόγω στέκι λειτουργεί τα δύο τελευταία χρόνια. Η οικογένεια κάποια στιγμή κουράστηκε, είναι και ολίγον σκλαβιά το μαγειρείο, είπαν να κάνουν ένα break. Δεν κράτησε όμως πολύ το break.
«Το ανοίξαμε ξανά, αφενός γιατί πια έτσι έχουμε μάθει να ζούμε και αφετέρου γιατί έχει ξεφτιλιστεί η κατάσταση με τα χαμπουργκεράδικα που έγιναν ξαφνικά μόδα. Το χάμπουργκερ έχει χάσει το νόημά του. Σε κάποια μέρη σ' το χρεώνουν 18 ευρώ, βάζουν μέσα διπλά μπιφτέκια και τρως ένα ψωμί αχυρένιο, ένα ψεύτικο πράγμα που το χρυσοπληρώνεις χωρίς κανένα λόγο. Η ισορροπία είναι το μυστικό, να τρως και του παιδιού σου να μη δίνεις».
Στα Κangaroo όλα είναι χειροκάμωτα. «Εμείς "φτωχύναμε" το ψωμί, δική μας η συνταγή, το ψήνει μόνο ο φούρνος, το κάνουμε απαλό, δεν θέλουμε να τρως ψωμί. Το βλέπουμε σαν ένα όλον. Μια λάθος ντομάτα να φας, ένα καμένο μπέικον, πάει, χάλασε η γεύση».
Οι ίδιοι πλάθουν τα μπιφτέκια και πανάρουν τα κοτόπουλα. «Κάθε μέρα από την αρχή, όλα. Αυτό είναι το σύνθημά μας, ο εφησυχασμός είναι κακό πράγμα».
Ο πειραματισμός με τα τσάτνεϊ και τις μαρμελάδες ήρθε αργότερα. «Είχαμε ένα σωρό σύκα. Δεν μου αρέσει να τα πετάω, στενοχωριέμαι, έτσι έκανα γλυκό το σύκο, σαν τσάτνεϊ, για να μπορεί να μπει σε φαγητό. Τώρα έχουμε φράουλες. Αν την έχεις βρει την ισορροπία γλυκού αλμυρού, μπορείς μετά να κάνεις τραμπάλα».
Τo μπέργκερ-must είναι ο ανανάς με το μπέικον, το καραμελωμένο κρεμμύδι και την Jack Daniels σος. «Θα επιστρέψω για να το δοκιμάσω» λέω και στο Κangaroo βρίσκω την ανθρωπιά και τη ζεστασιά των μεταναστών που έχουν κρατήσει μέσα τους αξίες όπως η φιλοξενία και η αγάπη για τη Ελλάδα.
«Το φαγητό είναι ιστορία αγάπης» μου λέει η Ελένη φεύγοντας. «Πρόσεξε τι τρως, ποιος σ' το μαγειρεύει, τι σκέψεις και τι ενέργεια έχει αυτός ο άνθρωπος. Αν είναι νόστιμο, έχει αγάπη, έχει μεράκι και φροντίδα. Να προτιμάς τα νόστιμα και τους μαγαζάτορες που χαμογελούν».
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0