«Δεν ήμουν όμορφη, αλλά δεν με ένοιαζε. Ήμουν ο εαυτός μου, ήμουν εγώ...»
«Αν μπορούσα θα ζούσα γυμνή, σαν την Εύα...»
«Για να πληρώσω το νοίκι μου έκανα και πορνεία. Άντρες, σεξ, ποτό...»
«Είμαι ερωτευμένη, ερωτευμένη, ερωτευμένη...είμαι ερωτευμένη με το Παρίσι...»
«Εντάξει γιαγιά μου, μην φωνάζεις, θα γυρίσω...»
Η θεατρική εταιρεία Art Noir ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία με «Το όνειρο της Κίκι», το οποίο παρουσιάστηκε από τον Δεκέμβριο του '15, στο θέατρο Άλμα στην Αθήνα και έρχεται για μόνο παραστάσεις, στο Θέατρο Αθήναιον, στη Θεσσαλονίκη.
Πρωταγωνιστεί η Νταίζη Σεμπεκοπούλου, η οποία, στα τόσα χρόνια πορείας της στο θέατρο, επιχειρεί για πρώτη φορά να μαγέψει το θεατρικό κοινό με έναν μονόλογο. Την σκηνοθεσία υπογράφει ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος και την καλλιτεχνική επιμέλεια ο Γιάννης Βούρος.
Το όνειρο της Κίκι είναι το τελευταίο δημιούργημα του Δημήτρη Οικονόμου και, όπως ο ίδιος λέει, το πιο γλυκό του όνειρο. Η ιδέα ήρθε από τον Κωνσταντίνο Τσονόπουλο (σκηνοθέτη) και αμέσως ήρθε και ο έρωτας για την Κίκι του Μονπαρνάς. Μια προσωπικότητα άπιαστη σε μια εποχή που στη Γαλλία τα όνειρα γινόντουσαν πραγματικότητα μέσα από καλά κρυμμένους εφιάλτες.
«Το όνειρο της Κίκι»
Το έργο μας ταξιδεύει στη Γαλλία του 1920, στη Γαλλία των χρωμάτων, της ποίησης, του τραγουδιού, της τέχνης. Σε μια εποχή που το αλκοόλ έρρεε και ο έρωτας καθόριζε τη ζωή των ανθρώπων. Κάπου εκεί βρίσκουμε την Κίκι. Την Κίκι μοντέλο, την Κίκι ηθοποιό, την Κίκι τραγουδίστρια, την Κίκι χορεύτρια. Μια γυναίκα που κατέκτησε το Μονπαρνάς και εγκαινίασε την περίοδο που έμεινε γνωστή σαν τα «τρελά χρόνια».
Αναστάτωσε το Παρίσι με την ελευθεριάζουσα και επαναστατική αθωότητα της και έφτασε να γίνει το πιο φημισμένο μοντέλο του 20ου αιώνα ποζάροντας για τους πιο γνωστούς φωτογράφους της εποχής όπως ο Μαν Ρέι και ο Μπρασάι και ζωγράφους όπως ο Φουζίτα, ο Κίσλιγκ, ο Περ Κρόγκ και ο Πικάσο.
Βασίλεψε στο καλλιτεχνικό στερέωμα του μεσοπολέμου σαν το υπέρλαμπρο σύμβολο του ερωτισμού. Μια γυναίκα που επέλεξε να ζήσει τη κάθε στιγμή, το κάθε λεπτό σαν να είναι το τελευταίο της και που απέδειξε με τις πράξεις της ότι για να ζήσεις δεν χρειάζεται να είσαι όμορφος, αλλά να μπορείς να δεις την ομορφιά μέσα σου. Να είσαι ο εαυτό σου και να κάνεις την κάθε σου μέρα ξεχωριστή.
Στο ρόλο της Κίκι, η Νταίζη Σεμπεκοπούλου.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο - Συγγραφή: Δημήτρης Οικονόμου
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Τσονόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Θάλεια Χαραρά
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Γιάννης Βούρος
Μουσική σύνθεση: Στάθης Σούλης
Στο πιάνο: Παπαδοπούλου Θάλεια
Επιμέλεια φώτων: Αθηνά Μπανάβα
Κοστούμια: Miltos Couture
Γραφιστική επιμέλεια: Γιάννης Sugahtank
Μακιγιάζ: Άννα-Μαρία Κορυζή
Οργάνωση παραγωγής: Θεατρική Εταιρεία Art Noir
INFO
Θέατρο Αθήναιον (Βασιλίσσης Όλγας 35 , Τηλέφωνο 2310 832 060)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Aπό την Δευτέρα 21 έως και την Τετάρτη 23 Μαρτίου, στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: 10 ευρώ (κανονικό), 7 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65)
Διάρκεια παράστασης: 65 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Η Ζωή της Κίκι
Γεννήθηκε στη Βουργουνδία στις 2 Οκτωβρίου του 1901. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της και η ανύπαντρη μητέρα της γρήγορα έφυγε για το Παρίσι, αφήνοντας τη μικρή Αλίς στη γιαγιά της. Η μικρή μεγάλωσε σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας, δούλευε στους γείτονες για το φαγητό της ή έκλεβε από τους κήπους λαχανικά για να ζήσει. Στην ηλικία των 12 ετών πήγε στο Παρίσι μόνη της για να βρει τη μητέρα της. Δούλεψε με έναν τυπογράφο, βοηθώντας στην εκτύπωση του Κάμα Σούτρα. Μετά σε ένα φούρναρη και στα δεκατέσσερα της άρχισε να ποζάρει γυμνή για ένα γέρο γλύπτη. Η μητέρα της την έδιωξε από το σπίτι και έτσι η Αλίς άρχισε να ζει στους δρόμους του Παρισιού. Βρήκε καταφύγιο στα καφέ του Μονπαρνάς όπου σύχναζε και εκεί γνώρισε τους καλλιτέχνες της ζωής της. Ο ζωγράφος Chaïm Soutine , ένας από τους πρώτους εραστές της την αποκάλεσε Kiki. Η Kiki de Montparnasse, η Βασίλισσα των καμπαρέ στο Παρίσι υπήρξε το μοντέλο δεκάδων δημοφιλών καλλιτεχνών του Παρισιού όπως των Chaim Soutine, Julian Mandel, Tsuguharu Foujita, Constant Detré, Francis Picabia, Jean Cocteau, Arno Breker, Alexander Calder, Per Krohg, Hermine David, Pablo Gargallo, Mayo, και Tono Salazar.
Μολονότι δεν είχε την αιθέρια ομορφιά της εποχής αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στην πολυτάραχη καριέρα της, τραγουδούσε, χόρευε, έπαιζε στις σκηνές των Καμπαρέ. Γρήγορα έγινε το αγαπημένο μοντέλο των καλλιτεχνών. Η «Νεαρή γυναίκα με ντεκολτέ» του Μόις Κίσλινγκ (1922) δείχνει μια χαριτωμένη Κίκι που κοιτάζει τον θεατή με υγρά, μεγάλα μάτια, ενώ στο η «Κίκι γυμνή» του Περ Κρόγκ (1928) αναδίνει έναν πρωτογενή σεξουαλισμό. Η πιο αξιομνημόνευτη εικόνα της όμως είναι η φωτογραφία του Μαν Ρέι «Το βιολί του 'Ενγκρ», γυμνή με γυρισμένη την πλάτη όπου πάνω της βρίσκονται τα δύο f. Είναι ένα εγκώμιο των καμπυλών της που μοιάζουν με του βιολιού και μια ομολογία ότι είναι το όργανο για τη δημιουργία τέχνης. Συνδέθηκε με τον Μαν Ρέι με μία θυελλώδη ερωτική σχέση, οι ανασφάλειές της, οι συγκρούσεις, οι επεισοδιακοί τους χωρισμοί, τα ξενύχτια, τα μεθύσια, οι γυμνές πόζες, το αχαλίνωτο σεξ τα βράδια και τα κενά πρωινά που ακολουθούσαν, πνιγμένα στα ναρκωτικά. Για τον Μαν Ρέι υπήρξε η μούσα και η έμπνευσή του.
Παρά την έντονη σχέση τους, η Κίκι αποδείχθηκε υπερβολικά πληθωρική για τον Μαν Ρέι. Όταν ένας καφετζής στη Νίκαια την αποκάλεσε πόρνη, αυτή τον χτύπησε άσχημα και έτσι κατέληξε στη φυλακή. Ο δικηγόρος του Μαν Ρέι μπόρεσε να την απελευθερώσει μόνον αφού προσκόμισε ιατρική βεβαίωση. Λίγο μετά, ο Μαν Ρέι την εγκατάλειψε για τη μαθήτρια και προστατευομένη του στη φωτογραφική τέχνη Λι Μίλερ. Της το ανακοίνωσε σε ένα από τα καφέ όπου σύχναζαν και μόνο μπαίνοντας κάτω από το τραπέζι σώθηκε από τα πιάτα που του πέταγε.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 η Κίκι πια είχε το δικό της καμπαρέ το Chez Kiki κι ένα τραπέζι στο Le Dome ήταν μόνιμα κρατημένο στο όνομά της. Είχε αρχίσει να ζωγραφίζει και η έκθεσή της το 1927 είχε τεράστια επιτυχία. Δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε τις αναμνήσεις της "Kiki's Memoirs", ένα βιβλίο που έκανε πάταγο την εποχή εκείνη και απαγορευμένο στην Αμερική μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Η Κίκι ήταν διάσημη. Στα τελευταία της χρόνια, η Κίκι τραγουδούσε για τουρίστες στα καφέ του Μονπαρνάς, προκειμένου να βρει χρήματα για τα πολυδάπανα πάθη της, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Το 1953, στα 52 της χρόνια, κατέρρευσε και πέθανε. Για την κηδεία της πλήρωσαν οι ιδιοκτήτες των αγαπημένων καφέ του Μονπαρνάς.