FAz
Athens Dance
Το 1988 πάω φαντάρος, το ’89 απολύομαι και πάω Ίμπιζα. Εκεί πλέον αποκρυσταλλώθηκε η επιλογή μου, έγινε θέμα ανάγκης. Θυμάμαι, όταν έπρεπε να φύγω και να πάρω το πρώτο αεροπλάνο για την Ελλάδα, καθόμουν έξω από το Amnesia κι έκλαιγα γιατί έλεγα: “Πού θα πάω τώρα πίσω, ν’ ακούω Πανταζή;”
«Αν δεν υπήρχε το Faz, το Αθηναϊκό clubbing θα ήταν τουλάχιστον 5 χρόνια πίσω», «το Faz μας έμαθε τι είναι το πραγματικό, σωστό clubbing», «το Faz παραήταν μπροστά για την εποχή του», «αν δεν υπήρχε ο Πέτρος θα ήμασταν ακόμη στα σκοτάδια» είναι μόνο κάποιες από τις ατάκες που έχω ακούσει, ή ανταλλάξει όλα αυτά τα χρόνια με συναδέλφους DJs όλων των ηλικιών, με παλιούς clubbers και με ανθρώπους που ασχολούνται με τη νυχτερινή διασκέδαση. Το Faz είναι το πρώτο House club που άνοιξε στην Ελλάδα. Μέσα στα χρόνια αναδείχθηκε σε σημείο αναφοράς και κατέληξε να καταγραφεί ως ένας χώρος που η φήμη του έχει εξελιχθεί σε αστικό μύθο. Δεν ήταν μόνο η μουσική, η διακόσμηση, τα πάρτυ, το κοινό του, οι εμπνευστές του, οι guests DJs, οι residents. Faz, “φαθ”, για να το πούμε σωστά στα ισπανικά, είναι η όψη, η μούρη, το πρόσωπό μας στην κοινωνία, αυτό που εμείς είμαστε, αυτό που θέλουμε να δείξουμε. Ήταν η κονωνικο-πολιτική και οικονομική πραγματικότητα στη χώρα, η μετάβαση σε μια νέα αισθητική, το τέλος μιας εποχής και η αρχή μιας άλλης σε παγκόσμιο επίπεδο που στριμώχτηκαν όλα ανάμεσα στους τέσσερις πραγματικούς αλλά και στους νοητούς τοίχους του, που εκφράστηκαν από εκείνον τον ήχο που έμελλε να κατακτήσει και να αλλάξει την παγκόσμια μουσική σκηνή για πάντα. Η προσωπική ανάμνησή μου από το Faz –όταν κατάφερα να ξεπεράσω τον τρόμο του αδυσώπητου face control- είναι πολύ συγκεκριμένη: όταν άνοιξε εκείνη η πόρτα μπήκα σε ένα παράλληλο σύμπαν, το οποίο με συγκλόνισε και μου επιβεβαίωσε έμπρακτα αυτό που είχα αποφασίσει να κάνω στη ζωή μου. Ο Πέτρος Κοζάκος aka Floorfiller ήταν ο resident DJ του Faz κι ένας από τους εμπνευστές και δημιουργούς του. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του στον Χολαργό και κάτσαμε να μιλήσουμε περιτρυγιρισμένοι από έντονες αναμνήσεις – φωτογραφίες απο τότε, αφίσες, flyers, με τα sets του από τότε να παίζουν στο background. Οι συστάσεις ήταν περιττές με τον πρώτο ‘Ελληνα DJ που η φήμη του και η δουλειά του ξεπέρασαν τα όρια της χώρας. Απλά πάτησα το rec και τον άφησα να μου διηγηθεί την ιστορία του Ελληνικού clubbing και την εγχώριας σκηνής όπως εκείνος την έζησε και τη ζει ακόμα. Και η πόρτα του Faz ξανάνοιξε διάπλατα για όλους...
«Ασχολούμαι επαγγελματικά με τη μουσική από το 1984 που ήμουν 19 ετών. Ξεκίνησα να παίζω περιστασιακά στο Mad (πρώην Trip) στην Πλάκα. Εκείνη τη χρονιά τελείωνα το σχολείο, μετά πήγα στο Κολλέγιο, δούλευα στην ΕΡΤ -έκανα τη μουσική επιμέλεια μιας δημοσιογραφικής εκπομπής- και συνέχισα να είμαι DJ σε διάφορα πάρτυ. Το 1985 ξεκίνησα να παίζω στον Κούκο στο Θησείο, στον Κούκο τον καλοκαιρινό, στο No Name μαζί με τον Κώστα Ζήκο και τη Θέκλα Τσελεπή και μετά στο Alarm. Το πρώτο μου επάγγελμα ήταν το DJing, άρα θεωρώ πως αυτό ήταν το έμφυτο ταλέντο μου, του διασκεδαστή. Το πρώτο παιχνίδι που θυμάμαι να παίζω στο σπίτι ήταν το πικάπ του πατέρα μου και του θείου μου. Έβαζα τους μύθους του Αισώπου, Dalida, Patty Pravo, Rolling Stones, Barry White... Στις δύο τελευταίες τάξεις του σχολείου, όταν πηγαίναμε εκδρομή, καλούσα όλους τους συμμαθητές μου στο σπίτι, είχα φωτορυθμικά, στερεοφωνικό και μετατρέπαμε το πατρικό μου σε disco!» «Η μουσική που ξεκίνησα να παίζω ως νέος ήταν New Wave. Ήμουν πανκ, είχα ξυρισμένα μαλλιά, όλο το πακέτο. Πηγαίναμε, τότε, στο Λονδίνο για να παρακολουθήσουμε διάφορες συναυλίες κι ένα βράδυ που μπήκαμε στο θρυλικό Wag club, (εκεί ξεκίνησε να παίζει ο Carl Cox) έπαιζαν rare grooves, funky και hip hop. Τρελαίνομαι με τον ήχο και ξεκινάω να παίζω στα μπαράκια hip hop, από τους πρώτους τότε. Δεν άρεσε στους επιχειρηματίες, αλλά εγώ ήμουν επίμονος νεωτεριστής, ό,τι μου έλεγαν να μην παίζω ενώ μου άρεσε, το έπαιζα, είχα άποψη.Ο συνδυασμός της μουσικής που έκανα, όμως, μάλλον άρεσε στον κόσμο, γιατί φαντάζομαι πως διαφορετικά δε θα είχα δουλειά. Φυσικά, τότε δεν υπήρχε η όλη κουλτούρα του DJ, δεν πήγαινες στο club για να ακούσεις κάποιον συγκεκριμένο, αυτό ίσχυε περισσότερο στο ραδιόφωνο. Έξι μήνες μετά πάει η αδερφή μου η Κατερίνα τα Χριστούγεννα του ‘87 στο Λονδίνο. Με παίρνει, λοιπόν, τηλέφωνο και μου λέει επιτακτικά «Πέτρο, όπως είσαι κλείσε εισιτήριο και έλα εδώ. Συμβαίνει κάτι που δεν μπορώ να σου εξηγήσω με λόγια, υπάρχει μια καινούρια μουσική, ένας νέος τρόπος ζωής, καινούρια πάρτυ σε μέρη που δεν μπορείς να τα φανταστείς. Είμαι με τον Boy George και πάμε σε ένα club». Δεν κατάφερα να πάω, γυρνάει όμως εκείνη και μου έχει φέρει ένα πακέτο με καμιά 25αριά δίσκους. Είχε μέσα το “Voodoo Ray”, το “Dream Girl”, κάποια πολύ βασικά και τελικά θεμελιώδη κομμάτια που ακούγονταν τότε κι έτσι ακούω για πρώτη φορά ηλεκτρονική μουσική».
Είχε διαδοθεί στο εξωτερικό πως υπήρχε ένα κλαμπ στην Ελλάδα που έπαιζε αυτήν τη μουσική. Και πώς γίνεται ακόμα πιο γνωστό; Στο βιντεοκλίπ του “3 A.M. Eternal” των KLF ο αείμνηστος Ricardo Da Force –που είχε έρθει να παίξει σ’ εμάς− φοράει στον λαιμό του το μενταγιόν του Faz.
«Με το που την άκουσα, αυτομάτως έσβησαν όλα τα άλλα. Δεν χρειάστηκε να πάω στο Λονδίνο ή στην Ίμπιζα, να ακούσω κάποιον DJ, αυτά τα δισκάκια ήταν αρκετά. Δηλαδή, για να σου δώσω να καταλάβεις πόσο γοητεύτηκα και πόσο μονόχνοτος έγινα εγώ, που είχα θεό μου τον Barry White, τον Iggy Pop και τους Cramps, Δεν μπήκαμε ποτέ στο άγχος και στη λογική του επιχειρηματία “αν θα πάει καλά, να κάνουμε πλάνο, αν θα βγάλουμε τα λεφτά μας”, γιατί αυτό το μέρος ήταν η ανάγκη μας, ο τρόπος έκφρασής μας. τη χρονιά που ήρθαν οι Cramps στο Ρόδον και την επόμενη, όταν ήρθε ο Barry White, λίγο πριν πεθάνει, δεν πήγα καν στις συναυλίες τους! Ήμουν τόσο συνεπαρμένος κι έβλεπα ένα τόσο μεγάλο εύρος έκφρασης, συναισθημάτων και ηχοχρωμάτων...την ηλεκτρονική μουσική τη βλέπεις, δεν την ακούς μόνο. Το 1988 πάω φαντάρος, το ’89 απολύομαι και πάω Ίμπιζα. Εκεί πλέον αποκρυσταλλώθηκε η επιλογή μου, έγινε θέμα ανάγκης. Θυμάμαι, όταν έπρεπε να φύγω και να πάρω το πρώτο αεροπλάνο για την Ελλάδα, καθόμουν έξω από το Amnesia κι έκλαιγα γιατί έλεγα: “Πού θα πάω τώρα πίσω, ν’ ακούω Πανταζή;”. Για έναν μήνα έβλεπα ένα οπτικοακουστικό θέαμα, πολύ ανώτερο του Λονδίνου πια, μια τεράστια φιέστα, απίστευτη μουσική μέσα στη φύση, μια show business… Εκεί δημιουργήθηκε η ανάγκη, ήξερα ότι όταν επέστρεφα δεν θα μπορούσα να παίξω κάπου για πολύ – υπήρχαν το No Name, το Alarm, ο Κούκος, αλλά αυτά ήταν αβανγκάρντ ποπ και ροκ. Ένιωθα ότι είχα φύγει έτη φωτός μακριά, είχα ζήσει το δεύτερο “summer of love ’89”, ένιωθα ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος έκφρασης για μένα. Είναι σαν να έχεις πάει στο Woodstock και μετά να γυρνάς και να ακούς Μαρινέλλα με Καζαντζίδη».
«Παίζοντας, λοιπόν, στον Κούκο ένα βράδυ μετά την επιστροφή μου, ξεκινάω να βάζω στο πρόγραμμά μου house και περνούν τρία παιδιά μπροστά από το booth, πολύ μοντέρνα στο ντύσιμο και στην αισθητική –σαν να έβλεπα τον Gaultier−, τα οποία μου λένε ότι τους αρέσει πολύ αυτό που ακούνε. Πιάνουμε κουβέντα και με καλούν στο μαγαζί με ρούχα που είχαν στο Κολωνάκι. Ήταν ο Αντώνης, ο Γιώργος, ο Μάνθος και ο Γιάννης από την Area boutique στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Τα παιδιά αυτά πήγαιναν στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι για να παρακολουθούν τα fashion shows, επίσης στο Βέλγιο, όπου υπήρχε σκηνή και ένα από τα πρώτα κλαμπ στον κόσμο που έπαιζαν house και new beat, το Boccaccio, οπότε είχαν γνώση της μεταστροφής που γινόταν στον ήχο. Έχω φέρει, λοιπόν, μια κασέτα από την Ίμπιζα, το πρόγραμμα που έκανε εκεί ο αινιγματικός Αργεντίνος DJ Alfredo και στο οποίο τραγουδάει ο Ricardo Da Force των KLF, ηχογραφημένη στο πάρτι “Viva La Revolution»” της Amnesia με θέμα τη Γαλλική Επανάσταση. Περνάω, λοιπόν, από το μαγαζί και είχαν μουσική. Τους προτείνω να βάλω την κασέτα μου κι έγινε χαμός! Αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν του στυλ “πού είσαι εσύ, είσαι ο άνθρωπός μας”, βρήκαν επιτέλους άλλον ένα με τον οποίο είχαν το ίδιο γούστο στη μουσική. Το βράδυ πάμε στον Κούκο όπου δούλευα. Παίζω, τελειώνω, αναλαμβάνει άλλος κι επειδή δεν μπορούσαμε να ακούμε αυτά που έβαζε, πήγαμε στο αυτοκίνητό μου για να ξανακούσουμε την ίδια κασέτα. Εκεί πέφτει αυθόρμητα η ιδέα −δεν θυμάμαι αν ήμουν εγώ ή κάποιος άλλος που το πρότεινε− «αφού είμαστε στην ίδια φάση, γιατί δεν κάνουμε ένα κλαμπ δικό μας, σαν το Boccaccio, στην Αθήνα»; Κι εκεί, επιτόπου, αποφασίστηκε».
«Το Faz ήμουν εγώ, ο Αντώνης Μάρκος και ο Γιώργος Νάστος. Το όνομα το εμπνεύστηκε η αδερφή μου, η Κατερίνα. Σπούδαζε στη Βακαλό, της άρεσε η μουσική, μάθαινε ισπανικά και κατά τη διάρκεια του brainstorming μας πρότεινε αυτό: faz, “φαθ”, για να το πούμε σωστά στα ισπανικά, είναι η όψη, η μούρη, το πρόσωπό μας στην κοινωνία, αν θέλεις, αυτό που εμείς είμαστε, αυτό που θέλουμε να δείξουμε. Εξυπηρέτησε απόλυτα τον σκοπό μας, αφού ψάχναμε ένα όνομα που να ήταν αποκλειστικά δικό μας, να μην είναι αντιγραφή από κάποιο άλλο του εξωτερικού, να είναι πιασάρικο και να μπορείς να το θυμάσαι εύκολα. Τον χώρο τον βρήκα εγώ: ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη όταν έβγαινα ήταν η Disco Highway στην πλατεία Μαβίλη. Ψάχνοντας, λοιπόν, μαθαίνω πως το έχει πάρει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, το έχει ονομάσει «Τέξας» και ήταν ο χώρος όπου έκανε τα live του. Παρ’ όλα αυτά, πέρασα από κει και τον συνάντησα μια μέρα. Καθόταν με τη γυναίκα του και τους συνεργάτες του και μου είπε πως ο χώρος νοικιαζόταν, αν μας ενδιέφερε. Με ρώτησε, μάλιστα, τι σκεφτόμασταν να κάνουμε εκεί − τους ενδιέφερε πολύ, αφού θα μας το επινοικίαζαν. Έτσι έκλεισε και το θέμα του χώρου και χάρηκα πολύ, όχι μόνο γιατί είχα πολύ όμορφες αναμνήσεις από κει αλλά και γιατί είχε τις σωστές διαστάσεις: δεν ήταν ούτε μικρό, ούτε τεράστιο, ήταν κλαμπ».
«Δεν μπήκαμε ποτέ στο άγχος και στη λογική του επιχειρηματία “αν θα πάει καλά, να κάνουμε πλάνο, αν θα βγάλουμε τα λεφτά μας”, γιατί αυτό το μέρος ήταν η ανάγκη μας, ο τρόπος έκφρασής μας. Ο Αντώνης το είχε μελετήσει λίγο πιο πολύ αυτό το κομμάτι και κατέληξε πως το μαγαζί με τα ρούχα θα βοηθούσε το κλαμπ, θα ήταν κάπως η προέκτασή του από πλευράς μόδας. Τους είχα μιλήσει για την εικόνα των κλαμπ στην Ίμπιζα και στο Λονδίνο, τη σχέση που είχαν με τη μόδα. Εκείνη την εποχή εδώ φορούσαν όλοι πουκάμισο, γραβάτα, τζιν και καουμπόικη μπότα! Εμείς το βλέπαμε αυτό και το απεχθανόμασταν. Φαντάσου ότι αυτά τα παιδιά που ήταν σε μια κοσμοπολίτικη φάση με τη μόδα, σχεδιαστικά αλλά και σε τρόπο ζωής, δεν έβγαιναν έξω, γιατί δεν είχαν πού να πάνε να χορέψουν. Αυτοί και ο κύκλος τους, αλλά και ο δικός μου, από τη μουσική πλευρά πια, ήθελαν να ακούσουν κάτι διαφορετικό, είχαν μπει στην ηλεκτρονική μουσική, άρα μάλλον αφουγκραστήκαμε και τον παλμό της εποχής».
«Τα πρότυπά μας ήταν όλα αυτά που συνέβαιναν στο εξωτερικό. Κάναμε μια οντισιόν με Έλληνες διακοσμητές οι οποίοι ήταν γνωστοί μας εκείνη την εποχή, ώστε να επιλέξουμε αυτόν με τον οποίο θα συνεργαζόμασταν. Μας έφερναν τα σχέδια, τις προτάσεις τους και δεν μας άρεσε τίποτα. Του έρχεται, λοιπόν, η φαεινή ιδέα του Αντώνη να πάμε να βρούμε τον διακοσμητή που έφτιαξε το Boccaccio − τον είχε γνωρίσει όταν ήταν εκεί. Μετά από επαφές που έκανε σε Λονδίνο και Βέλγιο, βλέπω μια μέρα τον διακοσμητή να μπαίνει στο μαγαζί. Φοβερά στυλάτος, σχεδόν καρμπόν με τον Αντώνη και τον Γιώργο! Εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση και να πω, γιατί έχει σημασία, πως η Ελλάδα τότε ως εικόνα ήταν πιο κοντά στην Ανατολή παρά στη Δύση. Πολλές φορές, όταν μικρότεροι σε ηλικία φίλοι μου με ρωτούν πώς ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή, τους παραπέμπω στην ταινία με τον Τζίμη Πανούση «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων» − ήμασταν λιγάκι ταγάρια. Κάθεται, λοιπόν, ο διακοσμητής, μας φτιάχνει τα σχέδια του χώρου και μας πετάχτηκαν τα μάτια έξω πριν καν βάλει τα χρώματα. Το αποτέλεσμα ήταν σαν μια μοντέρνα γκαλερί. Ουσιαστικά, ήμασταν τρεις νέοι με όραμα −δεν ήμασταν επιχειρηματίες της νύχτας− που εμπιστευτήκαμε ο ένας τον άλλον, με κινητήρια δύναμη την εξυπνάδα του Αντώνη και την άριστη επικοινωνία μεταξύ μας. Κάπως έτσι διαχειριστήκαμε και τις αρμοδιότητες: εκείνοι ανέλαβαν το στυλιστικό κομμάτι και την εικόνα, εγώ τη μουσική. Αυτοί με σουλούπωσαν. Πανκ ήμουν τότε και είδα πρώτη φορά στη ζωή μου τι σημαίνει καλαισθησία στο ντύσιμο, στην έκφραση και στους τρόπους, κάτι που υιοθέτησα αμέσως και μου άρεσε πολύ».
«Τον Νοέμβριο του ’89, έναν μήνα πριν ανοίξει το μαγαζί, παίρνω τους resident DJs, τον Άρη Κωστόγιαννη και τον Θέμη Μαργαρόπουλο, και φεύγουμε για Λονδίνο, ώστε να τους δείξω τι εννοούσα όταν έλεγα ότι είχα συγκεκριμένη άποψη για τον ήχο. Πάμε στο Heaven ένα βράδυ που έπαιζε ο Tony Humphries και βλέπω κάτι φοβερά ηχεία που είχε βγάλει τότε η JBL. Ακούω εκείνο το υποχθόνιο sub bass −την αισθανόσουν τη μουσική, δεν την άκουγες μόνο−, ρωτάω, μαθαίνω τα μοντέλα, ερχόμαστε πίσω και τα αγοράζουμε, όπως και μείκτη με cross fader, μόνιτορ… δεν τα ήξεραν τότε αυτά εδώ. Φαντάσου, απόρησαν στην εταιρεία και μας ρώτησαν τι το θέλαμε το μόνιτορ, αφού θα έπαιζε DJ! Τη δεύτερη χρονιά, με τα κέρδη μας –που φυσικά δεν κρατήσαμε−, πήγαμε στην καλύτερη εταιρεία στην Αγγλία και αγοράσαμε laser, φέραμε το πρώτο στην Ελλάδα, με 2 κεφαλές και 3 χρώματα. Ήμασταν οι πρώτοι που βάλαμε πιστωτική κάρτα, που σερβίραμε νερό σε μπουκαλάκι. Είχαμε κάρτα μέλους. Φυσικά, στα εγκαίνια του μαγαζιού αποφασίσαμε να φέρουμε τον Alfredo, τον DJ που ακούγαμε στην περίφημη κασέτα». «Το Faz άνοιξε τον Δεκέμβριο του 1989 και η πρώτη νύχτα ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Το μαγαζί διαφημίστηκε στόμα με στόμα και ο Αντώνης είχε φτιάξει μια ειδική πρόσκληση που δώσαμε σε καλούς φίλους. Ακόμα κι αυτό ήταν νεωτερισμός. Τότε υπήρχαν μόνο flyers και πρώτη φορά ήρθε ξένος DJ να παίξει σε εγκαίνια μαγαζιού. Το πρώτο βράδυ ξεχείλισε η Μαβίλη από κόσμο, έπεσαν τα φώτα από την πολλή ζέστη... πανικός. Ο κόσμος, με το που έμπαινε, πάθαινε σοκ. Κέρωναν στην κυριολεξία και κολλούσαν στην είσοδο. Πηγαίναμε από πίσω και τους σπρώχναμε, γιατί έκλειναν την πόρτα − άδειο το υπόλοιπο μαγαζί, αλλά δίσταζαν να προχωρήσουν μέσα. Κοίταζαν αποσβολωμένοι, άκουγαν μια τόσο διαφορετική μουσική άποψη –ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε μαζικά και αμιγώς house στην Ελλάδα−, έβλεπαν έναν καινούργιο χώρο... πραγματικό σοκ! Ανεβαίνει, λοιπόν, ο Alfredo να παίξει, τους βλέπει και καταλαβαίνει πως είναι άμαθοι τελείως και ότι δεν ήξεραν καν πώς να χορέψουν αυτήν τη μουσική. Εκείνη τη στιγμή και πολύ αυθόρμητα, η φίλη μου η Εριέττα μαζί με τη φίλη της τη Δήμητρα, που ήταν στην Κρατική Σχολή Χορού και είχαν έρθει μαζί μου στην Ίμπιζα το καλοκαίρι, ανεβαίνουν στο πάλκο και αρχίζουν να χορεύουν, ώστε να δείξουν τον τρόπο στους υπόλοιπους. Ο Alfredo που παρακολουθεί βάζει εκείνη τη στιγμή το “Another brick in the wall” των Pink Floyd, πάνω στους έλικες και στο beat του τραγουδιού κολλάει ένα άλλο πιο ηλεκτρονικό, εκεί αρχίζουν να κουνιούνται και μετά γίνεται χαμός! Δεν το πιστεύαμε, ή μάλλον το πιστεύαμε, αλλά δικαιωθήκαμε από την πρώτη νύχτα. Μετά από αυτό και για 6 μήνες, μέχρι να έρθει το καλοκαίρι, ήταν γεμάτο κάθε μέρα, ανοίγαμε όλη την εβδομάδα. Κάθε μέρα γεμάτο, κάθε μέρα πάρτι. Ξεκινήσαμε τις θεματικές βραδιές και πληρώναμε τότε 200.000 δραχμές για την κάθε διακόσμηση. Είχαμε θέσει ένα πλαίσιο, το οποίο τότε ήταν νωπό και αξεπέραστο».
«Το Faz, όμως, δεν ήταν μόνο η μουσική. Ήταν το στυλ στο ντύσιμο, ήταν η πόρτα, που αποδείχτηκε πολύ σημαντική. Τον πρώτο χρόνο και μέχρι το πρώτο Sunrise πάρτι δεν επιτρεπόταν να μπεις μέσα με τζιν. Αν φορούσες καουμπόικη μπότα, δεν έμπαινες μέσα ούτε με σφαίρες. Τότε ήταν που είχε έρθει ο Πέτρος Κωστόπουλος και τον κόψαμε στην είσοδο. Χωρίς ντάμα δεν έμπαινες, στα τρία άτομα έπρεπε να υπάρχει οπωσδήποτε μια γυναίκα, κάτω από 18 δεν έμπαινες. Ουσιαστικά, δημιουργήθηκε μια κανονική λέσχη ανθρώπων οι οποίοι είχαν κοινά ενδιαφέροντα, τον ίδιο τρόπο έκφρασης στο ντύσιμο και όχι μόνο. Το Faz, αλλά και το Area, μάλλον δημιούργησαν μια φυλή. Τα παιδιά ήταν φίλοι με όλους τους στυλίστες, τους fashion editors, τους ανθρώπους της μόδας αλλά και της τέχνης και όλοι βρίσκονταν εκεί. Τι να σου πρωτοπώ... Φαντάσου ότι τον χώρο δίπλα στα σκαλιά που οδηγούσαν στον εξώστη ήρθε και μας τον ζωγράφισε η Χριστιάνα η Σούλου. Η Χριστιάνα είναι σήμερα πολύ επιτυχημένη ζωγράφος και εκθέτει παντού στο εξωτερικό! Κοινώς, αν αυτό τον τοίχο τον είχα βγάλει και τον είχα κρατήσει, τώρα θα ήμουν πλούσιος. Π.χ. στο μπαρ δούλευε ο Αλέκος ο Συσσοβίτης με τον Χρήστο τον Μάντακα, ήμασταν ένας κύκλος ανθρώπων πολύ ιδιαίτερος, με άποψη. Για να σου δώσω να καταλάβεις, έμπαιναν οι πελάτες στο ταξί για να έρθουν στο μαγαζί και τους ρωτούσαν οι ταξιτζήδες “παιδιά, τι ντυθήκατε σήμερα, δεν έχουν έρθει ακόμα οι Απόκριες. “Πάμε στο Faz”. “Α, στο Faz πάτε, κατάλαβα”. Μετά, ένας κοινός μας φίλος, ο Βασίλης Μάικ Δεληστάθης, έφτιαξε στην είσοδο ένα τεράστιο μεταλλικό άγαλμα αγγέλου που ήταν πιο ψηλό από το μαγαζί και φωτιζόταν με λέιζερ, οπότε όποιος πέρναγε από την πλατεία Μαβίλη έβλεπε κι αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Ακόμα και η περιοχή, λοιπόν, απέκτησε ζωή, μόνο ο Μικές ήταν γνωστός εκεί». «Λίγο μετά ξεκίνησαν τα Sunrise πάρτι του μπάρμαν μας του Άκη Τίγκα, άλλο ένα όνομα που εμπνεύστηκε η αδερφή μου από το περιοδικό ID και τα πάρτι που γίνονταν στο Λονδίνο. Γιατί τα κάναμε; Έρχονταν πιτσιρικάδες, η νέα γενιά, που είχαν μεν χρήματα, όμως δεν τους άφηναν οι γονείς τους να βγαίνουν αργά το βράδυ − άλλωστε ούτε κι εμείς το θέλαμε αυτό. Μιλάμε για εκατοντάδες κόσμου που ερχόταν, έτρωγε πόρτα κι έφευγε. Όμως ήθελε να ακούσει τη μουσική, ήθελε να μυηθεί σ’ αυτό το πράγμα, διψούσε − έβλεπα να κλαίνε απ’ έξω και να παρακαλάνε να μπουν. Ο Μάνος Βαμβούκης στην πόρτα τους έλεγε να πάνε σπίτι, να φορέσουν καλύτερα ρούχα και να ξαναέρθουν και υπήρχαν άνθρωποι που το έκαναν και τότε έμπαιναν! Το “μάθημα” ξεκινούσε από την είσοδο. Τα Sunrise, λοιπόν, γίνονταν από τις 5 το απόγευμα ως τις 12 το βράδυ, τα παιδιά έπρεπε να πάνε σπίτι να κοιμηθούν νωρίς».
«Δίπλα στο Faz ήταν το Κανάλι 15, ο σταθμός του Μάκη Μηλάτου. Πάω στον Μάκη και του προτείνω να περάσουμε ένα καλώδιο από πίσω και την ώρα που παίζουν οι DJs του Sunrise να ακούγονται στο ραδιόφωνο. Τις Κυριακές, για έναν ολόκληρο χρόνο, ακούγονταν ζωντανά τα sets των DJs του Sunrise αλλά και κάποιων guests σε άλλες ζώνες του σταθμού, χωρίς να υπάρχει ακόμα το Ίντερνετ και η μοντέρνα τεχνολογία! Αυτό ήταν το έναυσμα για να ανοίξουν κι άλλοι, εξειδικευμένοι στην ηλεκτρονική μουσική ραδιοφωνικοί σταθμοί. Μα, κι εγώ γιατί έφερα την DJ Rap να παίξει στην Αθήνα; Την άκουσα στο Fantasy Radio στο Λονδίνο κι έπαθα πλάκα που υπήρχε κάποια γυναίκα DJ που έπαιζε, τραγουδούσε κι έκανε MC πάνω στη μουσική. Από τα decks του Faz πέρασαν οι Alfredo, Fabio, Grooverider, Leo Mas, Paul Oakenfold, Carl Cox, DJ Rap, Ricardo Da Force… Όλα, μα όλα αυτά τα sets τα έχω γράψει σε κασέτες». «Κοινωνικοπολιτικά, εκείνη την εποχή συμπλήρωνε το ΠΑΣΟΚ 10 περίπου χρόνια στην εξουσία. Μετά τη δικτατορία και μέχρι το ΠΑΣΟΚ, το ’81, υπήρχαν ζόφος και καταπίεση, πολλή βία. Στις συναυλίες έπεφτε ξύλο, στις διαδηλώσεις ξύλο, στο Πολυτεχνείο ξύλο, νεκροί. Θυμάμαι, περίμενα με το δερμάτινο perfecto στην Καισαριανή μια φίλη μου να τελειώσει από ένα συνέδριο του ΚΚΕ(εσ), περνούν δύο αστυνομικοί και με συνοπτικές διαδικασίες με ρωτούν ποιος είμαι, τι είναι αυτά που φοράω, έφαγα επιτόπου σφαλιάρα και με πήγαν και στο Τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Φοράς σκουλαρίκι; Φοράς «πέτσινο»; Είναι λόγος για να πας στο Τμήμα, να τις φας και να σου κάνουν και σπάσιμο νεύρων με την εξακρίβωση και την κράτηση μέχρι το πρωί. Μετά το ’81 δεν σε πείραζαν, δεν σε άγγιζαν, ήσουν ελεύθερος να εκφραστείς... Συγχρόνως, πέφτουν και τα πρώτα χρήματα στην αγορά. Βγαίναμε τότε καθημερινά, τα νυχτερινά μαγαζιά ήταν ανοιχτά κάθε βράδυ, υπήρχε οικονομική δυνατότητα. Μπορούσες πια να πάρεις ένα καλύτερο ρούχο, να πάρεις δίσκους εισαγωγής, υπήρχε ελεύθερο πνεύμα, όπως υπήρχε και η πολιτισμική διαφορά ενός μικρού ποσοστού του πληθυσμού σε σχέση με το υπόλοιπο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ορατοί πλέον, π.χ. οι gay πριν ήταν, αν όχι περίγελος, σίγουρα δακτυλοδεικτούμενοι. Άρα, η κατάσταση ήταν έτοιμη λειτουργικά και κοινωνικά, αυτοί οι άνθρωποι ήταν πια μέσα στα πράγματα, μπορούσαν να εκφραστούν και να δείξουν το πρόσωπό τους: faz».
«Οι συνθήκες, τελικά, ευνόησαν τη δημιουργία αυτού του χώρου. Η Ελλάδα τότε ήταν Πανταζής, Άντζελα Δημητρίου, μπουζούκια, καουμπόικες μπότες, το “La Bamba” να παίζει σε όλα τα μαγαζιά, όμως αυτό δεν μας δυσκόλεψε κάπου, ήταν το κίνητρο για να ξεφύγουμε από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Ήταν ο ασφυξιογόνος κλοιός πέρα από τον οποίο θέλαμε να αναπνεύσουμε. Το Faz δεν ήταν οι τοίχοι, φτιάξαμε μια μικρή κοινωνία στην οποία καθένας ήταν κάτι, είχε μοναδική αξία.Η παρακαταθήκη που άφησε το Faz είναι ότι κουβαλάς μέσα σου την ανάμνηση της ιστορίας που κάποια μέρα ανακαλύπτεις ότι δεν σου είναι απαραίτητη και την εγκαταλείπεις. Το feedback που παίρναμε από τον κόσμο ήταν μεθυστικό, αποθεωτικό, θριαμβευτικό. Από την πρώτη μέρα πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας, ζούσαμε σε έναν δικό μας μικρόκοσμο. Από αυτό το μαγαζί βγήκαν κομμωτές, ηθοποιοί, στυλίστες, σχεδιαστές, αλλά και οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί μετά έκαναν άλμα. Ζήσαμε μια πρωτόγνωρη κοινωνική εξέλιξη εν τη γενέσει της συγχρόνως με όλο τον κόσμο. Το Faz υπήρχε στην Ελλάδα 10 χρόνια πριν ανοίξει αμιγώς house club στην Αμερική, 4 χρόνια πριν από το Παρίσι, 2 χρόνια πριν από το Άμστερνταμ. Αφού πηγαίναμε στη Γαλλία και γελούσαμε, λέγαμε πόσο ξενέρωτοι ήταν αυτοί. Η φάση ήταν Λονδίνο, Ίμπιζα, Αθήνα, Φρανκφούρτη, Βέλγιο. Και από εκεί ξεκίνησε το πανηγύρι...». «Την Πρωτοχρονιά του ’90 έρχονται και παίζουν οι Fabio και Grooverider, που τότε εμφανίζονταν στα καλύτερα πάρτι στην Αγγλία, χωρίς να μας ρωτήσουν καν πόσα χρήματα θα πάρουν. Είχε διαδοθεί στο εξωτερικό πως υπήρχε ένα κλαμπ στην Ελλάδα που έπαιζε αυτήν τη μουσική. Και πώς γίνεται ακόμα πιο γνωστό; Στο βιντεοκλίπ του “3 A.M. Eternal” των KLF ο αείμνηστος Ricardo Da Force –που είχε έρθει να παίξει σ’ εμάς− φοράει στον λαιμό του το μενταγιόν του Faz. Εμείς είχαμε επίγνωση του τι γινόταν, ότι σε μια χώρα όπου έπαιζαν μουσική ο Νίκος, ο Πάνος και ο Γιάννης έσκαγαν οι σταρ της σκηνής μας για guesting. Ένα άλλο σημαντικό πράγμα που έγινε στο Faz ήταν το πάντρεμα των διαφόρων φυλών στην πίστα. Μέχρι να ανοίξει, οι ροκάδες, οι ροκαμπιλάδες, οι πανκ, οι skinheads, οι fashion victims, οι gay κορόιδευαν ο ένας τον άλλον, έπαιζαν ξύλο μεταξύ τους. Μέχρι που έσκασε το ecstacy και γίναμε όλοι αδέρφια! Υπήρχε πολλή βία έξω, αλλά υπήρχε και μια όαση μέσα σ’ εκείνη την πίστα όπου ήταν όλοι αγαπημένοι. Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος που δεν αντιμετωπίσαμε κάποια δυσκολία, μας θεωρούσαν γραφικούς, σ’ αυτό ήμασταν τυχεροί».
«Κανείς δεν προσπάθησε να μιμηθεί αυτό που κάναμε, δεν γινόταν. Άνοιξαν μικρότερα μαγαζιά δίπλα μας και γύρω μας, αλλά δεν συγκρίνονταν. Το Faz κράτησε 3 χρόνια. Έκλεισε γιατί συμπλήρωσε τον κύκλο του ως προσωπική έκφραση. Αυτό που θέλαμε το κάναμε πλήρως και μετά τα ίδια τα δικά μας τα παιδιά άνοιξαν τα φτερά τους και ξεκίνησαν να κάνουν πράγματα. Ο Άκης ξεκίνησε να κάνει τα Sunrise Zone πάρτι −που έγιναν πρώτα σ’ εμάς− στο Άλσος, στο Tessera, στην παραλιακή. Οι Magna, o Μάνος και ο Ηλίας που δούλευαν στο Faz, ξεκίνησαν τα δικά τους πάρτι. Ουσιαστικά, όλη η σκηνή που ακολούθησε, γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε εκεί μέσα. Πάρα πολύς κόσμος έρχεται ακόμα και σήμερα και με ευχαριστεί γιατί του έδωσα το έναυσμα, την έμπνευση και τη δύναμη να αποφασίσει την πορεία της ζωής του – ήθελαν να γίνουν DJs, να ασχοληθούν με τη μουσική παραγωγή, τη μόδα». «Η παρακαταθήκη που άφησε το Faz είναι ότι κουβαλάς μέσα σου την ανάμνηση της ιστορίας που κάποια μέρα ανακαλύπτεις ότι δεν σου είναι απαραίτητη και την εγκαταλείπεις. Ήταν τέτοια η συγκυρία και ήταν ο τόπος από τον οποίο πέρασε πολύς κόσμος που έκανε το άλμα στην αντίπερα όχθη. Μετά, δεν ξαναγυρίζεις πίσω, δεν περνάς το ίδιο ποτάμι δυο φορές. Τέθηκαν υψηλά στάνταρ που κάποιοι τα ακολούθησαν όλη τους τη ζωή όσον αφορά το τι περιμένει κάποιος όταν βγει να κάνει clubbing, να πάει στο μπαρ, να ακούσει έναν DJ. Μοιράζαμε κασέτες στον κόσμο για να ακουστεί και να διαδοθεί αυτή η μουσική. Όμως οι ίδιοι οι συντελεστές δεν σεβάστηκαν αυτό που γινόταν εκεί μέσα, μάλλον δεν το αντιλήφθηκαν όσο συνέβαινε, δεν το κατανόησαν σε βάθος − μόνο εκ των υστέρων, μόλις έκλεισε. Δεν τους κακίζω, μια και έγινε αυθόρμητα, ήταν η φυσική εξέλιξη. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις, ο καλός διακοσμητής, ο καλός σχεδιαστής, ο καλός DJ που πηγαίνει χρόνια στο εξωτερικό και είναι ικανός, ο φίλος του που είναι γλύπτης, όλο αυτό το fashion κοινό, το Area στο Κολωνάκι, όλα, μα όλα, έγιναν αυθόρμητα. Δεν μπορείς να το προσχεδιάσεις αυτό, δεν ξαναγίνεται».
Εμπαιναν οι πελάτες στο ταξί για να έρθουν στο μαγαζί και τους ρωτούσαν οι ταξιτζήδες “παιδιά, τι ντυθήκατε σήμερα, δεν έχουν έρθει ακόμα οι Απόκριες. “Πάμε στο Faz”. “Α, στο Faz πάτε, κατάλαβα”.
«Μετά δημιουργήθηκαν κλαμπ, promoters και ομάδες, αλλά ήταν άλλο πράγμα. Καθετί είναι μοναδικό τη στιγμή που γίνεται και από αυτούς που γίνεται. Για να δημιουργηθεί μια σκηνή −μια ερώτηση που μου απευθύνουν πολύ συχνά−, πρέπει πρώτα να αναρρωτηθούμε τι είναι. Σκηνή είναι οι άνθρωποι, κι αφού υπάρχει ένα αξιόλογο κοινό, κάπου πρέπει να πάει, σε χώρους όπου θα μπορεί να εκφράζεται. Έτσι γίνονται τα κλαμπ. Αφού ήταν νωπό το παράδειγμα και το εγχείρημα του Faz, μπορούσαν κι άλλοι να κάνουν το δικό τους. Το δικό μας ήταν τόλμημα, γιατί δεν είχε ξαναγίνει. Αυτή είναι η διαφορά, το ότι συνεχίζεις να πατάς σε χνάρια που έχουν χαραχτεί. Εμείς κάναμε φροντιστήριο στον τρόπο που γίνεται το clubbing. Ακόμα και με τα ποτήρια με το λογότυπο του μαγαζιού γινόταν προώθηση πωλήσεων − χάναμε 5.000 ποτήρια τον μήνα! Έρχονταν από τα Γιάννενα, την Κρήτη, τη Φλώρινα για να πάρουν αυτό το ποτήρι κι εμείς κάναμε τα στραβά μάτια. Μα, το Faz έχει εξελιχθεί σε έναν αστικό μύθο, τύπου “ήμουν κι εγώ εκεί, εγώ έμπαινα στο Faz, ήμουν ένας από αυτούς τους 600, ή έπαιξα κι εγώ στο Faz”». «Πριν κλείσουμε, είχαμε ήδη βρει το Loft για να μεταφερθούμε σε μεγαλύτερο χώρο, αλλά δεν το κάναμε ποτέ − το λειτούργησε μετά ο Λάκης Ραπτάκης. Έρχονταν επιχειρηματίες και μας πρότειναν να πάμε το καλοκαίρι στην παραλία, να γίνουμε μαζικοί. Προσωπικά, πιστεύω πως μόνο το Sunrise πήρε ουσιαστικά τη σκυτάλη. Δύσκολα μπορούσα κι εγώ να διασκεδάσω αλλού μετά, τα περισσότερα πάρτι που γίνονταν ήταν κακέκτυπα ή δήθεν, δεν έμπαινες καν στη διαδικασία να τα συγκρίνεις μ’ αυτό που είχε γίνει στο Faz. Πάντως, κανείς δεν με πλησίασε μετά για να επαναλάβουμε αυτή την επιτυχία. Οι επιχειρηματίες είχαν το δικό τους στυλ, λαϊκή κουλτούρα, είχαν διαφορετικά πρότυπα: τα μπουζούκια. Στην Ελλάδα, ό,τι γίνεται, γίνεται από ιδιωτική πρωτοβουλία, είναι μονάδες αυτοί που εμφανίζονται και κάνουν τη διαφορά. Φεύγει η μονάδα; Καταρρέει το “οικοδόμημα”. Το σύστημά μας είναι καθαρά ανατολίτικο, δεν στηρίζεται στην αξιοκρατία –στους άξιους θέλουμε να βάλουμε τρικλοποδιά ή να τους αντιγράψουμε και να τους παραγκωνίσουμε−, το σύστημά μας είναι το ανατολίτικο που βασίζεται στις σχέσεις. Γι’ αυτό οι Αγγλοσάξωνες διοικούν όλο τον κόσμο, επειδή σέβονται την αξιοκρατία. Οπότε, λοιπόν, δεν με προσέγγισαν, γιατί με έβλεπαν ως ανταγωνιστή, αν με έβλεπαν καν. Βλέπεις, δεν ήθελαν να εξελιχθούμε, δεν ήταν ανοιχτόμυαλοι ώστε να μας “αξιοποιήσουν”».
«Λίγο μετά άνοιξε το +Soda στο Αεροδρόμιο, το οποίο δεν πήγαινε καλά. Έχοντας γυρίσει πάλι από την Ίμπιζα, πάω και τους λέω: “Ελάτε να παίξουμε house με χαρακτήρα, τι είναι αυτά τα εμπορικά που παίζετε εδώ πέρα;”. Στο καπάκι τούς φέρνω τον Kevin Saunderson μια Πέμπτη, παίζω κι εγώ το επόμενο Σάββατο, γίνεται το “μπαμ” κι έτσι αποφασίζουν να κάνουν το +Soda το χειμερινό. Συνεργάστηκα μαζί τους γιατί έψαχνα χώρο να εκφραστώ και να φέρω DJs που άκουγα στο εξωτερικό για να ανανεωθεί η αγορά. Ήταν η εποχή που έγινε η μεγάλη έκρηξη στη σκηνή, πέρασε στον πολύ κόσμο, τα μεγέθη έγιναν τεράστια πια. Συγχρόνως, ο Άκης Τίγκας και ο Κωστίλο της Frond μου ανταπέδωσαν τη μύηση στο Faz και με έβαλαν συνέταιρο στα Sunrise Zone parties. Τότε, λοιπόν, πέφτει η ιδέα στο συγκεκριμένο πάρτι να υπάρχουν πολλά stages με διαφορετική μουσική, αλλά και after hours events. Εκείνη την εποχή γνωρίζω την πρώην γυναίκα μου, που ήταν από την Ελβετία. Τη βλέπω, την ερωτεύομαι, τα παρατάω όλα και μετακομίζω το 1997. Το πρώτο πράγμα που βλέπω και γνωρίζω εκεί, από κοντά, είναι τα φεστιβάλ. Ήδη τα Love Parade και Street Parade, με τα οποία και συνεργάστηκα, βρίσκονταν στον τρίτο χρόνο της ύπαρξής τους. Γυρνώντας πίσω, χωρισμένος πλέον, φέρνω μαζί μου αυτή την εμπειρία και την παρακαταθήκη. Τι δεν έχει γίνει στην Ελλάδα; Φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής. Κάνω το πρώτο Energy Dance Festival στις 8 Σεπτεμβρίου 2001 στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Δώδεκα χιλιάδες άτομα ξαφνικά από όλη την Ελλάδα, με Paul Oakenfold, Deep Dish, Alex Neri αλλά και Έλληνες στα decks. Με πλησίασαν τότε από την DiDi Music να συνεργαστούμε, αλλά θεωρούσα πως ο χώρος του Ιδρύματος δεν ήταν κατάλληλος, το είχα δει. Ρίχνω, λοιπόν, την ιδέα να πάμε στα τέσσερα μαγαζιά του Μαρασούλη στην Ιερά Οδό και κάνουμε φεστιβάλ με τέσσερα stages στο κέντρο της πόλης! Τρία χρόνια τα διοργανώναμε και μετά, πολύ ορθά, μπήκαν στο εγχείρημα κι άλλοι».
«Τα πάντα στην Ελλάδα, το επαναλαμβάνω, γίνονται από ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία κιόλας δεν τυγχάνει υποστήριξης πολύ εύκολα. Πώς, π.χ., στις κυβερνήσεις κλέβουν οι υπουργοί και αμαυρώνεται το όνομα ή η δουλειά του πρωθυπουργού; Αυτό γίνεται και στην κοινωνία, δεν σεβόμαστε ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν έχουμε συνειδητή συμμετοχή σ’ αυτό που γίνεται, ό,τι και να γίνεται. Είμαστε ένα συνονθύλευμα που δεν ευνοεί τη δημιουργία τάσεων και σκηνών με διάρκεια. Μόλις έφυγε ο Χατζιδάκις άρχισε να χωλαίνει η σκηνή που υπηρετούσε, μόλις έφυγε ο Θεοδωράκης, κόπηκε το πολιτικό τραγούδι. Όλα, μα όλα στηρίζονται σε μονάδες, δεν γίνεται κάτι συλλογικά, συνεργατικά και συνειδητά, να προσπαθήσουμε όλοι μαζί ώστε να βγάλουμε το ψωμί μας. Συν το ότι είμαστε και μικρή αγορά».
«Η μεγάλη μου ικανοποίηση είναι να βλέπω τη σκηνή που υπάρχει στον ηλεκτρονικό/χορευτικό ήχο στην Ελλάδα σήμερα, να έρχονται παιδιά θαμώνων του Faz και να με ρωτούν μέσα στο κλαμπ: “Εσείς είστε ο κύριος Floorfiller; Ο πατέρας μου ή η μητέρα μου ερχόταν στο Faz”. Υπάρχει κοινό. Αυτό που λέγαμε εμείς “σκηνή” έχει αντιστραφει τώρα. Υπάρχει το κοινό, αλλά αυτήν τη στιγμή τα μαγαζιά είναι ελάχιστα. Δεν υπάρχουν τα Venue, Mercedes, U-Matic, +Soda, City Groove κ.λπ. που υπήρχαν στην Αθήνα, όλα σε μια χρονιά. Έφυγε ο Γιώργος Σειράς, έκλεισε το City Groove; Δεν υπάρχει ένα μέρος στο οποίο να μπορείς να πας και ν’ ακούσεις σταθερά το happy, funky house που ακουγόταν εκεί. Γιατί ο Σειράς, ο Χρήστος Ζωγόπουλος, ο Pascal, ο Akylla, ήταν μονάδες. Το clubbing περνάει μια οικονομικο-κοινωνική κρίση, όπως και η χώρα, πρέπει να περάσει ένα χρονικό διάστημα μέχρι να ξαναέρθουν χρήματα, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση μας έχει βάλει σε καραντίνα για να μας “συνετίσει”. Γιατί η show business είναι show, business χωρίς show δεν γίνεται. Δεν γίνεται να κάνεις κλαμπ, βλέπε six d.o.g.s, και να μην έχεις κινούμενα ρομποτικά φωτορρυθμικά. Επίσης, έχουμε γυρίσει πάλι στην παλιά εποχή, σπανίως πάω σε πάρτι που να λένε τι ώρα παίζει ο κάθε DJ. Δεν μπορείς να βγάζεις τον guest 4:30 το πρωί και να ακούω 4,5 ώρες ένα πιτσιρίκι που δεν ξέρει την τύφλα του να παίζει ένα μονότονο πράγμα. Το κυρίως φαγητό βγαίνει τη σωστή ώρα, όχι στο επιδόρπιο. Οι διοργανωτές δεν έχουν την εμπειρία ούτε και τη βαθύτερη γνώση, λόγω έλλειψης σπουδής στο αντικείμενο και καλλιέργειας. Δεν είναι ουσιαστικά καλλιεργημένοι (στο αντικείμενό τους), το κάνουν για να φανούν. Πώς πας στον ιππόδρομο και κάποιος περηφανεύεται πως έχει τέσσερα άλογα ή τέσσερα σκάφη; Είμαι κι εγώ διοργανωτής. Δεν είναι ο θιασάρχης ο Κουν, ο παραγωγός ο Φίνος, ο σκηνοθέτης Λευτέρης Βογιατζής με τη γνώση και το εκτόπισμα στον χώρο τους. Δεν γίνεται να είσαι και παραγωγός και σκηνοθέτης και ηθοποιός και θιασάρχης, κάτι δεν θα κάνεις καλά. Αυτό είναι καθαρός εγωισμός».
«Δες τι γίνεται σήμερα στα περισσότερα κλαμπ και στα περισσότερα πάρτι: δουλεύουν με ξένους DJs και οι Έλληνες κάνουν το warm up: αυτή ήταν πάντα η μεγαλύτερη διαφωνία που είχα με τους συνεργάτες μου μετά το Faz, ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον ίδιο μας τον εαυτό. Δες τις αφίσες που κυκλοφορούν και την τεράστια διαφορά μεγέθους της γραμματοσειράς, όταν αναδεικνύουν τον ξένο και όχι τον Έλληνα DJ. Άρα εμείς οι ιδιοι υποβιβάζουμε τον εαυτό μας. Προϊδεάζεις τον κόσμο από την αφίσα ότι “εγώ στηρίζομαι στους ξένους”. Ναι, έχουμε το γόνιμο έδαφος και τη δυναμική για τη δημιουργία σκηνής, ωστόσο με αυτό τον τρόπο δεν πιστεύω ότι θα ευδοκιμήσει ποτέ η κατάσταση. Από την άλλη, μετά από 25 χρόνια πλέον έχω τη χαρά να επιλέγω για τα sets μου κομμάτια Ελλήνων παραγωγών, και μιλάω συγκεκριμένα για τη χορευτική και όχι την ηλεκτρονική σκηνή. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον 10 ταλέντα που παίζουν σε όλο τον κόσμο και δεν τα ξέρει το ευρύ κοινό στη χώρα τους! Αυτοί όλοι θα μπορούσαν να έχουν δικές τους, σταθερές βραδιές σε κλαμπ και πάρτι εδώ, όπως γίνεται παντού έξω, ώστε να αναδεικνύονται και να εμπλουτιστεί η σκηνή. Δεν είμαι και τόσο αισιόδοξος, λοιπόν, ότι όλο αυτό μπορεί να αναπτυχθεί κουβαλώντας αυτήν τη λογική κι αυτό το μυαλό. Ευτυχώς, δηλαδή, που υπάρχει ο Lorenzo με τα Blend στην Αθήνα και γίνεται κάτι σταθερά, γιατί κι αυτός “τραβάει” κάποιους ανταγωνιστές μαζί του».
«Σε ό,τι έχει να κάνει με το DJing σήμερα στη χώρα, καθένας μπορεί να παίζει ένα “όργανο”. Άλλο το “είμαι οργανοπαίχτης”, άλλο το “είμαι καλλιτέχνης” και επίσης διαφορετικό το “είμαι δημιουργός, παραγωγός μουσικής”. “Είμαι DJ” σημαίνει πως ξέρω καταρχάς να παίζω ένα όργανο που λέγεται πικάπ ή ξέρω να παίζω με έναν συνδυασμό ηλεκτρονικών οργάνων και προγραμμάτων, όπως είναι το Traktor, το Serato, με controller κ.λπ. Έχω επίσης μάθει καλά την τέχνη τού να διαχειρίζομαι τις διαθέσεις του κοινού στην πίστα, κάνοντας τις κατάλληλες μουσικές επιλογές, μιξάροντάς τες περίτεχνα. Αυτό μαθαίνεται πλέον είτε πηγαίνοντας σε μια σχολή ή σε δάσκαλο, είτε είσαι αυτοδίδακτος. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη δουλειά του μουσικού παραγωγού και αλλιώς πρέπει να εκτιμάται. Κάποιος μπορεί να είναι πολύ καλός παραγωγός, αλλά να είναι χάλια DJ και το αντίθετο. Είναι σπάνιο φαινόμενο να είναι κάποιος καλός και στα δύο είδη. Δυστυχώς, πάλι επιλέγονται στη σκηνή μέτριοι ή άπειροι, γνωστοί ενός κλειστού κύκλου. Συνήθως, οι club managers είναι αδιάφοροι, ενώ είναι άφαντοι οι party promoters με όραμα και διάθεση να τηρήσουν υψηλά κριτήρια επιλογής (νέων) Ελλήνων DJs με χαρακτήρα και προσόντα − έτσι χάνεται όλη η προηγούμενη προσπάθεια για την εξέλιξη μιας αξιόλογης σκηνής. Άλλο ένα πράγμα που έφερα στην Ελλάδα, επειδή το είδα στο εξωτερικό, ήταν τα καλλιτεχνικά συμβόλαια για τους DJs με όρους και προϋποθέσεις. Δεν μπορείς να πηγαίνεις ναι παίξεις και να μην υπάρχει π.χ. μόνιτορ ή άψογος μείκτης ή να μην πάρεις έγκαιρα την αμοιβή σου, ώστε να μπορείς να κάνεις σωστά τη δουλειά σου. Με τη Floorfiller Promotions έμαθα σε όλη τη σκηνή και σε όλη την Ελλάδα τη δουλειά, από το μηδέν».
«Αλληλεγγύη και ωριμότητα, πάντως, δεν δείξαμε ιδιαίτερη, συνήθως υπήρχε μόνο στα λόγια και κατόπιν εορτής. Ούτε εκτιμήσαμε έγκαιρα αυτό που έκανε το Faz, αυτό που έκανε ο Άκης ή κάποιοι άλλοι μετέπειτα, όταν όλοι αυτοί πάλευαν με νύχια και με δόντια για να πετύχουν. Υπήρχε μεν μια σχετική τήρηση των ορίων και των κανόνων, χωρίς να επιβεβαιώνεται ότι τρέφεις ειλικρινή σεβασμό για τον άλλον, που απλώς σου τον επέβαλλε. Χώρια που συνήθως έμενε στα λόγια και δεν τον ακολουθούσαν οι πράξεις. Σεβασμός σημαίνει ότι ο Alfredo είναι σήμερα 65 ετών και εμφανίζεται τακτικά κάθε χρόνο στα κλαμπ στην Ίμπιζα. Ποιος διοργανωτής, θεωρητικά, θα προωθήσει έναν μεσήλικα να παίζει χορευτική μουσική στους νέους; Αυτοί εκεί, όμως, αφενός αξιοποιούν την καλλιτεχνική αξία που πηγάζει σήμερα από το ταλέντο και την τεράστια εμπειρία, αφετέρου ανταποδίδουν την αγάπη και το γεγονός ότι πολλά στηρίχτηκαν πάνω του, όταν ξεκίνησαν μαζί. Ο Carl Cox κλείνει τα 55 το καλοκαίρι... Ο σεβασμός είναι κομμάτι της αξιοκρατίας, είναι επίκτητος, πρέπει να διδάσκεται στην οικογένεια και στο σχολείο, αλλά να τηρείται στη συνέχεια σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής από την πλειονότητα. Όταν πχ. βγαίνει ο πρωθυπουργός της χώρας και λέει “ψήφισε και δεν θα δεχτούμε το μνημόνιο” και μετά, δίχως εξηγήσεις, δεν τηρεί τον λόγο του, τότε δεν εμπνέει τον σεβασμό σε κανέναν απολύτως. Το ζήτημα της οποιασδήποτε ανταπόδοσης δεν είναι ηθικό, είναι αμφίδρομο».
«Είμαι μια μονάδα και φροντίζω κατά το δυνατόν να φτιάχνω τη δική μου ζωή και τις δικές μου συνθήκες, ώστε να μπορώ να εκφραστώ. Έχω την επίγνωση του ότι η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή και την πλήρη συναίσθηση ότι τίποτα δεν θα μου χαριστεί. Φτάσαμε στο 2016 και στο 2017 για να παίζουν ο Pascal και ο Akylla σε ένα ιντερνετικό ραδιόφωνο, ενώ πέρασαν τόσοι σταθμοί στα FM και δεν μας κάλεσε ποτέ κάποιος να παίξουμε τακτικά DJ sets, μόνο καμιά φορά, στη χάση και στη φέξη. Δεν επένδυσαν σε ανθρώπους και εκπομπές που προάγουν καλλιτέχνες DJs όπως κάνουν στην Αγγλία − o Pete Tong έχει μία από τις πιο επιτυχημένες εκπομπές στο BBC Radio 1 τα τελευταία 26 χρόνια. Η ραδιοφωνική λογική ήταν πάντα “αν μπορεί αυτός, τότε μπορούμε κι εμείς”. Στο παγιωμένο πελατειακό σύστημα παντού και πάντα επιβιώνουν οι άνθρωποι που έχουν τις σχέσεις που εξυπηρετούν, όχι οι άξιοι. Έτσι, λοιπόν, θα ελπίζουμε πως θα συνεχίσουν να εμφανίζονται σ’ αυτήν τη χώρα οι μονάδες ή οι ομάδες των πολύ λίγων που θα κάνουν τη διαφορά. Πραγματικά, αν υπήρχαν τα χρήματα κι έρχονταν πάλι σήμερα τα παιδιά, εγώ θα ξανάνοιγα ένα Faz σε σύγχρονη μορφή και πιστεύω πως θα ξαναέκανε επιτυχία, ειδικά με το κενό που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην αγορά. Αυτή κι αν είναι μια καλή πρόκληση. Οι προθέσεις, οι συνθήκες και τα δεδομένα, τα κριτήρια της επιτυχίας, ναι, είναι διαφορετικά, αλλά πιστεύω πως για όλα υπάρχουν λύσεις και οι κατάλληλοι άνθρωποι που δεν διστάζουν να ικανοποιήσουν τα όνειρά τους».