Λάθη, παραλείψεις και αστοχίες των προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας αναγνωρίζει η ανεξάρτητη μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ESM.
Η μελέτη, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Πέμπτη, διενεργήθηκε υπό την καθοδήγηση του Χοακίν Αλμούνια, πρώην Επιτρόπου Οικονομικών υποθέσεων. «Η έκτακτη υποστήριξη που παρασχέθηκε στην Ελλάδα από τον ΕSM βοήθησε τη χώρα να παραμείνει στην ευρωζώνη, διατηρώντας την ακεραιότητα της νομισματικής ένωσης», δήλωσε ο Αλμούνια, που συμπλήρωσε όμως:
«Την ίδια ώρα, η Ελλάδα και οι πολίτες της υπέφεραν τις συνέπειες 8 χρόνων οικονομικής προσαρμογής. Τα ευρήματα αυτής της αξιολόγησης μπορούν να βοηθήσουν να βελτιωθεί η λήψη αποφάσεων σε μελλοντικά προγράμματα, αλλά και να αυξηθεί περαιτέρω η διαφάνεια και η λογοδοσία των ενεργειών του ESM».
Τα προγράμματα βοήθησαν να επιτευχθεί ο στόχος της διατήρησης της ακεραιότητας της ευρωζώνης και της αποκατάστασης της οικονομικής σταθερότητας στην Ελλάδα, αναφέρεται στα βασικά συμπεράσματα της αξιολόγησης. «Όμως, δόθηκε ανεπαρκής προσοχή στις υποκείμενες κοινωνικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού», επισημαίνει ακόμη και επισημαίνει ότι δεν υπήρχε σαφές καταγεγραμμένο πλαίσιο για τη συστηματική ανάπτυξη των στρατηγικών στόχων του προγράμματος.
«Τα προγράμματα ήταν εν μέρει αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων και την εκπλήρωση των κοινωνικών προσδοκιών», αναφέρει η αξιολόγηση. «Τα προγράμματα αναγνώρισαν την ανάγκη εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, αλλά μόνο μερική πρόοδος επετεύχθη», σημειώνει ακόμη.
Αύξηση ανεργίας και brain drain
«Η ισχυρή συγκέντρωση στην αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας της ευρωζώνης και στη διασφάλιση της επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές είχε ακούσιες συνέπειες», αναγνωρίζει η αξιολόγηση του Αλμούνια. «Αυτές περιελάμβαναν σημαντικά αύξηση της ανεργίας και του brain drain όπως και την ανάπτυξη της ανεπίσημης οικονομίας σε βάρος της επίσημης οικονομίας», συνεχίζει, αλλά σημειώνει: «Παρόλα αυτά, είναι πιθανό αυτές οι συνέπειες να ήταν ακόμη χειρότερες χωρίς προγράμματα βοήθειας».
Ακόμη, επισημαίνεται ότι το πρόγραμμα του ΕSM έδωσε έμφαση στις δομικές μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη σε μεγαλύτερο βαθμό από τα προηγούμενα, αλλά «δεν επεδίωξε έναν στόχο μακροπρόθεσμης μακροοικονομικής βιωσιμότητας και αντοχής με συστηματικό τρόπο».
Σημειώνεται επίσης ότι τα προγράμματα «ενίσχυσαν την αντοχή του τραπεζικού τομέα, αλλά παραμένει αδύναμη η ικανότητά του να απορροφά τα σοκ. Τα μέτρα δεν στήριξαν την ικανότητά του να χρηματοδοτεί αποτελεσματικά την ανάπτυξη».
Επιπλέον, η έκθεση επισημαίνει ότι οι δανειστές πέτυχαν έναν σημαντικό βαθμό συνεργασίας σε ένα περίπλοκο περιβάλλον «αλλά η διαφορετική εξουσιοδότηση και προσέγγιση των θεσμών συνέβαλε στην έλλειψη κοινής κατανόησης στις βασικές στρατηγικές και τους βασικούς στόχους».
Τέλος, επισημαίνει ότι ESM, Κομισιόν, ΕΚΤ και ΔΝΤ δεν κατανόησαν πλήρως τις ρίζες της αδύναμης ιδιοκτησίας των προγραμμάτων εκ μέρους των Ελλήνων και τονίζει ότι «η λογική των μεταρρυθμίσεων και των μακροπρόθεσμων οφελών τους θα μπορούσαν να είχαν εξηγηθεί σε μια ευρύτερη ομάδα εμπλεκομένων και στο ελληνικό κοινό».
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι ο σχεδιασμός των μελλοντικών προγραμμάτων πρέπει να περιλαμβάνει τον καθορισμό των στόχων και τη διάρκειά τους, αναλύοντας τα κύρια προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική πραγματικότητα.