Ο Νίκος Αλεξίου γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1960 και έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2011 σε ηλικία μόλις 51 ετών έχοντας αφήσει πίσω του σημαντικότατο έργο. Μετά από σύντομες σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης το 1984 επιστρέφει στην Ελλάδα, εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ένα χρόνο αργότερα, πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στην ιστορική γκαλερί ΔΕΣΜΟΣ. Από εκείνη κιόλας την εποχή επικεντρώνεται σε ταπεινά υλικά όπως πέτρες, ξύλα, λάσπη, καλάμια και νερό.
Πρωτοπόρος στην Ελλάδα, λίγα χρόνια αργότερα, το 1987 είναι ο πρώτος που δημιουργεί με τη σειρά "Πρίσματα" άυλα έργα-εγκαταστάσεις που αναλύουν το φάσμα του λευκού φωτός στο χώρο, πάνω στη βροχή, κοκ. Θα ακολουθήσει η σειρά "Ηλιακά Σπίτια", λιτές αρχιτεκτονικές κατασκευές με καλάμια που στέκονται στο χώρο σαν άυλα αρχιτεκτονήματα, αλλά πιο γνωστός ακόμη θα γίνει με τα δαντελωτά κοπτικά του έργα-μοτίβα από χαρτί, τις χάρτινες "κουρτίνες", τα πλέγματα-"σκελετούς" από καλάμι, κοκ.
Το 1995 θα βρεθεί για πρώτη φορά στο Άγιο Όρος και από τότε θα ξεκινήσει να το επισκέπτεται συχνά και σε διάφορες χρονικές στιγμές. Εκεί θα έρθει σε επαφή με την πνευματικότητα, την έκσταση και το μυστήριο, τον ασκητισμό και τη μεταφυσική που θα επηρεάσουν βαθιά το έργο του. Το 2003 βρίσκεται υποψήφιος για το βραβείο ΔΕΣΤΕ, το 2005 εκπροσωπεί μαζί με την Λίζη Καλλιγά την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και το 2007 παίρνει μέρος στην μεγαλύτερη και σημαντικότερη σύγχρονη εικαστική διοργάνωση στον κόσμο τη Μπιενάλε Βενετίας με το μνημειακό έργο-εγκατάσταση Τhe End το οποίο αντλεί έμπνευση από το ψηφιδωτό δάπεδο της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους.
Η μεγάλη εγκατάσταση του Νίκου Αλεξίου στον κεντρικό χώρο της γκαλερί CAN στόχο της έχει να μεταφέρει όλα όσα ο καλλιτέχνης είχε εργαστεί όλα αυτά τα χρόνια, από τη δεκαετία του '80 και λίγο νωρίτερα έως το τέλος, παρουσιάζοντας ένα re-staging του έργου του όπως τo είχε οραματιστεί και παρουσιάσει σε διάφορες διοργανώσεις όπως στην Μπιενάλε Βενετίας, στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, στη Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, κοκ. και παράλληλα να αναδείξει ένα πανόραμα της πρακτικής του και του εργαστηρίου του, εκθέτοντας έργα-σφραγίδες από την καριέρα του, όπως οι κατασκευές από καλάμι, οι εγκαταστάσεις με τα τραπέζια, οι καλαμωτοί σκελετοί, οι χάρτινες κουρτίνες-πλέγματα, κτλ.
Όλες οι αναφορές και οι σταθμοί στο έργο του, μαζί με κυρίαρχα χαρακτηριστικά της πρακτικής του όπως η τάξη, η επανάληψη, η χειροτεχνία, η εμμονική διαδικασία και η ψυχεδέλεια, κάνουν όλα την εμφάνισή τους εδώ και συνθέτουν ένα συμβολικά και προσεκτικά δομημένο σύστημα έργων και στοιχείων μνήμης που μεταφέρει απόλυτα την αισθητηριακή σημαντικότητα και την πολλαπλότητα της καλλιτεχνικής του πρακτικής βοηθώντας τον θεατή να κατανοήσει το έργο του.
Από αυτή την έκθεση-αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να λείπει ο Λευτέρης Αλεξίου, πατέρας του Νίκου, αυτοδίδακτος, ερασιτέχνης καλλιτέχνης, ο οποίος επηρεάστηκε βαθιά από το καλλιτεχνικό έργο του γιου του και που φυσικά ήταν ο πρώτος που τον μιμήθηκε στις αυτοσχέδιες κατασκευές από ξυλαράκια, νήμα και καλάμια.
Η Μαρία Οικονομοπούλου γεννήθηκε το 1961 στην Καλαμάτα. Σπούδασε στην Ελεύθερη Ακαδημία Καλών Τεχνών της Χάγης και στην Ακαδημία Willem de Kooning του Ρότερνταμ. Από το 1985 ζει και εργάζεται μόνιμα στην Ολλανδία. Η δουλειά της συνδυάζει τη φωτογραφία και τα χειρόγραφα κείμενα με μια σειρά από τεχνικές που σχετίζονται με την Λαϊκή Τέχνη, όπως το κέντημα και τα κοπτικά έργα σε χαρτί. Στην έκθεση αφιέρωμα στον Νίκο Αλεξίου η Οικονομοπούλου παρουσιάζει το έργο Black Plegma το οποίο πρόκειται για ένα κείμενο που δημιουργεί την αίσθηση δαντέλας. Το κείμενο αποτελείται από συσχετισμούς των λέξεων You and Me που προκύπτουν χρησιμοποιώντας διάφορες προθέσεις. You in front of Me You round Me You with Me You on Me You all over Me you close to Me You after me You in place of Me κοκ.
Oι προτάσεις έχουν γραφτεί χωρίς κενά μεταξύ τους και οι λέξεις έχουν ενωθεί καθέτως με γραμμές. Στη συνέχεια το κείμενο έχει τυπωθεί πάνω σε χαρτί και έχουν χειρωνακτικά αφαιρεθεί οι χώροι μεταξύ των γραμμάτων με χειρουργικό λεπίδι. H διαδικασία επανάληψης των λέξεων χωρίς τη βοήθεια γλωσσικών παύσεων δημιουργεί ένα είδος αυτο-αναφοράς σε λούπα που δίνει την αίσθηση ρυθμού. Οι λέξεις αρχικά προσεκτικά επιλεγμένες, δημιουργούν στη συνέχεια ένα αρχιπέλαγος συνειρμών και σκέψεων με ποιητικό-φιλοσοφική διάθεση. Τα κενά ανάμεσα στα γράμματα δημιουργούν την εικόνα μιας οργανικής γεωμετρίας, ενώ το κείμενο άλλες φορές είναι ορατό και άλλες δυσδιάκριτο ισορροπώντας το λόγο με μία αίσθηση οπτικού μοτίβου.
Την καλλιτέχνιδα απασχολεί ο προβληματισμός σχετικά με την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. [com-plex-ity / plex –plegma] Η τριβή του υποκειμένου με τους άλλους είναι κάτι φυσικό και αναπόφευκτο αλλά από την άλλη είναι και μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας, πολλές φορές πολύπλοκη και επίπονη. H παραπομπή σε δαντέλα -κάτι όμορφο και διακοσμητικό- είναι συνειδητή και η ομορφιά είναι με αυτόν τον τρόπο σαν να προβάλλει για να μας αποζημιώσει, απαραίτητη παρηγοριά στη δυσκολία που παρουσιάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις.
Ο Λευτέρης Τάπας γεννήθηκε το 1974 στην Αμμόχωστο (Κύπρο), σπούδασε Καλές Τέχνες στο Κεντ της Αγγλίας, ζει και εργάζεται στην Λεμεσό και το 2017 αναμένεται η δεύτερη ατομική του έκθεση στη γκαλερί CAN. Τα τελευταία 15 χρόνια η δουλειά του συχνά διασταυρώνεται με εκείνη του Αλεξίου καθώς μοιράζονταν κοινούς τόπους τόσο σε ζητήματα τεχνικά, αισθητικά αλλά και εννοιολογικά. Η αγάπη για το επαναλαμβανόμενο μοτίβο που δημιουργεί ίλιγγο, η μέθη της επανάληψης, η σημασία της ανθρώπινης αφής στη δημιουργική διαδικασία η οποία μοιάζει με άσκηση πειθαρχίας και υπομονής που αγγίζει τα όρια του διαλογισμού, είναι στοιχεία κεντρικά και στους δύο. Το έργο Angels μοιάζει με σχέδιο με μολύβι που αιωρείται και πρόκειται για ένα pattern από ενωμένα φτερά χερουβείμ, κομμένο στο χέρι και περασμένο με γραφίτη, το οποίο δημιουργεί μια διάτρητη κουρτίνα. Το χάρτινο αυτό κέντημα μετεωρίζεται ανάλαφρα καταργώντας την βαρύτητα και ερωτοτροπεί με το βλέμμα, με το φως, σαν μια είσοδος ανάμεσα στο μέσα και το έξω. Η επανάληψη ενός μοτίβου η οποία στην τέχνη λογοκρίθηκε από κάποιους ως διακόσμηση και θεοποιήθηκε από άλλους όπως από τους καλλιτέχνες της POP art, αγγίζει εδώ τα όρια της ψυχεδέλειας.
Ο τίτλος της 52ης Μπιενάλε Βενετίας "Σκέψου με τις αισθήσεις, νιώσε με νου" που επιμελήθηκε ο Robert Storr, ταιριάζει εδώ απόλυτα. Ακόμη και στην ιστορία της φιλοσοφίας, όπου η επανάληψη ανέκαθεν θεωρούνταν ως κάτι αρνητικό, και οι παράγωγες ιδιότητές της υφίστανται μόνο σε σχέση με κάτι μοναδικό, ο Γάλλος φιλόσοφος Gilles Deleuze είναι ίσως από τους πρώτους που προσπάθησε να καταλάβει και να διατυπώσει μια θεωρεία για την επανάληψη όχι ως κάτι το πεπερασμένο, αλλά ως επανεφεύρεση, ως μια "ενεργό δύναμη που παράγει τη διαφορά." Η μετέωρη δαντέλα του Τάπα ορίζει έτσι έναν νέο αισθητικό κόσμο, ανοιχτό στη φαντασίωση, που αμφισβητεί ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ύλη και το χώρο. Η δύναμη της γλώσσας, η συμμόρφωση με μια διαδικασία που θυμίζει τελετουργία αλλά πάνω απ' όλα το πρόσχημα της ύλης, επανέρχεται ως έννοια ξανά και ξανά τόσο στον Τάπα όσο και στον Αλεξίου και μας παρουσιάζεται ως "αφορμή για να ξαναδούμε τον εσωτερικό μας κόσμο και τον τρόπο που αντανακλάται φυσικά στον εξωτερικό."
O Δημήτρης Τάταρης γεννήθηκε το 1975 στο Ηράκλειο. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και στη συνέχεια με υποτροφία από το Κρατικό Ίδρυμα Υποτροφιών συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Middlesex του Λονδίνου. Περισσότερο αναγνωρίσιμος για τα πολύπλοκα και τεχνικά άρτια σχέδια του, ο Τάταρης παρουσιάζει για πρώτη φορά και ειδικά για την έκθεση αυτή ένα έργο που λειτουργεί σε δύο επίπεδα και συνδυάζει το σχέδιο με ένα κοπτικό έργο-αφιέρωμα στον Νίκο Αλεξίου. Στα έργα του συχνά οραματίζεται τον εαυτό του σε στιγμές αιχμαλωσίας και εγκλεισμού. Τέτοιες σκηνές πλαισιώνει με μοτίβα επαναλαμβανόμενα ή με το καθρέφτισμα (διπλασιασμό) μέσα από τα οποία αποδίδει καλύτερα την έννοια του χρόνου που περνά. Στο συγκεκριμένο έργο ο καλλιτέχνης συνδυάζει εικόνες και αφηγήσεις εμπνευσμένες από την Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα.
Στο πρώτο επίπεδο ένα κοπτικό σχέδιο εμπνευσμένο από τα πλέγματα του Αλεξίου μεταμορφώνεται σε Mashrabiya -χαρακτηριστικό ξύλινο πάνελ με ισλαμικά μοτίβα που χρησιμοποιείται ευρέως στον Αραβικό κόσμο ως κάλυμμα στα παράθυρα και που βασικό του στόχο έχει την προστασία της ιδιωτικής ζωής καθώς παρέχει προστασία από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών χωρίς να στερεί τους ένοικους από τη θέα προς τα έξω- και στη συνέχεια σε συρματόπλεγμα, χαρακτηριστικό μοτίβο στη δουλειά του Τάταρη και σύμβολο εγκλεισμού και καταπίεσης.
Στο δεύτερο επίπεδο και μέσα από τα κενά αυτής της ιδιότυπης Mashrabiya διακρίνεται το σχέδιο με το αυτοπορτραίτο του καλλιτέχνη που σαν τον ήρωα του Κάφκα -αλλοτριωμένος, αδύναμος σωματικά και ψυχικά, και εγκλωβισμένος από απροσδιόριστες αιτίες στην οικογένεια και την εργασία- μεταμορφώνεται σε κουνούπι. Το κομβικό αυτό έργο του Τάταρη αποτελεί μια ανοιχτή πύλη στο σουρεαλιστικό του σύμπαν και φανερώνει τον πολυσχιδή χαρακτήρα του καλλιτεχνικού του ιδιώματος και την ευχέρεια με την οποία αφομοιώνει και αξιοποιεί ποικίλες τεχνικές, πηγές και μέσα. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο το οποίο μέσα από λογοτεχνικές αναφορές και πολλαπλά νήματα αφήγησης καθηλώνει το θεατή με μια κρυπτογραφημένη αλληγορία της ανθρώπινης ύπαρξης στη σύγχρονη εποχή.
Ο Στρατής Ταυλαρίδης, ο νεότερος από τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες, γεννήθηκε το 1990 στα Νέα Μάλγαρα Θεσσαλονίκης. Σπούδασε αρχικά γραφιστική και στη συνέχεια Καλές Τέχνες στο τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Η δουλειά του αντλεί απευθείας έμπνευση και αναφορές από το έργο του Νίκου Αλεξίου, τον οποίο θεωρεί σημείο σταθμό στην εξέλιξη και την ενασχόληση του με την τεχνική του paper cut. Τα έργα του στρέφουν το βλέμμα σε εικόνες της καθημερινότητας, παρακινώντας μας στην ουσία να ξανά-ανακαλύψουμε την ομορφιά μέσα από οικείες φόρμες.
Η χρονοβόρα και εμμονική διαδικασία του κόψιμου του χαρτιού με το χέρι ανακαλεί στη μνήμη τα παραδοσιακά εργόχειρα και οι φόρμες του προδίδουν τις εκκινήσεις και τις ρίζες της δουλειάς του στα παιδικά του χρόνια όταν ακόμη έβλεπε τη γιαγιά του (η οποία ξεριζώθηκε από την Ανατολική Θράκη) να κεντάει παίρνοντας έτσι μαζί της τα ήθη και τις παραδόσεις του τόπου της.
Με αυτόν τον τρόπο τα έργα του φέρουν σημάδια προσωπικών αφηγήσεων αλλά και μιας ιστορίας που ζυμωμένη πέρασε από τη μια γενιά στην άλλη ενώ παράλληλα λειτουργούν σαν σύμβολα, όχι μόνο των προσωπικών του βιωμάτων αλλά και της προσπάθειας των ανθρώπων γενικότερα να υφάνουν ξανά κι από την αρχή τις ζωές τους κοιτώντας προς το μέλλον...
ΠΟΤΕ | 16/09/2016 - 15/10/2016 |
ΠΟΥ | CAN, CHRISTINA ANDROULIDAKI GALLERY |