Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η Πειραιώς «σταματούσε» για το ευρύ κοινό περίπου στο ύψος της Ιεράς Οδού. Το Γκάζι δεν είχε ακόμα μετατραπεί σε μαζικό διασκεδαστήριο (συντέλεσε καθοριστικά σε αυτό η άφιξη του μετρό στην πλατεία Κεραμεικού το 2007), τα μπουζούκια δεν κατέβαιναν πιο χαμηλά από τη Χαμοστέρνας και η ζώνη που ακολουθούσε, προς Ταύρο και Μοσχάτο, ήταν κατά βάση βιομηχανική.
Η επιλογή της Πειραιώς 260 από τον Γιώργο Λούκο, που μόλις είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, ήταν η κίνηση-ματ για την πλήρη ανανέωση του θεσμού. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στο τεύχος 23 της LiFO, ο κ. Λούκος φιλοδοξούσε «να μεταμορφώσει έναν δυσκίνητο, δεινοσαυρικό θεσμό για λίγους, σε μια γιορτή της τέχνης για όλη την πόλη». Και τα κατάφερε.
Οι κτιριακές εγκαταστάσεις της πρώην βιομηχανίας επίπλων Τσαούσογλου, μετά την έλευση του έτοιμου επίπλου και την πτώση της εγχώριας παραγωγής, είχαν περιέλθει στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία παραχώρησε μέρος των χώρων της στο Φεστιβάλ Αθηνών, με δέσμευση χρήσης, καθότι ο βιομηχανικός χώρος έχει κηρυχθεί διατηρητέος. Το σύμπλεγμα κτιρίων της Πειραιώς 260 αποδείχθηκε εξαρχής ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και φιλόξενο για το ανήσυχο καλλιτεχνικό κοινό της πόλης, κάνοντας το ντεμπούτο του στα καλοκαίρια της Αθήνας το 2006. Εκείνη την πρώτη χρονιά, μάλιστα, φιλοξένησε αποκλειστικά ξένες παραστάσεις (από ονόματα όπως η Πίνα Μπάους, η Μαγκί Μαρέν, ο Τόμας Οστερμάιερ και ο Κριστιάν Ριζό).
«Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Λούκου, ο Λευτέρης Βογιατζής τον πήγε για πρώτη φορά σε αυτό τον χώρο, που ήταν εντελώς εγκαταλελειμμένος, με άναρχη βλάστηση, ενώ ο ίδιος επίσης συνήθιζε να λέει ότι σκότωσαν 10 φίδια στην αρχή» θυμούνται σήμερα οι εργαζόμενοι του φεστιβάλ. Έτσι βρέθηκε λοιπόν ο θεσμός στο απόκεντρο και μάλιστα σε μία περίοδο που οι βιομηχανικοί χώροι δεν χρησιμοποιούνταν ακόμα εκτεταμένα για το θέαμα, αποκτώντας έναν αέρα Βερολίνου. «Μας καλούσε κόσμος με επιφυλάξεις, “μα, θα μας πάτε σε αυτό το βρόμικο κτίριο, από πού είναι η είσοδος;”. Δεν ήξεραν καν πώς να έρθουν».
Κι όμως, μαζί με τον γειτονικό «Ελληνικό Κόσμο» του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, που είχε εγκαινιαστεί λίγα χρόνια νωρίτερα, και φυσικά με τη Σχολή Καλών Τεχνών, δημιουργήθηκε σταδιακά ένα άτυπο πολιτισμικό hub στην περιοχή. Το πιο σημαντικό, όμως: Ανανεώθηκε το κοινό του φεστιβάλ, που ως τότε ήταν, ως επί το πλείστον, μεγαλύτερης ηλικίας και συγκεκριμένου «στάτους». «Έλεγε ο Λούκος ήταν ότι θέλει πιτσιρίκια να έρχονται με το μαγιό και τις σαγιονάρες μετά τη θάλασσα».
Το σκεπτικό του Γιώργου Λούκου ήταν ότι στο χωρητικότητας άνω των 10.000 θέσεων Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και στο 5.000 θέσεων Ηρώδειο (που μέχρι τότε, μαζί με το Θέατρο του Λυκαβηττού, φιλοξενούσαν σχεδόν στο σύνολό τους τις δράσεις του φεστιβάλ) αναγκαστικά ανέβαιναν θεάματα συγκεκριμένης κλίμακας. Ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής όμως φιλοδοξούσε να αναμορφώσει κατά βάση, εκτός από τη «βιτρίνα», το περιεχόμενο, την κατεύθυνση, την ίδια την ιδεολογία του θεσμού. Χρειαζόταν έναν χώρο για πιο εναλλακτικά, πιο αβανγκάρντ πράγματα που απευθύνονταν σε μικρότερο κοινό, και κυρίως για θεάματα από την κεντρική Ευρώπη φτιαγμένα εκ των πραγμάτων για κλειστούς χώρους.
Η Πειραιώς 260 ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν: Οι σκηνές Δ, Η και Ε, με 700, 500 και 120 περίπου θέσεις αντίστοιχα, και όλες οι υπόλοιπες γωνιές, από τον χώρο Β και διάφορα δωμάτια, μέχρι τα προαύλια και τα γκαράζ, μπορούσαν πλέον να στεγάσουν από παραστάσεις θεάτρου και χορού, μέχρι περφόρμανς, installations, μουσικά live και εικαστικές εκθέσεις – ακόμα και μεγάλα πάρτι όπως αυτό της documenta14 ή το πρώτο ADD του six d.o.g.s.
Πρώτα χρησιμοποιήθηκε ο Δ, δίπλα στον «μυστικό» κήπο, κι εκεί έπεσε αρχικά το κέντρο βάρους της δραστηριότητας. Μετά διαμορφώθηκε ο Η και τελικά η ευάερη μεγάλη αυλή με το μπαράκι κέρδισε έδαφος, σημείο που και η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια, Κατερίνα Ευαγγελάτου, έχει δηλώσει πως θέλει να αξιοποιήσει περισσότερο, με φαγητό, μουσική και σχεδόν ολοήμερη κίνηση.
«Η Πειραιώς ήταν πάντα μια μικρή περιπέτεια», καταλήγουν οι άνθρωποι του φεστιβάλ, «ακόμα και το να φτάσεις, σαν να πηγαίνεις σε ένα κρυφό πάρτι». Προσωπικά έχω την αίσθηση πως το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας θυμάται σίγουρα την πρώτη του παράσταση στην Πειραιώς 260. Για μένα ήταν ένα δίπτυχο χορού που παρουσίασε η Κύπρια χορογράφος Λία Χαράκη το 2013, το πρώτο μου καλοκαίρι ως μόνιμου κατοίκου στην Αθήνα. Για Παπαϊωάννου (και «Πρώτη Ύλη») πήγαινα εκείνο το βράδυ, αλλά φυσικά εισιτήριο ούτε για δείγμα, οπότε αντ’ αυτού είδα κάτι εξίσου όμορφο, με λιγότερο hype, αλλά με μεγάλη τεχνική και αισθητική αρτιότητα.
Ο βασικός, λοιπόν, θεατρικός πυρήνας του αθηναϊκού καλοκαιριού και «σπίτι» του Φεστιβάλ Αθηνών εδώ και 15 χρόνια φέτος θα παραμείνει φέτος κλειστός, με το φεστιβάλ να περιορίζει τις δράσεις του στο Ηρώδειο και τα θέατρα της Επιδαύρου. Επειδή, όμως, τόσο οι εγκαταστάσεις όσο και το καλλιτεχνικό προϊόν της Πειραιώς 260 πραγματικά θα μας λείψουν, περιπλανηθήκαμε μαζί με 8 αγαπημένους καλλιτέχνες, που έχουν συνδεθεί με την ιστορία της, μέσω του έργου τους, σε όλα τα κτίρια του συμπλέγματος και συνομιλήσαμε μαζί τους για τις αναμνήσεις τους, το παρόν και το μέλλον του θεάτρου σε στεγασμένους χώρους, καθώς αναμένουμε ήδη με ανυπομονησία και ελπίδα το πανηγυρικό, διευρυμένο επετειακό φεστιβάλ του 2021.
Η πρώτη μου στο φεστιβάλ, όταν ανέλαβε ο Λούκος, ήταν στην Επίδαυρο, με τον Ολλανδό Paul Koek, με τον οποίο είχαμε κάνει τις «Ικέτιδες» – έπαιζε και η μάνα μου στον Χορό με τις φίλες της. Η επόμενη παράσταση ήταν το «Πεθαίνω σαν χώρα». Υπήρχε μια τεράστια ουρά που κινούνταν, διασχίζοντας τον χώρο, και μια live κάμερα που μπορούσε να προβάλλει όλη αυτή την ουρά. Στο «Insenso», το ’12, περίπου για ένα τρίλεπτο βλέπαμε τη δύση στο βουνό και με το που εξαφανιζόταν ο ήλιος, εμφανιζόταν η πρώτη γυναίκα. Η Ναυπλιώτου κοιμόταν μέσα, σε έναν καναπέ. Οι άλλες 20 εμφανίζονταν σταδιακά, μετά τη δύση.
Η μεγάλη διαφορά που έκανε η επιλογή της Πειραιώς 260 από τον Λούκο ήταν ότι αποδέσμευσε δογματονοηματικά το φεστιβάλ από την ταύτισή του με δύο εμβληματικούς ιστορικούς χώρους, την Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Με αυτή την κίνηση αυτομάτως έκανε μια ρωγμή στην αντίληψη του θεατή αλλά και των καλλιτεχνών, γιατί οι χώροι δραματουργούν από μόνοι τους, και από κει και πέρα ήταν αποκαλυπτική και ιδιαίτερα εμπνευστική για εκείνους. Και αρχαίο δράμα να παρουσιάσεις εδώ, έχει άλλη παρασημαντική στη σκέψη. Έπειτα, οι χώροι πολλαπλασιάστηκαν και δημιουργήθηκε αυτή η πολιτιστική εστία για τα καλοκαίρια των Αθηνών που επέτρεπε τις συγκεντρώσεις γύρω από το μπαρ, τη δροσιά του απογεύματος. Εγώ, στις βόλτες μου με τη μοτοσικλέτα, είχα ανακαλύψει το σημείο δίπλα και όταν μου ζητήθηκε να κάνω το «Insenso», το έκανα εκεί. Πολύ κρίσιμο είναι και το κομμάτι της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής. Όταν έρχεται ένα ακραίο καλλιτεχνικό φεστιβάλ σε έναν τόπο που δεν συνάδει με την ανθρωπογεωγραφία του, αυτό από μόνο του είναι μια σχεδόν πολιτική ρωγμή στα πολιτιστικά πράγματα, που κάνει τη δουλειά υπόγεια. Και, φυσικά, δεν μπορείς να αγνοήσεις την παρουσία την ίδια αυτών των αρχιτεκτονημάτων, που είναι δυναμικά: τον τρόπο που εκτίθενται στο φως, τον τρόπο που –το σημαντικότερο– δεν είναι σχεδιασμένα ούτε για θέατρο ούτε για χορό, αυτήν τη λοξότητα στο βλέμμα.
Ο χώρος έχει ένα παρελθόν, είναι φορτισμένος, τώρα λειτουργεί μόνο ως ισχυρή ανάμνηση κι αυτό, ξέρετε, είναι πολύ σημαντικό. Δεν είναι λίγο να δημιουργείς αναμνήσεις. Για μένα, είναι πάντα συγκινητικό, γιατί έτυχε να είναι πολύ ευφρόσυνες οι εμπειρίες μου εδώ. Είναι ένας χώρος που τον περιμένεις, περιμένεις πράγματα που τον τιμούν, δεν είναι σωστό να μην τον λάβεις υπ’ όψιν σου, γιατί θα σε εκδικηθεί. Αυτές οι ποιότητες της Πειραιώς, το άτυπο, το πρώην βιομηχανικό, η γειτνίαση με την ανθρωπογεωγραφία και την τοπογραφία της περιοχής, τα γύρω δέντρα που φύονται όπου λάχει, δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που πρέπει με νύχια και με δόντια να ανήκει στον σύγχρονο πολιτισμό.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός θα σκηνοθετήσει το έργο «Ιχνευταί» του Σοφοκλή στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου για το φεστιβάλ του 2021. Από το φθινόπωρο επιστρέφουν και οι «Κομμώτριες/Μεταπολίτευση» στο Θέατρο Θησείον.
Όταν έκανα τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου ως μονόλογο, ήταν μια μεγάλη πρόκληση για μένα, ως καλλιτεχνική έκθεση, αφού δεν εξαρτιόμουν από κάποιον άλλον παρά μόνο από τον εαυτό μου. Ήταν αρκετά μεγάλο το άγχος και η ανησυχία. Ο Λευτέρης Βογιατζής είχε φύγει και μας είχε αφήσει ορφανούς από πνευματική καθοδήγηση. Στο δευτερόλεπτο πριν βγω στον χώρο Ε, μου άνοιξε την πόρτα ο Χρήστος Μαύρος, που ήταν το δεξί χέρι του Λευτέρη. Ήταν τέτοια η ανακούφισή μου, που έλιωσα μέσα μου, λύγισα. Με το χαμόγελο του Χρήστου, σε αυτό το πέρασμα για να βγω στη σκηνή ήταν σαν να έχω τον Λευτέρη κοντά μου.
Γενικά, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Εκτός από την ανεργία πολλών συναδέλφων, δεν νομίζω ότι τους χώρους αυτούς θα τους πειράξει να μας περιμένουν έναν χρόνο. Ίσα-ίσα, θα αποφορτιστούν και λίγο, γιατί έχουν δει πολλά να γίνονται εδώ. Νομίζω πως θα μας συγχωρέσουν που θα λείψουμε για μία χρονιά, αλλά αυτό δεν το λέω ελαφρά τη καρδία, με την έννοια ότι σημασία έχουν οι ζωντανές ψυχές και το πόσο δύσκολα επιβιώνουν οι συνάδελφοι αυτήν τη στιγμή.
Η Στεφανία Γουλιώτη παίζει στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου (Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 31/7, 1 & 2/8, κι έπειτα σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα) και από τον Οκτώβριο στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, στο νέο θέατρο Προσκήνιο.
Έχω σίγουρα δύο ισχυρές αναμνήσεις που μου έρχονται απευθείας στο μυαλό. Πηγαίνω πολύ πίσω, στο ’08, στις «Βάκχες» του Θωμά Μοσχόπουλου, που ανέβηκαν στο γκαράζ, με το σκηνικό του Φωτόπουλου, ο οποίος είχε φτιάξει μια τεράστια χωματερή και ψεύτικες σκαλωσιές που γκρεμίζονταν στον σεισμό του Διονύσου. Η στιγμή που θυμάμαι, όμως, είναι από την τελευταία σκηνή, όπου εμφανιζόμουν ως Διόνυσος, από μηχανής θεός. Υπήρχε ένα αναβατόριο που έπρεπε να ανέβω, κι εγώ, γυμνός, προχωράω στα τέσσερα και συνειδητοποιώ, φτάνοντας, ότι δεν έχω κάπου να βάλω το κουτάκι του ασύρματου μικροφώνου. Οπότε ανοίγω τα δύο μου κωλομέρια, χώνω στον κώλο μου το κουτάκι, τα σφίγγω, φοράω το ακουστικό και «είμαι ο Διόνυσος». Είπα όλο τον τελευταίο μονόλογο με σφιχτά κωλομέρια κι ενώ ταυτόχρονα ένιωθα τρομακτικά εκτεθειμένος, είχα ένα μυστικό που δεν ήξερε κανείς. Η άλλη στιγμή ήταν στις «Οκτώ Γυναίκες», που δεν είχε κανείς ιδέα τι παράσταση είχαμε φτιάξει. Έχουμε τελειώσει την τελευταία μας πρόβα και είμαστε σε τέτοια απελπισία, ότι έχουμε κάνει τόση δουλειά και δεν αξίζουμε τίποτα, ότι θα μας βρίσουν, θα μας δείρουν. Έχουμε καθίσει πίσω, σε ένα δέντρο, και είμαστε μες στη μαύρη κατάθλιψη με τα μαύρα βικτοριανά φουστάνια και τσιγάρα –γιατί τότε καπνίζαμε κιόλας–, πάφα-πούφα, να μην έχει κανείς κουράγιο να συμπαρασταθεί στον διπλανό του. Μούγγα και στενοχώρια. Αυτό ευτυχώς ήρθε να ανατραπεί τις επόμενες ημέρες, αλλά η εικόνα του «δεν υπάρχει αύριο, τα ’χουμε κάνει θάλασσα» ήταν πολύ δυνατή.
Από τη μεριά των καλλιτεχνών –δεν μιλάω για την πλευρά της πολιτείας, δεν ξέρω ποια είναι η πρόθεση, θα ήθελα να μάθω το συντομότερο δυνατόν, γιατί κρίνεται πραγματικά το μέλλον και η ζωή πολλών ανθρώπων–, ξέρω ότι αν μας δοθεί ο ελάχιστος γόνιμος χώρος, εμείς θα τον εκμεταλλευτούμε. Δεν ζητάμε τον ελάχιστο. Αυτόν τον δικαιούμαστε. Ζητάμε τον μέγιστο. Είμαστε όντα που μπορούμε να επιβιώσουμε σε τρομακτικά δύσκολες συνθήκες. Προσωπικά το έχω κάνει και πολλοί συνάδελφοί μου, που αγαπώ, το έχουν καταφέρει επίσης. Ξέρω ότι απλώς χρειαζόμαστε χώρο και μια υποστήριξη. Από τη μεριά του κόσμου, έχει σημασία το πώς θα συμπεριφερθούν τα media, πώς θα πλασάρουν αυτό που περιμένουμε. Περιμένουμε όλοι ένα δεύτερο κύμα, αντικειμενικά. Δεν ξέρουμε πώς θα έρθει, πώς θα το διαχειριστούν, αλλά, όπως και αν το διαχειριστούν, το πώς θα πλασαριστεί από τα media και συνεπώς τι αποτέλεσμα θα έχει στις ψυχές των ανθρώπων είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει όλοι να καταλάβουν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μια χαζή φράση που φέρνει λίγη μεγαλύτερη ακροαματικότητα μπορεί να καταστρέψει ζωές, καριέρες, οικογένειες.
Ο Αργύρης Ξάφης παίζει στους «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη (Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 24, 25, 26/7 κι έπειτα σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα).
Η πρώτη φορά, το 2008 με τον Χουβαρδά, στις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», ήταν πολύ δυνατή. Ένα έργο που λατρεύω, με φοβερούς συνεργάτες, μεγάλη παραγωγή και μια παράσταση που είχε προετοιμαστεί για να ανοίξει το Φεστιβάλ Αθηνών αλλά και το ανακαινισμένο Εθνικό στην πρώτη χρονιά του Γιάννη. Δυστυχώς, έπεσαν έξω στις ημερομηνίες και παίξαμε εδώ, στην Πειραιώς, το φθινόπωρο, για δύο μήνες, και δίπλα έπαιζαν τις «Οκτώ Γυναίκες». Θυμάμαι, έβρεχε, και ακουγόταν από πάνω η βροχή να χτυπάει τις λαμαρίνες. Αναρωτιόμασταν «ποιος θα έρθει εδώ;», κι όμως γέμιζαν και οι δύο παραστάσεις. Αλλά και ο «Αποχαιρετισμός» είναι μες στην καρδιά μου, γιατί πρώτη φορά τόλμησα να πω μια ιδέα μου και την είδα να πραγματοποιείται με τρομερές συνθήκες, μια μοναδική εμπειρία. Δεν ήθελα να έχει εισιτήριο, το παίξαμε για δύο ημέρες. Έρχεται ο Λούκος, βλέπει τον κόσμο και μου λέει «έπρεπε να βάλουμε εισιτήριο!». Βαθιά μέσα μου έχουν μείνει και όλες οι παραστάσεις του Καστελούτσι. Ειδικά το «Περί της έννοιας του προσώπου του Υιού του Θεού» με τον Χριστό, τον γέρο πατέρα με το pampers και τον γιο που προσπαθεί να τον φροντίσει, ενώ εκείνος αφοδεύει στη σκηνή. Έκλαιγα σε όλη την παράσταση και φέτος το έζησα με τον πατέρα μου, στο lockdown, μια πολύ προσωπική κατάσταση. Ενώ ζούσα αυτά με τον πατέρα μου, συγχρόνως θυμόμουν τα ίδια από τον Καστελούτσι και κάπως ένιωθα σαν σε μια διαδικασία που ήμουν και δεν ήμουν στον εαυτό μου και στην πραγματικότητα.
Με έπιασε συγκίνηση τώρα που κατέβαινα την Πειραιώς, καθώς ερχόμουν εδώ, όχι για να δω παράσταση. Είναι τρομερά αβέβαιο το μέλλον του θεάτρου, τουλάχιστον γι’ αυτόν τον χρόνο, και δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Εμείς οι ηθοποιοί δεν ξέρουμε να κάνουμε κάτι άλλο και η δουλειά μας δεν έχει να κάνει μόνο με την επιβίωσή μας, είναι ταυτισμένη με τη ζωή μας, η κινητήρια δύναμη για να συνεχίσουμε να ζούμε. Είναι δύσκολο και απογοητευτικό και δεν ξέρω πώς να το τοποθετήσω μέσα μου. Το πιστεύω, δεν το πιστεύω, είναι ακόμα καλοκαίρι κι εγώ πολλές φορές καλοκαίρι δεν δούλευα, αλλά εάν μπει ο χειμώνας χωρίς να δουλεύουμε, με κλειστά θέατρα… Μου φαίνεται αδιανόητο ότι θα έχει έρθει η στιγμή που δεν θα έχουμε ζωντανή πρόσβαση στην τέχνη μας. Εγώ δεν είδα καμία παράσταση online. Θεωρώ ότι το θέατρο είναι θέατρο, χρειάζεται τον κόσμο για να υπάρξει. Παρότι κάποιες ξένες παραστάσεις είναι πολύ ωραία κινηματογραφημένες, δεν μου έλεγε τίποτα, δεν μπορούσα. Έχω αφήσει στο θέατρο όλα μου τα πράγματα. Πήγαινα για παράσταση, ήμουν ντυμένη, όταν με πήραν τηλέφωνο και μου ανακοίνωσαν την απόφαση του lockdown. Θα γυρίσει το κοινό; Θα έχει διάθεση; Χάθηκε πραγματικά η επαφή με τον κόσμο; Πέρασε ο κόσμος σε μια άλλη σφαίρα; Κι εγώ πέρασα σε άλλη σφαίρα, το lockdown με έβαλε να σκεφτώ πολλαπλά για τη ζωή μου, τι κάνω, πώς ζούμε. Βλέπω ότι ο κόσμος προτιμά πιο απλά πράγματα. Θα έχουμε λεφτά από τον Οκτώβριο; Τι θα κάνουμε; Τότε θα αρχίσω να σκέφτομαι πώς θα ζήσουμε ως άνθρωποι, όχι μόνο ως καλλιτέχνες. Αυτό που μου λείπει τώρα είναι που έβλεπα κάθε καλοκαίρι τους φίλους μου που δούλευαν, όλο το καλλιτεχνικό αλέρτ, το τιτίβισμα. Η θεατρική σκηνή ζούσε έντονα εδώ. Τώρα σιωπή, ακόμα και δυο-τρεις άνθρωποι που δουλεύουν μοιάζουν μαραμένοι.
Η Θέμις Μπαζάκα βρίσκεται σε συζητήσεις για τη νέα θεατρική σεζόν.
Η πρώτη φορά που ήρθα στην Πειραιώς, το 2006, ήταν η πρώτη χρονιά λειτουργίας της και η πρώτη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Γιώργου Λούκου. Μεγαλώνοντας στο Βούπερταλ, ως παιδί μεταναστών εργατικής τάξης, δεν είχα έρθει σε επαφή με το χοροθέατρό της Πίνα Μπάους, οπότε αποφάσισα πως πρέπει επιτέλους να παρακολουθήσω το ιστορικό «Καφέ Μίλερ». Μετά την παράσταση ο χορευτής Δάφνις Κόκκινος με κάλεσε στον κήπο της Δ και με έβαλε να καθίσω στο τραπέζι ακριβώς απέναντι από την Πίνα, ως «το παιδί από την πόλη μας». Εγώ τότε ήμουν νέος ηθοποιός, δεν ήξερα κανέναν στην Αθήνα, οπότε άρχισα αμήχανα να στέλνω μηνύματα από το κινητό. Η Πίνα με παρακολουθούσε για ώρα, μέχρι που μου είπε: «Άσε το κινητό στο τραπέζι. Το ξέρεις πως μοιάζεις με φαγιούμ;».
Η Πειραιώς ήταν εφαλτήριο για τη χειραφέτηση όχι μόνο των θεατών και των κριτικών θεάτρου αλλά και των ίδιων των καλλιτεχνών. Μέχρι σήμερα, και ο Βαγγέλης (Θεοδωρόπουλος) και η Κατερίνα (Ευαγγελάτου) θέλησαν, και θέλουν, να το συνεχίσουν αυτό. Σε πολλούς από εμάς, που κάναμε πριν από 15 χρόνια τα πρώτα μας βήματα και δεν ξέραμε τι ακριβώς θέλαμε, και η μόνη μας επιλογή ήταν να πάμε να παίξουμε με έναν πολύ σπουδαίο άντρα σκηνοθέτη άνω των 50 ‒και «μακάρι να σε πάρει αυτός»‒, ξαφνικά η Πειραιώς μάς άνοιξε έναν ορίζοντα για το τι είναι δυνατό στο θέατρο. Πολλοί μετά προέβησαν σε αυτό που εγώ ονομάζω «πατροκτονία», σε συμβολικό επίπεδο, των σκηνοθετών-γκουρού και είπαν «πάμε τώρα να ανακαλύψουμε μια δική μας γλώσσα, είδαμε τι είναι δυνατόν να γίνει». Η διεθνοποίηση του ελληνικού θεάτρου και του χορού ξεκίνησε εδώ. Δεν νομίζω κάποιος καλλιτέχνης να μην επηρεάστηκε εκείνη την εποχή από αυτά που έβλεπε εδώ. Εγώ, αν δεν συνεργαζόμουν με τους Rimini Protokoll στον «Προμηθέα στην Αθήνα», το 2010, δεν θα έκανα τη δουλειά που κάνω τώρα. Η Πειραιώς ήταν κάπως σαν σχολείο. Ήταν για μένα η αρχή που μετά συνεχίστηκε με τον Γιάννη Χουβαρδά και την Έφη Θεοδώρου στο Εθνικό και, κυρίως, με την Κάτια Αρφαρά στη Στέγη, που διεθνοποίησε το πράγμα. Ο Γιώργος (Λούκος), μαζί με τη σύμβουλο καλλιτεχνικού προγραμματισμού Δηώ Καγγελάρη, όχι μόνο άνοιξαν την Πειραιώς αλλά έδωσαν ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, οι οποίοι στη συνέχεια, πηγαίνοντας αλλού, παρουσίασαν το έργο τους στο εξωτερικό, πράγμα που δεν είχε γίνει ως τότε.
Τα προηγούμενα 14 χρόνια δεν είχα περάσει ούτε μία μέρα του Ιουνίου και του Ιουλίου μακριά από την Πειραιώς. Είναι μια κοιτίδα σύγχρονου πολιτισμού. Τα φεστιβάλ είναι μια διακοπή της κανονικότητας, μια γιορτή της διαφορετικότητας σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο και σε συγκεκριμένο χώρο, πόσο μάλλον στην Πειραιώς, που αυτό που βλέπεις είναι ένα σχόλιο στον κόσμο μας, μια σύγχρονη προβληματική. Αυτό μου λείπει φέτος απ’ όσα έχουν ανακοινωθεί για τους ανοιχτούς αρχαιολογικούς χώρους. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο, και με αφορμή το 1821, είναι μια συντηρητική στροφή στο παρελθόν. Εννοείται ότι καταλαβαίνω τους σκηνοθέτες που θέλουν να ασχοληθούν με το αρχαίο δράμα ή με την ιστορία της χώρας μας, αλλά δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά αυτό το προϊόν που θα δούμε φέτος το καλοκαίρι.
Ο Πρόδρομος Τσινικόρης θα σκηνοθετήσει την παράσταση «Thank God it’s Monday at the cherry orchard», μια συνέχεια του τσεχοφικού «Βυσσινόκηπου», στο Φεστιβάλ Αθηνών 2021. Από τη νέα σεζόν αναμένουμε και τη σκηνοθεσία του Ανέστη Αζά στο έργο «Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα» της Λένας Κιτσοπούλου στη Στέγη, στο οποίο ο Πρόδρομος συμμετείχε στη δραματουργική επεξεργασία των κειμένων.
Για μένα είναι σημαντική η προσδοκία που δημιουργεί ο ίδιος ο χώρος. Μπορείς πραγματικά να μπεις εδώ και να ονειρευτείς πράγματα, να κάνεις ένα έργο όπως το θες, να ξεφύγεις από τη μιζέρια των συνθηκών της πόλης, όπου στριμωχνόμαστε και αγωνιούμε για μια παράσταση. Ανοίγουν οι ορίζοντες σε μια εξωστρέφεια που συνδυάζεται με μια νησίδα πολιτισμού συνδεδεμένη με τα καλοκαίρια μας και με παραστάσεις από όλο τον κόσμο. Ξαφνικά, βρεθήκαμε κι εμείς σε ένα φεστιβάλ επί ίσοις όροις με διεθνείς σημαντικές παραστάσεις και δημιουργούς. Αυτό ανέβασε πολύ το επίπεδο, άλλαξε την ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Όταν δίνονται δυνατότητες, μπορούμε κι εμείς. Αναδείχθηκαν νέοι δημιουργοί που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν την ευκαιρία. Όλοι προσπαθούν να συνεχίσουν το όραμα του Γιώργου Λούκου, που ήταν εκείνος που άλλαξε το τοπίο. Αυτός ο χώρος δημιούργησε κοινό, μάθαμε να βλέπουμε κι άλλα πράγματα παράλληλα με το εξωτερικό, όπου δεν μπορούμε να πηγαίνουμε συχνά για να δούμε παραστάσεις, να έχουμε επαφή, πληροφορία, ενημέρωση, να ανταλλάσσουμε γνώμες πάνω σε πράγματα που συμβαίνουν διεθνώς.
Το κλείσιμο των θεάτρων είναι ένα πλήγμα για όλους, είτε παίξουν είτε όχι. Δυστυχώς, με αφορμή τον κορωνοϊό βλέπουμε πόσο σημαντικός είναι αυτός ο χώρος και πόσο θα μας λείψει αν κλείσει, για οποιονδήποτε λόγο.
Η Άντζελα Μπρούσκου θα σκηνοθετήσει το «Phaedra’s Love» της Σάρα Κέιν, που από τη νέα σεζόν θα ανέβει στο Μπάγκειον.
Η πρώτη φορά που έπαιξα εδώ ήταν το 2014, στην παράσταση «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» του Θέμελη Γλυνάτση. Είναι ένα έργο της Ανχέλικα Λίντελ, που παίζαμε στον χώρο Ε. Όταν παίζεις σε έναν μέρος που τον έχεις ονειρευτεί ως θεατής, βιώνεις μια φαντασίωση. Στην Πειραιώς 260, για κάποιους μήνες τον χρόνο μπορώ να αισθάνομαι ότι ανήκω στην οικογένεια των Ευρωπαίων καλλιτεχνών ή, μάλλον, σε μια παγκόσμια κοινότητα. Πάντα συνέβαιναν πράγματα στην Ελλάδα και πάντα έρχονταν θίασοι από το εξωτερικό, αλλά νομίζω ότι η τόσο πολυπρισματική, πολυσυλλεκτική Πειραιώς, με χορό, installation, περφόρμανς, θέατρο και μουσική, είναι μοναδική.
Νιώθω πως είμαι σε μια συνεχή αναμονή και αγωνία γιατί αυτό που ζούμε δεν έχει ολοκληρωθεί, η πανδημία μάς δημιουργεί μια συνεχή αβεβαιότητα. Είμαι από τους αρρωστοφοβικούς ανθρώπους και καταλαβαίνω πολύ όσους παίρνουν τα μέτρα τους, απλώς δεν μπορώ να αντιληφθώ τα δύο μέτρα και δύο σταθμά. Είναι πολύ μεγάλο πλήγμα όχι μόνο για την τέχνη αλλά και για την ανθρώπινη ύπαρξη το να μην μπορούμε να λάβουμε μέρος και να συμμετέχουμε ως θεατές ή ως δημιουργοί σε κάτι τόσο ζωντανό, αρχετυπικό και πρωτόγονο όσο το θέατρο. Δεν είναι κάτι διανοουμενίστικο το θέατρο, είναι μια πραγματική σωματική ανάγκη.
Η Σοφία Μαραθάκη δουλεύει πάνω στη διασκευή του μυθιστορήματος της Άνι Πρου, «Οι άνθρωποι του δάσους», που θα σκηνοθετήσει στο Φεστιβάλ Αθηνών 2021.
Ήμουν από τους πολύ τυχερούς, αφού μόλις κατέβηκα στην Αθήνα πρωτοέπαιξα στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην «Πόλη» της Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, και στη «Γιαννούλα την Κουλουρού» πέρσι, με τον Παπαγεωργίου. Το πρώτο θετικό σοκ ήταν η αντιμετώπιση του κόσμου πίσω από τη σκηνή, σαν να βρισκόμουν κάπου στο εξωτερικό. Άνθρωποι που αγαπούσαν τη δουλειά τους, με τεράστια ευγένεια και σεβασμό για τον ηθοποιό και την προετοιμασία του. Αυτό δεν το συναντάς εύκολα στην Ελλάδα.
Έχω περάσει απ’ όλη την παλέτα των συναισθημάτων αναφορικά με το κλείσιμο των θεάτρων, γιατί καταλαβαίνω ότι είναι θέμα υγείας. Όμως δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα, πώς γίνεται να ταξιδεύεις με αεροπλάνο ή στον Ηλεκτρικό, με τον οποίο ήρθα εδώ, να κάθονται θέση παρά θέση, αλλά οι όρθιοι να είμαστε ο ένας πάνω στον άλλο. Πλέον νικάει η θλίψη και ο θυμός για τη δουλειά μου και νιώθω πόσο τελευταίοι και σχεδόν «πεταμένοι» είμαστε. Νιώθω όμως ότι κάτι όμορφο θα γεννηθεί και ότι εμείς οι ηθοποιοί θα πατήσουμε ξανά στα πόδια μας, αλλιώς, και θα διεκδικήσουμε το τετράγωνο που μας ανήκει. Ευελπιστώ η μετά τον κορωνοϊό εποχή να στηρίζεται στον σεβασμό και στον πολιτισμό.
Ο Μιχάλης Συριόπουλος βρίσκεται σε συζητήσεις για τη νέα σεζόν, για θέατρο και τηλεόραση, και παράλληλα διδάσκει στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του και στο Θέατρο των Αλλαγών. Στο Φεστιβάλ Αθηνών 2021 θα παίξει στον «Αίαντα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα.