Αμαρόκ: Η επιστροφή του Άντερς Οικονομίδη στον κόσμο του εγκλήματος
Μια αυτοκτονία, μια ψεύτικη ενοχή και μια παλιά υπόθεση δολοφονίας βρίσκονται στην καρδιά του νέου αστυνομικού μυθιστορήματος του Βαγγέλη Γιαννίση από τις εκδόσεις Διόπτρα.
ADVERTORIAL
Εδώ και χρόνια, η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία έχει αποκτήσει έναν ήρωα που κερδίζει σταθερά το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Ο λόγος για τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη, που ο Βαγγέλης Γιαννίσης μας σύστησε πριν από έξι χρόνια με το βιβλίο του «Το Μίσος». Έκτοτε, ακολούθησαν άλλα τρία μυθιστορήματα («Ο χορός των νεκρών», «Η Σκιά», «Το Κάστρο») με πρωταγωνιστή τον Άντερς Οικονομίδη, για να φτάσουμε στη φετινή του περιπέτεια με τίτλο «Αμαρόκ».
Ο επιθεωρητής και η ομάδα του κάνουν αναψηλάφηση μιας υπόθεσης που συνέβη πριν από δώδεκα χρόνια. Τότε, μια δεκαεξάχρονη μαθήτρια, η Μαλίν, είχε δολοφονηθεί στο Χέλεφος και για το έγκλημα κατηγορήθηκε ο Σομαλός επιστάτης του σχολείου Φαϊζάλ Αμπντί. Όλα είχαν γίνει σχετικά εύκολα, καθώς, μετά τη σύλληψή του, ο Φαϊζάλ ομολόγησε, δίνοντας μάλιστα και λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο δράσης του, έτσι καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Τώρα, όμως, κατόπιν των δικών του ερευνών, ο Άντερς ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του θύματος, προκαλώντας αναταράξεις στο εσωτερικό της αστυνομίας, βάσιμες πλέον αμφιβολίες για την αδιαμφισβήτητη ως τώρα ενοχή του δράστη και την υποψία ότι η ομολογία του αποσπάστηκε υπό πίεση κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας. Πράγματι, τα ευρήματα της νέας έρευνας καθιστούν αναγκαίο το άνοιγμα της υπόθεσης.
Στο μυθιστόρημα που έγραψε πριν από το «Αμαρόκ», τη «Γυναίκα του Ίσνταλ», το μόνο ως τώρα που δεν έχει πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Άντερς, ο Γιαννίσης αντλεί έμπνευση από μια πραγματική υπόθεση που συνέβη πριν από περίπου πενήντα χρόνια και έμεινε ανεξιχνίαστη. Δεδομένου, δε, ότι διατηρεί μια στήλη με θέμα αληθινά εγκλήματα, εδώ εφαρμόζει το μοτίβο της αναδρομής στο παρελθόν και της αναπαράστασης του εγκλήματος που ξέρει καλά και μέσα από αυτά καταφέρνει να αγγίξει την ανθρώπινη πλευρά που αναπόφευκτα έχουν αυτές οι υποθέσεις και μαζί τις κοινωνικές προεκτάσεις που πυροδοτούν.
Δεν είναι μόνο το ζήτημα της ψευδούς ομολογίας που το βιβλίο φέρνει στο επίκεντρο αλλά και το ερώτημα γιατί ένας αθώος να ισχυριστεί πως είναι ένοχος, γνωρίζοντας πως θα τιμωρηθεί. Παράλληλα, ο συγγραφέας εξετάζει την τάση της κοινωνίας να θυματοποιεί ανθρώπους με χαρακτηριστική ευκολία και φωτίζει το θύμα και όσους άγγιξε ο θάνατός του: γονείς, συμμαθητές, την οικογένεια του αδίκως κατηγορούμενου. Με αφορμή τις ζωές τους θίγει φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού, περιστατικά ψυχολογικής βίας, αλλά και βιασμού, ερευνώντας το ένστικτο επιβίωσης που διακρίνει τον άνθρωπο και τις πράξεις στις οποίες τον οδηγεί.
Κι όλα αυτά στο γνώριμο πια ύφος του συγγραφέα, που, έχοντας βιωματική σχέση με τη σκανδιναβική κουλτούρα, χτίζει τον Ελληνοσουηδό επιθεωρητή του Άντερς Οικονομίδη, και μαζί τις ιστορίες του, με τέτοιο τρόπο που κερδίζει το κοινό και των δύο χωρών αλλά και αξιόλογους συναδέλφους του, όπως οι Arne Dahl και Anthony Horowitz, που έχουν μιλήσει με ενθουσιασμό για τα μυθιστορήματά του.