14 Αυγούστου 2012.
Πατήσια. Το κρύο στο σπίτι τσουχτερό. Το πάπλωμα πιο παγωμένο και από το άψυχο κορμί μου που περιφέρω σαν τον επιτάφιο στους ώμους τις τελευταίες εβδομήντα δύο ώρες στα τριάντα τρία τετραγωνικά ψύχους στο χασαποψυγείο που μ' έχει αφήσει. Απλά. Έκλεισε την πόρτα κι έφυγε. Στη Δονούσα πάει. Έτσι λέει. Μάλλον με έχει βαρεθεί. Έτσι λέω. Κι εγώ με βαριέμαι πού και πού, αλλά δεν με εγκαταλείπω έτσι εύκολα. Ειδικά τις παγωμένες μέρες του Αυγούστου. Φτιάχνω ένα ζεστό τσάι και κρατιέμαι ζωντανός. Το τρέμουλο παραμένει και το ρίγος στο στήθος καλά δονεί. Δονούσα. Χωρίς εμένα. Δεν μου το πρότεινε καν. Όλα παγωμένα έξω. Καλοριφέρ μέχρι τώρα δεν ανάψανε. Το κρύο του Αυγούστου, όμως, δεν αντέχεται.
Η πιο κρύα μέρα του χρόνου είναι τον Δεκαπενταύγουστο. Πέρυσι είχαν κλειστεί όλοι στα σπίτια τους και δεν έβγαινε κανείς. Έρημη πόλη, άδειοι δρόμοι, γεμάτοι υπερχειλισμένους κάδους σκουπιδιών.
Στη Δονούσα θα είναι σίγουρα πιο ζεστά από εδώ. Ίσως κάτω από τον ήλιο βρω την ανεκτή θερμοκρασία επιβίωσης. Κι εκείνη κάπου εκεί θα είναι. Θα τη βρω και θα την αγκαλιάσω. Αδειάζω και την τελευταία γουλιά του μπράντι. Πίνω για να ζεσταθώ.
Φεύγω.
Αρκετά ριψοκίνδυνο, αλλά θα το αντέξω. Φοράω μπλούζα μάλλινη, γάντια, κασκόλ, μπουφάν, αντιανεμικό, αδιάβροχο, την πιτζάμα από μέσα δεν τη βγάζω , παντελόνι από πάνω, ορειβατικά μποτάκια και πάω.
Ο ταξιτζής με κοιτάζει περίεργα. Η αλήθεια είναι πως δεν κυκλοφορεί ψυχή.
Μόνον εγώ έχω το κουράγιο να βγαίνω έξω μ' αυτό το ψύχος. Του ζητάω ευγενικά να βάλει καλοριφέρ. Έχει, λέει, κλιματισμό. Πειραιά, του λέω. Διακοπές, μου λέει. Δονούσα, του λέω. Θα γίνεται χαμός, μου λέει. Λογικό, αφού είναι πιο ζεστά από εδώ, του λέω.
Φτάνω στο λιμάνι.
Μπαίνω στο καράβι.
Τα σαλόνια άδεια. Λίγοι επιβάτες, ζευγάρια αγκαλιασμένα προσπαθούν να ζεσταθούν. Φοράω και το αντιανεμικό πάνω από το μπουφάν. Το σφραγίζω μέχρι το τέλος, σαν πτώμα που μόλις αναγνωρίστηκε σε νεκροτομείο συνείδησης. Άβουλο, λιγόψυχο, κατακερματισμένο σώμα. Τσακισμένο από το κρύο ντεκολτέ της. Ληγμένα εμπριμέ αισθήματα σε παλ αποχρώσεις.
Αποκοιμιέμαι.
Φτάνω.
Κατεβαίνω.
Αντικρίζω την επιγραφή: «Καλώς ήλθατε στη Δονούσα. Εδώ δεν θα σας ανακαλύψει κανείς». Όπως στο Έβερεστ. Πόσοι θαμμένοι κάτω από το χιόνι και δεν τους βρήκαν ποτέ. Εδώ τουλάχιστον το λένε στα μούτρα σου. Το πολικό ψύχος θα μας αφανίσει και θα μας εξαφανίσει.
Παντού παγωμένη θάλασσα.
Με κύματα. Αφρισμένα. Σαν τα σάλια των οργισμένων φιλιών.
Μετανιώνω που ήρθα. Φυσάει πολύ. Κρυώνω. Με δυσκολία περπατώ κόντρα στα φουρτουνιασμένα μποφόρια. Στάλες αλμύρας πάνω μου, σκληρές σαν χαλάζι Σιβηρίας. Φοράω την κουκούλα μου.
Ξαναμπαίνω σε ταξί.
Στο μοναδικό ταξί της Δονούσας. Λιβάδι, του λέω. Με κοιτάζει περίεργα.
Κι αυτός. Ευγενικά του ζητάω να κλείσει τα τζάμια. Ο αέρας είναι πολύς.
Παγώνει το πρόσωπό μου. Δεν τα κλείνει. Ούτε μου απαντάει. Θα 'θελα να τον πνίξω. Ή να του δαγκώσω τον λαιμό, να τον αναισθητοποιήσω και να τον κάψω στο τζάκι. Ζωντανό. Φτάνω στο Λιβάδι. Είμαι ψηλά. Στο βάθος παραλία. Παντού θάλασσα. Και κόσμος. Κατεβαίνω με προσοχή. Ευτυχώς, τα χιόνια έχουν λιώσει και δεν γλιστράει. Όσο πλησιάζω διακρίνω γυμνά κορμιά να περιφέρονται αριστερά δεξιά. Συνονθύλευμα μουσικών ακούγεται, μπερδεμένες και διαφορετικές. Από Αφρική έως Παραλιακή. Τζέμπε κρουστά και μπουζούκια ελληνικά. Όλο το φάσμα. Αναίσθητοι από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Όλοι τους. Κυκλοφορούν γυμνοί. Αφύσικο. Αδιανόητο.
Δεν κρυώνουν;
Βλέπω και σκηνές για το βράδυ που πέφτει πιο πολύ η θερμοκρασία. Στον Όλυμπο είχαμε κι εμείς. Θυμάσαι;
Πλησιάζω. Με δυσκολία περπατάω στην άμμο με τα ορειβατικά. Η άμμος έχει πιάσει πάγο. Σε κάθε βήμα μου σπάει και ακούω τον κρότο. Γύρω μου είναι όλοι γυμνοί. Σταματάνε κάθε κίνηση και δραστηριότητα. Με κοιτάζουν. Με κοιτάζουν σχολαστικά. Με μίσος και απορία. Μου λένε να φύγω από την παραλία. Τους εξηγώ πολύ ευγενικά πως ψάχνω ζεστασιά, κινδυνεύω από το ψύχος. Μου λένε να γδυθώ ή να φύγω. Δεν μου φαίνονται φυσιολογικοί. Μαζεύονται κι άλλοι γυμνοί από κάθε μέτρο και σαντιμέτρ της παραλίας. Είναι πολλοί. Με κυκλώνουν απειλητικά. Υψώνουν τη φωνή. Διατάζουν να γδυθώ. Μάλλον θέλουν να με βιάσουν. Ανώμαλοι σαδιστές και αρχαιολάγνοι θέλουν να με κάνουν δέηση στον θεό της παραφροσύνης. Μετά, μόλις πέσει η νύχτα, θ' ανάψουν φωτιά, θα με ψήσουν και υπό τη συνοδεία των αφρικανικών κρουστών τους θα με φάνε. Κανίβαλοι παντού. Ένας ξανθός μαλλιάς με κοιτάζει και χαϊδεύεται. Το δέρμα του είναι κόκκινο. Σε μερικά σημεία πολύ κόκκινο. Κυρίως στην πλάτη. Το ψύχος τού έχει δημιουργήσει εγκαύματα. Δεν δείχνει να πονάει.
Αρχίζω να ιδρώνω. Ψυχοσωματικό θα είναι. Κρυώνω και ιδρώνω όλο και πιο πολύ. Νιώθω τα ρούχα μου να κολλάνε πάνω μου και αρχίζω να παγώνω. Μικροί κρύσταλλοι πάγου σχηματίζονται στη ρινική κοιλότητα και στο εσωτερικό των αυτιών. Κάποιος με σπρώχνει να φύγω. Αναπνέω με δυσκολία. Δεν φεύγω. Ψάχνω ζεστασιά, λέω. Μου μιλάνε με ακόμη πιο έντονο ύφος. Δεν τους ακούω πια. Ο ήλιος με τυφλώνει. Χάνω την ισορροπία μου. Ζαλίζομαι. Πέφτω κάτω. Το κρύο με κυριεύει. Το κεφάλι μου πέφτει αβίαστα πάνω στην παγωμένη άμμο. Αν η άμμος ήταν τσιμέντο, θα έσκαγε και θ' άνοιγε σαν καρπούζι. Φρόζεν. Το στόμα μου έχει γεμίσει με μείγμα από πάγο και άμμο. Σε τσακωμό, πέρυσι στην Αμοργό, μου είχες πετάξει μια χούφτα άμμο. Θυμάσαι; Την έφτυνα για δύο μέρες. Έφτυνα άμμο και ξερνούσα σιωπή ώσπου να σκάσω. Και μετά άρχισα να κρυώνω.
Χάνω τις αισθήσεις μου.
...
Αποκοιμιέμαι.
Φτάνω.
Κατεβαίνω.
Ξυπνάω σε νοσοκομείο.
Από πάνω μου εσύ. Χαίρομαι που σε βλέπω. Σου χάλασα τις διακοπές μάλλον. Λυπάμαι και ντρέπομαι γι' αυτό. Αλλά χαίρομαι που είσαι δίπλα μου.
Θερμοπληξία μου λες.
Πλήξη σου λέω. Σκέτη πλήξη.
Πλήξη απ' το κενό που άφησες φεύγοντας.