Μια underground συζήτηση με τον Λέανδρο Κυριακόπουλο περί ρέιβ, νέων τεχνολογιών και άλλων «δαιμονίων», με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου Αναπαραστάσεις του ανοίκειου - Νομαδισμός και αισθητική στη ρέιβ ψυχεδελική σκηνή (εκδ. Νήσος).
Τριάντα και πλέον χρόνια έχουν περάσει από την εμφάνιση του μουσικού κινήματος που ονομάστηκε ρέιβ και που μέσα από τα διάφορα παρακλάδια του, από τη house και την techno μέχρι το progressive και το psy, εξακολουθεί να είναι το κατεξοχήν σάουντρακ της ηλεκτρονικής εποχής, και όχι μόνο στο πλαίσιο ενός πάρτι ή φεστιβάλ. Παρά ταύτα, το ρέιβ, όχι μόνο ως μουσικό αλλά και ως κοινωνικό, πολιτιστικό αλλά και καλλιτεχνικό με την ευρύτερη έννοια δρώμενο δεν έχει μελετηθεί επαρκώς (στην Ελλάδα σχεδόν καθόλου, παρά την απήχησή του). Παραμένει κυρίαρχη η στερεοτυπική εικόνα της πανικόβλητης «μάνας ρέιβερ» και του ξενύχτη πιτσιρικά που «βλέπει κύκλους».
Όταν, λοιπόν, πληροφορήθηκα την έκδοση ενός βιβλίου σχετικού με το ρέιβ φαινόμενο και ειδικά με την ψυχεδελική trance πλευρά του, αναζήτησα τον συγγραφέα του για να μιλήσουμε γι’ αυτό, καθώς η εν λόγω μελέτη, συνδυάζοντας το ακαδημαϊκό με το βιωματικό στοιχείο, είναι μια πρώτη φιλόδοξη προσπάθεια να καλυφθεί αυτό το κενό στην εγχώρια βιβλιογραφία. Διδάσκων Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (φέτος απέχει από διδακτικά καθήκοντα, κατέχει θέση υπότροφου ερευνητή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ), ο συνομιλητής μου άντλησε υλικό πηγαίνοντας επί σειρά ετών σε διάφορα μεγάλα μουσικά φεστιβάλ εντός και εκτός Ελλάδας, ώστε «να εξετάσει την κινητικότητα στα γεωγραφικά και αντιληπτικά πεδία που διάνοιξε η συναρμογή εκστατικών μουσικών, ψυχοενεργών ουσιών και αποκαλυπτικών αφηγημάτων», όπως αναφέρει στο οπισθόφυλλο.
Στον φιλόξενο χώρο των εκδόσεων Νήσος μιλήσαμε για τις αφορμές ενός τέτοιου, δύσκολου από τη φύση του εγχειρήματος, για την ηλεκτρονική μουσική, για τη στενή σχέση του ρέιβ με τις νέες τεχνολογίες αφενός και την «κληρονομιά» των ’60s αφετέρου, για τις παρανοήσεις και τα στερεότυπα, για την εκστατική αναζήτηση του ονειρικού, την κουλτούρα της φυγής, τις προσωρινά πραγματωμένες ουτοπίες των «εφήμερων Ντίσνεϊλαντ» αλλά και για τις δυστοπίες που καραδοκούν. Για τη «χημική γενιά», για τη βιοπληροφορική ανασυγκρότηση και τη μηχανική του ανθρώπινου, η οποία, λέει, έχει τόσο εξελιχθεί, ώστε «είναι αφελές να εστιάζουμε π.χ. στο LSD ή στο MDMA», όταν κυκλοφορούν και καταναλώνονται ευρέως δεκάδες νόμιμα σκευάσματα «διά πάσαν χρήσιν» που «μιμούνται», τρόπον τινά, τη δράση των παράνομων, προοιωνιζόμενα έναν νέο ανθρωπότυπο: «Δηλαδή, ανοίγεται ένα ολόκληρο πεδίο ερωτημάτων που υπερβαίνει τα όρια της κουλτούρα διασκέδασης και αφορά μια συζήτηση περί της βιο-μηχανικής του ανθρώπινου». Για το πώς «οι υλικοτεχνικές υποδομές διαμεσολαβούν την εμπειρία του ιστορικού μας παρόντος», ένα ερώτημα που καλούμαστε, καθώς λέει, να πραγματευτούμε στον 21ο αιώνα με την εγκαθίδρυση των νέων βιοπληροφορικών μέσων, όπως τα κοινωνικά δίκτυα, στα οποία εστιάζει, και της τεχνοαισθητικής. Αναφερθήκαμε επίσης στο τι αποκόμισε ο ίδιος από την όλη εμπειρία, στην κριτική και απομυθοποιητική στάση που ανέπτυξε αλλά και σε εκείνους τους ανθρώπους και εκείνες τις στιγμές που έκαναν, λέει, αυτό το «ταξίδι» να αξίζει πραγματικά.
Είναι αποτέλεσμα ερευνητικού ενδιαφέροντος πολλών ετών – την αρχική ιδέα τη συνέλαβα αφότου παρευρέθηκα σε ανάλογο μουσικό φεστιβάλ στο Μαρόκο το 2000, όταν ήμουν ακόμα φοιτητής. Δυσκολεύτηκα, βέβαια, αρκετά να το πιάσω όπως ήθελα, γιατί ως θέμα δεν είναι «εύκολο», ούτε υπάρχει σχετική ελληνική βιβλιογραφία, παρά τη δημοτικότητα αυτής της μουσικής στη χώρα μας. Ήταν όμως κάτι που επιθυμούσα πολύ, ώστε και τη συγκεκριμένη κουλτούρα να αναδείξω εθνογραφικά και να ευνοηθώ ο ίδιος από την κατανόησή της. Ξένη βιβλιογραφία, ευτυχώς, υπάρχει πλέον αρκετή. Είναι ενδιαφέρον το ότι οι πρώτες μελέτες που γράφτηκαν μεταξύ 1993-1995 είναι συνυφασμένες με τα ψηφιακά δίκτυα. Δηλαδή η χημική ρέιβ εμπειρία ταυτιζόταν απολύτως με τις νέες τεχνολογίες, που μόλις τότε έρχονταν στον δημόσιο βίο.
Θα έλεγα ότι στέκομαι πολύ κριτικά απέναντι σε τέτοιες εφαρμογές, όχι όσον αφορά τις θεραπευτικές ή μη ιδιότητες τους καθαυτές αλλά σχετικά με τη χρήση τους γενικότερα, ειδικά την αλόγιστη. Acid ‒η τυπική ονομασία του LSD‒ σημαίνει «οξύ» ακριβώς επειδή διαλύει, διαβρώνει, διασπά και τεμαχίζει τη συνείδηση, εμποδίζοντάς την να εστιάσει στο παρόν. Χρειάζεται σοβαρή γνώση για να εντάξεις τέτοιες ουσίες σε μια θεραπευτική πρακτική. Έπειτα, αυτό που λέμε «ψυχεδέλεια» δεν είναι για τον καθένα, ούτε λειτουργεί σε όλους το ίδιο. Είναι αισθητηριακό εφέ μιας τεχνολογίας της αντίληψης. Ο κίνδυνος να ξεφύγεις είναι πάντα εκεί. Το λέω αυτό δίχως να διακατέχομαι από κάποιο είδος ηθικού πανικού· νομίζω όμως ότι η φετιχοποίηση των ψυχοτρόπων είναι εξίσου εσφαλμένη με την άκριτη δαιμονοποίησή τους.
Είναι, πιστεύω, απολύτως αποδεκτό, έως και πολύ επιθυμητό, εφόσον μπορείς να το εντάξεις σε έναν σύγχρονο ακαδημαϊκό προβληματισμό και σε μια συγκεκριμένη οικονομία θεωριών και ερμηνευτικών σχημάτων. Χρειάστηκε, βέβαια, μια επιπλέον προσπάθεια από τη μεριά μου, στο επίπεδο τόσο της εθνογραφικής εμπλοκής όσο και της ένταξής του σε μια προβληματική περί αισθητικής και τεχνικών μέσων, η οποία δεν περνά απαρατήρητη, αντίθετα θα έλεγα ότι αναγνωρίζεται.
Πραγματικά, τα πιο βαθιά μυστικά θέλουν πολύ σοβαρή επένδυση ώστε να τα εντάξεις σε ένα πλαίσιο στο οποίο να μπορούν να κυκλοφορήσουν ευρύτερα. Θεωρώ ότι κάνω κάποιες σημαντικές για τους «αμύητους» αποκαλύψεις, με τρόπο που αφενός δεν εκθέτει και δεν προβοκάρει, αφετέρου μπορεί να προσελκύσει άτομα χωρίς σαφή σχέση με το πεδίο, που όμως ενδιαφέρονται να μάθουν τι συμβαίνει εκεί. Είναι ίσως μια μαρτυρία για το πόσο συναρπαστική μπορεί να αποβεί μια πυκνή, αφοσιωμένη και σύγχρονη εθνογραφία.
Έχοντας βρεθεί για χρόνια στο πεδίο, γνώρισα πολύ κόσμο και κέρδισα την εμπιστοσύνη αρκετών ανθρώπων. Πρόσωπα και συμβάντα, φυσικά, είναι μπερδεμένα για ευνόητους λόγους, σχεδόν φανταστικά – μάλλον εγώ εκτίθεμαι περισσότερο. Μίλησα, πάντως, με πάνω από εξήντα άτομα που σχετίζονται με τη σκηνή, είτε τακτικά είτε περιστασιακά, παρότι στο βιβλίο φαίνονται πολύ λιγότερα – διοργανωτές, καλλιτέχνες, DJs, άτομα από το κοινό, από σοβαρούς επαγγελματίες μέχρι τυχοδιώκτες. Προφανώς, υπήρξαν και φορές που συνάντησα καχυποψία ή αμφιβολία, ήταν όμως κάτι αναμενόμενο.
Ακριβώς. Όμως η σχέση ουσιών και μουσικής σε αυτή την κουλτούρα διασκέδασης είναι πολύ περίπλοκη για να εκτεθεί σε μερικές αράδες. Το σίγουρο είναι ότι όλο αυτό που ονομάστηκε «ρέιβ πάρτι» με τα διάφορα παρακλάδια της μουσικής (techno, progressive, minimal, psytrance) δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων ουσιών μόνο αλλά ενός ευρύτερου μηχανισμού, βασισμένου στο «μουσικό ταξίδι». Κι αυτός ο μηχανισμός είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης τεχνολογιών που αφορούν την παραγωγή ενός ονειρόκοσμου, μιας φαντασμαγορίας. Περιλαμβάνει τεχνοαισθητικές και τεχνολογίες ήχου και εικόνας, εμπεδωμένες σε μια ολόκληρη παράδοση, βασισμένη στο πώς η ηχητική τεχνολογία μπορεί να στήσει ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό ηχοτοπίο ώστε να σε εντάξει σε ένα «τριπ», σε μια παράγωγη αισθητική σφαίρα. Ναι, σε αυτή την εφήμερη Ντίσνεϊλαντ που δημιουργείται σε ένα πάρτι (και περισσότερο σε ένα φεστιβάλ) οι ουσίες έχουν λόγο, πλην όμως επικουρικό. Δεν πρόκειται για μια μηχανιστική διαχείριση των αισθήσεων τύπου «σου βάζω το καλώδιο στην πρίζα και παίρνεις μπρος», αλλά για κάτι ευρύτερο. Είναι μέρος ενός μνημονικού μηχανισμού που απαιτεί και τη δική σου εμπλοκή. Στον βαθμό, λοιπόν, που μια αισθητική τάξη γίνεται οικεία στην καθημερινότητά σου, μεταβαίνεις ευκολότερα σε αυτήν χωρίς καθόλου ή με πολύ λιγότερα «υποβοηθήματα». Εντούτοις, αυτός ο προβληματισμός χρησιμεύει για να κατανοήσουμε τι θέση έχουν γενικά οι ουσίες (ευφορικές, διεγερτικές ή κατασταλτικές), νόμιμες ή μη, στη σημερινή εποχή και όχι μόνο σε κουλτούρες διασκέδασης.
Η βιοπληροφορική ανασυγκρότηση και η μηχανική του ανθρώπινου έχει εξελιχθεί πολύ και είναι αφελές να εστιάζουμε π.χ. στο LSD ή στο MDMA. Ας σκεφτούμε: Xanax, Lexotanil, Lyrica και άλλες συναφείς ουσίες για τη διατήρηση της προσωπικής ηρεμίας σε μια έξτρα απαιτητική καθημερινότητα, Viagra και Kamagra για μια επιτυχημένη (αντρική) σεξουαλική ζωή, Anderall, Concerta και άλλες συνταγογραφούμενες μεθαμφεταμίνες για αύξηση της παραγωγικότητας στην εργασία, Testogel, Nebido για φυλομετάβαση κ.λπ. Αν έχει νόημα να εξετάσουμε το πώς εμφανίστηκαν το LSD και το MDMA τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και τη δημοτικότητά τους μεταπολεμικά, είναι ακριβώς επειδή επέτρεψαν τη βιοπληροφορική διαχείριση του ανθρώπινου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ουσίες αυτές διατέθηκαν αρχικά για στρατιωτικούς σκοπούς. Το MDMA χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στους δύο παγκόσμιους πολέμους· στον δεύτερο, μάλιστα, προωθήθηκε στον γερμανικό πληθυσμό με σκοπό τη διατήρηση του υψηλού ηθικού. Ο πόλεμος της Συρίας άνοιξε έναν καινούργιο κύκλο στη χρήση τους, συγκεκριμένα με το Captagon, ένα αμφεταμινούχο σκεύασμα που λέγεται πως ενισχύει την αυτοπεποίθηση και καταστέλλει τα συναισθήματα. Δηλαδή ανοίγεται ένα ολόκληρο πεδίο ερωτημάτων που υπερβαίνει τα όρια της κουλτούρας διασκέδασης και αφορά μια συζήτηση περί της βιο-μηχανικής του ανθρώπινου, που πιστεύω ότι άργησε τουλάχιστον μισό αιώνα, ίσως διότι ταυτίστηκε αρχικά με προφητικές ρητορικές ακαδημαϊκών, όπως αυτές των Κάρλος Καστανιέδα, Τίμοθι Λίρι και Τέρενς ΜακΚένα.
Μπορεί κανείς να βρει στοιχεία που να ενισχύουν τόσο τη μία όσο και την άλλη περίπτωση. Μιλώντας για το ρέιβ, γεγονός είναι ότι στην αρχική του φάση «άνοιξε» τους ανθρώπους σε μια κουλτούρα συνύπαρξης, ανεκτικότητας και κοσμοπολιτισμού – στα πρώτα πάρτι ήταν όλοι «μέσα», ανεξάρτητα από κοινωνική προέλευση, εθνικότητα, φύλο ή σεξουαλικότητα. Στην πορεία, βέβαια, μέσα από τα διαφορετικά είδη δημιουργήθηκαν ξεχωριστοί κώδικες. Αλλά μια κουλτούρα πάρτι που βασίζεται πάνω στις αρχές του «Peace, Love, Unity, Respect» απαντά και σήμερα ‒ και είναι και τρομερά γοητευτικό, όταν το δεις αυτό. Τώρα, τι έχει μείνει, πέρα από αυτό... Ίσως όχι κάτι από αυτά που συνήθως αναζητάμε. Πάντως, την τελευταία δεκαετία, στη Βρετανία κυρίως, έχουν γραφτεί πολλά για τη γενιά της δεκαετίας του ’90, ένα μεγάλο κομμάτι της οποίας έχει βυθιστεί στην κατάθλιψη, ακριβώς επειδή επένδυσε τόσο στη χημική ανάταση. Έρευνες στα υγρά απόβλητα του Λονδίνου δείχνουν ότι είναι η πόλη με τη μεγαλύτερη κατανάλωση κάθε είδους χημικών ουσιών στον πλανήτη! Μεγάλη αύξηση δείχνουν παρόμοιες μετρήσεις και στην Αθήνα από την καραντίνα κι έπειτα. Η κατανάλωση κάθε χημικής ουσίας έχει αυξηθεί εκθετικά διεθνώς.
Δεν θα διαφωνήσω καθόλου – είναι πράγματι πολλές οι αναλογίες.
Υπήρξε σίγουρα μια «επιστροφή» του ιδεαλισμού αλλά και του μυστικισμού των ’60s. Η οικολογία, ο κοινοτισμός, η επιστροφή στη φύση, η κουλτούρα των travellers, ο βιγκανισμός, οι τεχνικές αυτοθεραπείας και αυτοβελτίωσης, η επανανακάλυψη μιας υποτιθέμενα χαμένης μυστικής γνώσης μέσα από αναφορές σε σαμάνους, ξωτικά και άλλους πολιτισμούς, όλα αυτά ανανεώθηκαν μέσα από το φουτουριστικό πλαίσιο των νέων τεχνολογιών. Το ρέιβ, όμως, ανήκει στα πολιτικά δόγματα της δεκαετίας του ’90, με την έμφαση που έδιναν στα παγκοσμιο-τοπικά, αποκεντρωμένα και από-τα-κάτω κινήματα, εξού και η έντονη DIY αισθητική. Ως εκ τούτου, βρέθηκαν μάλλον πιο κοντά σε αυτό που ο Χακίμ Μπέι ονόμασε «προσωρινά αυτόνομες ζώνες»: να ξεφύγουμε από την τεχνοκρατία και να φτιάξουμε μια δική μας πειρατική ουτοπία· να διεκδικήσουμε το «δικαίωμα στο πάρτι» με την ευρεία έννοια, ως διεκδίκηση μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας. Αυτό ήταν τουλάχιστον το μοτίβο τη δεκαετία του 1990, οπότε ταινίες σαν το Trainspotting βάφτιζαν μια ολόκληρη γενιά στην περιπέτεια και τον πειραματισμό. Από το 2010,όμως, με τις συνεχόμενες οικονομικές και περιβαλλοντικές κρίσεις, αλλά και την ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων, άρχισε να αποδυναμώνεται όλο αυτό το δόγμα περί μικρών, απομονωμένων και ετεροτοπικών κοινοτήτων. Αυτό εκφράστηκε και με την ανάπτυξη των μαζικών φαντασμαγορικών trance φεστιβάλ, τα οποία και μελετάω. Είναι δρώμενα που απαιτούν υψηλές διασυνδέσεις και μεγάλο κεφάλαιο για τη διοργάνωσή τους. Και επενδύουν στον ονειρόκοσμο, σε ένα εκκεντρικό παραμύθι για λίγους. Το DIY κατέληξε όχημα για την εκλέπτυνση της κατανάλωσης και όχι πρότυπο αυτοκαθορισμού· αποτέλεσε τη μήτρα για την καλειδοσκοπική ανάπτυξη της παραγωγής και των ταυτοτήτων. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι το υλικό ισοδύναμο αυτής της συνθήκης. Και το Joker είναι η ταινία που σημαδεύει την εποχή μας, «βαφτίζοντας» μια γενιά στο θυμικό της αντιδραστικότητας.
Το ρέιβ ψυχεδελικό φεστιβάλ είναι πράγματι από μόνο του ένα βιωματικό δρώμενο, στο οποίο είσαι προγραμματικό μέρος του καλλιτεχνικού συμβάντος, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. Είσαι ηθοποιός και θεατής μαζί, δημιουργός και θέαμα, καθώς μετέχεις στην παραγωγή και κατανάλωση μιας αντιληπτικής έκτασης. Εδώ, μια αφηρημένη αισθητική πραγματοποιείται μέσω των τεχνών και τεχνολογιών ως μια θεαματικά βιωμένη εμπειρία. Δεν βρισκόμαστε, δηλαδή, απέναντι στο γνωστό μοτίβο της τέχνης όπου ο/η καλλιτέχνης/-ις επιχειρεί να μας μιλήσει για τον κόσμο – να επικοινωνήσει εντυπώσεις του κόσμου και ενδεχομένως να μας «μάθει» ή να μας ενώσει στη βάση μιας κοινής γνώσης. Στη φαντασμαγορία κατοικεί συλλογικά μια αισθητική σφαίρα, καθώς η βάση της είναι τεχνολογικά διαμεσολαβημένη. Αναφορικά με την ψυχεδελική τέχνη, επιχειρώντας να ανταποκριθεί σε μια αισθητική και αντιληπτική εμπειρία, ταλαντεύεται ανάμεσα στο μοντερνιστικό εγχείρημα να μας την αποκαλύψει και στο τεχνοεπιστημονικό σχέδιο να την αναπαραγάγει. Ίσως γι’ αυτό να είναι συχνά κιτς και πάντοτε εκτός μόδας. Ίσως γι’ αυτό το πριμιτιβιστικό και έθνικ στοιχείο συνυπάρχει με τον φουτουρισμό, όχι μόνο στη μουσική αλλά και στο ντύσιμο και στον ψυχεδελικό διάκοσμο. Η ηλεκτρονική μουσική, βέβαια, συμβάλλει καθοριστικά στην παραγωγή του. Δεν είναι, άλλωστε, μια εφεύρεση των τελευταίων δεκαετιών, ούτε εμφανίστηκε τυχαία. Χτίστηκε πάνω στις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα που επιδίωξαν την αποδέσμευση του καλλιτεχνικού προϊόντος από τις συμβάσεις «οικείων συμφραζομένων», όπως οι πειραματισμοί των Stockhausen, Ξενάκη, Ligety κ.ά., ταυτίστηκε δε με τη μεταπολεμική φαντασία της ατομικής εποχής και του διαστημικού ταξιδιού, τη μυθολογία των UFOs, των cyborgs και του κυβερνοχώρου, και την αισθητοποίησε. Αυτό είναι, πάντως, το καινοτόμο ερώτημα που καλούμαστε να διαπραγματευτούμε στον 21ο αιώνα με την εγκαθίδρυση των νέων βιοπληροφορικών μέσων και της τεχνοαισθητικής: το πώς οι υλικοτεχνικές υποδομές διαμεσολαβούν την εμπειρία του ιστορικού μας παρόντος. Αν αναφέρομαι συνεχώς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι επειδή αποτελούν το πλέον απτό ανθρωπολογικό παράδειγμα. Τα παιδιά της επόμενης γενιάς θα έχουν γεννηθεί κυριολεκτικά μέσα σε ένα τοπίο όπου η κοινωνικότητα –τα συναισθήματα, η γνώμη μας, η συμμετοχή στον δημόσιο χώρο– θα είναι μετρήσιμη και τεχνικά διαχειρίσιμη.
Κρίνοντας από την ιστορικότητα τέτοιων φαινομένων, σίγουρα κάποια στιγμή θα συμβεί. Η επέλαση του συντηρητισμού διεθνώς την τελευταία δεκαετία δημιουργεί ήδη μια δυναμική για μια τέτοια αντίδραση. Μην ξεχνάμε ότι τόσο το ρέιβ όσο και το πανκ παλιότερα, αλλά και το ροκ εν ρολ, προέκυψαν σε ιστορικές περιόδους που κυριαρχούσε ο συντηρητισμός.
Κοίτα, αυτό το ερώτημα θα είχε νόημα αν μιλούσαμε για άλλες μουσικές υποκουλτούρες. Το ρέιβ έλκει οποιοδήποτε άτομο στέκεται κριτικά απέναντι στην καθημερινότητα και κάνει κάποιες παραπέρα αναζητήσεις, ανεξάρτητα από εισόδημα και κοινωνική θέση. Το κεντρικό αφήγημα εδώ είναι να ζήσεις μια αποκαλυπτική εμπειρία, η περιπέτεια, το ταξίδι κυριολεκτικά και μεταφορικά: το να γνωρίσεις τον κόσμο και ταυτόχρονα τον εαυτό σου. Η σοβαρή και μακροχρόνια εμπλοκή με αυτό το αφήγημα απαιτεί την ανάληψη ενός ρίσκου, υπαρξιακού και όχι μόνο. Αυτή η επιθυμία και, αν θες, η ευχαρίστηση που ενέχει η ανάληψη ενός τέτοιου ρίσκου είναι που συνέχει το κοινό.
Θα έλεγα ότι μπήκα σε μια βαθιά κριτική θεώρηση των πραγμάτων, απομυθοποιώντας κάθε καταφατικότητα που εμφανίζεται ως σωτήρια και αποκαλυπτική. Και το να αντιμετωπίζεις κριτικά μια κουλτούρα διασκέδασης που στήνεται μέσα από τη φαντασίωση της απελευθέρωσης και του κοινού «vibe», το να διακρίνεις τα όριά της και τις συχνά αντιφατικές συνθήκες που τη συντηρούν σε αποξενώνει από πολλά. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν γνώρισα υπέροχους ανθρώπους, ότι δεν έκανα όμορφες φιλίες που διατηρώ ακόμα, αλίμονο. Πολυετή εθνογραφία σε πάρτι έκανα· έζησα και ωραίες στιγμές.