Την ίδια εποχή πέρσι η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική, υπήρχε πολλή δουλειά, τα πράγματα πήγαιναν καλά και ανυπομονούσα να τελειώσει η σεζόν για να βρω λίγο χρόνο για την οικογένεια και τους φίλους μου. Από την άνοιξη μέχρι τώρα βιώνω στα επαγγελματικά κάτι εντελώς αναπάντεχο και δραματικό. Από το lockdown και μετά το τηλέφωνο χτύπαγε μόνο για ακυρώσεις. Είχα όλη μου την ατζέντα γεμάτη, αλλά οι ξεναγήσεις ακυρώθηκαν όλες, η μία μετά την άλλη. Οι αρχαιολογικοί χώροι άνοιξαν θεωρητικά στις 18 Μαΐου, αλλά ήταν ανώφελο για εμάς, γιατί δεν υπήρχαν τουρίστες. Οι πτήσεις από το εξωτερικό επιτράπηκαν τον Ιούλιο και το πρώτο τηλεφώνημα που είχα για δουλειά ήταν στα τέλη του μήνα. Όσα μεροκάματα έκανα, αυτά τα ελάχιστα από τότε, ήταν κατά κύριο λόγο ξεναγήσεις σε οικογένειες και ζευγάρια, κυρίως νεότερης ηλικίας. Γκρουπ δεν υπήρχαν. Στα μουσεία δεν μπορείς να πας και να ξεναγήσεις ούτε ένα άτομο. Μόλις τα κρούσματα αυξάνονταν, έπεφτε η ζήτηση, συνεπώς η κατάσταση είναι μείον 90% σε σχέση με πέρσι, και για ορισμένους ξεναγούς και 100%. Σε προσωπικό επίπεδο, ισχύουν και για μένα και για τη σύζυγό μου τα ίδια – είναι κι εκείνη ξεναγός. Έχουμε και ένα παιδί τρεισήμισι χρονών και υπάρχει αβεβαιότητα, αγωνία. Δεν μπορούμε να καλύψουμε ορισμένες από τις βασικές ανάγκες, δηλαδή να εγγράψουμε το παιδί σε παιδικό σταθμό – έπρεπε να περιμένουμε το βοήθημα του ΕΣΠΑ για να μας πάρουν. Το μέλλον είναι εντελώς αβέβαιο. Για έναν ξεναγό ήταν καθολικό αυτό που συνέβη και είναι τρομακτικές οι αλλαγές. Το επίδομα ενίσχυσης που δόθηκε, των 800 ευρώ, το λάβαμε μόνο μία φορά, τώρα περιμένουμε ένα άλλο που ανακοίνωσαν, των 534 ευρώ. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει με την ασφαλιστική μας κάλυψη, δεν έχουμε ένσημα, συνεπώς και σε προσωπικό επίπεδο οι αλλαγές ήταν συγκλονιστικές. Πολλές φορές νιώθω ότι το ατομικό και οικογενειακό lockdown για μένα συνεχίζεται. Μπορεί να έχω χρόνο, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί όλα χρειάζονται λεφτά. Έχω μειώσει σχεδόν στο ελάχιστο τις κοινωνικές μου συναναστροφές, οι έξοδοί μου περιορίζονται πλέον μόνο στο σούπερ μάρκετ, κατά κάποιον τρόπο είναι η οικογενειακή μας διασκέδαση. Οι μόνες μας επιλογές είναι οι ανέξοδες, σε ένα πάρκο ή, το πολύ-πολύ, σε έναν παιδότοπο ή μια ταβέρνα, και ενδεχομένως συναντήσεις με φίλους σε σπίτια. Υπάρχει ένας διάχυτος φόβος και η απομόνωση έρχεται είτε το θέλεις είτε όχι. Και τώρα που δεν έχουμε lockdown για μένα είναι σχεδόν το ίδιο, εφόσον δεν έχω επιλογές. Λόγω του παιδιού έχω αναγκαστεί να στραφώ σε άλλες λύσεις, χειρωνακτικές εργασίες, οτιδήποτε μπορεί να μου αποφέρει έστω ένα μικρό εισόδημα. Έχω χάσει πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως η βάφτιση των παιδιών της αδελφής μου ή ενός φίλου, υπάρχει αμηχανία ακόμα και μεταξύ φίλων για το αν θα πρέπει να αγκαλιαστούμε, να φιληθούμε, ακόμα και να αγγίξει ο ένας τον άλλον. Για του χρόνου θέλω να είμαι αισιόδοξος, για να μη με καταβάλει η κατάσταση. Δυστυχώς, βλέπω ότι το κομμάτι του τουρισμού δεν θα επανέλθει εύκολα, μόνο σε περίπτωση που βρεθεί κάποιο εμβόλιο θα έχουμε ανοδική τάση. Τότε τα πράγματα ίσως επανέλθουν σε ένα ποσοστό που δεν θα ξεπερνάει όμως το 50%-60% των παλιότερων δεδομένων. Προς το παρόν, πολεμάμε να αντεπεξέλθουμε στα έξοδα, να πληρώσουμε τους λογαριασμούς και το σούπερ μάρκετ.
Δουλεύω στην παραγωγή θεατρικών παραστάσεων και την επικοινωνία τους στα ΜΜΕ. Το πρώτο σοκ, λοιπόν, ήταν να δω το επί τόσα χρόνια αντικείμενο της δουλειάς μου να μην υφίσταται λόγω κορωνοϊού. Ο αφανισμός του αντικειμένου της εργασίας σου είναι μεγαλύτερη ψυχρολουσία από το να χάσεις την εργασία σου και να βρεις άλλη στον τομέα σου. Σε αφήνει εντελώς σαστισμένη μπροστά σε ένα ξαφνικό και φοβερό χάσμα στον ρου της ζωής σου. Ωστόσο, το χειρότερο που βιώνω λόγω κορωνοϊού είναι η αίσθηση ότι από κάποιο δικό μου λάθος ή παράβλεψη μπορεί να υπάρχουν συνέπειες για έναν δικό μου άνθρωπο, που η ζωή του ήδη εξαρτάται από μένα. Και αναφέρομαι στον πατέρα μου, ο οποίος το 2018 προσβλήθηκε από τον ιό του Δυτικού Νείλου. Δεν το βλέπουν όλοι με καλό μάτι το ότι είμαι τόσο προσεκτική. Μερικοί παρεξηγούνται κιόλας. Θεωρούν ότι τους δεν τους εμπιστεύομαι ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Όταν έχεις βιώσει την εμπειρία της εντατικής ως συγγενής ασθενή –που είναι μια τραυματική εμπειρία– και παράλληλα ακούς για τόσες διασωληνώσεις ασθενών που έχουν προσβληθεί από τον κορωνοϊό, ξέρεις ότι ο δρόμος είναι ένας: τηρείς τα μέτρα προστασίας, με όποιο κόστος, ψυχολογικό και μη. Όχι μόνο για τον πατέρα μου αλλά για κάθε άνθρωπο που είναι ευάλωτος απέναντι στον κορωνοϊό.
Μπορεί να αντλήσει κανείς δύναμη από τα έως τώρα ασήμαντα και δεδομένα, όπως μια βόλτα για περπάτημα, έναν καφέ στη βεράντα μια μέρα με λιακάδα. Αλλά και αντίστροφα, το χειρότερο όλων είναι ο χρόνος που σπαταλάς σε τετριμμένα πράγματα που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα σε απασχολούσαν ποτέ – στην αποστείρωση της παραλαβής από το σούπερ μάρκετ, ας πούμε. Δεν προκαλούν μόνο βαρεμάρα αλλά γνήσια κούραση. Η κούραση, όμως, προέρχεται και από την αίσθηση ότι πρέπει να έχεις συνέχεια στο μυαλό σου τον κίνδυνο, γιατί, αν χαλαρώσεις έστω και για λίγο, κάτι κακό μπορεί να συμβεί. Άλλες φορές αισθάνομαι σαν να έχω κάνει ένα τεράστιο μακροβούτι και να κρατάω με το χέρι μου κλειστή τη μύτη μου, περιμένοντας την ώρα που θα βγω στην επιφάνεια, ελπίζοντας μόνο ότι δεν θα σκάσω στο μεταξύ. Μετράω ατελείωτα μέτρα σε αυτό το μακροβούτι και αναρωτιέμαι πότε θα τελειώσει. Αλλά θα τελειώσει, είμαι βέβαιη.
Ο Σοφοκλής αποκαλεί τους ανθρώπους «πνέοντες» κι εμείς, αυτόν τον καιρό, κρατάμε κυριολεκτικά την αναπνοή μας. Η φωνή και η ανάσα μας μικραίνουν, περιορίζονται πίσω από τη μάσκα. Το σώμα σφίγγεται, αποφεύγοντας τα άλλα σώματα. Η σκέψη των ασθενών στις εντατικές, των ανθρώπων που δυσκολεύονται να ανασάνουν, φέρει έναν αρχέγονο , συμβολικό φόβο, έναν φόβο αφανισμού. Καθημερινά βιώνω, όπως οι περισσότεροι, διαρκείς διχασμούς. Από τη μια η αναγκαία συμμόρφωση στα μέτρα και η έγνοια για όλους τους συνανθρώπους, απ’ την άλλη όλα αυτά που χάνω ως άτομο αλλά και αυτά που χάνουμε ως κοινωνία. Δεν ξέρω τι ίχνη θ’ αφήσει όλο αυτό στον ψυχισμό μας, ειδικά στους νεότερους. Ο τετράχρονος γιος μου ξεκίνησε το σχολείο φορώντας μάσκα. Η πρώτη του επαφή με την οργανωμένη εκπαίδευση χαρακτηρίζεται απ’ αυτήν τη συνθήκη. Τη συνήθισε, όπως και τα περισσότερα παιδιά, κι αυτό είναι ταυτόχρονα ανακουφιστικό και τρομακτικό. Μέσα στο σπίτι ταράζουμε ο ένας τον άλλον στις αγκαλιές και στα φιλιά, για να πατσίσουμε τις αγκαλιές που χάνουμε απ’ τους φίλους, τους γονείς και τ’ αδέλφια μας. Προσωπικά, μεταθέτοντας πολλά θεατρικά μου σχέδια για πολύ αργότερα, προσπαθώ να στοχαστώ πάνω σε όλο αυτό. Μακριά απ’ την πρόβα, αισθάνομαι εκτός ρυθμού. Η έλλειψή της μου δημιουργεί στερητικά σύνδρομα. Το καλοκαίρι, η θάλασσα και η επαφή με τη φύση μετρίασαν κάπως την έλλειψη. Τώρα είναι ολοφάνερη. Γιατί στο θέατρο τα πάντα είναι σωματικά, τόσο γι’ αυτούς που είναι στη σκηνή όσο και γι' αυτούς που είναι στην πλατεία. Η έκφραση που χρησιμοποιούν οι Γιαπωνέζοι για να δώσουν συγχαρητήρια σ’ έναν ηθοποιό σημαίνει: «σας ευχαριστώ που εξαντληθήκατε για μένα». Καταλαβαίνετε ότι μιλάμε με όρους φυσικούς και μεταφυσικούς. Γι’ αυτό και το θέατρο μέσω υπολογιστή δεν έχει καμία σχέση με το πραγματικό. Προσπαθώ να δω τα όρια της τέχνης μας, να επαναπροσδιορίσω, στην καινούργια συνθήκη, τον πυρήνα της. Μπορεί να γίνει θέατρο με τις δεδομένες συνθήκες; Με μάσκες, προφύλαξη και φόβο; Μπορούμε να δούμε την επικοινωνία αλλιώς; Και το κοινό; Θα έρθει στο θέατρο; Εφόσον οι άνθρωποι βρίσκονται παντού δίπλα-δίπλα (στα σχολεία, στα αεροπλάνα, στα λεωφορεία και στο μετρό), δεν καταλαβαίνω γιατί όχι και στο θέατρο!
Η ψυχολογία η δική μου, όπως και των περισσότερων ηλικιωμένων, έχει αλλάξει άρδην, όχι βέβαια προς το καλύτερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ξέρεις, πέρα από τον φόβο μην κολλήσουμε, καθότι ευπαθής ομάδα –που σημαίνει ότι χρειάζεται να προσέχουμε πολύ περισσότερο–, είναι η κλεισούρα. Την οποία κιόλας θα νιώσουμε ακόμα πιο έντονα τώρα που θα πιάσουν και τα κρύα. Πριν έρθει η αρρώστια, οι συνταξιούχοι πηγαίναμε κάνα καφενείο, μαζευόμασταν σε καμιά πλατεία, λέγαμε καμιά σαχλαμάρα, καλαμπουρίζαμε, πέρναγε η ώρα. Πλέον οι βόλτες μας έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, οι κοινωνικές επαφές και οι δραστηριότητές μας επίσης. Εγώ, να καταλάβεις, ασχολιόμουν με τα πολιτιστικά, χόρευα παραδοσιακούς χορούς, ανεβάζαμε θεατρικές παραστάσεις με κάτι συλλόγους και τα ΚΑΠΗ. Τώρα, κομμένα όλα, κι αυτό για την ηλικία μας έχει μεγάλο κόστος, ψυχικό και σωματικό. Μας άρεσε να καθόμαστε καμιά φορά με νεότερους, να «κλέβουμε» λίγη από τη ζωντάνια τους, τώρα μόνο αναμεταξύ μας είμαστε, με μάσκες και σε απόσταση. Αλλά και σε αυτές τις λίγες εξόδους ένα άγχος το ’χεις. Λες: «Να κάτσω ή όχι στο παγκάκι, είναι άραγε “καθαρό”;». Μόνη μας σχεδόν διασκέδαση απέμεινε η τηλεόραση, το «χαζοκούτι» που λέμε, κι ας μην τα λέει πάντα καλά. Βλέπουμε, τουλάχιστον, καμιά σειρά, κάνα εργάκι. Ακόμα και στο σπίτι όπου ζούμε με τη γυναίκα μου φυλαγόμαστε, με την κόρη και τον γαμπρό μου πρέπει να κρατάμε αποστάσεις, γιατί λόγω και της δουλειάς τους συγχρωτίζονται με πολύ κόσμο καθημερινά, με την εγγόνα μας επίσης. Κάναμε και τα εμβόλιά μας, για γρίπη και πνευμονιόκοκκο. Για τον κορωνοϊό, τώρα, ποιος ξέρει πότε θα βγει εμβόλιο, πόσο αποτελεσματικό θα είναι και πόσοι θα μπορούν να το κάνουν. Δεν θα «καθαρίσουμε» εύκολα με αυτή την πανδημία, φοβάμαι. Το ζόρι είναι, βέβαια, ακόμα μεγαλύτερο για όσους ηλικιωμένους ζουν μόνοι ή έχουν κινητικά προβλήματα. Τι να σου πω, εμείς τα γερόντια νιώθουμε πως τον τελευταίο χρόνο γεράσαμε διπλά. Δεν υποφέρεται αυτή η κατάσταση, αλλά τι άλλο να κάνεις, πέρα από υπομονή; Σε αυτό, τουλάχιστον, οι γεροντότεροι είμαστε πιο εξασκημένοι από εσάς, τους νέους!
Βρίσκομαι στην υπηρεσία σχεδόν 20 χρόνια. Πρέπει να είσαι ψύχραιμος για να μπορείς να κάνεις αυτήν τη δουλειά, γιατί αντιμετωπίζεις πολλά πράγματα, όχι μόνο τον ιό, τα πάντα – ακόμα και τις προάλλες, που πήγαμε στο γηροκομείο, στην Πιπίνου, που ήταν πάρα πολλά τα κρούσματα. Πρόσεχα μη σκιστώ πουθενά ή εκτεθώ με κάποιον άλλον τρόπο, αλλά είναι μέρος της δουλειάς μου και είχα καθησυχάσει τον εαυτό μου. Ο κόσμος μάς κοιτάει διαφορετικά επειδή είμαστε σε άμεση επαφή με τον ιό. Φεύγω από τη δουλειά, πηγαίνω σε ένα σούπερ μάρκετ ή σε ένα περίπτερο με τη στολή, όταν δεν προλαβαίνω να αλλάξω, και μου λένε: «Στο ΕΚΑΒ είσαι; Πο πο!». Προβληματίζονται και με κοιτάνε περίεργα, φοβούνται μην τους κολλήσω.
Η μεγαλύτερη αλλαγή για μένα είναι το άγχος για την οικογένειά μου, όταν τελειώνω απ’ τη δουλειά και μπαίνω στο αμάξι για το σπίτι. Τη στιγμή που θα σχολάσω ψεκάζω τα ρούχα μου και απολυμαίνω και τα παπούτσια μου. Πριν μπω στο σπίτι, βγάζω τα ρούχα που φοράω σε ειδικό χώρο για να αεριστούν. Είμαι τυχερός που μπορώ να το έχω αυτό. Αντίστοιχα και η οικογένειά μου φοβάται για μένα. Οι γιοι μου με ρωτάνε συνέχεια αν φοράω στολή, αν φοράω μάσκα, τι περιστατικά υπάρχουν. Υπάρχει, φυσικά, και το άγχος για τους άλλους ασθενείς, εκτός covid, μήπως κολλήσω εγώ, χωρίς να το ξέρω, και τους το μεταφέρω. Είναι ένα παραπάνω βάρος και μια παραπάνω ευθύνη. Αν με τρομάζει κάτι, είναι οι ασυνείδητοι. Προφυλασσόμαστε, παίρνουμε μέτρα, αλλά, δυστυχώς, υπάρχουν και τα περιστατικά που ψεύδονται, περιπτώσεις που παίρνουν τηλέφωνο αναφέροντας πως έχουν ορθοπεδικό πρόβλημα ή στομαχικές διαταραχές, ενώ είναι κορωνοϊός και έχουν 39 πυρετό. Πολύς κόσμος κρύβει ότι έχει πυρετό. Σε άλλο περιστατικό ένας κύριος πήγε σε ένα πάρκο και μας περίμενε, για να μην περάσουμε να τον πάρουμε από το σπίτι και το μάθει η γειτονιά.
Βλέπω τρόμο στα μάτια των ανθρώπων γιατί δεν ξέρουν τι συμβαίνει και τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα. Σου πιάνουν το χέρι και σου λένε «τι να κάνω; Βοήθησέ με». Το τρομερό με αυτόν τον ιό είναι ότι αν σου συμβεί κάτι, θα είσαι μόνος σου. Το κάνει πολύ πιο τρομακτικό, πραγματικά.
Η συμβουλή μου για όσους περνάνε δύσκολα ψυχολογικά είναι να μιλάνε. Ο κόσμος κλείνεται στον εαυτό του και αυτή είναι η μεγαλύτερη αρρώστια. Έχει κλειστεί στους τέσσερις τοίχους με ένα κουτί απέναντί του και τρελαίνεται. Είναι πολύ σημαντικό να ανοίγονται και να μιλάνε μεταξύ τους οι άνθρωποι.
Ως επιχειρηματίας στοn χώρο της άθλησης και πατέρας τεσσάρων παιδιών, θεωρώ ότι η νέα κρίση ξεπέρασε σε άγχος την προηγούμενη. Η κρίση του covid ήταν πιο ξαφνική και απότομη, με αβέβαιο μέλλον. Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία, μου δημιούργησε όχι απλώς ανασφάλεια αλλά κατάπτωση στα όρια της κατάθλιψης. Επειδή είμαι δυνατός χαρακτήρας, την περίοδο της καραντίνας το πάλεψα μέσα από τη γυμναστική, την ποδηλασία και το τρέξιμο. Προσπαθούσα να κάνω καλή διατροφή ώστε να μη βάλω κιλά, έκανα 2-3 Skype σε πελάτες που το είχαν ανάγκη κι έτσι κατάφερα να αποφύγω την κατάθλιψη. Πολλοί συνάδελφοι δεν την απέφυγαν και πολλοί έχουν κλείσει τα γυμναστήριά τους. Αλλά ούτε για την οικογένεια ήταν εύκολο, καθώς τα παιδιά, μετά τον πρώτο μήνα, άρχισαν να εκδηλώνουν επιθετικότητα, την οποία προσπάθησα να μετριάσω, κάνοντας μαζί τους περιπάτους. Την περίοδο μετά το lockdown συναντάω τους γονείς μου μία φορά τον μήνα – έχουν χαθεί οι σχέσεις, δεν βλέπουν καθόλου τα εγγόνια τους. Από τη στιγμή που τα γυμναστήρια ξανάνοιξαν, το άγχος όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά πολλαπλασιάστηκε. Οι συνθήκες υπό τις οποίες δουλεύουμε είναι πρωτόγνωρες, καθώς πρέπει να ελέγχουμε τον αριθμό εισερχομένων και να κάνουμε συνεχώς απολυμάνσεις. Δεν ξέρω πού θα βγάλει αυτό, πάντως το άγχος και η αβεβαιότητα έχουν αυξηθεί. Αν βρεθεί κρούσμα, μπορεί να κλείσει ο χώρος για δύο εβδομάδες. Παράλληλα, το οικονομικό πρόβλημα είναι τεράστιο, η μείωση γυμναζομένων είναι στο 50%, κυρίως σε ομαδικά προγράμματα, που ήταν τα πιο παραγωγικά. Δεν ξέρω αν τον χειμώνα γίνει κι άλλη μείωση και τι στήριξη θα έχουμε από την πολιτεία. Πάντως, το άγχος δεν το περνάω στο σπίτι, έχω μάθει να το αφήνω εκτός. Εκτονώνομαι στη δουλειά, όπου μπορεί να εκφράσω εκνευρισμό, να γίνω κάπως εριστικός – τότε θα βγω έξω, θα φωνάξω, θα βρίσω στον αέρα, μόνος μου. Τηρώ τα μέτρα, αλλά έχω συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να κολλήσουμε. Το αντιμετωπίζω κυρίως μέσα από την άσκηση, που διώχνει τις αρνητικές σκέψεις, σε βοηθάει να επικεντρώνεσαι σε αυτό που κάνεις, αλλάζουν οι ορμόνες σου, δημιουργείται ευφορία που σε βοηθάει να το ξεπεράσεις.
Δουλεύω στην εξυπηρέτηση εμπορικών πελατών. Πήγαινα στο γραφείο κάθε μέρα και η αλήθεια είναι ότι έκανα μία ώρα να πάω και μία να γυρίσω, οπότε, για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή μού άρεσε πάρα πολύ που ήμουν στο σπίτι. Ένιωθα ότι άρχισα να ξεκουράζομαι γιατί δεν έχανα χρόνο από τη ζωή μου στα μέσα μεταφοράς, αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε να γίνεται πολύ κουραστικό όλο αυτό. Συνέχεια σπίτι, σπίτι, σπίτι. Να μην έχεις επαφή με άλλους, να είσαι μονίμως μπροστά σε έναν υπολογιστή. Χάνεις πολλά πράγματα. Χάνεις τις συνήθειές σου. Σηκωνόμουν το πρωί και είχα την όρεξη να φτιαχτώ, να ετοιμαστώ, ενώ τώρα ουσιαστικά ξυπνάω μισή ώρα πριν ξεκινήσω δουλειά και φοράω μια φόρμα. Πολλές φορές τυχαίνει να ξεκινάω τη δουλειά και να νιώθω περίεργα, πολύ πιο κουρασμένη από πριν, ενώ δεν μετακινούμαι. Νιώθεις μια ματαιότητα. Αυτό που σκέφτομαι το τελευταίο διάστημα είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο πλάνο. Πόσο θα είμαστε έτσι; Τι θα γίνει; Από δω και μπρος, δηλαδή, μόνο σπίτι; Θα πρέπει να προσέχουμε πού ακουμπάμε, αν πρέπει να κάνουμε μια αγκαλιά; Αυτή η αγκαλιά, νομίζω, λείπει πάρα πολύ. Και ο κόσμος στο τηλέφωνο έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε που άρχισε όλο αυτό. Το πρώτο διάστημα, όταν έσκασε η καραντίνα, μας έπαιρναν για το πιο ανούσιο πράγμα. Έτυχε να έχω πελάτη 40 λεπτά στη γραμμή και να με έχει βάλει να του πω ό,τι πρόγραμμα υπάρχει, ό,τι μπορείς να φανταστείς, και ενώ καταλάβαινα ότι αυτή η συζήτηση δεν είχε νόημα, μου είπε κάποια στιγμή: «Δεν ήθελα κάτι συγκεκριμένο, ήθελα απλώς να μιλήσω». Ένιωθα τον κόσμο μόνο του. Μετά, όσο κυλούσε η καραντίνα, ένιωθες αυτήν τη σαπίλα, ότι δεν μπορείς να βγεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Η μέρα μου κυλάει και ο χρόνος δεν έχει νόημα. Όλοι προσπαθούμε να ζήσουμε τη ζωή μας, αλλά δεν είναι το ίδιο. Νιώθουμε αυτό το «ως πότε;». Έτσι θα ζούμε από δω και μπρος;
Πριν συμβούν όλα αυτά, είχα πάρα πολλά καινούργια πρότζεκτ, καινούργια σχέδια, συνεργασίες με το εξωτερικό, ένα σωρό πράγματα. Με όσα ζούμε δεν είναι μόνο ότι μπαίνεις σε ένα pause, είναι ότι μπαίνεις και δεν ξέρεις αν… Το δεύτερο είναι το οικονομικό, γιατί στην καραντίνα τα έσοδά μου από τη δουλειά ήταν μείον 100% και μετά την καραντίνα έχουν μειωθεί στο 70%, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα διαβίωσης. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι αρχές Ιουλίου διαγνώστηκε ο πατέρας μου με καρκίνο. Εγχειρίστηκε κι εγώ δεν μπορούσα καν να πάω στο νοσοκομείο για να τον δω – ούτε η μητέρα μου. Ήταν ολομόναχος μετά από 8 ώρες χειρουργείο και επειδή η εγχείρηση ήταν στη γλώσσα, ο άνθρωπος δεν μπορούσε καν να μας μιλήσει. Επειδή οι γονείς μου είναι απ’ τη Σάμο, έπρεπε να μείνουν στο σπίτι μου, και λόγω του ότι δούλευα με κόσμο, δεν μπορούσα να είμαι μαζί του την περίοδο που έκανε τις ακτινοβολίες και τις θεραπείες, οπότε έφτιαξα μια μικρή βαλίτσα και άρχισα να φιλοξενούμαι σε σπίτια φίλων. Αυτός ήταν ένας έξτρα βαθμός δυσκολίας για μένα. Το ζήτημα όμως είναι ότι, παρ’ όλη την κατάσταση που έζησα, δεν σταμάτησα ποτέ να είμαι αισιόδοξη, δεν σταμάτησα ποτέ να πιστεύω ότι αυτό το πράγμα θα τελειώσει. Στενοχωρήθηκα, προβληματίστηκα, αγχώθηκα, φοβήθηκα, αλλά δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να πέσει. Αισθάνομαι καλά, είμαι αισιόδοξη, αλλά έχω θυμό αυτήν τη στιγμή. Θυμό σε προσωπικό επίπεδο, επειδή τα πράγματα δεν είναι καλά. Έχω θυμώσει με όλη αυτή την ιστορία – πότε θα τελειώσει; Αυτήν τη στιγμή πρέπει να δούμε πάρα πολύ προσεκτικά το τι λένε οι επιστήμονες και οι γιατροί και να το ακολουθήσουμε οπωσδήποτε. Άρα νιώθω ότι το πώς βλέπω το μέλλον δεν έχει σημασία. Αυτό που ένιωσα κάποιες φορές ήταν ότι το μόνο που είχα να πιαστώ ήταν οι φίλοι μου και αυτό έκανα πολύ συνειδητά, με συγκεκριμένους φίλους. Κατευθείαν προσπάθησα να είμαι με ανθρώπους με τους οποίους αλληλοστηριζόμαστε και δημιουργικά, επειδή μόνο έτσι μπορώ να κοιτάω το μέλλον αυτήν τη στιγμή, με όση αισιοδοξία μου επιτρέπεται, και να βάζω κι εγώ από μόνη μου ένα τσικ παραπάνω.
Στο μαγαζί είμαι δεκατέσσερα χρόνια. Εμείς δεν ζήσαμε καραντίνα όπως την έζησε ο κόσμος στο σπίτι του. Την περίοδο εκείνη δουλεύαμε πολύ. Έφευγα από το σπίτι μου το πρωί και γύρναγα αργά το βράδυ, έτρωγα, κοιμόμουνα και μετά ξανά τα ίδια. Η δουλειά μου έγινε πιο δύσκολη. Πριν μας αναγκάσουν να βάλουμε μάσκα, έβλεπα τον κόσμο με τις μάσκες και τρόμαζα, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Τώρα με τις μάσκες, βέβαια, είναι πολύ πιο δύσκολο. Έχουν αλλάξει, γενικά, και οι σχέσεις μας με τον κόσμο λόγω του φόβου. Βλέπεις κάποιον στον διάδρομο και στρίβεις για να μην περάσει από κοντά σου. Του μιλάς πίσω από ένα πλεξιγκλάς. Αυτό δημιουργεί ασφάλεια, αλλά είναι και λίγο «κάπως». Μερικοί είχαν μεγάλη κατανόηση. Οι περισσότεροι μας έλεγαν «μπράβο» και «καλό κουράγιο», μας έδιναν συγχαρητήρια. Υπήρχε και μια ομάδα ανθρώπων που δεν είχε παιδεία. Ήθελαν να μπουν μέσα έτσι, φώναζαν, έσπρωχναν. Έβλεπα ότι έπαιρναν πράγματα τα οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν τα χρειάζονταν. Είχαν πάθει το σύνδρομο της κατανάλωσης λόγω φοβίας. Αλλά εγώ συνδέθηκα με κάποιους πελάτες λόγω αυτού του γεγονότος. Είπαμε και δυο κουβέντες παραπάνω – ακόμη και τώρα μιλάμε. Οι ηλικιωμένοι ήταν οι πιο γλυκείς. Θέλανε βοήθεια και δεν μπορούσες να τους τη δώσεις, γιατί δεν γινόταν να βγεις απ’ το ταμείο. Υπήρξε πολύς κόσμος έτσι, έρχονταν ηλικιωμένοι και ψώνιζαν κι εκεί αισθανόμουν συμπόνια. Αυτό που με συγκλόνισε σε κάποια φάση την περίοδο της καραντίνας είναι που, βγαίνοντας μια μέρα από το μαγαζί, είδα να περνάει μια γνωστή μου που μου είπε κλαίγοντας ότι εκείνη την ημέρα είχε πεθάνει ο μπαμπάς της. Επειδή έχασα κι εγώ τον μπαμπά μου πρόσφατα, ήθελα να την αγκαλιάσω και δεν μπορούσα. Είναι τρομακτικό, να θες να δώσεις ένα χάδι σε έναν άνθρωπο που πονάει και να μην μπορείς. Ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Υπάρχει ανησυχία. Ωστόσο προσπαθώ να είμαι ψύχραιμη, για να μη με καταβάλει. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Νομίζω ότι όλα θα πάνε καλά.
Η Φώφη Τσεσμελή φωτογραφήθηκε στο Sodade2 (Τριπτολέμου 10, 210 3468657).
H Μαρία Μαγκανάρη φωτογραφήθηκε στο Faust (Καλαμιώτου 11, 210 3234095).
H Ανζέλικα Καψαμπέλη φωτογραφήθηκε στα γραφεία της Stefi & Lynx Productions.
Ο Θανάσης Ραχούτης φωτογραφήθηκε στο Body Fitness Club (Μαυρομιχάλη 66, 210 3601594).