Ένα εμβληματικό, για την αρχιτεκτονική και οικονομική - κοινωνική ιστορία της Λέσβου, αρχοντόσπιτο κινδυνεύει.
Πρόκειται για το αρχοντικό Ιωάννη Παπουτσάνη, που η οικογένειά του ίδρυσε τη θρυλική ομώνυμη σαπωνοποιία στο «Μάντσεστερ» της Λέσβου, το Πλωμάρι.
Το αρχιτεκτονικό στολίδι που είναι συνυφασμένο με την αρχιτεκτονική αλλά και τη βιομηχανική κληρονομιά καταρρέει ξεχασμένο από όλους αφού ο τελευταίος του ιδιοκτήτης το εγκατέλειψε.
Χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Ιωάννη Παπουτσάνη, γιο του Δημητρίου Παπουτσάνη, ιδρυτή του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου σαπωνοποιείου στο Πλωμάρι με έτος ίδρυσης το 1870 και εμπορικές δραστηριότητες που έφταναν στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στον Πόντο, στη Μασσαλία, στη Γένοβα, στην Αλεξάνδρεια και τα εμπορικά κέντρα που ήκμαζαν τον 19ο αιώνα.
Στο Πλωμάρι η οικογένεια Παπουτσάνη ξεκίνησε το πρώτο ατμοκίνητο ελαιοτριβείο και σαπωνοποιείο στην ίδια μονάδα παραγωγής εκλεκτού ελαιολάδου. Ο πολυπράγμων Παπουτσάνης όχι μόνο είχε δικό του πλοίο για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του, αλλά αντιλήφθηκε νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλο την ανάγκη της σαπωνοβιομηχανίας.
Με το Πλωμάρι να μην έχει λιμάνι, οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου έφταναν μέχρι τη θάλασσα, όπου υπήρχε εξέδρα για τη φόρτωση του λαδιού. Το αρχοντόσπιτο χτίστηκε στον περιβάλλοντα χώρο του εργοστασίου, σε μια βραχώδη τότε περιοχή χωρίς δυνατότητα οδικής πρόσβασης πιο πέρα από το εργοστάσιο. Από τους γιους του ιδρυτή Δημητρίου Παπουτσάνη, ο Ιωάννης ιδιοκτήτης του αρχοντικού ήταν αυτός που δε μετοίκησε στον Πειραιά με την υπόλοιπη οικογένεια, αλλά έμεινε και κράτησε την επιχείρηση στη Μυτιλήνη. Το εργοστάσιο στο Πλωμάρι, πιθανότατα να έπαψε να λειτουργεί γύρω στα 1970 και σιγά-σιγά ερειπώθηκε. Σήμερα σώζεται μόνο ο βόρειος τοίχος χτισμένος με την χαρακτηριστική της περιοχής όμορφη πρασινόπετρα.
Κτίριο εκλεκτιστικής μορφολογίας, το σπίτι του, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και ξεχώριζε για το εντυπωσιακό κοκκινωπό χρώμα του σοβά και των συμπαγών τούβλων στα παράθυρα, τη στέγη και τις γωνίες του, που ακόμα και σήμερα, ξεφτισμένο διατηρεί τη γοητεία του. Η πέτρα με την οποία κτίστηκε είναι η όμορφη πράσινη πέτρα, χαρακτηριστική της περιοχής.
Ως αρχιτέκτονας αναφέρεται ο Κωστής Μεταξάς, συγγενής του βιομήχανου σάπωνος Αλκαίου Μεταξά. Λέγεται ότι ο Κωστής Μεταξάς συνεργαζόταν με τον μεγάλο αρχιτέκτονα της Μυτιλήνης Αργύριο Αδαλή, που υπογράφει που υπογράφει το ναό του Αγίου Θεράποντα, το Δημαρχείο της πόλης και πολλά νεοκλασικά της Μυτιλήνης και χρημάτισε βοηθός των αρχιτεκτόνων Θεοφίλου Χάνσεν και Ερνέστου Τσίλλερ.
Το αρχοντικό κατοικήθηκε έως τη δεκαετία του 1980, οπότε και χρειάστηκε μια γενική και πολυδάπανη συντήρηση, στην οποία οι κληρονόμοι δεν είχαν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν παρά τα «ευνοϊκά δάνεια» συντήρησης διατηρητέων κτισμάτων της εποχής. Η τελευταία ιδιοκτήτρια αποτάθηκε τότε σε διάφορους δημόσιους φορείς, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά οδηγήθηκε στην πώλησή του σε επιχειρηματία, ο οποίος όμως το εγκατέλειψε.
Για τη σωτηρία του αρχοντικού έχει δραστηριοποιηθεί ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πλωμαρίου «το Πόλιον» που κάνει έκκληση για τη σωτηρία του ιστορικού σπιτιού που είναι συνυφασμένο με την βιομηχανική και αρχιτεκτονική παράδοση της Μυτιλήνης.