Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το μεγαλύτερο πρόβλημα που υπάρχει στις δραματικές σχολές και τι μπορεί να γίνει ώστε μελλοντικά να έχουμε καλλιτεχνικές σπουδές υψηλού επιπέδου, αναγνωρισμένες, ισότιμες και αποδεκτές σε όλο τον κόσμο; Αυτή ήταν η ερώτηση που απευθύναμε σε δεκαοκτώ διευθυντές/διευθύντριες και καθηγητές/καθηγήτριες δραματικών σχολών, ανοίγοντας μια συζήτηση για έναν χώρο με ωκεανό προβλημάτων. Με τον εκπαιδευτικό τους ρόλο υπό αμφισβήτηση, χωρίς ουσιαστική εποπτεία, αξιολόγηση, οι τριάντα και πλέον δραματικές σχολές, κρατικές και ιδιωτικές, με εξακόσιους αποφοίτους τη χρονιά να συντελούν κατ’ ουσίαν στην ανεργία του κλάδου, δεν έχουν θέση στον εκπαιδευτικό χάρτη της χώρας, αφού δεν ανήκουν στο υπουργείο Παιδείας, το υπουργείο Πολιτισμού δεν μπορεί δώσει διπλώματα, ενώ αδειοδοτούνται από τον δήμο, όπως ένα ανθοπωλείο ή ένα κουρείο.
Από πού μπορεί να γίνει η αρχή για να επιλυθούν τα ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης; Η μεγάλη και ενδιαφέρουσα βεντάλια των απαντήσεων μας δίνει πληροφορίες, ανοίγοντας δημόσια τη συζήτηση για ένα θέμα το οποίο η πολιτεία δείχνει απρόθυμη να διευθετήσει, οι κυβερνήσεις δεν έχουν τηρήσει τις υποσχέσεις περί επίλυσής του, ενώ κομματικές σκοπιμότητες έχουν φρενάρει ακόμα και νομοσχέδια.
Τα ζητήματα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης συνδέονται όχι μόνο με τις σχολές αλλά πρωτίστως με την κοινωνία και οι απαντήσεις των δασκάλων, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πολύχρονη εμπειρία, εντοπίζουν τα προβλήματα και προτείνουν καθαρά λύσεις που χρειάζονται για τον εξορθολογισμό της λειτουργίας των σχολών, των οποίων οι υποψήφιοι είναι χιλιάδες απόφοιτοι του λυκείου που, μετά από τρία χρόνια σπουδών, εξασφαλίζουν ένα δίπλωμα απλώς ισότιμο του… λυκείου.
Σήμερα, εν μέσω της μεγάλης συζήτησης για το αν είναι ασφαλές και περιχαρακωμένο το επάγγελμα του ηθοποιού, ξεκινάμε από τη μήτρα ενός επαγγελματικού χώρου που οφείλει να είναι ασφαλής και να παρέχει ένα περιβάλλον μάθησης, αξιοκρατίας και ισότητας, να είναι αξιόπιστος και να προετοιμάζει προσωπικότητες πρωτίστως, αλλά και ταλαντούχους ηθοποιούς για ένα δύσκολο και απαιτητικό επάγγελμα.
«Η σχολή είναι το ωραιότερο θέατρο του κόσμου» έλεγε ο Αντουάν Βιτέζ: ένα εργαστήριο ονείρων, όπου ασκούνται η φαντασία και η τεχνική, μια μοναδική συνθήκη συλλογικής εμπειρίας που ενθαρρύνει την αφοσίωση στην αναζήτηση, τη δοκιμή και την επαλήθευση. Ήθελα να θυμίσω το ζητούμενο σε αυτό που θα έπρεπε να είναι μια δραματική σχολή, πριν εστιάσουμε στα προβλήματα. Τόσο στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου όσο και σε ορισμένες άλλες σχολές, κρατικές, ημικρατικές ή ιδιωτικές, προσπαθούμε να κρατήσουμε τον πήχη της ποιότητας ψηλά, μέσα σε ένα κλίμα πολυφωνίας και δημιουργικής άμιλλας. Ωστόσο, είναι κοινό μυστικό ότι πολλές από τις είκοσι πέντε αδιαβάθμητες σχολές που δραστηριοποιούνται αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα βασίζονται στην εμπορευματοποίηση. Φυσικά, η κρίση στη θεατρική εκπαίδευση συνδέεται με τη γενικότερη κρίση του σύγχρονου πνευματικού πολιτισμού. Στην επικράτεια της σημερινής πολιτιστικής βιομηχανίας πολλοί από τους υποψηφίους και τις υποψήφιες προσελκύονται από το φωτογενές επάγγελμα του ηθοποιού, θεωρώντας ότι η θεατρική έκφραση είναι εύκολη υπόθεση, εφόσον το υλικό της υποκριτικής είναι ο άνθρωπος, το σώμα και η φωνή, που ο καθένας και η καθεμία διαθέτει. Έτσι, κάθε χρόνο γίνεται και πιο αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα στην προσφορά εργασίας και στη ζήτηση, αφού υπεράριθμοι σπουδαστές και σπουδάστριες εισάγονται με ελαστικά κριτήρια σε σχολές που στεγάζονται σε ακατάλληλους χώρους και λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος, ενώ ένα σύστημα αναξιόπιστων, συχνά, φροντιστών προσφέρεται για την προετοιμασία τους. Πολλές φορές, άλλωστε, στις εισαγωγικές εξετάσεις εντοπίζονται σοβαρά κενά γνώσεων, προερχόμενα από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Αυτή την ώρα του αναστοχασμού πάνω σε όλες τις θεατρικές δομές εν γένει η πολιτεία οφείλει να παίξει αποφασιστικά τον εποπτικό της ρόλο με τον ενδελεχή έλεγχο κριτηρίων στην αδειοδότηση των σχολών και στο αδιάβλητο των εισαγωγικών και των πτυχιακών εξετάσεων, θεσμοθετώντας επιτροπές από καταξιωμένους ειδικούς που θα προβαίνουν στην αξιολόγηση. Δηλαδή θα πρέπει να χαρτογραφηθεί το πεδίο με απώτερο στόχο αφενός την αναβάθμιση των δραματικών σχολών και την ανωτατικοποίηση κατά περίπτωση, χωρίς ωστόσο να χαθεί η αυτονομία και η ιδιαιτερότητά τους, και αφετέρου την αποσαφήνιση του ορίου μεταξύ επαγγελματικής και ερασιτεχνικής θεατρικής εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα σημαντική θα ήταν, επίσης, η συμβολή των σχολών σε μια προοπτική αποκέντρωσης. Εξυπακούεται ότι βασική υποχρέωση κάθε σχολής είναι να δημιουργεί ένα ασφαλές εκπαιδευτικό περιβάλλον αλληλοσεβασμού και εμπιστοσύνης, με μηδενική ανοχή σε κάθε μορφής βία, παρενόχληση, διάκριση και εκφοβισμό.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να θυμίσω ότι η βαθύτερη ανανέωση στη θεατρική εκπαίδευση βασίστηκε στον ανθρώπινο παράγοντα, στους μεγάλους δημιουργούς-παιδαγωγούς, που σε πείσμα των δυσκολιών αφιερώθηκαν στην εξερεύνηση της τέχνης του ηθοποιού, αναλαμβάνοντας την αποστολή να προσεγγίσουν από κοινού με μια ομάδα μαθητών και μαθητριών τους μυστικούς κώδικες του ανθρώπινου σώματος και να μοιραστούν τις μύχιες αλήθειες της ψυχής.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ψευδαίσθηση ότι το κράτος μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Το χειρότερο επακόλουθο της θεατρικής εκπαίδευσης, η αδυναμία των νέων να απορροφηθούν από την αγορά εργασίας, δεν είναι τοπικό. Ακόμη κι αν περιοριστεί ο αριθμός των σχολών στην Ελλάδα, πολλοί θα καταφεύγουν στο εξωτερικό, όπου χιλιάδες ιδρύματα καραδοκούν να εισπράξουν τα λεφτά τους.
Ως εκ τούτου, γιατί να περιμένουμε από την εποπτεία του ελληνικού κράτους να αμβλύνει τις διαφορές στην ποιότητα σπουδών ανάμεσα σε σχολές που έχουν τόσο διαφορετικά ζητούμενα; Εδώ δεν έχει λύσει ακόμα το απόλυτο παράλογο της πιστοποίησης: σπουδαστές που δίνουν όλο τους τον εαυτό σε μια κάθε άλλο παρά εύκολη εκπαίδευση αδυνατούν να συμμετέχουν σε προγράμματα όπως το Erasmus ή να συνεχίσουν σε μεταπτυχιακό επίπεδο, αφού το πτυχίο τους δεν αναγνωρίζεται πουθενά.
Σε κάθε τάξη τελειοφοίτων κάνω ένα μάθημα «κακοποίησης», όπου παίζω τον άξεστο σκηνοθέτη, τον ερωτύλο παραγωγό ή τον κομπλεξικό πρωταγωνιστή, προκειμένου να προετοιμάσω τους νέους ηθοποιούς γι’ αυτό που ενδεχομένως τους περιμένει. Οι αντιδράσεις κυμαίνονται από ταχυπαλμία μέχρι λιποθυμίες. Το χειρότερο όμως είναι ότι, απόφοιτοι πλέον, χρόνια μετά με πλησιάζουν να μου πουν ότι η συγκεκριμένη προσομοίωση ήταν παιχνιδάκι σε σύγκριση με πραγματικές εμπειρίες που βίωσαν. Η ενίοτε στρατιωτικού χαρακτήρα σκληρότητα της θεατρικής εκπαίδευσης μέχρι τώρα είχε στόχο τη θωράκιση των σπουδαστών πριν από την είσοδό τους σε μια άκρως ανταγωνιστική αρένα. Μακάρι αυτού του είδους η πειθαρχία να πάψει να χρειάζεται κάποια στιγμή. Ας μη γελιόμαστε, όμως, η κακοποίηση που παρατηρείται (ή όχι) στον χώρο του θεάματος συμβαίνει σε κάθε πλαίσιο, όπου υπάρχει υπερπροσφορά. Και δεν πρόκειται, βεβαίως, να εκλείψει με τη θέσπιση νόμων ή την κωδικοποίηση δεοντολογίας. Από τη στιγμή που υπάρχει συναίνεση, το φαινόμενο θα συνεχίζεται. Κι όσο εμείς τρέφουμε τα όνειρα με ψευδαισθήσεις, τόσο οι επιτήδειοι θα βρίσκουν τρόπους να εκμεταλλεύονται τη δίψα των νέων. Αυτονόητα η επανάσταση που συμβαίνει τώρα, κι ας περιλαμβάνει ακρότητες, είναι ένα τεράστιο βήμα μπροστά. Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι μπαίνουμε πραγματικά στην εποχή του επαγγελματισμού; Σε άλλες χώρες, αν υπάρχει έστω και ένα χαστούκι στην παράσταση, είναι υποχρεωτική η πρόσληψη fight choreographer ή intimacy coordinator για τις ερωτικές σκηνές. Στη χώρα μας δεν έχει υιοθετηθεί ακόμα ο θεσμός του stage manager.
Το εκ των ων ουκ άνευ της διαδικασίας απόλυτο κριτήριο επαγγελματισμού ενός θεάτρου, ο οδηγός σκηνής (πτυχιούχος τριετούς μεταπτυχιακής σπουδής), είναι παρών από την πρώτη πρόβα μέχρι την τελευταία παράσταση, είναι μέλος του σωματείου ηθοποιών (χωρίς να είναι απαραίτητα ηθοποιός), είναι θεσμικά ανώτερος του σκηνοθέτη και έχει την απόλυτη ευθύνη και εξουσία να προστατεύει τόσο τους συντελεστές όσο και την παράσταση. Όμως, από τις 1.500 παραγωγές που ανεβαίνουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα, πόσες μπορούμε να πούμε ότι πληρούν τα στοιχειώδη κριτήρια εργατικού δικαίου, σε αντίθεση μ’ εκείνες που, στην ουσία, αποτελούν ένα ακριβό χόμπι;
Μια εκπαίδευση που στόχο έχει να προετοιμάσει τους νέους για τον επαγγελματικό χώρο, μέχρι να εξαλειφθεί ο ερασιτεχνισμός του, μοιραία θα τον κατοπτρίζει.
Όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου υπάρχει η ίδια μεμψιμοιρία για τη θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Η εκπαίδευση των ηθοποιών στην Ελλάδα, τουλάχιστον στις καλές σχολές μας, δεν είναι χειρότερη απ’ ό,τι στις χώρες της δυτικής Ευρώπης που γνωρίζω καλά, στη Γαλλία και την Ιταλία. Με λίγο πολεμική διάθεση, θα έλεγα πως και το επίπεδο των νέων που φιλοδοξούν να γίνουν ηθοποιοί αλλά και των καθηγητών στις σχολές έχει βελτιωθεί σημαντικά. Οι παθογένειες, ωστόσο, παραμένουν σταθερές: πληθωρισμός των σχολών, ερασιτεχνισμός και μη αναγνώριση των πτυχίων, αφόρητος υποκειμενισμός στο ποιοι και πώς διδάσκουν. Δεν είναι πιο εύκολο να γίνεις ηθοποιός από ζωγράφος ή μουσικός και είναι πράγματι υπερβολικά πολλοί οι άνεργοι ηθοποιοί, αλλά ποιος μπορεί να φρενάρει τη φιλοδοξία ενός νέου ανθρώπου; Δυστυχώς, μόνο η ζωή η ίδια.
Η θεραπεία των παθογενειών δεν μπορεί να γίνει με την επιστροφή στο παρελθόν. Η λύση δεν είναι προς τη διοικητική σκλήρυνση των όρων του επαγγέλματος, στην επιστροφή της αναχρονιστικής άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του ηθοποιού. Το δίπλωμα μιας σχολής δεν είναι εγγύηση πως θα βγεις ή, έστω, θα βρεις μια θέση στη σκηνή. Ούτε η απόφαση μιας επιτροπής. Η σκηνή πρέπει πάντα να μπορεί να διαλέγει ελεύθερα το προσωπικό της, αλλά οι σπουδές πρέπει να έχουν πραγματικό περιεχόμενο και αντίκρισμα.
Μιλώ, λοιπόν, για μια ουσιαστική αναβάθμιση των σπουδών της εκπαίδευσης του ηθοποιού, για την ένταξη των δραματικών σχολών στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης. Η πολιτεία, όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων, οι υπουργοί Πολιτισμού και οι υπουργοί Παιδείας έχουν τεράστια και κοινή ευθύνη για τη διατήρηση αυτού του αίσχους των αδιαβάθμητων πτυχίων, αυτής της μοναδικής ιδιορρυθμίας μιας «σκοτεινής» περιοχής. Όχι μόνο δεν λύνεται το ζήτημα, αλλά ταυτόχρονα, με δόλωμα τις ελάχιστες θέσεις θεατρικής αγωγής στην εκπαίδευση, δημιουργείται ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους αποφοίτους των πανεπιστημιακών τμημάτων. Παρεμπιπτόντως, αυτή η αίσθηση αδιαφορίας έχει ενταθεί δραματικά στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας και των κλειστών σχολών.
Γιατί πηγαίνει ένας νέος στη δραματική σχολή; Μπορεί να παίξει και χωρίς πτυχίο, αλλά χρειάζεται έναν χώρο και έναν χρόνο άσκησης και προσωπικής διαμόρφωσης ‒ μια «παρένθεση» στη ζωή του καλλιτέχνη. Οι σχολές πρέπει να προσφέρουν αυτό το κουκούλι προστασίας, πειθαρχίας και ελευθερίας για να μπορέσει να φτιάξει κάποιος τον καλλιτέχνη εαυτό του.
Πιστεύω στις προσωπικότητες των δασκάλων, όχι τόσο στα συστήματα. Αναγκαστικά, η διδασκαλία των ηθοποιών ταλαντεύεται πάντα μεταξύ του «βούτα και κάνε το» και του «θα σου δείξω εγώ πώς να το κάνεις», μεταξύ του «να σε εμπνεύσω και να σε κινητοποιήσω» και του «να σου μάθω κάποια εργαλεία». Αλλά και το ένα και το άλλο είναι ανεπαρκή αν δεν μεταδοθεί μια γενικότερη κουλτούρα και ηθική. Ο δάσκαλός μου Αντουάν Βιτέζ μίλαγε περισσότερο για λογοτεχνία και πολιτική παρά για θέατρο και τεχνικές. Οι άνθρωποι του θεάτρου, όταν διδάσκουν, έχουν την τάση να αναγορεύονται σε γκουρού. «Εγώ ειμί ο Κύριος ο Θεός σου» και δεν έχεις δικαίωμα να λατρέψεις άλλον Θεό από εμένα. Πρέπει να ξεχάσεις όσα σου έχουν πει ή μάθει όλοι οι άλλοι. Ναι, αυτό μπορεί να γίνει πηγή και άλλοθι αυταρχικών και κακοποιητικών συμπεριφορών. Για να το πω ευγενικά, ελάχιστων ο λόγος έχει το δικαίωμα να θεωρηθεί ευρύτερη πρόταση. Συνήθως όλοι αναμασούν και συνδυάζουν όσα η πείρα και οι σπουδές του καθενός έχει συγκεντρώσει. Έτσι γινόταν πάντα και αυτό δεν είναι κακό. Στη διδασκαλία, όμως, δεν είναι οι απόψεις που μετράνε πάνω απ’ όλα αλλά το ήθος του δασκάλου, η ταπεινότητά του, με μια έννοια πρέπει να δει πέρα από τη μύτη του τον νεαρό μαθητευόμενο που παιδεύεται μπροστά του.
Μπορούμε, πολύ επιγραμματικά, να μιλήσουμε υπέρ μιας πολυφωνικής θεατρικής εκπαίδευσης όπου ισχυρές προσωπικότητες καλλιτεχνών δασκάλων θα συνυπάρχουν, έστω και δύσκολα. Αυτή είναι η σύγχρονη ευρωπαϊκή φιλοσοφία της θεατρικής εκπαίδευσης. Γιατί δικαιούμαστε να προσδοκούμε ηθοποιούς με ευρύτερη προσωπικότητα και πλήρη ευθύνη, όχι άβουλα και πειθήνια εκτελεστικά όργανα των οραμάτων κάποιων άλλων.
Νομίζω πως ένα σοβαρό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι σχολές είναι η μείωση ωραρίου κι αυτό γιατί οι σπουδαστές, πλέον, πρέπει να εργάζονται παράλληλα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ασχοληθούν αποκλειστικά, όπως θα επιθυμούσαν, με την εκπαίδευση. Η ιδιαιτερότητα της δραματικής εκπαίδευσης είναι η σχεδόν εμμονική αφοσίωση για τρία χρόνια. Ένα ευρύτερο ωράριο θα προσφέρει, επίσης, πλουραλισμό και σφαιρική γνώση, όπως και διαφορετικές κατευθύνσεις σπουδών. Στόχος θα πρέπει να είναι η άμεση ενσωμάτωση των νέων ηθοποιών στην αγορά εργασίας και σε διαφορετικά είδη θεάτρου. Θα πρέπει, επίσης, να ξεκινήσει μια πιο σταθερή και συνεχής σχέση με το υπουργείο Πολιτισμού, με την έννοια πως το υπουργείο θα πρέπει να λαμβάνει δεδομένα από την πρόοδο και τις διαδικασίες διδασκαλίας, ώστε να δημιουργηθεί μια σχέση διάδρασης με τις σχολές, όχι για την κρίση τους αλλά αποκλειστικά για τη βελτίωσή τους. Θα ήταν χρήσιμο να δούμε για ποιον λόγο οι σχολές του εξωτερικού έχουν δημιουργήσει «βαριά» ονόματα. Γιατί στην Ελλάδα, τη γενέτειρα της υποκριτικής τέχνης, υστερούμε σε φήμη. Προσωπικά, θα χαιρόμουν ιδιαίτερα αν είχαμε μεγαλύτερη εξωστρέφεια και αν προκαλούσαμε συνεργασίες με σχολές του εξωτερικού. Σε αυτό το ζήτημα η πολιτεία θα μπορούσε να ανοίξει δίκτυα με την Ευρώπη και να καλέσει ενδιαφερόμενους για συνέργειες. Ακόμα, πρέπει κάποια στιγμή να δούμε σοβαρά τη μετάβαση της δραματικής εκπαίδευσης (και εν γένει της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης) στο υπουργείο Παιδείας, όπως συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Όσον αφορά τη δραματική σχολή της Αγίας Βαρβάρας, ξεκίνησε από τον τότε και νυν δήμαρχο Λάμπρο Μίχο, που εμπιστεύτηκε την εμπειρία του Ιάκωβου Καμπανέλλη και την πλαισίωσε με τους κατάλληλους επαγγελματίες, δημιουργώντας μία από τις λίγες αποκεντρωμένες σχολές στην Ελλάδα, που έχει επιπλέον στόχο να γίνει αγωγός της θεατρικής τέχνης στην κοινωνία, εν ολίγοις να φέρει το θέατρο μέσα στα σπίτια και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τους νέους μιας κοινότητας και ιδιαίτερα μιας λαϊκής κοινότητας, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ακολουθήσουν μια τέχνη σε προστατευόμενο περιβάλλον με χαμηλό κόστος σπουδών.
Την περίοδο αυτή βιώνουμε μια πρωτοφανή κατάσταση παγκοσμίως λόγω της πανδημίας, εξαιτίας της οποίας κανείς δεν μπορεί να προγραμματίσει τίποτα για το μέλλον, αλλά το ΥΠΠΟΑ θα πρέπει να καταρτίσει πιθανά σενάρια ολοκλήρωσης της φετινής χρονιάς, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας έχει γίνει διαδικτυακώς. Εμείς, ως σχολή, έχουμε ακολουθήσει μέχρι και σήμερα τις οδηγίες του υπουργείου και έχουμε φτιάξει από κοινού, σπουδαστές, καθηγητές και διεύθυνση, ένα πρόγραμμα που τρέχει με επιτυχία μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, όμως, ανυπομονούμε για τα διά ζώσης μαθήματα (εκ περιτροπής, ολιγομελή κ.λπ.) και ο δήμος της Αγίας Βαρβάρας έχει εξασφαλίσει ήδη όλες τις υποδομές (ανοιχτό θέατρο, ανοιχτοί χώροι διδασκαλίας κ.ά.) για το ασφαλές άνοιγμα της σχολής, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Σχολές και σπουδαστές νιώθουμε πως είμαστε μόνοι σε έναν ωκεανό προβλημάτων και ανασφάλειας. Οι υπεύθυνοι στο υπουργείο θα πρέπει να αντιληφθούν πως η τέχνη είναι ουσιαστική για την κοινωνία των ανθρώπων και υπάρχουν κάποιοι νέοι στις σημερινές ανώτερες σχολές δραματικής τέχνης που ονειρεύονται τη ζωή τους μέσα στο θέατρο με κάθε κόστος, ως μια ανάγκη ζωτικής σημασίας. Πρέπει και οφείλουμε να τους στηρίξουμε με ό,τι δυνάμεις μάς έχουν απομείνει. Η τέχνη ζητάει υπερβάσεις, το ίδιο και η πανδημία.
Αν η τέχνη του θεάτρου είναι μια δύναμη που μας ωθεί σε ένα κομμάτι ελευθερίας, που συγκεντρώνεται στη διάθεσή μας για σύμπραξη και συνύπαρξη, η προσέγγιση της εκπαίδευσης του ηθοποιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το θέατρο και την κοινωνία. Αν υποθέσουμε, επίσης, ότι η πολιτεία φροντίζει για τις σχέσεις που διέπουν τη συνύπαρξη των ανθρώπων στην κοινωνία, θα περίμενε κανείς ότι θα φρόντιζε και για τη θεατρική εκπαίδευση. Αν υποθέσουμε, ακόμα, ότι τίποτα δεν είναι μετέωρο, ότι τα πάντα συνδέονται μεταξύ τους, ότι τα πάντα αποτελούν μέρη μιας αέναης κίνησης δράσεων που τροφοδοτούν η καθεμία την επόμενη, δεν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τη θεατρική εκπαίδευση ως κάτι μεμονωμένο αλλά ως συνδεδεμένο με αυτό που στην υποκριτική ονομάζουμε «το πριν». Σε ποιο «πριν» ανάγεται η απόφαση ενός νέου να εμπλακεί στην περιπέτεια πού λέγεται θέατρο; Με ποια λογική αφαιρέθηκαν προσφάτως, με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, το θέατρο και γενικώς τα καλλιτεχνικά μαθήματα από το λύκειο; Με ποια λογική απομακρύνονται από τη δημόσια εκπαίδευση οι τέχνες και ο πολιτισμός; Έπαψε να είναι απαραίτητη η τέχνη; Πώς διοχετεύονται οι νέοι στις δραματικές σχολές; Ψάχνουν έναν τρόπο να εκφραστούν και βρίσκουν το θέατρο ως διέξοδο; Για ποιον λόγο οι υποψήφιοι σπουδαστές μας αισθάνονται αναγκασμένοι να κάνουν «προετοιμασία-φροντιστήριο» για να εισαχθούν στη σπουδή ενός επαγγέλματος που τους είναι παντελώς άγνωστο; Τι οφείλει να κάνει η πολιτεία κι εμείς, οι φορείς της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης της χώρας, προκειμένου η προετοιμασία των εισαγωγικών εξετάσεων να είναι μεν απαιτητική, χωρίς όμως να καλλιεργείται αυτού του είδους η παραπαιδεία; Εάν εμείς δεν είμαστε σε θέση να προτείνουμε δημιουργικές και καινοτόμες διαδικασίες γι’ αυτό, δεν είναι σαν να συναινούμε όλοι σε μια κατάσταση που δεν συνάδει με το ήθος που διέπει την τέχνη του θεάτρου;
Από τότε που ανήκουμε στο υπουργείο Πολιτισμού (ΦΕΚ 1981), η αναγνώριση του τίτλου σπουδών μας πέρασε από νόμο σε νόμο και μέσα από θεσμικές αστοχίες το δίπλωμα των δραματικών σχολών κατέληξε να παραμένει μέχρι και σήμερα αδιαβάθμητο. Σε κάνει να αναρωτιέσαι πραγματικά: για ποιον λόγο το υπουργείο Πολιτισμού εδώ και χρόνια μπαίνει σε τόσο κόπο να εποπτεύει τις εισαγωγικές εξετάσεις, να εποπτεύει και να βαθμολογεί τις διπλωματικές εξετάσεις και να σφραγίζει αυτά τα πτυχία, τα οποία δεν επρόκειτο να αναγνωρίσει;
Αν υποθέσουμε:
Μέσα σε μια τέτοια επώδυνη κατάσταση που βιώνουμε όλοι, μέσα σε μια παγκόσμια πανδημία, έρχονται οι μεγαλύτερες αναθεωρήσεις. Αυτή είναι μια ευκαιρία να αναθεωρήσουμε όλο το πλαίσιο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και όλα τα κακώς κείμενα. Να αναθεωρήσουμε ό,τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον εργασιακό και στον εκπαιδευτικό χώρο, χωρίς φόβο. Να οδηγηθούμε σε πιο φωτεινούς δρόμους.
Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη παθογένεια έχει να κάνει με το πλήθος των σχολών. Το ότι είναι πολλές έχει να κάνει και με το πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο. Αυτές οι τόσο πολλές δραματικές σχολές βρίσκονται σε έναν ηλίθιο μεταξύ τους ανταγωνισμό, προσπαθούν να προσλάβουν ανθρώπους που είναι περαστικοί στον χώρο και πολλές φορές δεν έχουν σχέση ούτε και με την εκπαίδευση. Προσλαμβάνουν διασημότητες σαν να κάνουν έναν εμπορικό θίασο, με τα αποτελέσματα να είναι άμεσα ορατά. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν να πάρουν τίποτε από το μάθημα, αλλά συνεχίζουν να το πληρώνουν. Δεν συμμετέχουν σε αυτό, αλλά συνεχίζουν να το πληρώνουν. Περνάνε τα έτη επειδή πληρώνουν και την τελευταία στιγμή γίνεται ένα πρόχειρο πασάλειμμα, μια προετοιμασία της τάξης των 2-3 μηνών και μεγάλος αριθμός ανθρώπων τελειώνει, στην πραγματικότητα χωρίς να έχει συμμετάσχει στην εκπαιδευτική διαδικασία και στη διαδικασία των σπουδών.
Ξέρω ότι λέω κάτι πολύ σκληρό, αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να μειωθεί πολύ ο αριθμός των δραματικών σχολών και από τις τριάντα και πλέον που υπάρχουν και βγάζουν εξακόσιους και πλέον ηθοποιούς κάθε χρόνο, να είναι λιγότερες από δέκα. Αυτό πιστεύω ότι είναι το βασικό καρκίνωμα στον χώρο αυτόν, όπου γίνεται εμπόριο ονείρων των παιδιών, των ανθρώπων που θέλουν να σπουδάσουν, και υπάρχει τρομακτική εκμετάλλευση. Μέσα στα χρόνια νομίζω ότι πρέπει να έχουν υπάρξει τρομερά περιστατικά που πολλές φορές ακούμε ή, ακόμα χειρότερα, δεν μαθαίνουμε.
Η γνώμη μου είναι ότι δεν μπορείς να έχεις σαράντα παιδιά σε κάθε τμήμα. Φυσικά, ξέρω πως όταν γίνει αυτός ο εξορθολογισμός, θα χαθούν πολλές θέσεις εργασίας, γιατί πολλοί ηθοποιοί ζουν από τα χρήματα που κερδίζουν διδάσκοντας στις σχολές. Αλλά, όπως σε όλα τα πράγματα, τελικά, για να προχωρήσεις, πρέπει να κάνεις μια δύσκολη «εγχείρηση». Εμείς θέλουμε να υπάρξει μια ακαδημία ανώτατης βαθμίδας, όπως είναι η Καλών Τεχνών. Αυτό θα είναι κάτι πολύ σοβαρό, που θα καθορίσει τις καλλιτεχνικές σπουδές, θα έχει καλλιτεχνικές εξετάσεις, τουλάχιστον τετραετή φοίτηση και θα ανήκει στο υπουργείο Παιδείας, για να έχουν τα διπλώματα αξία. Από κεί και πέρα, θα πρέπει να έχεις ένα δίπλωμα και να ξέρεις αν είσαι επαγγελματίας. Αυτό το δίπλωμα πρέπει να είναι έγκυρο, να σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις σπουδές έξω, αν θέλεις, και γενικά να προχωρήσεις στο επάγγελμά σου.
Αυτή η σχολή θα δίνει και το μέτρο στις υπόλοιπες, στις ιδιωτικές. Δεν μπορείς να έχεις μια ανώτερη δραματική σχολή και να μην ελέγχεσαι από πουθενά, αυτός είναι ένας διαχωρισμός που πιστεύω πως πρέπει να γίνει οπωσδήποτε. Ο καθένας πρέπει να μπορεί να κάνει ένα εργαστήριο θεατρικών ή δραματικών σπουδών, είναι δικαίωμά του.
Έχουμε πάρα πολύ καλό υλικό ‒για την ακρίβεια, είναι πρωτοφανές το υλικό που υπάρχει‒, αλλά είναι τόσο χαμηλό το επίπεδο των σπουδών, που δεν μπορεί να γεννηθεί ελπίδα από αυτό. Ξέρουμε πολύ καλά ότι πολλά ζητήματά μας δεν έχουν προχωρήσει για κομματικούς λόγους και το ότι δεν είμαστε στο υπουργείο Παιδείας συνιστά ένα μεγάλο πρόβλημα. Γενικά, υπάρχει απαξίωση της ανάγκης του επαγγέλματος και κατά συνέπεια των αντίστοιχων σπουδών.
Το πρόβλημα των δραματικών σχολών στην Ελλάδα ξεκινά από ένα πολύ απλό δεδομένο: η θεατρική αγορά, όσο κι αν είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, έχει πολύ συγκεκριμένα όρια. Ήδη, πριν από την πανδημία, έδειξε ότι έχει φτάσει σε σημείο κορεσμού. Τα θέατρα, με αυτή την υπερπληθώρα παραστάσεων –φαινόμενο καθαρά ελληνικό–, άρχισαν να αφήνουν το κοινό αδιάφορο. Σ’ αυτή την αγορά, λοιπόν, υπάρχει τεράστια προσφορά εργασίας και πολύ περιορισμένη ζήτηση. Είναι αδύνατον να απορροφηθούν κάθε χρόνο περίπου εξακόσιοι νέοι ηθοποιοί που βγαίνουν από τις σχολές και διεκδικούν θέση στο επάγγελμα. Άρα οι σχολές είναι πάρα πολλές.
Εδώ όμως υπάρχει το εξής θέμα: όλες αυτές οι σχολές στην ουσία είναι «μαγαζιά». Δεν το λέω απαξιωτικά και να γιατί: από το 1981, που καταργήθηκε η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού και υπάχθηκαν στο υπουργείο Πολιτισμού, οι δραματικές σχολές δεν θεωρούνται εκπαιδευτικοί οργανισμοί αλλά επιχειρήσεις που λειτουργούν με όρους ελεύθερης αγοράς. Δεν μπορούμε να τις κλείσουμε ή να τις περιορίσουμε. Είναι, λοιπόν, μια ολόκληρη βιομηχανία η θεατρική εκπαίδευση, αν προσθέσουμε και το γεγονός των υπεράριθμων τάξεων και τη φάμπρικα της προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις, καθώς και την άλλη φάμπρικα των άπειρων σεμιναρίων και εργαστηρίων, συχνά από ηθοποιούς που μόλις έχουν αποφοιτήσει. Και εδώ χρειάζεται ο αποφασιστικός έλεγχος από το υπουργείο Πολιτισμού, ο οποίος δεν υπάρχει.
Ωστόσο, αυτά τα «μαγαζιά» ακμάζουν επειδή έχουν «πελατεία»! Σημειώστε ότι στη διάρκεια της κρίσης κανένα απ’ αυτά δεν έκλεισε. Φέτος, μάλιστα, οι αιτήσεις για τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου πλησίασαν τις 1.100. Αυτό το φαινόμενο, που κανείς δεν το έχει διερευνήσει, σε βάζει σε σκέψεις: είμαστε τόσο καλλιτεχνικές φύσεις εμείς οι Έλληνες; Προσωπικά, πιστεύω ότι η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται αλλού: αυτά τα παιδιά προέρχονται από μια μέση εκπαίδευση στεγνή, χωρίς χαρά, που δεν προσφέρει διεξόδους και δυνατότητα αυτοέκφρασης στους εφήβους – με εξαιρέσεις μεμονωμένων καθηγητών. Πολλά παιδιά, λοιπόν, πιστεύουν ότι θα απελευθερώσουν τη φιμωμένη ευαισθησία τους μέσα από την ενασχόληση με το θέατρο. Αλλά το επαγγελματικό θέατρο δεν είναι μόνο χώρος ατομικής έκφρασης, είναι κυρίως ομαδικό άθλημα που χρειάζεται παιδεία, εξάσκηση, μόχθο και αφοσίωση. Επίσης, δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση στο γιατί ο αριθμός των κοριτσιών που καταφεύγει στις σχολές είναι συντριπτικά μεγαλύτερος αριθμός από αυτόν των αγοριών: από τις 1.100 αιτήσεις φέτος στο Εθνικό Θέατρο, περίπου οι 850 ήταν από κορίτσια. Βλέπετε ότι ο χώρος προσφέρει πλούσιο υλικό, σπαρταριστό, για όποιον θέλει να μελετήσει και να καταλάβει την υφή της κοινωνίας μας, κι όμως κανείς δεν ασχολείται με αυτό. Και κυρίως τα πανεπιστήμια!
Το πρόβλημα, τώρα, τις σπουδές καθαυτές έχει δύο πτυχές: την ποιότητα και την αναγνώρισή τους. Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο. Μετά το 2003, που καταργήθηκε η ανώτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα, τα διπλώματα των καλλιτεχνικών σχολών, που δεν υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας αλλά στο Πολιτισμού, ισοδυναμούν με απολυτήρια λυκείου. Δηλαδή οι σπουδές θεάτρου, χορού, μουσικής και κινηματογράφου σε κρατικές και ιδιωτικές σχολές είναι αδιαβάθμητες και δεν αναγνωρίζονται από το κράτος! Αυτό σημαίνει ότι οι σπουδαστές δεν μπορούν να συνεχίσουν π.χ. σε μεταπτυχιακές σπουδές. Ακόμα κι αν έχουν σχετικά πτυχία από ξένα πανεπιστήμια, στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται! Φυσικά, αυτό φέρνει ένα ντόμινο προβλημάτων που αφορά και τα εργασιακά και τα ασφαλιστικά και όλα. Άρα είσαι ένας πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Έχουμε κάνει πολλές προσπάθειες για την ανωτατοποίηση των σπουδών μας (με 4ετή ή 5ετή φοίτηση), αλλά πάντα συναντούμε την απροθυμία των αρμόδιων υπουργείων να συνεργαστούν, καθώς και τη σθεναρή αντίσταση των ακαδημαϊκών, όποτε ζητάμε να αναβαθμιστούν οι σπουδές μας. Αντιδρούν ιδίως οι θεατρολόγοι, που μας θεωρούν ανταγωνιστές στα μαθήματα θεατρικής αγωγής στην εκπαίδευση. Είναι αλήθεια ότι εκεί οι θέσεις είναι λίγες και οι θεατρολόγοι πολλοί. Και για συντεχνιακούς λόγους καταδικάζουν έναν ολόκληρο κλάδο που ζητά βελτίωση των σπουδών του να παραμένει υποβαθμισμένος!
Καταλαβαίνουμε ότι για να ξεκαθαρίσει αυτό το τοπίο χρειάζεται γενναία πολιτική βούληση αλλά και αναγνώριση της ιδιαιτερότητας αυτών των σπουδών. Για παράδειγμα, ότι δεν μπορεί να υπάρχει ανωνυμία στις εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά φυσική παρουσία, ή ότι δεν είναι κριτήριο ούτε τα πτυχία ούτε η μοριοδότηση για να γίνει κάποιος δάσκαλος σε δραματική σχολή. Πιστεύω όμως ότι κανένας, σε κανένα υπουργείο, σε καμία κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν θέλει να φορτωθεί τους μπελάδες ενός πολύ ειδικού χώρου που δεν τον αγαπά και τον θεωρεί τελευταίο τροχό της αμάξης.
Ως προς το περιεχόμενο των σπουδών, πιστεύω ότι, έστω αργά, έστω ανοργάνωτα, όπου μπορεί να γίνει δουλειά, γίνεται. Θεωρώ ότι σε ατομικό επίπεδο έχουμε πολύ άξιους καλλιτέχνες τα τελευταία χρόνια, ηθοποιούς αλλά και σκηνοθέτες, που, αν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τη δουλειά τους, θα μπορούσαν να συνδιαλέγονται ισότιμα με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Γιατί αυτήν τη στιγμή, στον διεθνή χάρτη, το ελληνικό θέατρο είναι σαν να μην υπάρχει! Και εδώ πάλι μπαίνει ο ρόλος της πολιτείας. Έξω, φέρ’ ειπείν, υπάρχουν σχολές καθηγητών δραματικών σχολών, εδώ μόλις πρόσφατα έγινε μια σχολή σκηνοθετών, που είναι ακόμα σε δοκιμαστική φάση. Δηλαδή –και βάζω και τον εαυτό μου μέσα– διδάσκουμε απλώς μεταλαμπαδεύοντας την εμπειρία μας. Στην παρούσα φάση, δεν μου φταίει το επίπεδο σπουδών, παρά μόνο η διάθεση κερδοσκοπίας, όπου υπάρχει. Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: μάθημα δεν μπορεί να γίνει με τριάντα και σαράντα παιδιά στην τάξη. Για να δουλέψεις ουσιαστικά, χρειάζεσαι μικρό αριθμό μαθητών. Όμως ούτε εδώ υπάρχει έλεγχος από το υπουργείο Πολιτισμού, που αγνοεί –ή κάνει πως αγνοεί– στοιχειώδη ζητήματα των σχολών, όπως το ότι, εκτός από τους σπουδαστές που δίνουν εξετάσεις στις επιτροπές του υπουργείου όταν τελειώσουν, υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός «αδήλωτων» που δεν δίνει, αφού οι εξετάσεις δεν είναι υποχρεωτικές. Παίρνουν μια βεβαίωση σπουδών από τη σχολή, την οποία συνήθως έχουν χρυσοπληρώσει, αλλά ούτε κι αυτή τους χρειάζεται για να βγουν στο επάγγελμα, αφού δεν είναι υποχρεωτικές οι σπουδές!
Δεν μέμφομαι, λοιπόν, τους ανθρώπους αλλά τις δομές. Γιατί σε όλο αυτό το απαράδεκτο τοπίο υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται, προσπαθούν σε δύσκολες συνθήκες, με αυταπάρνηση και καλή σχέση με τους μαθητές, να κάνουν δουλειά. Αλλά όλα αυτά σε σαθρά θεμέλια. Ή, μάλλον, δίχως θεμέλια.
Να πω με συντομία και μία φράση ότι την τελευταία εικοσαετία ζω τη θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα και πιστεύω ότι καλυτερεύει. Θα μιλήσω για τα κριτήρια αυτής της καλυτέρευσης, που τη θέλουμε όλο και περισσότερο. Ποια είναι αυτά; Ότι σε ένα ασαφές υλικό, όπως είναι η υποκριτική, που δεν είναι χορός ή ζωγραφική, για να έχει αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή να μπορεί να μαθαίνει κάτι ο άλλος κι εσύ να βλέπεις ότι το έμαθε πραγματικά, ο δάσκαλος πρέπει να έχει την ικανότητα να σου μάθει κάτι και εκεί να αρχίσει να δημιουργείται ένας σκελετός, μια δομή. Πρακτικά αυτό σημαίνει: τι ήξεραν αυτά τα παιδιά όταν τα πήρα τον Οκτώβριο και τι έχουν μάθει τον Μάιο, που τελειώνει η χρονιά τους. Αυτό είναι για μένα ένα ζήτημα των σπουδών της υποκριτικής, που ως αντικείμενο οφείλει να γίνει μετρήσιμο και για τον μαθητή και για τον δάσκαλο πρωτίστως.
Η εφεύρεση δογματικών μεθόδων, οι οποίες οδηγούν σε στρεβλώσεις, είναι η λάθος απάντηση στο πρόβλημα. Ο δάσκαλος είναι εμπειρικός, δηλαδή πρέπει να φέρνει την καλή του εμπειρία. Αν φέρει την κακή, πάλι κινδυνεύουμε να γλιστρήσουμε σε ασάφεια. Εδώ υπεισέρχεται ένα πολύ σοβαρό θέμα. Αν ο δάσκαλος προσπαθεί, όπως και ο σκηνοθέτης, να μεταδώσει κάτι που δεν το ξέρει καλά, ή δεν μπορεί να το μεταδώσει, ή η ομάδα δεν το δέχεται, εκεί, σε αυτό το κρίσιμο σημείο, ενεργοποιείται η εξουσία του δασκάλου, που παίζει το χαρτί της ισχύος, γιατί νιώθει τη θέση του να κινδυνεύει, και λέει «είμαι δάσκαλος και έχω δίκιο». Πρόκειται για μια καθαρή επιβολή της άποψης, που συσκοτίζει την κατάσταση περισσότερο.
Αυτό δημιουργεί κάτι που το ζούμε πολύ στις μέρες μας και το ζούσαμε πάντα, την επιβολή διά της ιεραρχίας. Εκεί όπου η εξουσία συναντιέται με την ασάφεια και την αυθαιρεσία δημιουργείται ένα τοξικό μείγμα, που οδηγεί σε μια παθογένεια στη φύση των υποκριτικών σπουδών. Η εκπαίδευση οφείλει να είναι μια διαδικασία μάθησης που υπόκειται σε κρίση και κριτική.
Οι λύσεις για μένα είναι δύο: η μία αφορά το «μετρήσιμο». Το να λες σε κάποιον «παίξε μου το χρώμα μπλε» είναι σαν τα καψόνια στον στρατό. Κανονικά, η απάντηση πρέπει να είναι «παίξ’ το εσύ». Όταν τα πράγματα είναι μετρήσιμα, υπάρχει αντικειμενικότητα. Το μετρήσιμο αναφέρεται και στο οργανικό κομμάτι, εννοώντας κάτι που δεν είναι εναντίον του σώματος και της ψυχής του ανθρώπου. Αυτή είναι άλλη μία ικανότητα που πρέπει να έχει ένας καθηγητής, να μπορεί να εκπαιδεύσει ηθοποιούς μέσα από το δικό του το πνεύμα, το σώμα, την ψυχή, τα οποία πρέπει να ξέρει καλά. Γι’ αυτό πιστεύω ότι αν δεν είσαι ο ίδιος ηθοποιός, δεν μπορείς να εκπαιδεύσεις ηθοποιούς, όπως ούτε και να σκηνοθετήσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, εφόσον δεν ξέρεις οργανικά τι σημαίνει το σώμα του ηθοποιού. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να ζητήσω από τους άλλους κάτι που ο ίδιος δεν μπορώ να κάνω. Ακόμα χειρότερα, μπορεί να το κάνω λάθος, παρ’ όλα αυτά να με χειροκροτήσουν επειδή είμαι ο δάσκαλος, αυτός που είναι πιο ψηλά στην ιεραρχία ‒ έτσι τρέφω τον εγωισμό μου από την υποταγή των άλλων και την αδιαπραγμάτευτη αποδοχή. Η ιεραρχία θρέφει το ναρκισσισμό και το είδος της ψεύτικης αυθεντίας, ωστόσο ελπίζω ότι στην εποχή μας μπαίνουμε σε μια κριτική φάση.
Για να έχουμε υψηλότερο επίπεδο, οι σχολές πρέπει να είναι ανοιχτές, να στέλνουν έξω στον κόσμο τους σπουδαστές τους, για να βλέπουν και να αποκτούν εμπειρία. Ξέρω ότι πολλές φορές, για να γίνουν αυτά, χρειάζονται λεφτά, αλλά έχει σημασία η εξωστρέφεια, δηλαδή το να εκτίθεται κάποιος και εκτός σχολής, να δουλεύει και να επιστρέφει, φέρνοντας τις εμπειρίες του. Αυτό, για μένα, είναι ένα ακόμα βήμα.
Για μένα, το μεγαλύτερο πρόβλημα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης είναι οι μη διακριτοί όροι. Φυσικά και πρέπει κάποιος να έχει πρόσβαση στη γνώση, αλλά πρέπει να υπάρχει διαβάθμιση και κατεύθυνση, την οποία θα πρέπει να ξέρει, πριν αποφασίσει να την ακολουθήσει. Είναι λίγο γενικές οι σπουδές που γίνονται στις δραματικές σχολές. Δεν έχουν συγκεκριμένο πρόγραμμα ή στόχο, ούτε συγκεκριμένο πλαίσιο. Αυτό δημιουργεί μεγάλο χάος. Και όταν μιλάμε για πλαίσιο, εννοούμε αυτό που θα προσελκύσει κάποιον αντίστοιχα με το τι θέλει να σπουδάσει. Είναι σαν να λέμε ότι σπουδάζει κάποιος Ιατρική γενικώς. Και δεν μιλώ για εξειδίκευση αλλά για συγκεκριμένους όρους, ώστε να ξέρεις ποιο πλαίσιο θα σε διαμορφώσει.
Γίνονται στην τύχη τα πράγματα, κατά περίπτωση, ανάλογα με τους ανθρώπους που βρίσκονται σε μια σχολή, και χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών. Αυτό είναι το ένα πρόβλημα, το άλλο είναι ότι δεν είναι ποτέ σαφή τα κριτήρια. Δεν υπάρχουν διαφορετικές σχολές, π.χ. δεν θα σπουδάσεις μπαλέτο, αν θες να ασχοληθείς με τον σύγχρονο χορό. Θα έπρεπε να είναι ένα πράγμα με συγκεκριμένο στίγμα. Ακόμα και οι ίδιοι οι διδάσκοντες μοιράζονται σε δύο και τρεις σχολές. Τι είδους σπουδές κάνεις; Είναι θεωρητικές, είναι πρακτικές, μπορεί να διαχωριστούν αυτά; Δηλαδή μπορεί να είναι ένας άνθρωπος ταλαντούχος και ακαλλιέργητος και αν ναι, γιατί αυτό το πράγμα να το ενισχύει μια σχολή; Αναρωτιέμαι ποιος είναι ο ρόλος που παίζει σε κοινωνικό επίπεδο μια δραματική σχολή και μιλώ κυρίως για τις κρατικές σχολές. Παρατηρώ πως ο πληθωρισμός που δημιουργείται με τις δεκάδες σχολές που υπάρχουν πλέον πιέζει τις κρατικές και τις διαμορφώνει με πρότυπο τις ιδιωτικές, όχι το αντίθετο.
Εννοώ ότι θα έπρεπε να είναι πολύ πιο επιλεκτική η διαδικασία σε σπουδές που είναι δημόσιες, με πολύ πιο αυστηρά κριτήρια εισαγωγής και πολύ μικρότερο αριθμό σπουδαστών. Από κει και πέρα, θα μπορούσαν να υπάρχουν προπαρασκευαστικά τμήματα στις κρατικές σχολές, που να ενδυναμώνουν ή να ελέγχουν την εξέλιξη ενός ανθρώπου και με κάποιον τρόπο να έχει κύρος ευρύτερο η έννοια του διπλώματος που δίνει η σχολή. Είναι θέμα διαβάθμισης πάλι. Αυτήν τη στιγμή δεν ξέρουμε τι είναι οι δραματικές σχολές, σε ποιον τομέα ανήκουν, αν είναι το ίδιο με ένα θεατρικό εργαστήριο που μπορεί να ανοίξει κάποιος οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Η ασάφεια είναι το σημαντικότερο πρόβλημα. Αν ξέρω τους όρους, μπορώ να επιλέξω αν θα να τους ακολουθήσω. Αν δημιουργείται απλώς μια ψευδαίσθηση και ένας σπουδαστής προβάλλει την επιθυμία του για το τι θέλει να σπουδάσει και η σχολή τελικά δεν το προσφέρει, εκεί αρχίζουν οι μεγάλες παρεξηγήσεις.
Πιστεύω ότι θα έπρεπε να υπάρχει συνολικά πολιτιστικός σχεδιασμός ‒που δεν υπάρχει‒ και να λυθεί αυτό το αίνιγμα για το πού ανήκει ένας τέτοιος χώρος, στο υπουργείο Παιδείας ή στο υπουργείο Πολιτισμού ‒ ή μήπως δεν είναι μέρος της παιδείας μας η καλλιτεχνική παιδεία τελικά; Αν αποσαφηνιστούν τα μεγάλα, μετά θα ρυθμιστούν και τα μικρά, οι λεπτομέρειες, γιατί όταν δεν υπάρχει σχεδιασμένη πολιτική, προκαλείται παθογένεια.
Μπαίνω κι εγώ πολλές φορές στο δίλημμα για το τι πρέπει να κάνω και καταλήγω ότι πρέπει να κάνω τη δουλειά μου στο πλαίσιο που υπάρχει. Κι εγώ έχω την ανάγκη να είμαι σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, πιο ορθολογικό, με μια πιο «τεχνική» προσέγγιση των συστημάτων εκπαίδευσης, όχι μόνο ενστικτώδη και παρορμητική. Τεχνικά πράγματα μπορείς να διδάξεις, όχι έμπνευση και ταλέντο. Το τεχνικό κομμάτι δεν υπάρχει, και εννοώ μια συγκεκριμένη γραμματική, ακόμα και για να την απορρίψεις. Όλα γύρω μας έχουν την αίσθηση του χύμα. Γι’ αυτό πιστεύω στον εξορθολογισμό των δομών, ότι αυτές θα πρέπει να είναι αντικειμενικού χαρακτήρα, κι ας είναι κάτι με το οποίο μπορεί να διαφωνώ.
Το πεδίο στη θεατρική εκπαίδευση είναι εντελώς άναρχο και απαρχαιωμένο. Όλα εξαρτώνται από το όραμα και το αίσθημα ευθύνης των διευθυντών και των διδασκόντων. Υπάρχουν σχολές που προσπαθούν να προσφέρουν άρτια εκπαίδευση, συνδεμένη με τις σύγχρονες απαιτήσεις της θεατρικής τέχνης, κι άλλες που φυτοζωούν εις βάρος σπουδαστών που επιθυμούν να εμβαθύνουν στην τέχνη, πουλώντας τους, στην κυριολεξία, «πτυχία». Η λέξη σε εισαγωγικά, διότι από το 2003 και μετά, με την κατάργηση της ανώτερης βαθμίδας εκπαίδευσης, οι τριετείς σπουδές μας δεν αναγνωρίζονται. Κι έπειτα παραπονιούνται όταν δεν γίνονται δεκτοί σε ακροάσεις ή δεν βρίσκουν εύκολα δουλειά. Μα, όλοι οι επαγγελματίες του χώρου γνωρίζουν τι είδους εκπαίδευση παρέχει κάθε σχολή. Λογικό είναι, δεν θα προτιμήσουν έναν ηθοποιό του οποίου η σπουδή θεωρείται ελλιπής. Ευθύνονται τα παιδιά; Όχι, η ευθύνη βαρύνει την πολιτεία, που τόσα χρόνια, κρατώντας ισορροπίες με το πανεπιστήμιο και διάφορες φράξιες του χώρου, επιτρέπει αυτή την κοροϊδία.
Τα βήματα που απαιτούνται είναι πολλά και συγκοινωνούντα. Αναβάθμιση του πλαισίου λειτουργίας των σχολών, με τη θέσπιση αυστηρών κριτηρίων σε κτιριακές εγκαταστάσεις και υποδομές, αριθμού σπουδαστών ανά τμήμα και απουσιών, εξωτερικών εργαστηρίων και φοιτητικών προνομίων. Κατάρτιση ενός σύγχρονου προγράμματος σπουδών, ενθαρρύνοντας μάλιστα τις σχολές να αποκτήσουν συγκεκριμένη, ξεχωριστή και δυνατή καλλιτεχνική ταυτότητα. Αλλαγή της αναχρονιστικής διαδικασίας επιλογής υποψηφίων με εισαγωγικές εξετάσεις οργανωμένες σε εργαστήρια (workshops), όπου οι υποψήφιοι θα μπορούν να παρουσιάσουν την καλλιτεχνική τους ταυτότητα. Παιδαγωγική επιμόρφωση των διδασκόντων. Διαβάθμιση της αξίας των πτυχίων και έπειτα ανωτατοποίηση της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ένα πάγιο αίτημα όλου του κλάδου.
Η κινητικότητα που παρατηρείται τον τελευταίο χρόνο και στον σπουδαστικό χώρο των δραματικών σχολών πρέπει να εισακουστεί. Οι σπουδαστές είναι εκείνοι που βιώνουν τα προβλήματα σε πρώτο βαθμό. Το νέο σωματείο βλέπει πολύ ζεστά την ανάγκη εκσυγχρονισμού της θεατρικής εκπαίδευσης. Οι αλλαγές που απαιτούνται είναι πολλές, η στιγμή είναι κατάλληλη και λείπει μόνο η πολιτική βούληση.
Το ερώτημα έχει πολλές απαντήσεις, ειδικά αυτή την εποχή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του παρόντος είναι ότι τα πρακτικά μαθήματα της υποκριτικής, της κίνησης και του τραγουδιού δεν μπορούν να συνεχιστούν διαδικτυακά. Μετά από τέσσερις μήνες απίστευτης προσπάθειας, μελέτης, ευρηματικότητας και υπομονής που έχουν επιδείξει καθηγητές και σπουδαστές, έχουμε πιάσει ταβάνι ή πάτο, όπως το πάρει κανείς. Χρειάζεται το υπουργείο να μεριμνήσει άμεσα, έστω και καθυστερημένα, για να οργανωθεί η επόμενη μέρα, με παράταση σπουδών, εύρεση κατάλληλων χώρων, οικονομική υποστήριξη των διδάκτρων αυτής της παράτασης κ.ά.
Από κει και πέρα, υπάρχουν πολλές παθογένειες στις δραματικές σχολές, οι οποίες αρχικά ξεκινούν από εμάς που διδάσκουμε καθαρά εμπειρικά, χωρίς να κατέχουμε εκπαιδευτικά εργαλεία και παιδαγωγικές μεθόδους για να προσεγγίσουμε τους σπουδαστές. Μπορεί να είμαστε περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένοι καλλιτέχνες, αυτό όμως δεν μας καθιστά δασκάλους. Είμαι σίγουρη ότι η πλειονότητα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και με τα χρόνια και τις αλλαγές των εποχών έχουμε εξελιχθεί. Ο δρόμος, όμως, είναι ακόμα μακρύς.
Επίσης, υπάρχουν θέματα στον τρόπο των εισαγωγικών εξετάσεων, οι οποίες διαφέρουν τόσο πολύ από σχολή σε σχολή, που επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία αντικειμενικότητα στο επίπεδο των εισακτέων. Αυτό, βέβαια, συνεχίζεται και στο πρόγραμμα σπουδών, το οποίο ναι μεν ακολουθεί κάποιες υποχρεωτικές γραμμές του υπουργείου, αλλά βασικά διαμορφώνεται με βάση το κριτήριο κάθε σχολής. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι δραματικές σχολές πολλών ταχυτήτων, άρα και απόφοιτοι ηθοποιοί πολλών ταχυτήτων.
Tαυτόχρονα, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τη διαβάθμιση των πτυχίων. Οι καλλιτεχνικές σπουδές δεν μπορούν να θεωρηθούν ανώτατες, γιατί δεν είναι τετραετείς, ούτε μπορούν και να γίνουν τετραετείς, γιατί δεν προβλέπεται από το ΦΕΚ ΠΔ/1983 και δεν ανήκουν στο υπουργείο Παιδείας.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί το θέμα των κτιρίων, το οποίο δημιουργεί πολλά προβλήματα, μια και σε μερικές σχολές οι σπουδαστές κυριολεκτικά στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον, κυρίως στα ομαδικά μαθήματα χορού, κίνησης και αυτοσχεδιασμού.
Επειδή, όμως, είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσει να βλέπω μόνο τα προβλήματα, οφείλω να πω ότι γίνονται υπεράνθρωπες προσπάθειες από μια μερίδα ανθρώπων της τέχνης για να βελτιώνονται διαρκώς οι συνθήκες σπουδών. Απ’ όταν ξεκίνησα να διδάσκω στις δραματικές σχολές, συνομήλικη των μαθητών μου, πριν από 25 χρόνια, μέχρι σήμερα τα πράγματα μόνο καλύτερα γίνονται σε όλα τα επίπεδα που προανέφερα.
Η ερώτηση σχετικά με τη λύση των προβλημάτων αποκτά μεγαλύτερη σημασία την εποχή που διανύουμε. Κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται σχεδιασμός από την αρχή σε όλους τους τομείς που αφορούν την εκπαιδευτική διαδικασία. Ενδεικτικά αναφέρω το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και τους στόχους, την αξιολόγηση καθηγητών και σπουδαστών, τον κώδικα δεοντολογίας, τη διαβάθμιση των πτυχίων, το κτιριακό, τις προοπτικές εργασιακής αποκατάστασης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων και των ενδιαφερόμενων, δηλαδή υπουργείου, σχολαρχών, καθηγητών και σπουδαστών. Πρέπει να μελετηθούν πρότυπα και καλές πρακτικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και να επαναπροσδιοριστεί η καλλιτεχνική εκπαίδευση, να πιάσουμε το νήμα από την αρχή.
Επίσης, χρειάζεται προσωπικός αναστοχασμός σε σχέση με το πώς είμαστε εμείς ως δασκάλες και δάσκαλοι όλα αυτά τα χρόνια, διαρκής ενημέρωση και επιμόρφωση. Χρειάζεται να φροντίζουμε περισσότερο τον εαυτό μας και τους άλλους, έτσι ώστε να αλλάξουν τα συστήματα από τη ρίζα τους. Και η ρίζα τους είναι οι άνθρωποι.
Πάντως, παρά τις αλλαγές που σίγουρα χρειάζονται, πιστεύω ότι η Ελλάδα παράγει υψηλού επιπέδου καλλιτέχνες σε επίπεδο τεχνικής κατάρτισης, δημιουργικότητας και αισθητικής.
Για να παραφράσω την Iζαμπέλ Ιπέρ, μέσα στις δραματικές σχολές όλοι, καθηγητές και σπουδαστές, «δεν δουλεύουμε έναν ρόλο, δουλεύουμε τον εαυτό μας». Το πρώτο που θα πρότεινα, λοιπόν, είναι να θυμηθούμε γιατί βρεθήκαμε σε αυτόν τον κλάδο. Γιατί αγαπάμε το θέατρο, τον χορό, τη μουσική. Γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς αυτά. Γιατί η τέχνη είναι ανακουφιστική διαδικασία και ταυτόχρονα δύναμη και πηγή αντίστασης. Γιατί δεν πρόκειται για τα «εγώ» μας αλλά για κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτά.
Είναι όμορφο αυτό και μέσα στους δύσκολους καιρούς που ζούμε τείνουμε να το ξεχάσουμε. Μαζί μπορούμε να προχωρήσουμε στη βελτίωση των συνθηκών του εκπαιδευτικού συστήματος, και όχι μόνο, αν θυμηθούμε την ομορφιά αυτή και τη θυμίζουμε ο ένας στον άλλον, αν συζητάμε ανοιχτά μεταξύ μας, δίνοντας χώρο να ακουστούν όλες οι φωνές, αν κρατάμε τα αυτιά μας ανοιχτά, αν καταλάβουμε πως μέσα από κάθε αντίρρηση ή διαφωνία, μέσα από κάθε σύγκρουση εξελίσσονται και αλλάζουν τα πράγματα.
Διδάσκω εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά αφότου ανέλαβα τη διεύθυνση σπουδών της σχολής είδα πραγματικά τα προβλήματα από μέσα και μπορώ πλέον να τα ιεραρχήσω. Καταρχάς, οι σπουδές στις δραματικές σχολές είναι αδιαβάθμητες. Κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη ανώτερης εκπαίδευσης, χωρίς να έχουν συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, γεγονός που δυσχεραίνει με πολλούς τρόπους τη λειτουργία τους. Επιπλέον, το πρόγραμμα σπουδών που εφαρμόζουν καλύπτει ανάγκες παλαιότερων εποχών. Για παράδειγμα, η ιστορία και η πρακτική στον κινηματογράφο είναι μόνο δύο ώρες την εβδομάδα. Είναι ελάχιστος χρόνος! Για να μη μιλήσω για τα είδη του θεάτρου που μένουν απ’ έξω (devised, physical, ντοκουμέντο, performance, χοροθέατρο κ.ά.). Ζήτημα, επίσης, είναι η σωστή υποδομή των χώρων διδασκαλίας, οι αίθουσες και οι εγκαταστάσεις, ενώ συχνά απουσιάζουν χώροι προβών και σκηνές για να κάνουν πρακτική οι σπουδαστές. Όλα τα παραπάνω, βέβαια, χρειάζονται χρήματα, σωστό σχεδιασμό και διαρκή ενημέρωση για τον τρόπο λειτουργίας των σχολών του εξωτερικού. Τέλος, θεωρώ ότι η μεγαλύτερη ευθύνη που φέρει μια δραματική σχολή είναι να μη διαψεύδονται οι προσδοκίες των παιδιών και να μη γίνονται τα όνειρά τους αντικείμενο εκμετάλλευσης. Εκεί πρέπει να επικεντρώνονται όλες μας οι προσπάθειες. Πρέπει να αλλάξει ο τρόπος εισαγωγής και αποφοίτησης. Χρειάζεται ένα οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης, που να είναι έγκυρο και αναγνωρισμένο απ’ όλους τους φορείς, τόσο από τις σχολές όσο και από την αγορά εργασίας.
Κατά δεύτερον, πρέπει να ασχοληθούμε με το πρόγραμμα σπουδών. Ως επί το πλείστον το μάθημα εξαρτάται από την προσωπικότητα του καθηγητή. Χρειάζεται ένας οδηγός σπουδών που να δίνει τις βασικές κατευθύνσεις, έτσι ώστε με το απολυτήριό τους οι μέλλοντες ηθοποιοί να είναι σίγουροι ότι έχουν τις βασικές γνώσεις της τέχνης, ανεξάρτητα από τη σχολή στην οποία επέλεξαν να φοιτήσουν. Σε αυτό το σκεπτικό εντάσσεται και η υποχρέωση των διδασκόντων να αντιμετωπίζουν τη διδασκαλία ως λειτούργημα και όχι ως πάρεργο της πλούσιας (υπό κανονικές συνθήκες) επαγγελματικής τους δραστηριότητα. Έχει πλάκα αυτό: όταν δεν έχουμε δουλειά οι καλλιτέχνες στρεφόμαστε με πάθος στα μαθήματα σε περισσότερες από μία σχολές, μόλις όμως μας φωνάξει το θέατρο ή η τηλεόραση, το θέαμα γενικότερα, η εκπαίδευση μας γίνεται βάρος, ακυρώνουμε μαθήματα, μας κουράζει, τη θεωρούμε δευτερεύουσα υποχρέωση. Η γνώμη μου είναι ότι για να διδάξει κανείς το οτιδήποτε, πόσο μάλλον να πλάσει καλλιτέχνες, χρειάζεται να έχει στοιχειώδη παιδαγωγική κατάρτιση και να ενημερώνεται διαρκώς σχετικά με τη συνεχή πρόοδο της παιδαγωγικής επιστήμης. Δεν αρκεί να είναι επιτυχημένος καλλιτέχνης ή διάσημος για τις δουλειές του. Η εκπαιδευτική διαδικασία χρειάζεται επιπλέον εφόδια.
Πέρα από αυτά τα δύο θεμελιώδη ζητήματα, θεωρώ ότι πρέπει να εμπλουτιστούν τα μαθήματα με εξειδικευμένα σεμινάρια, για παράδειγμα σχετικά με νομικά θέματα που αφορούν τις επαγγελματικές συνεργασίες, τη διαχείριση της εικόνας, τη συγγραφή βιογραφικού, την εξοικείωση με τις ποικίλες ειδικότητες του θεάματος όπως οι συγγραφείς, οι φωτιστές, οι διευθυντές παραγωγής κ.ά.
Επίσης, χρειάζεται αποσαφήνιση του τίτλου που λαμβάνουν οι φοιτητές με την αποφοίτησή τους και πιστοποίηση του πτυχίου τους, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν την ακαδημαϊκή τους πορεία σε μεταπτυχιακές σπουδές αλλά και στην παγκόσμια αγορά εργασίας. Σε αυτό χρειάζεται η συνεργασία μεταξύ υπουργείου Πολιτισμού και υπουργείου Παιδείας. Θα έπρεπε να επικαιροποιηθεί ο οδηγός σπουδών και να καταρτιστεί ένα ενιαίο βασικό πρόγραμμα μαθημάτων για όλες τις σχολές, ιδιωτικές και μη, ώστε να εξασφαλιστεί η ποιότητα του πτυχίου. Φυσικά, πρέπει να αλλάξει ο τρόπος εισαγωγής και αποφοίτησης ‒ θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερες λέξεις για να μιλήσω γι’ αυτό. Στους φοιτητές των δραματικών σχολών θα έπρεπε να αναγνωρίζονται τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (εκπτώσεις, επιδόματα, πάσο για τα μέσα μεταφοράς, περίθαλψη κ.ο.κ.). Τέλος, απαραίτητο είναι να εφαρμόζεται κώδικας δεοντολογίας. Έχει γίνει ήδη μια συντονισμένη προσπάθεια με την πλειονότητα των ιδιωτικών σχολών και του σωματείου ΑΙΔΡΑΣΕ για να δοθούν λύσεις στα παραπάνω, αλλά απαιτείται κρατικός σχεδιασμός ένταξης της θεατρικής εκπαίδευσης στο εκπαιδευτικό σύστημα τη χώρας. Από δασκάλους το θέατρο τα πάει πολύ καλά, στο πλαίσιο της εκπαίδευσης χωλαίνει.
Ο φαύλος κύκλος της θεατρικής εκπαίδευσης ορίζεται από τα εξής ερωτήματα: γιατί οι δραματικές σχολές ανήκουν στο υπουργείο Πολιτισμού; Δεν θεωρεί το υπουργείο Παιδείας ότι η διδασκαλία του θεάτρου είναι αρμοδιότητά του; Γιατί τα πτυχία των δραματικών σχολών δεν δίνουν τη δυνατότητα σε έναν απόφοιτο να διδάξει θέατρο; Οι ηθοποιοί είναι μόνο για να παίζουν; Τα παιδιά μπορούν να προσεγγίσουν την τέχνη του θεάτρου μέσω της θεωρητικής της κατεύθυνσης; Δηλαδή, αν στο δημοτικό δίδασκε ζωγραφική ένας θεωρητικός της τέχνης και όχι ένας ζωγράφος, μουσική ένας θεωρητικός της μουσικής και όχι ένας μουσικός, θα ήταν λογικό; Η τέχνη της εκπαίδευσης συνδέεται άρρηκτα με τη θεατρική τέχνη, κάθε εκπαιδευτικός και ηθοποιός το γνωρίζει αυτό. Όμως, μόνο η μαστορική της μουσικής, της ζωγραφικής και του θεάτρου έχει όφελος βαθύ για ένα παιδί, μόνο αν τραγουδήσει, μουτζουρώσει, παίξει, θα είναι ελεύθερο, χαρούμενο και δημιουργικό. Οι δραματικές σχολές στην Ελλάδα καλούνται να αναπληρώσουν ένα κενό, να ανατρέψουν τη δυστυχία που έχει προκαλέσει σε όλους μας η στεγνή σχολική εκπαίδευση. Οι φοιτητές είναι άμουσοι, παραπατούν, δεν ξέρουν να διαβάσουν, παλεύουν να αρθρώσουν, μπερδεμένοι, αποπροσανατολισμένοι, χαμένοι, φοβισμένοι, επιθετικοί. Κι όμως το παλεύουν, επιλέγοντας μια σπουδή μόνο για την ψυχή τους. Μια σπουδή παραπεταμένη απ’ όλους τους φορείς, της οποίας το πτυχίο δεν θα τους δώσει τη δυνατότητα ούτε ένα μεταπτυχιακό να κάνουν. Κι όμως, αυτήν τη σπουδή οι περισσότεροι τη θεωρούν ιερή. Δουλεύουν για να την πληρώσουν, ξενυχτάνε, διαβάζουν ό,τι δεν διάβασαν ποτέ, τραγουδάνε ό,τι δεν τραγούδησαν, διψάνε. Οι φοιτητές στις δραματικές σχολές δεν ψάχνουν καριέρες, ψάχνουν το χαμένο παιδικό παιχνίδι μας, όχι για πλάκα, είναι θέση ζωής και, ναι, είναι επάγγελμα. Από τα ομορφότερα ‒ που προσφέρει και προσφέρεται.
Οι διδάσκοντες, από την άλλη, είναι στην πλειονότητά τους πολύ σοβαροί άνθρωποι, παιδιά που μεγάλωσαν και συνεχίζουν το παιχνίδι. Και μετά από δεκατρία χρόνια που διδάσκω, νομίζω πως μπορώ να πω ότι παλέψαμε πολύ για να διδαχτούμε θέατρο. Ταξιδέψαμε παντού, χωρίς κανένα τυπικό εφόδιο, μια και τα δικά μας πτυχία επίσης δεν μας πρόσφεραν τη δυνατότητα να προχωρήσουμε τις σπουδές μας. Κάποιοι είχαμε ένα πτυχίο πανεπιστημίου, έτσι, για να βρίσκεται, και να που χρησίμευσε. Πολλοί από μας νιώθαμε μεγάλη ευθύνη να σκιαγραφήσουμε έναν τρόπο δουλειάς που να μη βασίζεται μόνο στην εμπειρία ή στο ταλέντο, όπως έκαναν οι δικοί μας δάσκαλοι.
Κουραστήκαμε πολύ να φτιάξουμε μέθοδο και κουραζόμαστε τώρα να τη χαλάσουμε, γιατί καταλαβαίνουμε ότι η τέχνη ακροβατεί. Απορρίψαμε τους δασκάλους μας και τώρα κάποιους από αυτούς θέλουμε να τους ξανασυναντήσουμε. Δύσκολη δουλειά, που ζητά απόλυτη αφοσίωση. Θα έπρεπε να έχω πενήντα μαθητές τον χρόνο και όχι εκατόν πενήντα. Να έχω τη δυνατότητα μιας εκπαιδευτικής άδειας για να προχωρήσω την έρευνά μου. Να καταφέρνω να ζω διδάσκοντας σε μία και όχι σε τρεις σχολές. Μάθαμε έτσι. Μάθαμε στραβά. Αντέχουμε γιατί το αντικείμενό μας είναι ανεκτίμητο, είναι ο άνθρωπος, έχεις μπροστά σου τα βλέμματα των νέων και τα λόγια των παλιών. Αυτό το νήμα σε οδηγεί. Αν οι απόφοιτοι είναι πολλοί, όπως ακούω συχνά να λέγεται ‒τι να κάνουμε, το ψώνιο των Ελλήνων για τη σκηνή‒, μην «αναγνωρίζετε» τις σχολές που δεν πληρούν τις προδιαγραφές, ελέγξτε το διδακτικό προσωπικό και τους οδηγούς σπουδών και αντιμετωπίστε τους υπόλοιπους με σοβαρότητα. Απαντήστε, τουλάχιστον, στα emails.
Τα προβλήματα είναι μεγάλα και φοβάμαι ότι πολύ λίγοι μέχρι σήμερα τα έχουν αξιολογήσει. Η θεατρική εκπαίδευση συνεχίζει να ταξιδεύει, και μαζί της εκατοντάδες νέοι άνθρωποι, σε αχαρτογράφητα νερά. Ευτυχώς που σε αυτό το επάγγελμα συναντάς αρκετό μεράκι και υπευθυνότητα από κάποιους σχολάρχες και καθηγητές. Η πορεία, όμως, συνεχίζεται χωρίς πυξίδα και, φυσικά, αυτό δεν προοιωνίζεται καμία αισιοδοξία για το μέλλον.
Η θεατρική εκπαίδευση εποπτεύεται από το υπουργείο Πολιτισμού και όχι από το υπουργείο Παιδείας. Πιθανώς αυτό θα μπορούσε να μην αποτελεί μεγάλο πρόβλημα, αν είχαν θεσμοθετηθεί κάποιες ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να επιλύσουν βασικά ζητήματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, όμως, αφορά το ανύπαρκτο επί της ουσίας θεσμικό πλαίσιο. Οι δραματικές σχολές είναι αδιαβάθμητες, παρότι ονομάζονται ανώτερες. Ο τίτλος αυτός παρέμεινε από την εποχή που υπήρχε ανώτερη επαγγελματική εκπαίδευση. Εδώ και αρκετά χρόνια έχουν καταργηθεί οι ανώτερες σχολές. Οι δραματικές σχολές φέρουν, λοιπόν, μια διαβάθμιση χωρίς ουσία και αντίκρισμα. Και, φυσικά, δεν έχουν πρόγραμμα σπουδών, με αποτέλεσμα να υπάρχει χάσμα μεταξύ των αποφοίτων των διαφόρων δραματικών σχολών.
Ως γνωστόν, στην Ευρώπη δεν υπάρχουν πλέον διαφοροποιήσεις μεταξύ των ανώτερων και ανώτατων σχολών. Υπάρχει τριτοβάθμια εκπαίδευση που στα τρία έτη δίνει τη δυνατότητα απόκτησης πτυχίου μπάτσελορ, στη συνέχεια μάστερ κ.λπ. Οι δραματικές σχολές, μετά το πέρας των σπουδών, δίνουν ένα δίπλωμα που, αν θέλαμε να το προσαρμόσουμε στα ευρωπαϊκά δεδομένα, είναι επιπέδου μπάτσελορ. Παρ’ όλα αυτά, είναι ένα απλό χαρτί, βεβαίωση σπουδών, χωρίς ιδιαίτερη αξία και αναγνώριση.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, σε ένα τέτοιο δυστοπικό σε πολλές περιπτώσεις περιβάλλον εύκολα παρατηρούνται παρατυπίες, εκμετάλλευση της έντονης μερικές φορές διάθεσης των νέων ανθρώπων να μοιάσουν στα τηλεοπτικά τους πρότυπα, άσκοπο χάσιμο χρόνου που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και πολλά άλλα κακά. Σε αυτό το πλαίσιο πιο εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε φαινόμενα ψεύτικων υποσχέσεων προς φερέλπιδες ηθοποιούς με στόχο την ποικιλόμορφη εκμετάλλευσή τους, ακόμα και τη σεξουαλική. Όσο και να θέλουμε να υπερασπιστούμε την ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία και εκπαίδευση, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε την ασυδοσία και την εκμετάλλευση.
Το θεσμικό πλαίσιο και η αναβάθμιση της θεατρικής εκπαίδευσης είναι απαραίτητοι όροι για να αρχίσει να λειτουργεί και στην Ελλάδα με όρους σοβαρούς και πραγματικά καλλιτεχνικούς. Το κάλεσμα για επείγουσα διαβούλευση ανάμεσα σε έμπειρους καθηγητές, με γνώση και πληροφόρηση για την αντίστοιχη εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και σε χώρες όπως η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια πρώτη απαραίτητη κίνηση, αρκεί να μη μείνει εκεί η πρωτοβουλία. Η διαβούλευση είναι το πρώτο βήμα για τις ανάλογες εισηγήσεις προς το κεντρικό υπουργείο, που θα αναλάβει την περαιτέρω ουσιαστική εργασία. Και, φυσικά, μια ορθολογική αντιμετώπιση απλών ερωτημάτων, όπως πόσους ηθοποιούς χρειάζεται η χώρα, πόσα θέατρα μπορεί να υποστηρίξει, πόσες τηλεοπτικές παραγωγές μπορούν να γυριστούν, πόσοι ηθοποιοί μπορούν να παίξουν και πόσοι θα δουλέψουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε μπαρ και εστιατόρια, ελπίζοντας ότι κάποια μέρα θα τους τύχει ο μεγάλος ρόλος και η αναγνώριση. Επίσης, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε πόσους σκηνοθέτες χρειάζεται, πόσους θεατρολόγους και πάει λέγοντας. Η αυτορρύθμιση είναι μια λύση, που όμως, στην περίπτωση του θεάτρου και της εκπαίδευσής του, δεν έχει λειτουργήσει. Η επαναφορά της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού, πάντως, φαίνεται να είναι απαραίτητη. Η κατάργησή της μόνο αρνητικές επιπτώσεις είχε στον κλάδο των ηθοποιών. Είμαι βέβαιος ότι και στη θεατρική εκπαίδευση θα επιφέρει αλλαγές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτήν τη στιγμή είναι ότι οι δραματικές σχολές είναι κλειστές. Θα μπορούσαν, με χρήση τεστ και φροντίδα, να λειτουργούν και να δίνουν στους σπουδαστές, στους καθηγητές αλλά και σε όλους τους πολίτες το έμπρακτο μήνυμα ότι η τέχνη αντέχει και αγωνίζεται για την ομορφιά του κόσμου.
Πέρα από αυτό, όπως όλες οι εκπαιδευτικές μονάδες στην Ελλάδα, απαξιώνονται θεσμικά από τη στιγμή που δεν είναι υποχρεωτικό το ανώτατο όριο των δεκαπέντε μαθητών ανά τμήμα, όπως ούτε η συγκεκριμένη επιπλέον ειδίκευση και εκπαίδευση των διδασκόντων. Το ότι κάποιος είναι καλός σκηνοθέτης και ηθοποιός δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι και καλός δάσκαλος. Όταν κάποιος αναλαμβάνει να διδάξει ένα έτος σπουδαστών (στην ιδανική εκδοχή θα έπρεπε να το αναλαμβάνει τουλάχιστον δύο έτη συνεχόμενα), θα πρέπει να μην ασκεί παράλληλα κι άλλες δραστηριότητες στον χώρο του επαγγελματικού θεάτρου, και αυτό να είναι δυνατό αλλά και δημιουργικό για τον ίδιο και για τους σπουδαστές. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι συμφωνούμε πως οι δραματικές σχολές δεν είναι τόποι «βιομηχανικής» παραγωγής ηθοποιών αλλά δημιουργίας και έμπνευσης καλλιτεχνών.
Ένας κώδικας δεοντολογίας που θα δημιουργηθεί από τους ανθρώπους της δραματικής τέχνης και εκπαίδευσης μπορεί να αποσαφηνίσει αρκετά το όποιο «θολό» τοπίο των δραματικών σχολών σήμερα.
Πιστεύω ότι τα βασικά ζητήματα των δραματικών σχολών στην Ελλάδα είναι παρόμοια με εκείνα του κλάδου της τέχνης του θεάτρου. Οι «ασθένειες» της διδασκαλίας είναι πάνω-κάτω οι ίδιες με εκείνες που συναντάμε και σε μια επαγγελματική πρόβα. Ίσως γιατί πολλές φορές οι καθηγητές μεταφέρουν το κλίμα του επαγγέλματος στην τάξη, με σκοπό να εισάγουν τους μαθητές στη σκληρή πραγματικότητα του επαγγέλματος του ηθοποιού. Για μένα τα προβλήματα ξεκινούν όταν μια σχολή δεν είναι σχολή και με αυτό εννοώ το να μην έχει ξεκάθαρη φιλοσοφία διδασκαλίας. Με τον τρόπο αυτό κάθε καθηγητής, στην ουσία, πέρα από τη δική του μέθοδο, διδάσκει και την προσωπική του φιλοσοφία. Ακόμα κι αν δεν είναι απαραίτητα κακό, σίγουρα κάτι τέτοιο δεν εναρμονίζεται με μια κοινή κατεύθυνση εκπαίδευσης, την οποία θεωρώ απαραίτητη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναγνωρίζω, λοιπόν, είναι εκείνο της ιεραρχίας, και μάλιστα υπό τη μορφή εξουσίας. Πιστεύω πως στην τέχνη του θεάτρου όλα τα μέλη μιας ομάδας, σκηνοθέτης, συντελεστές, ηθοποιοί, είναι απολύτως ισότιμα, ο καθένας με διαφορετικό ρόλο και ευθύνη για το δικό του δημιούργημα. Το ενδιαφέρον γεννιέται μόνο όταν ισότιμοι πυρήνες σκέψης αλληλεπιδρούν. Τότε τα προβλήματα που δημιουργούνται ανάμεσά τους είναι εξ ορισμού γόνιμα. Η εξουσία, κατά την άποψή μου, είναι κάτι που ισοπεδώνει αυτά τα προβλήματα (μιας ενδιαφέρουσας «σχέσης») και φέρνει τα πράγματα στα μέτρα του εξουσιαστή. Είναι πλέον γνωστό ότι στις πρόβες υπάρχουν οι «πάνω» και οι «κάτω», τελευταία και με τρανά παραδείγματα σκηνοθετών και δασκάλων ηγεμόνων και πρωταγωνιστών αυτοκρατόρων. Ανθρώπων που ασκούν είτε ήπια είτε εντονότερη βία στους άλλους, απλώς επειδή μπορούν. Θα πει κανείς ότι δεν είναι σωστό να κρίνουμε ολόκληρο το θέατρο με βάση τα ακραία παραδείγματα που είδαμε τελευταία στον Τύπο και στα social media. Σίγουρα όχι, όμως η αρρώστια της εξουσίας δυστυχώς δεν περιορίζεται σε αυτά τα λίγα παραδείγματα και δεν είναι πάντα τόσο φανερή. Για μένα, ακόμα και όταν ένας ηθοποιός ή σπουδαστής ζητάει από τον συμπαίκτη του να αλλάξει τον τρόπο που λέει μια ατάκα του για να του δώσει καλύτερη πάσα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή καταστρέφεται κάτι που ξεπερνά και τους δυο. Κάτι το ανεξέλεγκτο που ονομάζεται αληθινή επικοινωνία. Και για να απαντήσω στο επιχείρημα ότι «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει συνεργασία δίχως ιεραρχία», πιστεύω πως η λέξη «σεβασμός» είναι το κλειδί για μια γόνιμη σχέση, χωρίς την ανάγκη της ιεραρχίας. Ο σεβασμός στη δουλειά και στον ρόλο του «άλλου» είναι εκείνο που πρέπει να διδάσκεται στις δραματικές σχολές.
Αν η ερώτηση είναι ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στις δραματικές σχολές σήμερα, δεν νομίζω ότι μπορούμε να το απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο για όλες. Υπάρχουν, βλέπετε, διαφορετικές κατηγορίες. Υπάρχουν κρατικές σχολές (όπου η φοίτηση είναι δωρεάν), δημοτικές σχολές (όπου υπάρχουν χαμηλά δίδακτρα) και οι ιδιωτικές σχολές (με αρκετά υψηλά δίδακτρα). Εκ των πραγμάτων, κάθε κατηγορία καλείται να λειτουργήσει σε διαφορετικό πλαίσιο. Το μόνο κοινό σημείο είναι ότι όλες υπάγονται στο υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο όμως ορίζει τους κανόνες της λειτουργίας όλων των σχολών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το διαφορετικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Κάθε σχολή έχει διαφορετικά καλλιτεχνικά κριτήρια και διαφορετικό προσανατολισμό (ακόμα και ως προς το είδος θεάτρου) και ταυτόχρονα όλες πρέπει να ακολουθήσουν τους νόμους του υπουργείου Πολιτισμού.
Τα προβλήματα είναι πολλά και για να τα συζητήσουμε θα έπρεπε καταρχάς να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να τα διαχωρίσουμε σε διαφορετικά πεδία. Τα ζητήματα της διοίκησης, παραδείγματος χάριν, δεν θα έπρεπε να συγχέονται με ζητήματα αμιγώς παιδαγωγικά. Από την άλλη, η επιβίωση μιας ιδιωτικής σχολής εξαρτάται άμεσα από τα δίδακτρα των σπουδαστών, άρα καλείται να λειτουργήσει ως επιχείρηση και αυτό το γεγονός επηρεάζει τα καλλιτεχνικά κριτήρια. Στις δημόσιες σχολές, που δεν έχουν πρόβλημα επιβίωσης, υπάρχουν άλλα ζητήματα. Με την αλλαγή της διεύθυνσης (που συμβαίνει μετά τις εθνικές εκλογές) συνήθως αλλάζει και το διδακτικό προσωπικό. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, στο εκπαιδευτικό σύστημα θέλουν χρόνο, συνέπεια και μεγάλη επιμονή.
Βρισκόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Υπάρχουν πια οριοθετημένες διαφορετικές μεθοδολογίες για τη διδασκαλία στο θέατρο και κάθε μεθοδολογία έχει διαφορετικά κριτήρια. Πολλές φορές δεν γίνεται να ακολουθήσεις τις απαιτήσεις κάποιας από αυτές τις μεθόδους, επειδή σε δεσμεύει το πλαίσιο του ΥΠ.ΠΟ. και δεν έχεις το περιθώριο της προσαρμογής. Οπότε η ουσία του πράγματος εγκαταλείπεται κάπου στη μέση της διαδρομής (στην καλύτερη περίπτωση). Αν αποφασίσεις να ακολουθήσεις μόνο το όραμα –το όποιο όραμά σου–, μετατρέπεσαι αυτομάτως σε «εργαστήριο» και δεν μπορείς να επιβιώσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζονται σημαντικά οι δυνατότητες για εξερεύνηση.
Συνοπτικά, θα έλεγα ότι το σύστημα των εισαγωγικών και τελικών εξετάσεων, η αξιολόγηση της προόδου, ο αριθμός μαθημάτων και διδασκόντων σε κάθε τάξη και το πρόγραμμα σπουδών είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα που χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης, μέχρι και ριζικής αλλαγής.
Το θέατρο χρειάζεται πολλές ειδικότητες και θα έπρεπε να γίνει προσπάθεια όλες αυτές να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα. Θα πρότεινα, καταρχάς, ο φορέας που εποπτεύει τη θεατρική εκπαίδευση να ξεκινήσει από θεμελιώδη ερωτήματα, πραγματοποιώντας μια διαχρονική και διαπολιτισμική μελέτη στο αντικείμενο, να μελετήσει τα εκπαιδευτικά μοντέλα που υπάρχουν σε άλλες χώρες και να εκτιμήσει τη μέχρι στιγμής εμπειρία της λειτουργίας των δραματικών σχολών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτή η έρευνα πρέπει να προχωρήσει σε βάθος, να προσεγγίσει τα ζητήματα με αμεροληψία και να γίνει, φυσικά, από ειδικούς του χώρου και όχι από κάποιους υπαλλήλους που, επειδή δεν γνωρίζουν καθόλου το αντικείμενο, θα λειτουργήσουν προφανώς διεκπεραιωτικά.
Η πολιτεία θα πρέπει είτε να στηρίξει οικονομικά τις δραματικές σχολές είτε να δημιουργήσει περισσότερες κρατικές σχολές με αξιοκρατικά κριτήρια. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η εκπαίδευση ενός καλλιτέχνη εξαρτάται άμεσα και από το γενικότερο επίπεδο του πολιτισμού μιας χώρας.
Μιλώντας για τις σχολές, πιστεύω ότι είναι σε καλό επίπεδο στην Ελλάδα, αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία ποιος είναι ο διευθυντής και τι αντίληψη έχει, τι ανθρώπους θα προσκαλέσει να διδάξουν. Οι άνθρωποι διαμορφώνουν το κλίμα μιας σχολής και την κατεύθυνση στην οποία κινούνται. Είναι πολύ κομβικό το ποιος καλεί τους καθηγητές, ήδη δείχνει κάτι. Αν δεις ποιους καθηγητές έχει μια σχολή, αμέσως βγάζεις ένα συμπέρασμα, καταλαβαίνεις προς τα πού πάει.
Τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί ένα ρεύμα μιας λίγο-πολύ κοινής μεθόδου που ενσωματώνει όλες τις μετεξελίξεις του συστήματος Στανισλάφσκι, του Actor’s Studio και το πώς έχουν περάσει στη σημερινή πραγματικότητα. Προς τα εκεί κατευθύνονται οι περισσότεροι καθηγητές και βλέπεις ότι και η μέθοδος των περισσότερων σκηνοθετών στην ίδια κατεύθυνση κινείται. Εννοείται ότι δεν είναι ο μόνος δρόμος. Εγώ δεν πιστεύω στις σχολές που είναι μονοθεματικές, που σου μαθαίνουν αυτόν τον τρόπο, δεν υπάρχει σωστός τρόπος για τα πράγματα, ούτε μόνο ένας. Μια σχολή θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε ερεθίσματα και σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις οι καθηγητές, π.χ. να υπάρχει η μέθοδος του Τερζόπουλου με τον ρεαλισμό μαζί. Είναι άλλοι δρόμοι, αλλά μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματικοί.
Έχει εγκαθιδρυθεί η νοοτροπία ότι στο θέατρο υπάρχει η αυθεντία που κατέχει την ουσία και μπορεί να φέρεται κατά το δοκούν και αυτό εμφανίζεται ως αυτονόητο μέσα στα χρόνια. Αυτή η κρίση του ελληνικού θεάτρου θα φέρει σίγουρα αλλαγές και στην εκπαιδευτική λειτουργία. Και θα ξεκινήσει από τα ίδια τα παιδιά, που δεν θα έχουν πλέον ανοχή σε κακοποιητικές συμπεριφορές. Αυτό μόνο ελπιδοφόρο μού φαίνεται.
Πρέπει να αποκτηθεί μια νέα κουλτούρα διαλόγου και μεταξύ μας. Κι εμείς όλοι είμαστε αυτοδίδακτοι ως δάσκαλοι της τέχνης που εξασκούμε. Ποτέ κανένας από αυτούς που διδάσκουν δεν έκανε μαθήματα εκπαιδευτικά. Αυτό είναι μεγάλο έλλειμμα, ό,τι κατάλαβε καθένας, στου Κασίδη το κεφάλι εκπαιδευτήκαμε, πάνω στα παιδιά ‒ αναλόγως της αντίληψής του, της εκπαιδευτικής του ευαισθησίας, πράττει.
Η δική μου γενιά είναι πιο ανοιχτή και στο θέμα της αξιολόγησης. Μπορεί στην αρχή να σε φέρει σε άβολη θέση. Βέβαια, οι αξιολογήσεις των μαθητών είναι πάντα ανώνυμες, δεν βλέπεις ποιος γράφει τι, βλέπεις τα συνολικά σχόλια. Είναι πολύ γόνιμο, όταν υπάρχει ανώνυμη αξιολόγηση. Με το δίκιο τους φοβούνται πολλοί, όμως είναι πολύ σημαντικό να επισημαίνουν κάτι γραπτώς τα παιδιά κι εσύ να το διαβάζεις. Μπορεί να κάνουμε μαλακίες όταν διδάσκουμε και να μην το καταλαβαίνουμε, γι’ αυτό είναι βοηθητικό για μας. Θα πρέπει να αξιολογηθούμε και από τα παιδιά αλλά και εξωτερικά ‒ αυτό είναι σημαντικό. Υπάρχει μια δυσκολία εκ μέρους των διευθυντών, που ενδιαφέρονται για τη σχολή, να μπουν στο μάθημα να δουν τι κάνουμε, αισθάνονται λίγο άβολα.
Έχει μεγάλη σημασία η εκπαίδευση και η καλλιέργεια ενός ηθοποιού. Όχι μόνο σε επίπεδο υποκριτικής αλλά και καλλιέργειας του μυαλού. Το τι ηθοποιός θα γίνει κάθε σπουδαστής σχετίζεται κατά πολύ με το πώς εκπαιδεύει το μυαλό του, πώς θα ανοίξει τους ορίζοντές του. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει με έναν τρόπο που να καταλαβαίνουν τα παιδιά ότι αυτά δεν είναι θεωρίες αλλά κάτι πραγματικά χρήσιμο. Πώς θα διαβάσουν ένα κείμενο; Αν δεν αντιλαμβάνονται βασικά δραματολογικά πράγματα, περιμένουν ο σκηνοθέτης να τους εξηγήσει για ποιον λόγο έχει γράψει τον συγκεκριμένο ρόλο ο συγγραφέας. Κι αυτή είναι η πηγή πολλών κακών.