Μερικά κείμενα ανοίγουν δρόμους στη σκέψη και στην ανθρώπινη ευαισθησία, χωρίς να είναι πολιτικά μανιφέστα με την κλασική έννοια του όρου. Η Σιωπηλή Άνοιξη (Silent Spring) της Racel Carson στάθηκε μια τέτοια περίπτωση ενός βιβλίου από αυτά που προαναγγέλλουν τα καινούργια πεδία γνώσης και δράσης, απευθυνόμενα στο μεγάλο κοινό.
Η Κάρσον γεννήθηκε το 1907 στο Σπρίνγκντεϊλ, μια αγροτική πόλη έξω από το Πίτσμπουργκ. Από μικρή τη γοήτευσε το πνεύμα της επιστήμης, όχι μόνο ως άσκηση γνωστική αλλά και ως εργαλείο για τη χειραφέτηση του νου και του πρακτικού πειραματισμού με καινούργιες δυνατότητες. Στη Σιωπηλή Άνοιξη η βιολόγος Κάρσον συγκέντρωσε πληροφορίες για τα χημικά που χρησιμοποιούνται σε αεροψεκασμούς, σε βιομηχανικούς χώρους και στα τρόφιμα, για να δει τις οικολογικές τους επιπτώσεις. Πραγματοποίησε εκτενείς έρευνες, διυλίζοντας δεκάδες επιστημονικές εκθέσεις, διεξάγοντας συνεντεύξεις με κορυφαίους ειδικούς και εξετάζοντας υλικό από διάφορους κλάδους.
Στο βιβλίο της παρουσιάστηκαν κάποια από τα δεδομένα που θα συζητηθούν πολύ αργότερα, τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Για παράδειγμα, ότι ο ψεκασμός για τον έλεγχο των πληθυσμών εντόμων μπορεί επίσης να σκοτώσει πτηνά που τρέφονται με νεκρά ή ετοιμοθάνατα έντομα ή ότι οι χημικές ουσίες δεν ταξιδεύουν μόνο μέσω του περιβάλλοντος αλλά και μέσω της τροφικής αλυσίδας. Επίσης, ότι χημικές ουσίες που δεν σκοτώνουν εντελώς μπορούν να συσσωρευτούν στους λιπώδεις ιστούς μας, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα υγείας αργότερα.
Οι ιδέες ήταν νέες για τη συνείδηση του κοινού, κυρίως η ιδέα της ζωής ως ολότητας, της οποίας οι επιμέρους διαδικασίες συσχετίζονται και διασταυρώνονται. Μπορεί ως ιδέα να ανατρέχει στην εποχή των ρομαντικών του δέκατου ένατου αιώνα, όμως στη βιομηχανική και αισιόδοξα υλιστική Αμερική των χρόνων της ευημερίας όλο αυτό ήταν ανατρεπτικό. Γι’ αυτό και το βιβλίο δέχτηκε κριτική ως συναισθηματικό και όχι επαρκώς επιστημονικό.
Κατηγορήθηκε για προπαγάνδα και η συγγραφέας του ως υπονομεύτρια της επιτυχημένης και ακμαίας τεχνολογικά Αμερικής. Σχεδόν έξι δεκαετίες μετά, όμως, στην εποχή της κλιματικής αλλαγής και των προγραμμάτων μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, η Σιωπηλή Άνοιξη δεν έχει χάσει τίποτα από την αξία της ως λογικής και ευαίσθητης προειδοποίησης. Σαν όλα τα βιβλία με διορατικότητα, μπόρεσε να δημιουργήσει μια δική της παράδοση κριτικού λόγου για τα περιβαλλοντικά ρίσκα του κόσμου μας.
.
Το εκδοτικό γεγονός της άνοιξης είναι σίγουρα το Περί Φύσεως του Λουκρητίου από τις εκδόσεις Gutenberg, το οποίο ουσιαστικά σήμανε την άνοιξη της Αναγέννησης, με τον πανεπιστημιακό, ακαδημαϊκό και βαθύ γνώστη του ελληνιστικού κόσμου Θεόδωρο Δ. Παπαγγελή να υπογράφει τα προλεγόμενα, τη μετάφραση και τις σημειώσεις. Η περίφημη αυτή ποιητική σύνθεση των 7.415 στίχων, δηλαδή το μεγαλύτερο φιλοσοφικό ποίημα της ανθρωπότητας, γνωστή και ως De Rerum Natura, είναι ένα έργο των μέσων του πρώτου προχριστιανικού αιώνα, που απηχεί πλήρως τις οντολογικές και ηθικές αντιλήψεις της ελληνιστικής εποχής. Η φυσιοκρατία του προϋποθέτει τον υλισμό και την ενότητα των όντων, των φαινομένων και του κόσμου, αλλά και την εξήγηση όλων των ανθρώπινων αντιδράσεων, όπως ο πόνος ή η χαρά, σύμφωνα με τα διδάγματα των θιασωτών του Κήπου. Δεδομένου ότι τα περισσότερα πειστήρια της επικούρειας φιλοσοφίας καταστράφηκαν τον Μεσαίωνα ως επικίνδυνα –σώζονται μόνο μέσω του Διογένη του Λαέρτιου οι Κύριαι Δόξαι και κάποιες επιστολές του Επίκουρου–, το Περί Φύσεως του Ρωμαίου φιλοσόφου Τίτου Λουκρητίου Κάρου συνιστά πολύτιμο θησαυρό, αποκαλυπτικό της φιλοσοφίας μιας ολόκληρης σχολής, και όχι μόνο. Μυθιστορηματικός είναι ο τρόπος που διασώθηκε το εν λόγω χειρόγραφο από την καταστροφική λαίλαπα, όπως μας αποκάλυψε και η Παρέγκλισις του Στίβεν Γκρίνμπλατ από το MIET, όπου ουσιαστικά ξεδιπλώνεται το χρονικό της διάσωσης από τον θηρευτή χειρογράφων Πότζο Μπρατσολίνι, ο οποίος το ανακάλυψε στο ράφι μιας μοναστηριακής βιβλιοθήκης, κατάλαβε τη σπουδαιότητά του και έβαλε να το αντιγράψουν. Η αντιγραφή, η μετάφραση και η διάδοση αυτού του χειρογράφου είναι που δημιούργησαν ουσιαστικά την Αναγέννηση, εμπνέοντας καλλιτέχνες σαν τον Μποτιτσέλι και φιλοσόφους σαν τον επίσης υλιστή Τζορντάνο Μπρούνο.
Όλο αυτό το χρονικό μάς το εξηγεί αναλυτικά στον κατατοπιστικότατο και εκτενέστατο πρόλογο-«οδοιπορικό», όπως χαρακτηριστικά το αποκαλεί ο Παπαγγελής με βαθιά γνώση της εποχής και του έργου αλλά και γενναίες δόσεις επικούρειου χιούμορ, καταγράφοντας, για παράδειγμα, τις διαφορές επικούρειας και στωικής φιλοσοφίας, αναλύοντας τι ακριβώς εννοεί ο Επίκουρος με τη θεωρία του περί ηδονής και τι με το «λάθε βιώσας» (το οποίο αποδίδει ως «ζήσε τη ζωή σου απαρατήρητος»). Εξηγώντας αναλυτικά πώς οι θεωρίες αυτές ενσωματώθηκαν στο ποίημα του Λουκρητίου, φτάνει στον τρόπο που το έργο επέδρασε στις διαφορετικές φιλοσοφίες, ακόμα και στη σύγχρονη επιστημονική αθεΐα του Ρίτσαρντ Ντόκινς ή στον φλεγματικό σκεπτικισμό του Μπέρτραντ Ράσελ. Ανάμεσα στις επιρροές καταγράφονται ποιητές, ανθρωπολόγοι κ.λπ., ενώ αναλύεται διεξοδικά γιατί το έργο, λόγω και της άμεσης σύνδεσής του με τις μετέπειτα θεωρίες του Δαρβίνου, θεωρήθηκε επικίνδυνο για τους πιστούς του δέκατου ένατου αιώνα. Γνωρίζοντας αδιανόητες λεπτομέρειες της επίδρασης του Περί Φύσεως σε φιλοσόφους, θεωρητικούς, ακόμα και σε κριτικούς λογοτεχνίας, όπως ο Χάρολντ Μπλουμ, ο Παπαγγελής αναλύει την επιρροή ανά τους αιώνες, ακόμα και στους μεταμοντέρνους του εικοστού αιώνα. Ο ίδιος υπογράφει, φυσικά, τη μετάφραση του έργου που ακολουθεί τα έξι βιβλία, όπως είναι γνωστά τα μέρη του ποιήματος του Λουκρητίου, και συνοδεύεται από εξίσου κατατοπιστικές σημειώσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως το Περί Φύσεως είχε εκδοθεί στα ελληνικά στην ιστορική μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη χάρη στην πρωτοβουλία του αξέχαστου ανθρώπου των γραμμάτων Φίλιππου Βλάχου και κατέστη έτσι κοινό κτήμα. Είναι ευχής έργο που κυκλοφορεί εκ νέου σε μια άκρως φροντισμένη έκδοση, την οποία σίγουρα ο τυπογράφος Φίλιππος Βλάχος πολύ θα χαιρόταν.
Πρόκειται για μια «μεγεθυντική βιογραφία», εξαιρετικά ευχάριστη, του Αλεξάντερ φον Xούμπολτ, του περίφημου Πρώσου ευρυμαθέστατου φυσιοδίφη, συγγραφέα και εξερευνητή. Η εύλογη διερώτηση είναι γιατί θα έπρεπε να είναι «μεγεθυντική» η βιογραφία ενός τόσο σημαντικού πανεπιστήμονα που από τη φύση του, ως προσωπικότητα, υπερέβαινε το ανθρώπινο μέτρο και υπήρξε παγκόσμιο ίνδαλμα της εποχής του, η οποία ήταν ένας «χρυσός αιώνας» των φυσιογνωστικών επιστημών. Μάλιστα, τότε θεωρούνταν ο δεύτερος γνωστότερος άνθρωπος στον κόσμο μετά τον Μέγα Ναπολέοντα. Το όνομά του έχει δοθεί σε περισσότερα από τριακόσια φυτά, σε πάνω από εκατό ζώα, σε πόλεις, ποτάμια, βουνοκορφές, κόλπους και καταρράκτες. Το ίδιο ισχύει και για ένα γιγάντιο καλαμάρι που κολυμπά στο περίφημο ψυχρό θαλάσσιο ρεύμα στα ανοιχτά του Περού και της Χιλής, το οποίο ρεύμα λέγεται κι αυτό Χούμπολτ. Η απάντηση, λοιπόν, στο γιατί χρειάζεται μια μεγεθυντική βιογραφία του είναι ότι, κυρίως στον αγγλόφωνο κόσμο, ο Χούμπολτ, όπως και άλλοι σημαντικοί Γερμανοί επιστήμονες, περιήλθαν κατά κάποιον τρόπο σε αφάνεια την περίοδο μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Έτσι, με τη βιογραφία του, η Άντρεα Βουλφ στοχεύει σε μια επιδιόρθωση αυτής της παραδοξότητας. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει πολύ γρήγορα ότι η συγγραφέας ξέρει να καθοδηγήσει το βιβλίο της εκεί όπου οφείλει να πάει. Διότι ο Χούμπολτ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μίλησε στους Ευρωπαίους αναγνώστες των έργων του για τα δεινά του αποικιοκρατικού συνδρόμου ανωτερότητας, της δουλείας και της οικολογικής καταστροφής που επέφερε η κατάκτηση του Νέου Κόσμου και η αρπακτική λογική που πρυτάνευε σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Η Βουλφ έχει επίσης μια αξιοσημείωτη ικανότητα να τοποθετεί την πιο ενδιαφέρουσα αποκοπή από το έργο του Χούμπολτ ή την πιο παράδοξη περίσταση στην οποία εκείνος περιερχόταν στο καταλληλότερο και πιο καίριο σημείο της αφήγησής της. Ενδιαφέρων είναι, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στη μελαγχολία του ως σημαντικού συστατικού του χαρακτήρα του. Κυρίως, όμως, εκείνο που φαντάζει πιο αινιγματικό απ’ όλα στην περίπτωσή του είναι η ανά πάσα στιγμή ετοιμότητά του να πάρει ένα ρίσκο θανάτου για να κατακτήσει ακόμα και μια μη απαραίτητη επιστημονική πληροφορία. Γιατί ο Χούμπολτ έζησε μετρώντας ό,τι επιδεχόταν μέτρηση, κάτι που μάλλον ήταν τεράστια παρηγοριά για εκείνον, και για τον λόγο αυτόν κουβαλούσε σε όλες τις αποστολές του περί τα εξήντα δύο όργανα μετρήσεων –κυρίως ιδιοκατασκευές και μικροεφευρέσεις–, μεταξύ των οποίων και ένα κυανόμετρο, για να μετρά πόσο μπλε ήταν το μπλε του ουρανού.
Στον Χούμπολτ αποδίδεται επίσης η σύλληψη της ιδέας ότι ο κόσμος αποτελεί ένα ενιαίο σύστημα στο οποίο όλοι οι οργανισμοί, ζωικοί και φυτικοί, και φυσικά η ίδια η γη, είναι διασυνδεδεμένοι. Ως άξιο τέκνο του Διαφωτισμού, αισθανόταν αηδία για την απανθρωπιά που ήταν η δουλεία. Ανάλογη αηδία αισθανόταν και για την αποικιοκρατική πλεονεξία και απληστία που οδηγούσε, ήδη από τότε, σε μια ανιχνεύσιμη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Το βιβλίο της Βουλφ πετυχαίνει μια αξιοθαύμαστη επανασύνδεση αυτής της σπουδαίας προσωπικότητας του δέκατου όγδοου αιώνα με τον εικοστό πρώτο. Αποδίδει στον Χούμπολτ μια θέση που δικαιούται. Τον τοποθετεί στο πάνθεον που απαρτίζουν ο Δαρβίνος, ο Τζέιμς Κουκ αλλά και οι τόσο σπουδαίες της εποχής μας Ράκελ Κάρσον και Τζέιν Γκούντολ, δηλαδή όλοι οι σπουδαίοι φυσιοδίφες και επιστήμονες που εκτέθηκαν στην περιπέτεια των εξερευνήσεων, προκειμένου να ανακαλύψουν κάτι που δεν ήξεραν ακριβώς τι είναι, ή αν υπάρχει, αλλά το αποζητούσαν.
Αυτό από μόνο του είναι λόγος για να αγαπήσει κάποιος το βιβλίο της Βουλφ, παρά τις όποιες αδυναμίες του, που θα ήταν, ας πούμε, το ότι κατά σημεία η αφήγηση δεν παίρνει ανάσες λόγω της εξαντλητικής παράθεσης πληροφοριών για τον σπουδαίο ήρωά της, αλλά και η δική της ντροπαλότητα σε ό,τι αφορά τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις του. Όλα αυτά, όμως, παραβλέπονται, διότι, επί της ουσίας, το βιβλίο είναι έξυπνο, αποπνέει αισιοδοξία και πείθει ότι η έρευνα που προηγήθηκε για να γραφτεί είναι αυτή που θα έπρεπε να έχει γίνει. Επιπλέον, μεταφέρει στον αναγνώστη, με την ίδια ορμή που θα το είχε κάνει ο ίδιος ο Χούμπολτ, ένα από καρδιάς συγκινητικό (και ως εκ τούτου ευπρόσδεκτο) αίτημα ευαισθητοποίησης της οικολογικής του συνείδησης.
Γνωστή για τις οικολογικές της ευαισθησίες, η Νορβηγίδα Μάγια Λούντε δεν άργησε να γίνει γνωστή στους απανταχού ακτιβιστές, με το μυθιστόρημά της Η ιστορία των μελισσών να μεταφράζεται σε τριάντα πέντε γλώσσες και να κερδίζει το βραβείο των Νορβηγών βιβλιοπωλών και το βραβείο Fabel. Το συγκεκριμένο βιβλίο, η Ιστορία του νερού, είναι το δεύτερο από την Τετραλογία του Κλίματος και ήδη έχει μεταφραστεί σε είκοσι χώρες. Μεταφέροντας αντίστοιχες οικολογικές ανησυχίες, το βιβλίο μιλάει για το νερό και την ιστορία του, για το πόσο απαραίτητο μας είναι και πόσο κρίσιμη είναι η έλλειψή του για το μέλλον του πλανήτη. Η πρώτη πτυχή της ιστορίας εκτυλίσσεται στη Νορβηγία του 2017, όπου η εβδομηντάχρονη ακτιβίστρια Σίνε αποφασίζει να φύγει για τη Γαλλία, αναζητώντας το παρελθόν της, τότε που το περιβαλλοντικό κίνημα ήταν στα σπάργανα και οι κινητοποιήσεις για το περιβάλλον ήταν άμεσα συνυφασμένες με συγκεκριμένα πολιτικά κινήματα και τους χίπηδες. Ωστόσο, η απληστία και η ανάγκη για περισσότερο κέρδος προκάλεσαν ανυπολόγιστες καταστροφές, επιβεβαιώνοντας όλους όσοι αντιδρούσαν τότε. Η κλιματική αλλαγή δείχνει καταφανώς ότι η απειλή του περιβάλλοντος δεν συνιστά κάτι θεωρητικό, αλλά πρακτικό και απτό, που επιβάλλει την κινητοποίηση και την εγρήγορση. Γι’ αυτό, το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που μετατοπίζεται χρονικά σε μία εικοσαετία ακριβώς από τώρα, δηλαδή στο 2041, δείχνει τι μπορεί να συμβεί στην ηπειρωτική Ευρώπη του μέλλοντος, που πλέον θα μαστίζεται από την ανομβρία και την ξηρασία. Σε έναν κόσμο όπου το νερό θα μοιάζει με σπάνιο αγαθό και η έλλειψή του θα έχει ως αποτέλεσμα αμέτρητες πυρκαγιές και κάθε λογής αρρώστιες, όλοι θα νοσταλγούν το παρελθόν, δηλαδή τη σημερινή εποχή, στην οποία αναφέρεται, κοιτώντας εκ των υστέρων, το βιβλίο. Πολλοί, άλλωστε, ισχυρίζονται ότι οι σημερινές πανδημίες είναι η αρχή ενός φαύλου κύκλου που έχει στο κέντρο του το περιβάλλον και την καταστροφή του, κάτι που επιβεβαιώνει τις μυθιστορηματικές προφητείες της Λούντε.
Αυτή η νουβέλα του Χέμινγουεϊ, τόσο συναρπαστική που διαβάζεται μέσα σε μερικές ώρες, είναι ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα που έχουν γραφτεί ποτέ για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τη φύση. Η αγάπη του Χέμινγουεϊ για το ψάρεμα ήταν παθολογική, όπως και η σχέση του με τη φύση, και οι εμπειρίες του ως παιδιού στα δάση και στη θάλασσα έχουν περάσει στα περισσότερα από τα κείμενά του με συναρπαστικό τρόπο. Το Ο γέρος και η θάλασσα, όμως, ένα από τα κορυφαία βιβλία του, η άνιση μάχη με τα πλάσματα του βυθού και η ανελέητη μάχη με τη θάλασσα, που είναι πάντα απρόβλεπτη, του χάρισε διπλή βράβευση, το Πούλιτζερ το 1953 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας έναν χρόνο αργότερα. Το κύριο πρόσωπο του βιβλίου είναι ένας γέρος ψαράς που μόνος και αβοήθητος παλεύει απελπισμένα στον ωκεανό με έναν τεράστιο ξιφία. Μετά από ογδόντα τέσσερις μέρες αποτυχίας, χωρίς να έχει πιάσει ούτε ένα ψάρι, ο φτωχός Σαντιάγο βγαίνει στο ανοιχτό πέλαγος της Κούβας και καταφέρνει να ψαρέψει έναν ξιφία τεραστίων διαστάσεων, τον οποίο παλεύει να ανεβάσει στη βάρκα. Ο αγώνας είναι μάταιος, η πετονιά τού κόβει τα χέρια και τους ώμους και επί δύο μερόνυχτα δίνει εξαντλητική μάχη με το ψάρι. Άυπνος και καταπονημένος, δένει το ψάρι στα πλάγια της βάρκας και ξεκινά τον δρόμο της επιστροφής, ελπίζοντας να φτάσει στη στεριά θριαμβευτής. Η θάλασσα, όμως, δεν έχει κανένα έλεος. Η μυρωδιά από το αίμα του ψαριού τρελαίνει τους καρχαρίες, που εμφανίζονται και κατασπαράσσουν τον ξιφία, αφήνοντας μόνο ένα μεγάλο λευκό κόκαλο. Η μάχη είναι άνιση. Ο Σαντιάγο, ανίκανος να υπερασπιστεί την ψαριά του, φτάνει στην καλύβα του νικημένος και εξαντλημένος και κάνει όνειρα για τις επόμενες ψαριές.
Δεν θα ήταν άδικος κάποιος αν περιέγραφε το βιβλίο ως ένα «σκοτεινό παραμύθι» για την ωμή, ασύδοτη και κοντόφθαλμη απληστία του ανθρώπου και για τη χειρότερη από τις συνέπειές της, τη διαιωνιζόμενη τραγωδία που προκαλεί η αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων – ειδικότερα εδώ των δασών. Πρόκειται για την ιστορία δύο Γάλλων μεταναστών στον Καναδά τον δέκατο έβδομο αιώνα, του Σαρλ Ντικέ και του Ρενέ Σελ. Δεν είναι πολύ καλά παιδιά (ο καθένας με τον τρόπο του βέβαια). Το μυθιστόρημα παρακολουθεί, ωστόσο, και όλους τους απογόνους τους σε διάστημα περίπου τριών αιώνων. Ο Ντικέ, πατώντας επί πτωμάτων και επί αφανισμένων δασών, καταφέρνει να δημιουργήσει αυτό που σήμερα θα θεωρούνταν μια δυναστεία μεγιστάνων που γέννησε μια πολυεθνική εταιρεία. Ο Σελ, αντίθετα, που παντρεύεται μια ιθαγενή Mi’kmaq (όπως συλλήβδην αναφέρονταν όλες οι φυλές Ινδιάνων που κατοικούσαν στα πυκνά δάση των ανατολικών επαρχιών του Καναδά), δημιουργεί μια γενιά η οποία βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη με όλες τις πιθανές φυλετικές διακρίσεις, που με τον δικό τους ασύγκριτο τρόπο δηλητηριάζουν τη ζωή εκείθεν του Ατλαντικού.
Η συγγραφέας αποδεικνύεται μετρ στην ανάδειξη της κληροδότησης του κακού (και της ηθικής του) από τη μια γενιά στην άλλη. Συγχρόνως, το βιβλίο της είναι ένα περιβαλλοντικό έπος σχετικά με την καταστροφή των δασών της γης, καθώς οι επιχειρήσεις του Ντικέ προοδευτικά εξαπλώνονται και σε άλλες ηπείρους.
Η Πρου ακολουθεί μια σοφιστικέ στρατηγική αφήγησης πολλαπλής εστίασης. Παραθέτει, επίσης, πολύ ακριβείς και για τον λόγο αυτόν αξιομνημόνευτες περιγραφές δασικών τοπίων του δέκατου όγδοου αιώνα. Οι φρικαλεότητες που συμβαίνουν ενάντια στη φύση και ενάντια στους ιθαγενείς πολύ συχνά προκύπτει ότι «υποστηρίζονται» από το χριστιανικό κήρυγμα, το οποίο καθαγίασε, έτσι κι αλλιώς, ολόκληρη την αποικιοκρατική ιστορία της Δύσης. Αξίζει ακόμα να θυμάται ο αναγνώστης ότι ο Καναδάς –που στο μυαλό των περισσοτέρων είναι μια ευνομούμενη χώρα με οικολογική συνείδηση– είναι τόσο απέραντος, αραιοκατοικημένος και «απάτητος», ώστε εξακολουθούν να συμβαίνουν εκεί τεράστιες οικολογικές καταστροφές (ίσως όχι πια στα φυσικά δάση αλλά σε υδροφόρους ορίζοντες και σε ακτογραμμές τόσο υπερβόρειες, ώστε να μην παραπονούνται λουόμενοι ή οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ευαισθητοποιηθεί εναντίον μιας τέτοιας κατάστασης προσβολής του φυσικού περιβάλλοντος).
Πολλά μικρά επεισόδια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, τα οποία περιέχουν κάτι το φαινομενικά παράλογο ή μαγικό, παρεισφρέουν στις κύριες ιστορίες, που ωστόσο εξελίσσονται αμετάπτωτα σε σοβαρές και ζοφερές. Παραμένουν, επίσης, φορτωμένες με πραγματολογικά στοιχεία και πληροφορίες για τεχνικά και εμπορικά θέματα σχετικά με τις πρακτικές της υλοτομίας. Γι’ αυτό και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ειρωνεύτηκαν την Άννυ Πρου, ότι, με τις 828 σελίδες της, έβαλε κι εκείνη το λιθαράκι της στην καταστροφή των δασών. Η ίδια επ’ αυτού επαναλαμβάνει μόνο πόσο λυπάται για τις 150 σελίδες που ο εκδότης της την ανάγκασε να αφαιρέσει από το αρχικό της κείμενο.
Ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο του μυθιστορήματός της είναι πόσο εύκολα και γρήγορα πεθαίνουν οι πολυάριθμοι χαρακτήρες του, κάτι που υπογραμμίζει πόσο άχρηστοι και αδύναμοι είναι και οι άνθρωποι στο πλαίσιο της αλόγιστης καταστροφής και θνητότητας στο οποίο εγγράφεται η αφήγηση και το οποίο ρουφά και «αλωνίζει» κάθε μορφή ζωής και αξιοπρεπούς έμβιας υπόστασης.
Ο αναγνώστης που θα γοητευόταν από μια ιστορία στην οποία θα κυριαρχούσε το κτηνώδες επιβεβαιωτικό ένστικτο του ανθρώπου, το οποίο παραμένει απαράλλακτο ανά τους αιώνες, όταν τάσσεται στην υπηρεσία του εαυτού, ίσως κουραστεί με την εμμονή της Πρου να επανέρχεται στη θεωρία περί προστασίας της φύσης. Η Πρου, όμως, είναι ένας άνθρωπος που στέκεται στην ακρίβεια των όσων γράφει και στην «ολιστική» τους λειτουργία, με τρόπο ώστε ακόμα και ο θεωρητικός της λόγος να αναβλύζει συναισθήματα και πάθη που συνδέονται με τη φρικτή βουλιμία του ανθρώπου να υποτάξει πλήρως τη φύση, σαν να πρόκειται για έναν προσωπικό πόλεμο του καθενός εναντίον της, από την έκβαση του οποίου κρίνεται η προσωπική καταξίωση του εαυτού από τον εαυτό.
«Μου φαίνεται αδύνατον να γράψω μυθοπλασία χωρίς να λαμβάνω υπόψη μου τη μη μυθοπλασία της ζωής, η οποία είναι τεραστίων διαστάσεων και λειτουργεί ως υπόβαθρο του οτιδήποτε συμβαίνει στη γη. Τα ζητήματα που σχετίζονται με τις κλιματικές αλλαγές είναι πολύ μεγάλης κλίμακας και σκληρότητας κι εμείς αντιλαμβανόμαστε το ελάχιστο απ’ όλα αυτά. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο ένας συγγραφέας να διαχειριστεί και να αφομοιώσει τη δυσάρεστη αλήθεια. Γι’ αυτό οφείλει να ασχολείται αδιάλειπτα με αυτήν» έχει πει σε συνέντευξή της σε γαλλικό έντυπο.
Χρόνια τώρα ο Μοδινός υπηρετεί με συνέπεια και εγνωσμένη διορατικότητα τα περιβαλλοντικά θέματα, είτε πρόκειται για τη χαμένη μας επαφή με τη φύση, είτε για την προϊούσα μετάβαση σε έναν κόσμο αλλοτριωμένο και ξένο σε σχέση με τον κεντρικό μας προορισμό, είτε για την καταστροφή που προκαλεί η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη στον κόσμο. Οπωσδήποτε, όμως, τα βιβλία του διαβάζονται ως ανοιχτά μυθοπλαστικά ενδεχόμενα, που ωστόσο ενέχουν άπειρες πληροφορίες για ένα σύμπαν τόσο πρόδηλο, αλλά συνάμα τόσο ξένο. Εν προκειμένω, πόσο κοντά μπορεί να είναι η άγρια Παραγουάη με τη γη της Καρδίτσας και τι σχέση μπορεί να έχουν οι Σαρακατσάνοι με τους Ινδιάνους νομάδες; Όχι τόσο μακρινή για έναν κοσμοπολίτη συγγραφέα που φαίνεται ότι γράφει για μέρη που έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι, καθώς έχει δουλέψει ως περιβαλλοντολόγος και μηχανικός σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, ενώ έχει συνεργαστεί με πλείστους διεθνείς οργανισμούς. Οι κύριοι σταθμοί των «αποβάσεών» του έχουν λειτουργήσει ως βάση αναφοράς σε μια σειρά από μυθιστορήματα, από την Αργεντινή και την Τανζανία έως την Μποτσουάνα, την Ινδονησία και, φυσικά, την Παραγουάη.
Το καλό είναι ότι, ως συνεπής συγγραφέας, ο Μοδινός τρέφεται από εμμονές, όπως ο πρωταγωνιστής του Γαβριήλ-Γκάμπριελ, ο οποίος ονειρεύεται μια φάρμα στην άγνωστη Παραγουάη και καταφεύγει διαρκώς στη μουσική, όπου και βρίσκει μια συνδετική γραμμή μεταξύ της δικής μας δημοτικής παράδοσης και των εξωτικών ρυθμών που έθρεψαν τις μουσικές βραδιές τόσων ηπείρων (αλήθεια, πόσο εξωτικό είναι να παίζει κανείς Μανγκορέ στο Ωδείο της Καρδίτσας, όπως αναφέρει το βιβλίο;). Άλλωστε, στην άλλη πλευρά της αφήγησης, σε κάποιο από τα νοερά ταξίδια του, ο Γαβριήλ-Γκάμπριελ συναντά έναν πρόγονό του από τον δέκατο όγδοο αιώνα, που μας αποκαλύπτει πολλά για μια απέραντη περιοχή που ακόμα δεν είχε παραδοθεί στους λευκούς εποίκους και έδινε χώρο στην ντόπια φυλή των Γκουαρανί. Ωραίες εικόνες, πράγματι, όπως αυτές με τις γυναίκες Γκουαρανί που «πλένονταν γυμνές στο ποτάμι ή διαλαλούσαν την πραμάτεια τους στις αποβάθρες των παραποτάμων του Πιλκομάγιο ή επάλειφαν με τη θαυματουργή κόκκινη αργιλώδη ποταμίσια λάσπη τις κυράδες για να τους δώσουν τη χαμένη λάμψη της επιδερμίδας που τους είχε πάρει ο χρόνος» – από αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει ο πιστός φυσιολάτρης Μοδινός.
Γνώριζε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τον Αμερικανό naturalist Χένρι Ντέιβιντ Θορό; Είχε διαβάσει το βιβλίο του Walden ή Η ζωή στo δάσος, που είχε κυκλοφορήσει το 1854 και θεωρείται ύμνος της ζωής και της επιβίωσης μέσα στη φύση, η αποθέωση ενός φυσικού κοινοτικού βίου; Δεν το ξέρουμε, αν και δεν θα ήταν απίθανο, αφού ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) ήταν κοσμοπολίτης συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης. Το σίγουρο είναι ότι το θρυλικό πλέον μυθιστόρημά του Τα ψηλά βουνά, που εκδόθηκε το 1918, είναι πρωτοποριακό αφήγημα για τη ζωή στη φύση που έχει εμπνεύσει χιλιάδες ελληνόπουλα. Εκδόθηκε στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Βενιζέλου (1917), γραμμένο στη δημοτική φυσικά, μπήκε στην εκπαίδευση ως αναγνωστικό, αλλά γρήγορα αυτονομήθηκε από την εκπαιδευτική διαδικασία και έγινε από τα πιο δημοφιλή αναγνώσματα για εφήβους, επιβιώνοντας στον χρόνο. Είναι από τα λεγόμενα long-sellers, με συνεχείς επανεκδόσεις.
Είκοσι έξι παιδιά, που μόλις έχουν τελειώσει το Ελληνικό, δηλαδή το τριετούς φοίτησης σχολείο που ακολουθούσε το τετραετές Δημοτικό, κατασκηνώνουν, με την άδεια των γονιών τους, κάπου στα βουνά της Ευρυτανίας (ο Παπαντωνίου ήταν Ευρυτάνας). Περνούν στο βουνό δύο ολόκληρους μήνες, βιώνοντας τη χαρά μιας διαφορετικής ζωής, που τη ρύθμιζε ο ήχος του νερού, το θρόισμα από τα πεύκα και τα έλατα, το κουδούνισμα των κοπαδιών. Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχουν κεντρικοί ήρωες. Υπάρχουν, όμως, τρεις βασικοί αφηγηματικοί άξονες, γύρω από τους οποίους ο Παπαντωνίου «στήνει» ένα πλήθος επεισοδίων. Πρώτος άξονας είναι η ατομική επιβίωση. Δεύτερος άξονας είναι η συμβίωση μέσα στην κοινότητα. Και τρίτος άξονας είναι η αλληλεγγύη με τους κατοίκους του κοντινού χωριού, τους βοσκούς και τους άλλους ανθρώπους του δάσους.
Ο Παπαντωνίου δημιουργεί, ίσως για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία για παιδιά, μια γοητευτική και πειστική αφήγηση της ζωής στη φύση, ένα οικολογικό παραμύθι, φυσικά πριν από την οικολογία, και μια ελεγεία κοινοτικής ζωής. Το μένος εναντίον του βιβλίου κατά την αντιμεταρρύθμιση (1921), που ακολούθησε τη μεταρρύθμιση Βενιζέλου, αφορούσε προφανώς τη δημοτική γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένο το μυθιστόρημα αλλά και την ιδέα της κοινοτικής ζωής μέσα στη φύση. Επικίνδυνη για τους πάσης φύσεως (γλωσσ)αμύντορες.
Ως ενήλικας αναγνώστης έχω πάντα μέσα μου τη γλύκα των Ψηλών Βουνών και, φυσικά, τους στίχους από τα τραγούδια των παιδιών της κατασκήνωσης, που με γυρίζουν πίσω στη δική μου παιδική ηλικία: «Σε μια ρόγα από σταφύλι / έπεσαν οχτώ σπουργίτες / και τρωγόπιναν οι φίλοι / τσίρι-τσίρι τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό».
Στη δέκατη ιστορία από τις έντεκα της συλλογής διηγημάτων του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη Φυσικές ιστορίες, που έχει τίτλο Μια Μεταμόρφωση, ένα απροσδόκητο γεγονός συμβαίνει στον σαραντατριάχρονο διπλωματικό υπάλληλο Α. Αθαν.: φυτρώνει στο κεφάλι του ένα φύλλο. Ο γιατρός του δεν το αντιμετωπίζει με ανησυχία, καθώς, όπως λέει, «ο ανθρώπινος οργανισμός πολλές φορές γίνεται μια φιλόξενη κοιτίδα για άλλες έμβιες μορφές», ωστόσο τον συμβουλεύει να πάει σε νοσοκομείο να του το αφαιρέσουν. Ο διπλωμάτης όχι μόνο δεν βιάζεται να το κάνει, καθώς αναλογίζεται ότι είναι «η μοναδική ευκαιρία που θα είχε να κυοφορήσει έναν άλλο οργανισμό», αλλά αντιθέτως μαθαίνει να συμβιώνει μαζί του και ποτέ δεν απαλλάσσεται από αυτό. Καθώς το φύλλο μεγαλώνει και βγάζει κλαδιά, πείθει τη γυναίκα του και την κόρη του να συμβιβαστούν με αυτό, μέχρι που μετακομίζει στον κήπο του σπιτιού τους, όπου και ριζώνει! Συνειδητοποιεί ότι, εφόσον η απόφασή του είναι οριστική, έτσι θα πορευτεί από δω και μπρος. Ακόμα και όταν η κόρη του φτάσει σε βαθιά γεράματα, εκείνος θα βρίσκεται πάντοτε «σε πλήρη ακμή, πεντάγερος και θαλερός».
Ίσως να είναι η πιο σουρεαλιστική απ’ όλες τις ιστορίες του βιβλίου και, παρότι ο αναγνώστης αναγνωρίζει το χαρακτηριστικό στυλ του συγγραφέα, με το ιδιόρρυθμο και σκοτεινό χιούμορ και τη συχνά παράδοξη νοσηρότητα των ηρώων του, στο συγκεκριμένο βιβλίο η ανθρώπινη εμπειρία μοιάζει παιχνιδάκι στα χέρια της μοίρας και της δύναμης της φύσης. Αλλού ένας υπέργηρος άντρας χάνεται στα βάθη της φαντασίας του, καθώς επαναφέρει μνήμες από ένα ηδονιστικό μακροβούτι σε μια παραδείσια λίμνη με υβρίδια όντα, αλλού οι καρποί εξωτικών δέντρων, που κάποτε μεταφυτεύτηκαν σε ένα νησί, δημιουργούν έντονες παραισθήσεις σε όποιον τους δαγκώσει, σε μια εξοχική κατοικία ένα σμήνος σφηκών συνωμοτεί για να εκδικηθεί έναν άντρα, ένας εγγονός, μιμούμενος τη γιαγιά του, θάβει αντικείμενα στη γη για να ρουφήξουν την ευλογία του εδάφους, κ.ά. Ιστορίες όπου η φύση άλλοτε εκδικείται και άλλοτε διδάσκει σεβασμό και ηθικούς νόμους, εν γένει μαθήματα μεγάλης σοφίας.
«Τω εξάκις χιλιοστώ οκτακοσιωστώ τε / και προς τους εβδομήκοντα και άλλω τρίτω έτει,/ μηνός του Σεπτεμβρίου τε της πεντεκαιδεκάτης,/ ομού πάντα συνήχθησαν τα τετράποδα ζώα/ τα καθαρά και εύχρηστα ομού εις ένα τόπον,/ αιμοβόρα και βδελυκτά εις άλλη πεδιάδα./ Εκάθισε ο βασιλεύς πάντων των τετραπόδων,/ λέων ο αγριόφθαλμος και γκαγκλαδουραδάτος,/ είχε δε και συγκάθεδρον ελέφαντα τον μέγαν,/ τον μήτε αρμούς, μη γόνατα μηδέ ’στραγγάλους έχων».
Γραμμένα πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη τον δέκατο τέταρτο αιώνα, η Διήγησις των Τετραπόδων Ζώων και ο Πουλολόγος περιέχουν έμμετρες δημώδεις ιστορίες με ζώα και πτηνά από ανώνυμους ποιητές. Η Διήγησις των Τετραπόδων Ζώων, που έχει χαρακτήρα ψυχαγωγικό, ευτράπελο αλλά και διδακτικό, αποτελείται από 1.082 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παρουσιάζει τη σύναξη όλων των φυτοφάγων και σαρκοφάγων ζώων ύστερα από το κάλεσμα-προτροπή του βασιλιά Λέοντα, η οποία καταλήγει σε σύρραξη. Οι προσπάθειες του βασιλιά Λέοντα να επιτύχει συμφωνία ειρήνης αποτυγχάνουν παταγωδώς, επειδή αντιβαίνουν στους φυσικούς νόμους που διέπουν την κοινωνία. Ακολουθεί άγριο μακελειό και όλα παραμένουν όπως ήταν πάντα και θα είναι εις τους αιώνες των αιώνων! Οι διάλογοι που ξεδιπλώνονται είναι εντονότατοι και αθυρόστομοι, οι έριδες παρουσιάζονται με καταπληκτική μαεστρία, ενώ δεν λείπουν η ειρωνεία και το τραχύ χιούμορ. Στον Πουλολόγο, καβγάδες, ψόγοι και ύβρεις εκτοξεύονται μεταξύ άγριων και ήμερων πουλιών κατά τη διάρκεια της γαμήλιας δεξίωσης που έχει οργανώσει ο βασιλιάς Αετός για τον γιο του.
Ο ίδιος θα επέμβει και θα βάλει τέλος στις λογομαχίες, συμφιλιώνοντας τους υπηκόους του βασιλείου του. Η κριτική έκδοση των ΠΕΚ ακολουθεί τον εικονογραφημένο ελληνικό κώδικα της Βιβλιοθήκης του Σεραγίου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος παραδίδει την καλύτερη μορφή των δύο έργων. Η εκτενής εισαγωγή και τα σχόλια που συνοδεύουν την έκδοση δίνουν λεπτομερείς πληροφορίες και αναλύσεις για το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εντάσσονται τα κείμενα, τη μεσαιωνική δημώδη ψυχωφελή γραμματεία, ενώ οι πενήντα δύο έγχρωμες εικόνες που περιλαμβάνονται στο χειρόγραφο-οδηγό αναπαράγονται εδώ και ζωντανεύουν τον λόγο των κειμένων.
«… Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά...»
Εγκώμιο της φυσικής ομορφιάς, που συνιστά μια φλογερή κατάφαση στη ζωή, το αριστουργηματικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Όνειρο στο κύμα γράφτηκε πριν από εκατόν είκοσι ένα χρόνια και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια».
Ο Παπαδιαμάντης δανείζεται το πρόσωπο ενός βοηθού σε γραφείο επιφανούς δικηγόρου και πολιτευτή για να εκφράσει βιώματα της δικής του ζωής, της εποχής που, όπως λέει, «ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος», δείχνοντας την απέχθεια του συγγραφέα για τα αστικά κέντρα και τον πολιτισμό που τους απομάκρυνε από την παράδοση.
Η φύση στο διήγημα δεν περιγράφεται ειδυλλιακά, δεν είναι το φόντο αλλά η αιτία της δύναμης και της ευτυχίας του ήρωα. Με το φυσικό στοιχείο να κυριαρχεί, ο Παπαδιαμάντης επιστρέφει νοερά στην αγνότητα και εκφράζει τη νοσταλγία για την πατρίδα του.
«Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου» γράφει.
Ο τόπος, η αγριάδα, οι βοριάδες, οι λόγοι, οι φάραγγες, οι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, τα αμπέλια και τα βουνά ανήκουν στο μικρό βοσκόπουλο. Ένας κόσμος έμπλεος φωτός, πλήρης, φανερώνεται στον αιγιαλό, «ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς».
Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί τη φύση, τα χωράφια και τα αμπέλια για να περιγράψει τη δύσκολη ζωή των φτωχών ανθρώπων της υπαίθρου, τις κλειστές κοινωνίες και την εκμετάλλευση των φτωχών από τους γαιοκτήμονες. Η τελευταία στιγμή ευτυχίας του πρωταγωνιστή, η ανάμνηση της ζωής του στη φύση, στο άντρο του, συνδέεται με το απρόοπτο περιστατικό και την εξομολογητική αφήγηση του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος στο πρόσωπο της νεαρής Μοσχούλας. «Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του...»
«Περισσότερη λογική έχουν τα πέντε μέτρα του πέτρινου τοίχου που φράσσουν το χωράφι ενός τίμιου ανθρώπου παρά οι Θήβες της αρχαίας Αιγύπτου με τις εκατό πύλες, μνημείο που έχει ξεστρατίσει από το αληθινό νόημα της ζωής». Σε αυτό το μικρό απόφθεγμα από το Walden ή Η ζωή στο δάσος είναι σαν να συνοψίζεται όλη η ηθική θεώρηση για τη ζωή και τον κόσμο του νατουραλιστή φιλοσόφου, ποιητή και συγγραφέα Χένρι Ντέιβιντ Θορώ. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έγραψε και ξαναέγραψε οκτώ φορές πριν εκδοθεί το 1854, περίπου δέκα χρόνια αφότου ο ίδιος είχε ζήσει για μια περίοδο δύο ετών σε μια καλύβα που έχτισε δίπλα στη λίμνη Ουόλντεν της Μασαχουσέτης, έχοντας αφήσει πίσω του λαμπρές σπουδές στο Χάρβαρντ, τη διδασκαλία στην Ακαδημία του Κόνκορντ, τον «πολιτισμό» και τους ανθρώπους της πόλης, επιλέγοντας στην ηλικία των 28 μια ζωή ταπεινή, λιτή, κοπιώδη, τίμια, φυσική, με έναν τρόπο ποιητική. Πάνω απ’ όλα συνεπής σε μια πολιτική σκέψη που ήθελε τον άνθρωπο να πιστεύει στον εαυτό του και στη φύση, η οποία μπορεί να του προσφέρει όσα πραγματικά έχει ανάγκη, τίποτα περιττό και παράταιρο – μια ουσιαστική προσαρμογή στους οργανικούς νόμους που τη διέπουν. Ένα «πείραμα» κατά το οποίο έθεσε τον εαυτό του παρατηρητή της βιολογικής ροής του χρόνου, καταγράφοντας τις εμπειρίες του σε σημειώσεις που αργότερα μετέγραψε σε βιβλίο. Ένα αυτοβιογραφικό κείμενο όπου ο μόχθος της επιβίωσης και η μοναξιά αποζημιώνονται από το μεγαλείο του ουρανού, της λίμνης, του δάσους, των εποχών, αποδομώντας συνεχώς τη φαιδρότητα του αστικού πολιτισμού μέσα από τη δριμεία κριτική στις κοινωνικές παραδοχές και συμβάσεις της εποχής του. Είχε επιλέξει συνειδητά να επιβιώσει μέσω της χειρωνακτικής εργασίας, μέσα σε ένα σπίτι που ο ίδιος έφτιαξε και ήταν ανοιχτό για όλους, θεωρώντας ότι έτσι αποτελούσε και ο ίδιος κομμάτι της φύσης. Λέει χαρακτηριστικά: «Μακάρι να αφεθούν όλα τα λιβάδια της γης σε άγρια κατάσταση, μακάρι να μη γίνουν ποτέ καλλιεργήσιμα χωράφια, αν είναι αυτό το αντάλλαγμα για να αρχίσουν οι άνθρωποι να εξιλεώνονται».
Κάθε κεφάλαιο και μια σύνοψη εμπειριών στο δάσος, στη λίμνη, στο χωράφι με τις φασολιές, με ξένους, με φίλους, με παρακατιανούς, με τα ζώα, με κρύο ή ζέστη, χειμώνα ή άνοιξη. Σύντομα δοκίμια με διαπιστώσεις για τη ζωή, τους ανθρώπους, την οικονομία, την πολιτική, την Αμερική, την Ιστορία. Ένα πολιτικό οικολογικό μανιφέστο του προπερασμένου αιώνα, θεμελιώδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Στεφανοπούλου Άθος, ο δασονόμος εκδόθηκε το 2014 και η κριτική υποδοχή του ήταν κάτι παραπάνω από θετική. Μπορούμε να πούμε ότι αυτό το μυθιστόρημα με τον μοναδικό αντι-ήρωα (ή μήπως ήρωα;), τον Άθο τον δασονόμο, είναι από τα σημαντικότερα της δεκαετίας του 2010. Η κριτική έμεινε κυρίως στο ιστορικό/πολιτικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, στη λογοτεχνική μεταγραφή του διπλού τραύματος των Καλαβρύτων. Πρόκειται για τη διπλή τραγωδία που έζησε αυτή η ορεινή κωμόπολη της Αχαΐας σε διάστημα πέντε ετών: στις 13 Δεκεμβρίου 1943, 487 Καλαβρυτινοί άρρενες εκτελούνται από τον στρατό κατοχής ως αντίποινα για την εκτέλεση 78 Γερμανών από τους αντάρτες. Και στις 8-10 Απριλίου 1948 οι μάχες ανάμεσα στον κυβερνητικό στρατό και στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ σπέρνουν στα Καλάβρυτα την καταστροφή.
Ο μυθιστορηματικός ήρωας Άθος ο δασονόμος χάνει τη ζωή του στα αντίποινα των Γερμανών. Και την ιστορία του τη διηγούνται κατόπιν τέσσερις γενιές γυναικών. Η γυναίκα του Άθου, Μαριάνθη, η κόρη του, Μαργαρίτα, η εγγονή του, Λευκή, και η δισέγγονή του, Ιοκάστη. Καθεμία, μέσα από τη δική της οπτική και το δικό της βίωμα, αναδημιουργεί την εμπειρία του Άθου, τόσο της ζωής του όσο και της απώλειάς του, στοιχειοθετώντας με την αφήγησή της τον χρήσιμο αναστοχασμό για το πένθος, τη θυσία, τη συγχώρεση, το πεπρωμένο και το αποτύπωμά τους στην Ιστορία.
Ο Άθος, δασονόμος των Καλαβρύτων, με καταγωγή από το Καρπενήσι, βρέθηκε στην Αρκαδία για να σπουδάσει Δασονομία στη σχολή της Βυτίνας. Και εκεί, μέσα στο δάσος, φορώντας τη στολή δασονόμου α’ τάξης, καθώς μόλις είχε αποφοιτήσει, γνώρισε τη Μαριάνθη, που σπούδαζε υφαντική στη Βυτίνα. «Μέσα στο δάσος ποτέ δεν ξαστερώνει» του είχε πει αυτή την πρώτη νύχτα του γάμου τους. «Θα ζήσουμε την αγάπη μας στη σκιά, σαν κατάνυξη». Για τον Άθο, η πνοή του δάσους ήταν η άλλη φύση του. «Ένας εσωτερικός κόσμος, βαθύς και σιωπηλός, σαν τον πατέρα μου» λέει η Μαργαρίτα στη δική της αφήγηση. Έτσι, το δάσος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα της Στεφανοπούλου. Είναι ήρωας και ταυτόχρονα χώρος μιας δραματουργίας που μοιάζει με καθαρτήριο. Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, η φύση είναι το πραγματικό υπόβαθρο της ιστορίας της Στεφανοπούλου. Χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ο αναστοχασμός. Το δάσος λειτουργεί απελευθερωτικά για τις αφηγήτριες, αλλά και για τους αναγνώστες. Η φύση, περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, κάνει αυτό το μυθιστόρημα βαθιά πολιτικό, δηλαδή βαθιά ανθρώπινο. «Για χρόνια κράταγα το στόμα μου κλειστό. Όταν ζεις κοντά στη φύση, μαθαίνεις στη σιωπή». Είναι οι εναρκτήριες προτάσεις.
Γραμμένο το 1851, δηλαδή μια δεκαετία κατά την οποία ανθούσε το φαλαινοθηρικό μένος των κατοίκων της Νέας Αγγλίας στα πέρατα του κόσμου, δίχως κανόνες και όρια, το αριστούργημα του Χέρμαν Μέλβιλ Μόμπι-Ντικ θέτει εξαρχής επί τάπητος την αλαζονική εκμετάλλευση κάθε ελάχιστου στοιχείου της φύσης από τον άνθρωπο. Ήταν η εποχή που οι άνθρωποι της Δύσης είχαν επιδοθεί ήδη στην εξόντωση των Ινδιάνων και στην κατάκτηση των ωκεανών και σε αυτούς αναφέρεται ο Μέλβιλ, υψώνοντας το δικό του βιβλικό μυθιστόρημα εν είδει προφητικής αποκάλυψης. Εν προκειμένω, πραγματικός εχθρός δεν είναι ο δολοφονικός «Μόμπι-Ντικ» αλλά ο εκάστοτε άπληστος κυνηγός που σκοπό έχει να καταστρέψει τον πλούτο της φύσης, περιφρονώντας τους κανόνες της. Ένας αδαής φαλαινοθήρας, σαν αυτούς που είχε γνωρίσει ο Μέλβιλ γυρίζοντας τον κόσμο σε καράβι αντίστοιχο του Πίκουοντ, που καθορίζεται από το μένος της εξόντωσης της φάλαινας, είναι απλώς ένας καταστροφέας που επιπλέον αγνοεί τη φιλοσοφική διάσταση των φυσικών πραγμάτων και τη σοφία τους. Και σε αυτούς ακριβώς απευθύνεται με το μεταφορικό αυτό ταξίδι στην ουσία της γνώσης, της φύσης και του νοήματος της ζωής.
Ο Μέλβιλ, με τις ατελείωτες γνώσεις του και το βαθύ φιλοσοφικό υπόβαθρο, δίνει άπειρες ευκαιρίες στον αναγνώστη να κατανοήσει τον αμέτρητο πλούτο της φύσης και να προβληματιστεί πάνω στα παραδείγματα που μας προσφέρει αφειδώλευτα όχι μόνο καταγράφοντας τον τρόπο που συμπεριφέρονται τα διάφορα πλάσματα αλλά εξηγώντας τους κανόνες που δικαιολογούν τη συμπεριφορά τους. Ο τρόπος που αντιδρούν οι φάλαινες, που φυσούν οι άνεμοι, που δομείται αυτό το θαυμαστό κητολογικό σύστημα –όπως το αποκαλεί, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη–, μας λέει πολλά για τη σημερινή οικολογική καταστροφή, καθώς πολλά από τα είδη αυτά έχουν εξαφανιστεί παντελώς. Αντλώντας, λοιπόν, άπειρες πληροφορίες από το Μόμπι-Ντικ, τις εξηγήσεις του αλλά και τις λειτουργικές του αντιφάσεις –το λευκό μπορεί να συμβολίζει το πένθος και ένας νέγρος ανθρωποφάγος τον ανθρωπισμό!–, μπορούμε να καταλάβουμε τον αμέτρητο, ποικίλο πλούτο της φύσης, τα άπειρα νοήματά της και να απολαύσουμε τα αμέτρητα θαύματά της. Χαρακτηριστική η σκηνή από το «Δείπνο του Σταμπ», όπου ο γερο-νέγρος Φλις δίνει μάθημα για το πώς αντιδρά μια ομάδα καρχαρίες μπροστά στο άψυχο σαρκίο – πολύ καλύτερα και πολύ πιο πολιτισμένα από τους «εν Χριστώ αδελφούς» ή το δήθεν πολιτισμένο πλήρωμα του πολύπαθου Πίκουοντ. Ιδού, λοιπόν, ένα αλληγορικό μάθημα εξουσίας και ζωής, πάντα με κεντρική αναφορά τη φύση στο κλασικό βιβλίο του Μέλβιλ, που κυκλοφορεί πάντα από τις εκδόσεις Gutenberg, στην ιστορική μετάφραση του Α.Κ. Χριστοδούλου.
Οι ιστορίες σαράντα τριών φυτών, «επωφελών» ή «αξιοπρόσεκτων», που επηρέασαν ή όρισαν τη ροή της ιστορίας της ανθρωπότητας αλλά και την ιστορία των ίδιων των φυτών, που ενδεχομένως θα ήταν διαφορετικές χωρίς αυτά. Το Περί φυτών αφηγήματα – Μικρές ιστορίες για τα φυτά που άλλαξαν τον κόσμο μας δεν είναι απλώς ένα επιστημονικό βιβλίο αλλά ένα βιβλίο γραμμένο με τρόπο λογοτεχνικό, το οποίο αφηγείται ιστορίες φυτών των οποίων οι ιδιομορφίες στη λειτουργία, τη δομή και τη συμπεριφορά τα απομακρύνουν αρκετά από την αντίληψη που έχουμε οι περισσότεροι για το τι είναι «φυτό». Περιπτώσεις ακραίες, περίεργες, ασυνήθιστες και, ως εκ τούτου, αναπόφευκτα ενδιαφέρουσες, ιστορίες που δεν χρειάζεται να έχεις βαθιές γνώσεις βιολογίας για να παρακολουθήσεις την αφήγησή τους. Η ιστορία της πατάτας και πώς από τα υψίπεδα των Άνδεων κατάφερε να σώσει τους Ιρλανδούς από τον λιμό, πώς η παπαρούνα επηρέασε μεγάλες αυτοκρατορίες και ο τρόπος που το ζαχαροκάλαμο καθόρισε τη διαδρομή του δουλεμπορίου στους νέους χρόνους, γιατί η μπανάνα συνδέεται με τις «μπανανίες» και τα γενετικώς τροποποιημένα φυτά με τον δρα Φρανκενστάιν. Η ιστορία της ιτιάς, της χουρμαδιάς και δέντρων και φυτών που βλέπεις γύρω σου και δεν μπορείς να φανταστείς τι έχουν να διηγηθούν. Επίσης, προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν περάσει ποτέ από το μυαλό σου: πώς μερικά φυτά καταφέρνουν και επιβιώνουν σε θερμοκρασίες δεκάδων βαθμών Κελσίου κάτω από το μηδέν, ενώ άλλα σε σχεδόν απόλυτη ξηρασία; Γιατί ο κρίνος και ο κινέζικος λωτός έχουν συνδεθεί με το άσπιλο και το αμόλυντο; Πώς ήταν τα πρώτα φυτά που εποίκισαν την ξηρά και πώς ενδέχεται να είναι τα φυτά σε άλλους κατοικήσιμους κόσμους; Το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο «άγνωστο φυτό», σε αυτό που δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει, και καταλήγει σε μια συγκλονιστική διαπίστωση: «Ο ενεργειακός μεταβολισμός όλων των οργανισμών έχει προσαρμοστεί σε ένα στενό εύρος ατμοσφαιρικής περιεκτικότητας σε οξυγόνο. Αν αυτή ξεπεράσει το 30%, θα καούμε και θα οξειδωθούμε. Αν πέσει κάτω από το 15%, δεν θα μπορούμε να αναπνεύσουμε. Τα φυτά έχουν αναλάβει να κρατούν τη γη βιώσιμη. Είναι χρήσιμο απλώς και μόνον επειδή υπάρχουν. Λοιπόν…» .
Πόσοι μπορεί να έχουν εκτενή και βαθιά γνώση ακόμα και των πιο σπάνιων φυτών της μεσογειακής και όχι μόνο χλωρίδας όσο ο Ορέστης Δαβίας; Μάλλον ελάχιστοι. Και μάλλον είναι ο μόνος στην ελληνική επικράτεια που κάποτε είχε χαρακτηριστεί «κυνηγός φυτών» –ένας παλιός όρος της Αναγέννησης– από γνωστή εταιρεία κοσμετολογίας. Συγχρόνως, με την ιδιότητα του συγγραφέα συγκέντρωσε όλη αυτή την καθόλου επιφανειακή ή χομπίστικη, όπως θα έλεγε κανείς, πληροφόρηση που είχε συλλέξει με τα χρόνια και έγραψε εκατόν είκοσι κείμενα για βότανα, καρπούς, άνθη, αναρριχητικά και εποχικά, όλα όσα κάποτε οι άνθρωποι καλλιεργούσαν για να τους θεραπεύσουν ή να τους θρέψουν, περιλαμβάνοντας τα ονόματά τους και την ιστορία του καθενός σε έναν βαρύτιμο τόμο με τίτλο Θαύματα Χλωρά. Ένα θαυμαστό λεύκωμα με εικονογράφηση του Διαμαντή Αϊδίνη και πρόλογο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Με αναφορές σε θρύλους, μύθους και αφηγήσεις περιηγητών αλλοτινών εποχών, αλλά και στους ταξινόμους της Ινδίας των αρχαίων χρόνων και της αυτοκρατορικής Κίνας, περνώντας από τον δικό μας αρχαίο κόσμο, τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη, φτάνοντας μέσα από τους Πέρσες και Άραβες βοτανολόγους στη δυτική βοτανολογία και φαρμακολογία, το βιβλίο αποτελεί μια εμπνευσμένη και πνευματώδη, με χιούμορ, αφήγηση της ιστορίας των φυτών πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, αποδεικνύοντας τη μυστική ευφυΐα της φύσης και τη συμβολή των επιστημών που ασχολήθηκαν από την αρχαιότητα έως σήμερα μαζί της. Ένα πολύτιμο ευρετήριο υψηλής αισθητικής και διαχρονικής επιστημονικής αξίας, ένας φόρος τιμής στη Γη, στο χρέος όλων μας να προστατεύσουμε τον φυσικό πλούτο που με άπειρους τρόπους συμβάλλει στην ευζωία μας και στη συνέχιση του ανθρώπινου πολιτισμού.
«…. Τα εννιά καλοκαίρια στ’ αμπέλια έπαιξαν και αυτά σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, όπως αναγνώρισα πολύ αργότερα. Εκείνο που τους χρωστάω κυρίως είναι ότι εκεί έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων...» γράφει ανάμεσα σε άλλα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στις πιο λυτρωτικές σελίδες του βιβλίου του Στ’ αμπέλια.
Στο αυθόρμητο και ειλικρινές αυτό χρονικό με αναμνήσεις του νεαρού συγγραφέα, που κατέφθανε τα καλοκαίρια στους συγγενείς του στη Λακωνία για τρίμηνες διακοπές «για να βάλει μια στάλα κρέας πάνω του», η φύση κυριαρχεί στη δραστηριότητα και τις ζωές των ανθρώπων.
Αποθέωση της ανεπιτήδευτης απλότητας, μιας εποχής που έχει σβήσει, χωρίς ίχνος νοσταλγίας, ημερολόγιο της σκληρής ζωής, της οικιακής οικονομίας των φτωχών αγροτών που οικονομούσαν και την τελευταία σταγόνα νερού, το βιβλίο του Ζουμπουλάκη περιγράφει τους ανθρώπους και τους χαρακτήρες τους που καθορίστηκαν από τον ίδιο τους τον τόπο, ανθρώπους άγιους και μανιακούς χαρτοπαίκτες και ανεπρόκοπους και άκακες ψυχές σε ένα καλοκαίρι με σκληρό φως, με τον συγγραφέα να θησαυρίζει πολλή ύλη λαϊκής θρησκευτικότητας, νυχτοπορείες σε αφέγγαρες νύχτες και να κερδίζει τον βραδινό του παράδεισο, τον ύπνο στο τσαρδί, κάτω από χιλιάδες αστέρια.
Ο Ζουμπουλάκης ψηλαφεί το ανάγλυφο των ανθρώπων του αγροτικού πολιτισμού που δεν γνωρίζουν την αισθητική στάση. «Η οικονομία του χωριού ήταν μια οικονομία της αυτάρκειας. Παρήγαν ό,τι σήκωνε ο τόπος και το χρειάζονταν για να ζήσουν. Και κανένας δεν σκεφτόταν να φυτέψει στον κήπο του μια λεμονιά» γράφει.
Τίποτα δεν εξωραΐζει ο συγγραφέας, ακολουθώντας τα χνάρια του Παπαδιαμάντη. Γιατί η ζωή του χωριού τα περιείχε όλα, τις οικογενειακές έχθρες, τον φθόνο και την προσευχή, τη φροντίδα των ζώων και τη σφαγή τους, τον μόχθο και τις ώρες της σχόλης. Ένας πολύχρωμος πίνακας ξεδιπλώνεται στα μάτια του αναγνώστη, καλύβια και ξωκλήσια, σύκα και ξερικά καρπούζια, αγρυπνίες και πανηγυριστές, εσπερινοί, στοιχειά και πανηγύρια, τρυγημένα σταφύλια και το ωραιότερο τσαρδί του χωριού πάνω σε μια μεγάλη ελιά.
Εμβάθυνση μέσα από τον τόπο και το τοπίο στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, στην κοινωνική ζωή, στη μετανάστευση και εν τέλει στην ταξική διαστρωμάτωση, αυτό το ημερολόγιο του θέρους είναι μια ανυπόφορη και εξαγνιστική ανάμνηση που καταλήγει, μέσα από μια διαδρομή χαράς, σε μια «ψυχική συμφωνία» με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Αυτό που συνειδητοποιείς ξεκινώντας να διαβάζεις τη Μυστική ζωή των δέντρων είναι ότι δεν σου περνάει με τίποτα από το μυαλό πόσο αρμονικά συμβιώνουν τα δέντρα σε έναν βιότοπο και πόσο πολύ εξαρτώνται το ένα από το άλλο. Από τα πιο μικρά, νεαρά φυτά που μόλις έχουν αρχίσει να φυτρώνουν μέχρι τα αιωνόβια δέντρα που κυριαρχούν σε ένα δάσος, οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ τους είναι τόσο ισχυροί, που αν ξεριζώσεις ένα, διαταράσσεις μια ισορροπία εκατομμυρίων ετών. Τα δέντρα είναι ένα μυστηριώδες σύμπαν και ο διακεκριμένος δασολόγος Peter Wohlleben εξηγεί όλα αυτά τα εκπληκτικά πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας με έναν τρόπο που κάνει την ανάγνωση του βιβλίου απολαυστική. Τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους. Δεν μεγαλώνουν μόνο στοργικά τα μικρά τους αλλά επίσης φροντίζουν τους ηλικιωμένους και άρρωστους γείτονές τους. Τα δέντρα έχουν μνήμη, ανταλλάσσουν μηνύματα, αισθάνονται πόνο, παθαίνουν εγκαύματα από τον ήλιο και κάνουν ρυτίδες. Κάποια δέντρα, όπως οι βελανιδιές, επικοινωνούν μεταξύ τους με χημικές αρωματικές ουσίες. Για παράδειγμα, όταν ένα δέντρο δεχτεί επίθεση από έντομα, εκπέμπει αρωματικές ουσίες και όλα τα δέντρα της ευρύτερης περιοχής που λαμβάνουν το μήνυμα αυτό οπλίζονται κατάλληλα. Τα δέντρα συμβιώνουν με μύκητες, πουλιά και έντομα και επωφελούνται όλοι, προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες και βοηθούν να επανέλθει στην προηγούμενη μορφή του το περιβάλλον μετά από μια φυσική καταστροφή. Τα δέντρα αισθάνονται, αντιδρούν, υποφέρουν και χαίρονται. Η Μυστική ζωή των δέντρων έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ίδιο και το επόμενο βιβλίο του, η Μυστική ζωή των ζώων, που περιγράφει με εξίσου συναρπαστικό τρόπο όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα που συμβαίνουν στον κόσμο των ζώων, που μοιάζει απίστευτα με τον ανθρώπινο. Τους κόκορες που λένε ψέματα στις κότες τους, ελαφίνες που πενθούν, άλογα που ντρέπονται, που έχουν συναισθήματα, και μάλιστα έντονα, που έχουν τρόπους συμπεριφοράς περίπλοκους και συνειδητή ζωή. Θυσιάζονται για τα παιδιά τους, αισθάνονται ευγνωμοσύνη, αγάπη, αλτρουισμό και συμπόνια. Ο τρόπος συμπεριφοράς τους και η πολύπλευρη συναισθηματική τους ζωή δείχνουν ότι είναι πολύ πιο κοντά στους ανθρώπους απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Και ότι είναι ένας κόσμος που δεν έχει ακόμα ερευνηθεί, αλλά αξίζει να τον παρατηρήσεις. Αυτό κάνει η Μυστική ζωή των ζώων, ένα σπουδαίο δοκίμιο.
Ο Θείος Βάνιας, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του παγκόσμιου δραματολογίου, γραμμένο περίπου την ίδια εποχή με τον Γλάρο, στο κατώφλι των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών στη Ρωσία και ενός μέλλοντος πιο κοντά στις ανθρώπινες αξίες, όπως το οραματιζόταν ο συγγραφέας, σκιαγραφεί με φόντο τον χώρο, τη ρωσική επαρχία, ένα απομακρυσμένο υποστατικό, τα υπαρξιακά αδιέξοδα των ηρώων του. Αναθεώρηση του Στοιχειού του δάσους, που ο Τσέχωφ δεν θέλησε να δημοσιεύσει ποτέ, στον Θείο Βάνια ο τόπος, η ιδιοκτησία, οι παραμελημένες και παρηκμασμένες εκτάσεις γης, η σκληρή αγροτική ζωή, η φτώχεια και η απομόνωση είναι αυτά που κινούν τα νήματα της υπαρξιακής περιπέτειας των πρωταγωνιστών, ανθρώπων με χαμένες, σπαταλημένες ζωές που αναζητούν απελπισμένα το νόημα της ζωής μέσα από ανεκπλήρωτους έρωτες.
Ο Θείος Βάνιας, που ο Τσέχωφ χαρακτηρίζει ως «σκηνές από τη ζωή στο χωριό σε τέσσερις πράξεις», έχει ως πρωταγωνιστές τους επαρχιώτες αριστοκράτες που χαρακτηρίζονται από οκνηρία, κενότητα, ανευθυνότητα και ηθική αδράνεια.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο κτήμα του ακαδημαϊκού Σερεμπριάκοβ, που με τη γυναίκα του Γιελένα «εισβάλλουν» στο σκηνικό του επαρχιακού αγροκτήματος το οποίο τους εξασφαλίζει τον αστικό τρόπο ζωής τους και συντηρεί ο κουνιάδος του Βάνιας και η κόρη του καθηγητή, Σόνια. Ο Τσέχωφ περιβάλλει το παρηκμασμένο υποστατικό από ένα δάσος, ενώ μαίνεται η θύελλα, και δεν παραλείπει μέσα από τα λόγια του γιατρού Αστρόφ να υπογραμμίσει τον πόθο του για μια χώρα που θα βαδίσει προς το μέλλον σεβόμενη το περιβάλλον, τους φυσικούς πόρους, τα ζωικά είδη, τις μνήμες του παρελθόντος. Όταν ο κουνιάδος του Βάνια ανακοινώνει ότι θέλει να πουλήσει το κτήμα για να αγοράσει μια βίλα στην Ευρώπη, η είδηση φτάνει τον Βάνια σχεδόν στο έγκλημα. «Θα ακούσουμε τους αγγέλους, θα δούμε ολόκληρο τον ουρανό σπαρμένο με διαμάντια, θα δούμε το κακό αυτής της γης, όλα μας τα βάσανα να καταποντίζονται μέσα στο έλεος που θα πλημμυρίσει ολόκληρο τον κόσμο και η ζωή μας θα γίνει ήρεμη, τρυφερή, γλυκιά σαν χάδι. Θ’ αναπαυθούμε» λέει η Σόνια στον γεμάτο μεταφυσική ελπίδα μονόλογό της στο φινάλε του έργου.
Σπάνια θα βρει κανείς φυσιοδίφες που να κατέχουν όχι μόνο επιστημονική γνώση αλλά και να έχουν μια συνολική επoπτεία των πολλαπλών παραγόντων που σχετίζονται με το παρελθόν και το μέλλον του πλανήτη, όπως ο Μακφάρλαν. Με γνώσεις Φυσικής, Γεωλογίας, Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, αλλά κυρίως με αδηφάγο και ειλικρινές ερευνητικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, που τον κάνει να επισκέπτεται ο ίδιος τις περιοχές που πλήττονται από την οικολογική καταστροφή, ο Μακφάρλαν έχει αναλάβει να αποκαλύψει όλα τα μυστικά της Υπογαίας: τόσο αυτού που κρύβεται κάτω από τη γη όσο και αυτού που δεν φανερώνεται στο γυμνό μάτι, ακριβώς επειδή εγκυμονεί μια γνώση που μας θέτει ενώπιον της πιο σκληρής αλήθειας, αυτής της ανεπανόρθωτης καταστροφής. Επειδή όμως προτεραιότητα έχει πάντα η γνώση, ο Μακφάρλαν αναλαμβάνει να μας εξηγήσει όχι μόνο πώς ακριβώς επικοινωνούν μέσα από τις ρίζες τους τα δέντρα αλλά και τι κρύβεται κάτω από τους λιωμένους πάγους στη Γροιλανδία και τι μπορεί να βρίσκεται στο βάθος των πιο ανήλιαγων σπηλαίων. Φτάνει μέχρι τα προϊστορικά χρόνια, στις πρώτες ανθρώπινες επιγραφές, αναζητά τα μυστικά του πλανήτη σε διαφορετικές περιοχές, διαπερνά τον Αχέροντα για να δει τι ακριβώς εννοούσαν οι αρχαίοι όταν μιλούσαν για το ταξίδι στον κάτω κόσμο και μπαίνει στην κάψουλα του χρόνου για να προβλέψει τι θα συμβεί με τα πυρηνικά απόβλητα στο μέλλον. Όλα αυτά όμως τα κάνει για να μπορέσουμε να δούμε τις μεταβολές που επήλθαν ανά τους αιώνες και έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή της φύσης και την αλλοίωσή της. Λόγω της υπερθέρμανσης αποκαλύπτονται, για παράδειγμα, κόσμοι που έμεναν επί αιώνες αόρατοι, ενώ ο πάγος που λιώνει σε ανησυχητικό βαθμό φέρνει στο φως νέα στοιχεία για την Υπογαία, η οποία τελικά λειτουργεί διττά, ως αποκάλυψη του παλιού αλλά και ως οιωνός της επερχόμενης καταστροφής: «Η φύση δεν είναι πλέον μια απόμακρη κορυφή που λάμπει στον ήλιο ή ένα αρπακτικό που κυνηγά πάνω από δάση σημύδας – είναι επίσης γραμμές στην ακτή, εκεί όπου φτάνει η θάλασσα, γεμάτες ξεβρασμένο πλαστικό ή ενώσεις εγκλεισμού από το μόνιμο στρώμα πάγου, του οποίου η θερμοκρασία αυξάνεται. Αυτή η νέα φύση μάς εμπλέκει με τρόπους που μόλις τώρα έχουμε αρχίσει να τους αντιλαμβανόμαστε» γράφει ο Μακφάρλαν, εξαγγέλλοντας ουσιαστικά τη νέα, κρίσιμη εποχή του Ανθρωπόκαινου, στην οποία έχουμε εισέλθει ήδη και πρέπει να μας κάνει να προβληματιζόμαστε σοβαρά για το επικείμενο, πιο άμεσο απ’ ό,τι περιμέναμε, τέλος του πλανήτη. Γι’ αυτή την πανανθρώπινη, όπως είπαν, συμβολή του στην αποκάλυψη χαμένων στοιχείων και άλλων κόσμων ο Μακφάρλαν βραβεύτηκε με την ύψιστη τιμή της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ενώ το βιβλίο του παραμένει παγκόσμιο μπεστ-σέλερ.