ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΕΙΧΑ ένα κόλλημα με τα φάρμακα, ίσως επειδή είχαμε και γιατρούς στο σόι. Μου άρεσε να περιεργάζομαι τις συσκευασίες, ενδιαφερόμουν για τη σύσταση, τις ενδείξεις, τις αντενδείξεις, τις οδηγίες χρήσης και τις πιθανές παρενέργειες κάθε σκευάσματος που έπεφτε στα χέρια μου.
Δεν σπούδασα ιατρική ούτε φαρμακολογία, όμως το ενδιαφέρον αυτό διατηρήθηκε γι΄αυτό και κατέβασα κυριολεκτικά μονορούφι το βιβλίο «Κυνηγοί Φαρμάκων – η απίθανη αναζήτηση για την ανακάλυψη νέων γιατρικών» των Donald R. Kirsch – Ogi Ogas. Ένα βιβλίο που θα συγκινήσει, νομίζω, καθέναν που ενδιαφέρεται για μια από τις πιο πονεμένες αλλά ταυτόχρονα πιο ελπιδοφόρες περιπέτειες του homo sapiens, μια περιπέτεια συναρπαστική που εν μέσω πανδημίας είναι πολύ επίκαιρη, διαφωτιστική όσο και διδακτική.
Η αφήγηση ξεκινά από τους σαμάνους της Νεολιθικής εποχής και φτάνει μέχρι τους σύγχρονους επαγγελματίες με την υψηλή επιστημονική κατάρτιση, από το όπιο, την κινίνη, την πενικιλίνη και την ασπιρίνη μέχρι το αντισυλληπτικό χάπι, το Viagra, το Prozac, βεβαίως και τα εμβόλια. Δεν μένει όμως στο ιστορικό κομμάτι αλλά επεκτείνεται στο πώς ανακαλύπτονται σήμερα νέα φάρμακα, τις στρατηγικές ανάπτυξής τους, στα μεγάλα επιτεύγματα, στα λάθη, στις αστοχίες καθώς επίσης στις σύγχρονες προκλήσεις για τον κλάδο που δεν είναι μόνο υγειονομικές.
«Σήμερα οι μεγάλοι φαρμακευτικοί όμιλοι δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια σε υπερσύγχρονα εργαστήρια στελεχωμένα με κορυφαίους επιστήμονες… Ωστόσο, βασικά στοιχεία της έρευνας για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων παραμένουν η τύχη, η δοκιμή και το σφάλμα, το ρίσκο και η επινοητικότητα» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι δύο συγγραφείς, επιφανής «κυνηγός φαρμάκων» ο πρώτος, επιστημονικός συγγραφέας ο δεύτερος.
Παρά τη γενική αντιπάθεια του κοινού προς τις μεγάλες φαρμακευτικές βιομηχανίες, οι περισσότερες ανακλήσεις φαρμάκων δεν είναι αποτέλεσμα εξαπάτησης ή απληστίας αλλά πραγματικών λαθών που έχουν γίνει από ανθρώπους που εργάζονται στα ακραία σύνορα των γνώσεών μας για τη βιολογία.
Το πρώτο γνωστό δείγμα φαρμάκου ήταν, διαβάζω, ένας αντιπαρασιτικός μύκητας που βρέθηκε φυλαγμένος στα «υπάρχοντα» του Ότζι, ενός προγόνου μας που πέθανε περιπλανώμενος στις Άλπεις το 3.300 π.Χ. και οι πάγοι διατήρησαν το μουμιοποιημένο σώμα του.
Οι μύκητες (ορισμένα είδη), η κάνναβη και το όπιο ήταν από τα αρχαιότερα γιατρικά –το τελευταίο μάλιστα παραμένει το ισχυρότερο αναλγητικό στον πλανήτη–, οι δε θεραπευτικές τους ιδιότητες, όπως και πολλών άλλων φυτών, ανακαλύφθηκαν όπως και τα περισσότερα φάρμακα: εντελώς συμπτωματικά και συχνά ανεξήγητα.
Το βοτανοχημικό σύστημα που παράγει οπιούχα στις παπαρούνες, για παράδειγμα, δεν έχει τίποτα κοινό με το σύστημα των θηλαστικών που ανταποκρίνεται σε αυτά. Το κακό με το όπιο και τα παράγωγά του (ηρωίνη, μορφίνη, κωδεϊνη) που εμφανίστηκαν στα φαρμακεία τέλη του 19ου αιώνα είναι ο εθισμός που προκαλούν – δεν αρκεί, βλέπεις, ένα φάρμακο να είναι αποτελεσματικό, πρέπει και οι πιθανές του παρενέργειες να μην υπερκεράζουν τα οφέλη του.
Από την ύστερη αρχαιότητα και για πολλούς αιώνες, ο φαρμακευτικός «μπούσουλας» ήταν το «Περί ύλης ιατρικής» του Διοσκουρίδη (1ος αιώνας μ.Χ.). Τον Μεσαίωνα τη «σκυτάλη» παίρνουν ο Παράκελσος και ο Κόρντους που συνέγραψε το Dispensatorium, την πρώτη καθαρά επιστημονική πραγματεία περί φαρμάκων και ανακάλυψε τον αιθέρα, μια εξέλιξη τόσο σημαντική για τη χειρουργική όσο εκείνη της πυρίτιδας για τον πόλεμο.
Υπόψη ότι μέχρι τότε όλες οι εγχειρήσεις γίνονταν χωρίς αναισθητικό, ενώ μέχρι και τον 19ο αιώνα χωρίς αντισηψία. Από τους Ινδιάνους της Λατινικής Αμερικής έμαθαν οι Ευρωπαίοι άποικοι το εκχύλισμα της κιγχόνης από όπου παρασκεύασαν το κινίνο, πραγματική σωτηρία για εκατομμύρια ανθρώπους σε εποχές που η ελονοσία θέριζε.
Τον 17ο αιώνα οι φαρμακοποιοί στη Βρετανία αναγνωρίζονται επίσημα ως επαγγελματικός κλάδος και τα φαρμακεία, τα οποία μέχρι τότε, εκτός από λογής μαντζούνια, πουλούσαν επίσης μπαχαρικά, αρώματα, βαφές, διάφορα εξεζητημένα φυτικά και ζωϊκά προϊόντα και χημικά παρασκευάσματα «που θα ταίριαζαν περισσότερο στο καζάνι μιας μάγισσας» αποκτούν σταδιακά έναν πιο επιστημονικό προσανατολισμό.
Άλλα δημοφιλή σκευάσματα της εποχής ήταν το εκχύλισμα κοκαϊνης, η γκουαράνα, η στρυχνίνη, το χλωροφόρμιο, η μορφίνη και το κώνειο. Υπόψη ότι μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα οι κυνηγοί φαρμάκων όχι μόνο έκαναν επιτόπια έρευνα σε εστίες λοιμωδών ασθενειών ρισκάροντας την ίδια τη ζωή τους, αλλά δοκίμαζαν στους εαυτούς τους ή σε κοντινά τους πρόσωπα τα παρασκευάσματά τους. Έπρεπε οπότε να έχουν καλή όσφρηση και γεύση, σωστή κρίση καθώς επίσης γερό ανοσοποιητικό!
Από τον 18ο αιώνα και μετά εμφανίζονται τα πρώτα συνθετικά φάρμακα με διασημότερο και διαχρονικότερο την ασπιρίνη. Η δραστική της ουσία, το σαλικυλικό οξύ, εξαγόταν από την ιτιά, τα οφέλη του φλοιού της οποίας ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και γνώρισε το πρώτο της μεγάλο «σουξέ» στην πανδημία της ισπανικής γρίπης. Χρειάστηκε εντούτοις να δώσει αρχικά «μάχη» με την ηρωίνη της ίδιας εταιρίας (Bayer) που θεωρούνταν πιο εμπορική, ενώ το όνομα του βασικού παρασκευαστή της ασπιρίνης Αρτούρ Άιχενγκριν αποσιωπήθηκε για χρόνια επειδή ήταν Εβραίος.
Το 1860 ο Λουίς Παστέρ αποδεικνύει την ύπαρξη μολυσματικών παθογόνων –ως τότε οι περισσότερες αρρώστιες αποδίδονταν σε ένα είδος «κακού αέρα», το λεγόμενο μίασμα–, ο Πάουλ Έρλιχ το 1911 βρίσκει στη σαλβαρσάνη, την πρώτη θεραπεία για τη σύφιλη, και ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ το 1929 την πενικιλίνη, το πρώτο ισχυρό αντιβιοτικό που εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιατρική.
Γρήγορα όμως αποδείχθηκε ότι τα παθογόνα αναπτύσσουν αντίσταση στα αντιβιοτικά, άρα τα τελευταία οφείλουν να εξελίσσονται διαρκώς. Όπως όμως αναφέρεται, αυτό με τα χρόνια κρίθηκε οικονομικά ασύμφορο για τις φαρμακευτικές εταιρίες, που άλλωστε προτιμούν να εστιάζουν σε φάρμακα που πρέπει λαμβάνονται επί μακρόν και άρα είναι πιο κερδοφόρα, με αποτέλεσμα οι περισσότερες να έχουν σήμερα αποσυρθεί από την έρευνα για νέα αντιβιοτικά και να επανεμφανίζονται λοιμώξεις που θεωρούνταν αντιμετωπίσιμες. Οι εξαγορές μικρότερων εταιρειών από μεγαλύτερες και οι αλλαγές στόχων και προτεραιοτήτων με γνώμονα το κέρδος επηρεάζουν επίσης την έρευνα.
Το 1938 ιδρύεται ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και το 1941 κυκλοφορεί το μνημειώδες πόνημα των Γκίλμαν και Γκούντμαν «The Pharmacological Basis of Therapeutics» που ξεπερνά σε έκταση τη Βίβλο. Αν και τα περισσότερα φάρμακα μέχρι τον 20ό αιώνα βασίζονταν σε μύκητες, βότανα και φυτά, η ανακάλυψη δυνάμει θεραπευτικών ουσιών σε ζώα άνοιξε το δρόμο για τα γενετικά φάρμακα.
Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα είναι η ινσουλίνη που προτού αρχίσει να παρασκευάζεται εργαστηριακά (1921) εξαγόταν από το πάγκρεας χοίρων και σκύλων. Το δηλητήριο του κροταλία και άλλων φιδιών όπως και του σκορπιού χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως βάση φαρμάκων για την καρδιακούς και υπερτασικούς. Χάρη στα αντιβιοτικά αλλά και στα εμβόλια αναχαιτίστηκαν μια σειρά θανατηφόρες επιδημίες – ο Έντουαρντ Τζένερ, ο Παστέρ, ο Ρόμπερτ Κοχ και ο «πατέρας» της επιδημιολογίας Τζον Σνόου ήταν πρωτοπόροι στο πεδίο.
Μια άλλη σπουδαία εφεύρεση που άλλαξε τη ζωή εκατομμυρίων γυναικών και μαζί κοινωνικά ήθη αιώνων προκαλώντας ταυτόχρονα μεγάλες αντιδράσεις –κάτι που συνέβη και με άλλα φάρμακα, δεν ήταν όλα πάντα εξαρχής ευπρόσδεκτα– ήταν το αντισυλληπτικό χάπι (1961). Λίγοι γνωρίζουν ότι την ιδέα γι΄αυτό την οφείλουμε στους… Ελβετούς γελαδάρηδες και την αξιοποίησή της χάρη στην ευτυχή συνεργία «ενός καθηγητή κτηνιατρικής, ενός εκκεντρικού χημικού, δυο ηλικιωμένων φεμινιστριών, ενός δυσφημισμένου βιολόγου κι ενός ευσεβούς καθολικού γυναικολόγου». Υπόψη ότι οι αγελάδες «συνέβαλαν» αποφασιστικά και στο εμβόλιο για την ευλογιά.
Τα ψυχότροπα φάρμακα ήταν μια άλλη μεγάλη, επίσης τυχαία ανακάλυψη του 20ού αιώνα που έκανε αίσθηση, καθώς οι ψυχικές διαταραχές θεωρούνταν ανεπίδεκτες φαρμακευτικής αγωγής. Η χλωροπρομαζίνη (1952) και η ιμιπραμίνη (1958) αποτέλεσαν τη βάση των σύγχρονων αντιψυχωσικών και αντικαταθλιπτικών. Η σιλδεναφίλη, πάλι, το γνωστό Viagra που αρχικά προοριζόταν για την υπέρταση, άλλαξε την ερωτική ζωή για εκατομμύρια άνδρες από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όπως έκανε το αντισυλληπτικό χάπι από τη δεκαετία του ’60 και εφεξής για τις γυναίκες.
Οι ουσίες αυτές είναι συνθετικές, όπως και τα περισσότερα σύγχρονα φάρμακα. Παρότι το «μεγάλο φαρμακείο της φύσης» πρόσφερε πολλά, μοιάζει να έχει φτάσει στα όριά του. Μεγάλη επιστημονική αποστολή που πραγματοποίησε η φαρμακευτική Cyanamid όπου εργαζόταν ο Kirsch στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Υφηλίου τη δεκαετία του ’90, δεν εντόπισε ούτε μια νέα χρήσιμη ουσία.
Το άλλο πρόβλημα είναι ότι ο συνολικός αριθμός των πιθανών φαρμακευτικών ενώσεων στο σύμπαν υπολογίζεται σε 3^1062 και άρα, «ακόμα κι αν δοκιμάζαμε χίλες ενώσεις το δευτερόλεπτο για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, ας πούμε, μέχρι τη στιγμή που θα έσβηνε ο ήλιος μας δεν θα είχαμε δοκιμάσει ένα αξιόλογο τμήμα του συνολικού αριθμού των πιθανών φαρμάκων καταπολέμησής του»!
Οι Kirsch-Ogas συγκρίνουν όλη αυτήν τη συναρπαστική, αγωνιώδη, περιπετειώδη, συχνά μυθιστορηματική πορεία για την ανεύρεση καινούργιων φαρμάκων και γιατρικών με το μυθιστόρημα του Μπόρχες «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ» και τους κυνηγούς φαρμάκων με τις γενιές βιβλιοθηκάριων που αναζητούσαν μέσα σε ωκεανούς βιβλίων με εντελώς τυχαίες συνθέσεις γραμμάτων τις «Δικαιώσεις», κάποια εξαιρετικά δυσεύρετα βιβλία που, πάλι εντελώς τυχαία, διαβάζονταν κανονικά και περιείχαν συγκλονιστική σοφία.
Στην πορεία αυτή υπήρξαν, όχι σπάνια, αστοχίες και λάθη, ενίοτε καταστροφικά όπως η υπόθεση της θαλιδομίδης τη δεκαετία του ’50. Βεβαίως οι έλεγχοι είναι πια πολύ αυστηρότεροι και τα σύγχρονα φάρμακα ασφαλέστερα, ωστόσο αυτό κοστίζει και το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος και πώς θα κρίνει ποιο κόστος είναι «ανεκτό» για τη δημόσια υγεία.
Ακόμη και τα αντιικά φάρμακα όπως το αντιγριπικό Tamiflu τείνουν να προσφέρουν τα ίδια οικονομικά αντικίνητρα με άλλες θεραπείες μολυσματικών ασθενειών, αν και αυτά για τον HIV αποδείχθηκαν, κατ’ εξαίρεση, πηγή σημαντικών εσόδων καθώς οι ασθενείς πρέπει να παίρνουν ένα κοκτέιλ φαρμάκων κάθε μέρα για το υπόλοιπο της ζωής τους.
«Κανένα φάρμακο δεν είναι απόλυτα καλό ή απόλυτα κακό αλλά εξαρτάται σημαντικά από τη δόση, τον ασθενή και το γενικό πλαίσιο… Αντίθετα με άλλες επιστήμες, δεν υπάρχουν ξεκάθαροι επιστημονικοί νόμοι, κατασκευαστικές αρχές ή μαθηματικοί τύποι που να καθοδηγήσουν έναν επίδοξο κυνηγό φαρμάκων σε όλη τη διαδρομή από την ιδέα μέχρι το τελικό προϊόν… Το μέσο κόστος ανάπτυξης ενός καινούργιου φαρμάκου εκτιμάται σε 1.4-1.6 εκ. δολάρια. Αυτό το εξωφρενικό οικονομικό βάρος σημαίνει ότι ελάχιστα θα καταφέρουν να ξεπεράσουν το στάδιο του σχεδιασμού…
Παρά τη γενική αντιπάθεια του κοινού προς τις μεγάλες φαρμακευτικές βιομηχανίες, οι περισσότερες ανακλήσεις φαρμάκων δεν είναι αποτέλεσμα εξαπάτησης ή απληστίας αλλά πραγματικών λαθών που έχουν γίνει από ανθρώπους που εργάζονται στα ακραία σύνορα των γνώσεών μας για τη βιολογία», σημειώνουν οι συγγραφείς, καταλήγοντας ότι «αν οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες ήταν διατεθειμένες να παραχωρήσουν στους επιστήμονές τους τον ίδιο δημιουργικό έλεγχο πάνω στη διαδικασία αναζήτησης φαρμάκων, ίσως να βλέπαμε μια φαρμακευτική να παράγει το δικό της σερί από “Δικαιώσεις” που αλλάζουν τον κόσμο».