Πριν από κάποια χρόνια –όχι τόσα ώστε να μη θυμάται κανείς διάφορα μικρά και μεγαλύτερα αίσχη της ιδιωτικής τηλεόρασης-, όταν ήταν πολύ της μόδας οι δημοσιογράφοι των «σοβαρών» εφημερίδων να παρουσιάζουν πρωινά ενημερωτικά μαγκαζίνο, ο κ. Λοβέρδος, δημοσιογράφος ακόμη τότε, αρνείτο να αναγνώσει τους τίτλους εξωφύλλου μεγάλης ελληνικής tabloid.
Τους έβρισκε πολύ trash, πολύ κιτς για το δικό του επίπεδο και τη μενταλιτέ του κοινού στο οποίο απευθυνόταν. Προσπερνούσε το φύλλο με γνήσια απέχθεια και συνέχιζε αγέρωχα με την ανάγνωση των τίτλων του λοιπού Τύπου. Σιγά τα ωά. Tout le monde διαβάζει τίτλους, γελάει, πικραίνεται, προβληματίζεται, εξοργίζεται, προσπερνάει ή ασκεί δριμεία κριτική, αρκεί να διαθέτει την παιδεία για να το πράξει αυτό.
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, ο δημοσιογράφος και σήμερα βουλευτής, θα εμπλεκόταν χωρίς καμία απόσταση και κριτική σκέψη σε διάφορους ανόητους τηλεοπτικούς καβγάδες μικροπολιτικής και μικρομάνατζεντ, θα αποχωρούσε με κρότο, θα φωνασκούσε , θα συμμετείχε με πάθος σε όλον αυτόν τον πολτό των τηλεπαραθύρων, μέχρι να το αποφασίσει ότι η δημοσιογραφία του είχε δώσει ήδη αρκετά εφόδια –ή μήπως όχι και τόσα;- για να πάρει το στρατί που τόσοι πριν και μετά από αυτόν πήραν και να οδηγηθεί στη ρούγα της πολιτικής.
Κανένα πρόβλημα ως εδώ, τουλάχιστον όχι ενοχλητικό, όχι απειλητικό, όχι θεσμικό, όχι υποδηλωτικό της κουλτούρας που τρώει, δεκαετίες τώρα, καρδιές γυναικών και συντηρεί το σάπιο σύστημα της πατριαρχίας που κουκουλώνει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Που χαϊδολογάει τον βίαιο σύζυγο, αυτόν με το βαρύ χέρι, το κακοποιητικό μέλος της οικογένειας με μία υπεράσπιση – ξεπέτα προς χάριν της ομαλής ανατροφής του παιδιού.
Αυτό έπραξε σήμερα ο κ. Λοβέρδος, όχι πια ως δημοσιογράφος που εκφράζει μια προβληματική άποψη, αλλά ως βουλευτής, ως εκπρόσωπος μιας μερίδας ανθρώπων μέσα στο Κοινοβούλιο.
Ανατρίχιασε το σύμπαν, ακούγοντας μία τραγική τοποθέτηση, στην Ολομέλεια της Βουλήςμε τη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια, για τις διατάξεις της οποίας τόσο ρεπορτάζ έχει γίνει, αναφορικά με τα προβληματικά σημεία της.
Τι είπε ο κ. Λοβέρδος, λοιπόν;
Ξεκίνησε με στατιστικές, ο άλλοτε δημοσιογράφος και νυν βουλευτής, και με μία φαινομενικά ήπια διατύπωση για τα διαζύγια που τη δεκαετία του ’80 ήταν σαφώς λιγότερα...
«Έχουμε ξεχάσει πότε έγινε η τελευταία αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου. Έγινε το 1983, επί κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου. Από τότε δεν έχει γίνει καμία άλλη. Από τότε –κοντεύουν και 40 χρόνια- έχουν αλλάξει τα πάντα. Ακόμη και στο θέμα των διαζυγίων έχετε αντιληφθεί ότι έχουμε υπερδιπλάσια διαζύγια –δυστυχώς! Δυστυχέστατα!- σήμερα απ’ ότι είχαμε το 1983;».
Τι επιχείρημα! Το ’83 το ξύλο έπεφτε ακόμη στα βουβά και η ελληνική κοινωνία, πάντα ενήμερη, αλλά και πάντα μουγκή, μηρύκαζε για τη «μάνα – φτερούγα που όλα τα αντέχει», για την «κυρία με Κ κεφαλαίο που κρατάει το στόμα της κλειστό», που «είναι κυρία, γιατί εκείνη είναι η σύζυγος και η μάνα», γι’ αυτό μπορούσαν όλοι δημοσίως να την επαινούν και ιδιωτικώς να ξερνούν επάνω της όλες τις ντροπές της ενδιάμεσης διαδρομής.
Και μετά, η «βουτιά» από το λογικό οικοδόμημα που έχτισε μέσα στο 4λεπτό του ο κ. Λοβέρδος, σήκωσε κύμα.
«Το παιδί έχει ανάγκη και τους δυο του γονείς. Και, ξέρετε, ένα διαζύγιο μπορεί να είναι πολύ σκληρό και να έχουν συγκρουστεί οι γονείς. Μπορεί να είσαι ένας κακός σύζυγος, αλλά μπορεί να είσαι καλός γονιός. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου. Μπορεί εγώ να χώρισα με τη γυναίκα μου και να έχω πάθος εναντίον της αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαι κακός πατέρας. Όπως αντίστροφα, μια γυναίκα την οποία ο άνδρας της την απατά, την έδερνε, την κακοποιούσε και έχει μίσος εναντίον του πρώην άνδρα της, όμως παρόλα αυτά έχει το παιδί το δικαίωμα να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς».
Ε, όχι δα! Το «κακός σύζυγος, αλλά καλός πατέρας» είναι μία άθλια γενίκευση που χωρά μέσα της τα πάντα. Το ότι ένας σύζυγος που δέρνει και κακοποιεί δεν προεξοφλεί την ποιότητα του ως γονιού είναι μια επικίνδυνη τοποθέτηση.
Τι έχει να προσφέρει αυτός ο άνθρωπος σε ένα παιδί; ΟΚ, ας υποθέσουμε ότι δεν θα το χτυπήσει ποτέ. Δεν θα το τραμπουκίσει ποτέ. Πώς ακριβώς θα δικαιολογήσει τη βία προς τη μητέρα του; Τι ακριβώς αξιακό κώδικα θα επικοινωνήσει στο παιδί που η συνεπιμέλεια τόσο κόπτεται να του παραχωρήσει άνευ περιορισμών; Αν δεν είναι αυτή η τοποθέτηση η κανονικοποίηση της ενδο-οικογενειακής βίας, τότε τι είναι; Αν δεν είναι αυτή η δήλωση ντροπή και παραδοχή ήττας αναφορικά με τα γυναικεία δικαιώματα, τότε τι είναι;!
(Και φυσικά, εδώ ο βουλευτής δεν "έσκασε" ιδιαίτερα για στατιστικές που θέλουν στην πλειονότητά τους τους κακοποιητικούς συζύγους να κακοποιούν εξίσου γυναίκες και παιδιά).
Εκόπτετο νωρίτερα ο κ. Λοβέρδος για τα παιδιά διαζευγμένων που γίνονται «μπαλάκι», προφανώς ξεχνώντας το γιατί μια γυναίκα μπορεί να ανθίσταται σθεναρά στο να παραχωρεί τα παιδιά της στα χέρια κάποιου από τον οποίο υπέφερε.
Εκόπτετο νωρίτερα ο κ. Λοβέρδος ότι το παιδί έχει ανάγκη και τους δυο τους γονείς. Σύμφωνοι. Αλλά τι γονιός είναι αυτός που σήκωσε χέρι, εξύβρισε, ταπείνωσε, τρομοκράτησε και πρέπει να μη χαθεί από το «οικογενειακό κάδρο»;
Λογικά, αν τώρα που μιλάμε, δεν συντάσσεται κάποια δήλωση τύπου « ο βουλευτής δεν εννοούσε ακριβώς αυτό» ή «δεν ήθελε να το εκφράσει έτσι», συναλλασσόμαστε με την πιο γλιστερή στροφή του περί συνεπιμέλειας νομοσχεδίου, με μία ευλογία, μία χυδαία άφεση αμαρτιών σε όλους τους «πατεράδες αφέντες» της οικουμένης, που το άλλο σκέλος της Δικαιοσύνης, το Ποινικό, πασχίζει να απομακρύνει από συζύγους και παιδιά για να αποφευχθούν τα χειρότερα (βλ. Μακρυνίτσα).
Και η τοποθέτηση του νυν βουλευτού και πρώην δημοσιογράφου – ταγού της καλαισθησίας και της διανόησης προστίθεται στη ρητορική Γεωργιάδη περί αμβλώσεων πριν από περίπου έναν χρόνο, που είχε εξοργίσει κάθε σκεπτόμενο νου της χώρας και κάθε γυναίκα που εννοεί ότι το σώμα της τής ανήκει.
Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε βλέπουμε ένα θρίλερ σε αποκρουστικές συνέχειες, ένα αρχιτεκτόνημα μίσους εναντίον κάθε γυναίκας που κατάφερε να απεμπλακεί, με κόπο, δάκρυα και μάχες από έναν κακοποιητικό γάμο. Που πάλεψε και κέρδισε το δικαίωμα τα παιδιά της να μεγαλώσουν μακριά από την «εκπαίδευση» στη βία, στα έμφυλα στερεότυπα, στη θυσία στον βωμό ενός ναού που βγάζει «τέλειους γιους» και ανεκτικές κόρες.
Η ελπίδα ότι επρόκειτο για μια ατυχή τοποθέτηση εξανεμίζεται κάθε ώρα που περνά χωρίς επανόρθωση ή αποστάσεις από τους συναδέλφους του κυρίου Λοβέρδου. Και η αλλοτινή απέχθειά του για τους trash τίτλους και τα αναγνώσματα (δήθεν) χαμηλής ποιότητας τον στέφει αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή στα χειρότερα εξ αυτών.