Jack London
Τι σημαίνει για μένα η ζωή
(Δεύτερο και τελευταίο μέρος)
[συνέχεια από το προηγούμενο: "Τι σημαίνει για μένα η ζωή - 1]
ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ακριβώς εκείνη, η τύχη το έφερε να βρω έναν εργοδότη με την ίδια νοοτροπία. Εγώ ήθελα να δουλέψω, αλλά αυτός ήθελε κάτι παραπάνω από το να με βάζει να δουλεύω. Νόμιζα ότι μάθαινα ένα επάγγελμα. Στην πραγματικότητα, είχα αντικαταστήσει δύο άτομα. Νόμιζα ότι θα με έκανε ηλεκτρολόγο· στην πραγματικότητα, κέρδιζε από μένα πενήντα δολάρια το μήνα. Οι δύο εκείνοι που αντικατέστησα έπαιρναν κάθε μήνα σαράντα δολάρια. Έκανα τη δουλειά και των δύο για τριάντα δολάρια το μήνα.
Ο εργοδότης αυτός με πέθανε σχεδόν στη δουλειά. Σε κάποιον μπορεί να αρέσουν τα στρείδια, αλλά από τα πάρα πολλά στρείδια στο τέλος θα αηδιάσει. Έτσι έγινε και με μένα. Η υπερβολική δουλειά με αρρώσταινε. Δεν ήθελα πια να ακούω για δουλειά. Και έτσι τα παράτησα. Περιφερόμουν από δω κι από κει, ζητιάνευα από πόρτα σε πόρτα λίγα χρήματα για να συνεχίσω το δρόμο μου, περιπλανήθηκα σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και έφτυσα αίμα σε τρώγλες και σε φυλακές.
Είχα γεννηθεί στην εργατική τάξη και στην ηλικία των δεκαοκτώ είχα βρεθεί πιο χαμηλά από εκεί που είχα ξεκινήσει. Είχα φτάσει στο τελευταία στάδιο της εξαθλίωσης, στο χαμηλότερο σημείο της κοινωνίας για το οποίο δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε σωστό να μιλάμε. Βρισκόμουν μέσα στο λάκκο, στην άβυσσο, στον ανθρώπινο απόπατο, στα σφαγεία και τους μαζικούς τάφους του πολιτισμού μας. Ήταν το μέρος του κοινωνικού οικοδομήματος που η κοινωνία επιλέγει να αγνοήσει. Η έλλειψη χώρου εδώ με αναγκάζει κι εμένα να το προσπεράσω, αλλά θα πω μόνο ότι όσα είδα εκεί μου προκάλεσαν έναν τρομακτικό φόβο.
Φοβόμουν να σκεφτώ. Έβλεπα ξεκάθαρα τα απλά στοιχεία του περίπλοκου πολιτισμού στον οποίο ζούσα. Το βασικό στη ζωή είναι η τροφή και η στέγη. Για να τις αποκτήσει, ο άνθρωπος πουλάει πράγματα. Ο έμπορος πουλάει παπούτσια, ο πολιτικός πουλάει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, ο εκπρόσωπος του λαού (με εξαιρέσεις, φυσικά) πουλάει την εμπιστοσύνη που εμπνέει· ταυτόχρονα, όλοι τους σχεδόν πωλούν και την τιμή τους. Αλλά και οι γυναίκες, είτε στο δρόμο, είτε μέσω των ιερών δεσμών του γάμου, οδηγούνται στο να πωλούν τη σάρκα τους. Τα πάντα είναι εμπόρευμα, όλοι αγοράζουν και πωλούν. Το μόνο εμπόρευμα που πρέπει να πουλήσει η εργασία είναι τους μύς της. Η τιμή της εργασίας δεν έχει καμιά τιμή στην αγορά. Η εργασία έχει μυς, και μόνο μυς, για να πουλήσει.
Αλλά υπάρχει μια διαφορά, μια ζωτική διαφορά. Τα παπούτσια, η εμπιστοσύνη, η τιμή, έχουν έναν τρόπο να ανανεώνονται. Είναι άφθαρτα αποθέματα. Αντίθετα, οι μύς δεν ανανεώνονται. 'Οσο ο έμπορος πουλάει τα παπούτσια του, ανανεώνει το απόθεμά του. Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να αναπληρωθεί το απόθεμα της μυϊκής δύναμης του εργαζομένου. Όσο περισσότερη πουλάει, τόσο λιγότερη του απομένει. Είναι το μοναδικό του προϊόν και κάθε μέρα το απόθεμά του μειώνεται. Στο τέλος, εάν δεν έχει ήδη πεθάνει, δεν έχει τίποτα να πουλήσει και κατεβάζει τα ρολά. 'Εχει πτωχεύσει από μυς, το μόνο που του μένει είναι να κατέβει στα υπόγεια της κοινωνίας για να πεθάνει εκεί μέσα στην αθλιότητα.
Έμαθα ύστερα ότι ο εγκέφαλος είναι επίσης εμπόρευμα, αν και διαφορετικό από τους μυς. Ένας έμπορος φαιάς ουσίας εξακολουθεί να είναι ακμαίος ακόμη και στην ηλικία των πενήντα ή εξήντα και οι μισθοί του είναι τότε πιο υψηλοί από ποτέ. Αλλά ένας εργαζόμενος είναι εξαντλημένος ή τελειωμένος στην ηλικία των σαράντα πέντε ή των πενήντα. Έχω βρεθεί στα υπόγεια της κοινωνίας και δεν μου άρεσε να κατοικώ σε εκείνο το μέρος. Οι σωλήνες της ύδρευσης και της αποχέτευσης δεν είναι υγιεινοί, ο αέρας δεν είναι κατάλληλος για να τον αναπνέεις. Εάν δεν μπορώ να ζήσω στον χώρο υποδοχής της κοινωνίας, μπορώ τουλάχιστον να δοκιμάσω τη σοφίτα. Είναι αλήθεια: η τροφή εκεί δεν είναι σπουδαία, αλλά τουλάχιστον ο αέρας είναι καθαρός. Έτσι αποφάσισα να σταματήσω να πουλάω τους μυς μου και να γίνω έμπορος φαιάς ουσίας.
Και τότε άρχισε μια ξέφρενη αναζήτηση της γνώσης. Επέστρεψα στην Καλιφόρνια για να ανοίξω τα βιβλία. Καθώς αποκτούσα με αυτόν τον τρόπο τα εφόδια για να γίνω έμπορος φαιάς ουσίας, ήταν αναπόφευκτο να αρχίζω να σκαλίζω την κοινωνιολογία. Βρήκα εκεί, επιστημονικά εκφρασμένα, σε μια συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων, τις απλές κοινωνιολογικές έννοιες που είχα ανακαλύψει μόνος μου. Πριν γεννηθώ, άλλα μυαλά, πιο ανεπτυγμένα από το δικό μου, είχαν εκφράσει όλα όσα σκεφτόμουν και πολλά άλλα. Ανακάλυψα ότι ήμουν σοσιαλιστής.
Οι σοσιαλιστές ήταν επαναστάτες, στο βαθμό που αγωνίζονταν να ανατρέψουν την κοινωνία έτσι όπως υπάρχει σήμερα, και να οικοδομήσουν με τα υλικά της την αυριανή κοινωνία. 'Ημουν κι εγώ σοσιαλιστής και επαναστάτης. Προσχώρησα σε ομάδες επαναστατών εργατών και διανοουμένων, ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με την πνευματική ζωή. Βρήκα εκεί διεισδυτικά και λαμπρά μυαλά· γνώρισα μέλη της εργατικής τάξης τα οποία, παρά τα ροζιασμένα τους χέρια, είχαν ένα δυνατό και οξυδερκές μυαλό, έκπτωτους ιεροκήρυκες που είχαν πολύ ευρεία αντίληψη για τον Χριστιανισμό για να ανήκουν σε οποιαδήποτε εκκλησία λάτρεων του Μαμωνά, καθηγητές θύματα της υποδούλωσης του πανεπιστημίου στην άρχουσα τάξη που είχαν εκδιωχθεί επειδή βιάστηκαν πολύ να επεκτείνουν τις γνώσεις τους προσπαθώντας να τις εφαρμόσουν στα ζητήματα της ανθρωπότητας.
Βρήκα επίσης εκεί μια θερμή πίστη στον ανθρώπινο και ακτινοβόλο ιδεαλισμό, τη γλύκα του αλτρουισμού, της αυταπάρνησης και του μαρτυρίου - ό, τι πιο υπέροχο και αναζωογονητικό για το πνεύμα. Εκεί, η ζωή ήταν καθαρή, ευγενική και σε κίνηση. Εκεί, η ζωή επαναφέρθηκε, γινόταν εξαίσια και ένδοξη· και ήμουν ευτυχισμένος που ήμουν ζωντανός. Ερχόμουν σε επαφή με μεγάλες ψυχές που έβαζαν τη σάρκα και το πνεύμα πολύ πάνω από τα δολάρια και τα σεντς, και οι οποίοι έδιναν μεγαλύτερη σημασία στην αδύναμη παραπονιάρικη κραυγή του παιδιού της τρώγλης που δεν είχε να φάει, παρά στα φιλόδοξα προβλήματα της εμπορικής ανάπτυξης και της παγκόσμιας κυριαρχίας. Γύρω μου γινόταν λόγος μόνο για ευγενικούς στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, για θαρραλέες προσπάθειες· οι μέρες και οι νύχτες μου ήταν μόνο ήλιο και αστέρια, φωτιά και δροσιά, και είχα πάντα μπροστά στα μάτια μου, που έκαιγαν και έλαμπαν συνέχεια, το Άγιο Δισκοπότηρο, το Δισκοπότηρο του Χριστού, τη ζεστή ανθρωπιά, την τόσο πονεμένη και κακοποιημένη, που έπρεπε να συνδράμουμε και τελικά να σώσουμε.
Κι εγώ, ο ανόητος, τα έπαιρνα όλα ως μια απλή πρόγευση των τέρψεων που θα έβρισκα πιο ψηλά, πάνω από μένα, στην κοινωνία. Είχα χάσει πολλές ψευδαισθήσεις από την εποχή που διάβαζα τα μυθιστορήματα της Seaside Library σε ένα ράντσο της Καλιφόρνιας. Και έμελλε να χάσω κι άλλες πολλές ανάμεσα σε αυτές που είχα διατηρήσει.
Ως έμπορος φαιάς ουσίας, γνώρισα επιτυχίες. Η κοινωνία μού άνοιξε διάπλατες τις πόρτες της. Ανέβηκα κατευθείαν στο επίπεδο του σαλονιού και η απογοήτευσή μου μεγάλωσε γρήγορα. Δειπνούσα με τους αφέντες της κοινωνίας, με τις συζύγους και τις κόρες τους. Οι γυναίκες ήταν, ομολογώ, θεσπέσια ντυμένες· αλλά είχα την αφέλεια να εκπλαγώ όταν διαπίστωσα ότι ήταν φτιαγμένες από την ίδια ύλη με όλες τις άλλες γυναίκες που είχα γνωρίσει στα τελευταία σκαλιά των υπογείων. "Η σύζυγος του συνταγματάρχη και η Judy O'Grady ήταν αδελφές κάτω από το δέρμα τους" (*) - και τα φορέματά τους.
Ωστόσο, ο υλισμός τους ήταν αυτός που με σόκαρε περισσότερο. Η αλήθεια είναι πως αυτές οι πανέμορφες, έξοχα ντυμένες, γυναίκες φλυαρούσαν πάνω σε χαριτωμένα μικρά ιδανικά και αγαπημένα μικρά ηθικά ζητήματα· αλλά, παρά τη φλυαρία αυτή, η κυρίαρχη νότα στη ζωή τους ήταν υλιστική. Και ήταν τόσο συναισθηματικά εγωίστριες! Συμμετείχαν σε όλα τα είδη των χαριτωμένων μικρών φιλανθρωπιών, και το ανακοίνωναν σε όλους όσους γνώριζαν, ενώ τα φαγητά που έτρωγαν και τα υπέροχα φορέματα που φορούσαν είχαν πληρωθεί με μερίσματα βαμμένα στο αίμα της παιδικής εργασίας, της εκμετάλλευσης της εργασίας και της πορνείας ακόμη. Όταν ανέφερα αυτά τα γεγονότα, πιστεύοντας, αθώα, ότι οι αδελφές αυτές της Judy O'Grady θα πέταγαν αμέσως από πάνω τους τα μεταξωτά τους και τα αιματοβαμμένα κοσμήματά τους, αυτές αντίθετα θύμωναν, εξοργίζονταν και μου διάβαζαν κηρύγματα για την σπατάλη, τον αλκοολισμό και την έμφυτη ανηθικότητα που αποτελούν τη ρίζα όλων των δεινών στα έγκατα της κοινωνίας. Όταν απάντησα ότι δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος αν η σπατάλη, ο εθισμός και η ανηθικότητα ενός εξάχρονου πεινασμένου παιδιού τον έκαναν να δουλεύει κάθε νύχτα για δώδεκα ώρες σε μια βαμβακουργία των Νότιων Πολιτειών, οι αδελφές αυτές της Judy O’Grady επιτέθηκαν τότε στην προσωπική μου ζωή και με χαρακτήρισαν "ταραχοποιό" - σαν να τελείωνε έτσι πραγματικά η συζήτηση.
Αλλά και με τα αφεντικά δεν τα πήγα πολύ καλύτερα. Περίμενα να βρω καθαρούς, ευγενείς, ζωντανούς άντρες με καθαρά, ευγενικά, ζωντανά ιδανικά. Βρέθηκα ανάμεσα σε άντρες που κατείχαν υψηλές θέσεις - ιεροκήρυκες, πολιτικούς, επιχειρηματίες, καθηγητές, αρχισυντάκτες. Έφαγα μαζί τους κρέας και ήπια κρασί, ήμουν μαζί τους το καλοκαίρι μέσα στο αυτοκίνητό τους και τους μελέτησα. Συνάντησα, είναι αλήθεια, πολλούς που ήταν καθαροί και ευγενικοί· αλλά, εκτός από μερικές σπάνιες εξαιρέσεις, δεν ήταν ζωντανοί. Πιστεύω πραγματικά ότι μπορώ να μετρήσω αυτές τις εξαιρέσεις στα δάχτυλα και των δύο χεριών μου. Αν δεν ήταν ζωντανοί επειδή ήταν σάπιοι και ζούσαν μία βρόμικη ζωή, ήταν απλώς άταφοι νεκροί- καθαροί και ευγενείς, σαν καλοδιατηρημένες μούμιες, αλλά όχι πραγματικά ζωντανοί. Ως προς το θέμα αυτό, μπορώ να κάνω μια ειδική μνεία στους καθηγητές που έχω γνωρίσει, τους άνδρες εκείνους που εκπληρώνουν αυτό το ιδεώδες του παρακμιακού πανεπιστημίου, "την αναζήτηση χωρίς πάθος της νοημοσύνης χωρίς πάθος".
Γνώρισα ανθρώπους που παρουσιάζονταν ως Πρίγκιπες της Ειρήνης στους αντιπολεμικούς φιλιππικούς τους, και οι οποίοι έβαζαν τουφέκια στα χέρια των Pinkerton για να ρίξουν στους απεργούς στα ίδια τους τα εργοστάσια. Γνώρισα ανθρώπους που τους αναστάτωνε και τους εξόργιζε η βιαιότητα των αγώνων πυγμαχίας, αλλά έβαζαν το χέρι τους στη νοθεία τροφίμων που σκοτώνει περισσότερα μικρά παιδιά κάθε χρόνο από όσα είχε σκοτώσει ο ίδιος ο αιμοσταγής Ηρώδης.
Έχω μιλήσει σε ξενοδοχεία, σε λέσχες, σε ιδιωτικά σπίτια, σε κουπέ Pullman και σε υπερωκεάνια μαζί με μεγιστάνες και μου έκανε εντύπωση το πόσο λίγο είχαν πορευτεί στο βασίλειο του πνεύματος. Διαπίστωσα αντίθετα ότι η νοημοσύνη τους σε ό, τι αφορούσε το επιχειρηματικό δαιμόνιο είχε αφύσικα αναπτυχθεί. Διαπίστωσα επίσης ότι το ήθος τους όταν επρόκειτο για επιχειρήσεις ήταν μηδαμινό.
Αυτός ο λεπτεπίλεπτος τζέντλεμαν, με την αριστοκρατική εμφάνιση, δεν ήταν, ως διευθυντής, παρά ένας αχυράνθρωπος, ένα παιχνίδι ανάμεσα στα χέρια εταιρειών που λήστευαν κρυφά τις χήρες και τα ορφανά. Αυτός ο κύριος, που συνέλεγε εκλεκτές εκδόσεις και ήταν προστάτης των γραμμάτων, υπέκυπτε στους εκβιασμούς του αφράτου αφεντικού με τα πυκνά μαύρα φρύδια μιας ομάδας που ασχολείτο με τη δημοτική πολιτική. Αυτός ο άντρας, ο οποίος εξέδιδε μια εφημερίδα που περιείχε διαφημίσεις για φαρμακευτικά παρασκευάσματα και δεν τολμούσε να γράψει την αλήθεια για αυτά τα προϊόντα, από φόβο μη χάσει τα έσοδά του, με αποκάλεσε αλήτη δημαγωγό επειδή του είπα πως η πολιτική του οικονομία χρονολογούνταν από την αρχαιότητα και η βιολογία του από τον Πλίνιο.
'Ηταν κι αυτός ο γερουσιαστής, που ήταν το παιχνιδάκι και ο σκλάβος του εντελώς αμόρφωτου αρχηγού μιας μεγάλης πολιτικής ομάδας, μία μαριονέτα στα χέρια του· ο κυβερνήτης και ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση - και οι τρεις ταξιδεύουν σιδηροδρομικώς με δωρεάν εισιτήρια. Ο άντρας που μιλούσε σοβαρά και με μετρημένα λόγια για τις ομορφιές του ιδεαλισμού και την καλοσύνη του Θεού, και που μόλις είχε προδώσει τους συντρόφους του όταν χρειάστηκε να κλείσει μια συμφωνία. Ο στυλοβάτης της Εκκλησίας και σημαντικός υποστηρικτής των Εξωτερικών Αποστολών που έβαζε τους υπαλλήλους του καταστήματός του να εργάζονται δέκα ώρες την ημέρα για μισθούς πείνας, και με αυτόν τον τρόπο ενθάρρυνε άμεσα την πορνεία. Αυτός που επιδοτούσε έδρες σε πανεπιστήμια, κάτι που δεν τον εμπόδιζε να ψευδομαρτυρήσει στο δικαστήριο για μια υπόθεση μερικών δολαρίων και σεντς. Και ο μεγιστάνας των σιδηροδρόμων που πρόδωσε τον λόγο του ως τζέντλεμαν και ως χριστιανός, παραχωρώντας μια έκπτωση σε έναν βιομήχανο που ενεπλάκη σε μάχη μέχρι θανάτου με έναν άλλον βιομήχανο.
Είναι παντού τα ίδια: έγκλημα και προδοσία, προδοσία και έγκλημα - άνθρωποι που είναι ζωντανοί, αλλά δεν είναι ούτε καθαροί ούτε ευγενείς, άνθρωποι που είναι καθαροί και ευγενείς, αλλά δεν είναι ζωντανοί. Κι έπειτα υπάρχει η μεγάλη απελπισμένη μάζα, η οποία δεν είναι ούτε ευγενής ούτε ζωντανή, αλλά απλά καθαρή. Δεν αμαρτάνει ενεργά, ούτε σκόπιμα· αλλά αμαρτάνει από παθητικότητα και άγνοια, αποδεχόμενη τη γενική ανηθικότητα από την οποία και επωφελείται. Εάν ήταν ευγενής και ζωντανή, δεν θα ήταν ανίδεη και θα αρνιόταν να μοιραστεί τα κέρδη της προδοσίας και του εγκλήματος.
Διαπίστωσα ότι δεν μου άρεσε να ζω στην κοινωνία στο ανώτερο επίπεδο του σαλονιού. Αρρώσταινα εκεί ηθικά και πνευματικά. Θυμήθηκα τους διανοούμενους και τους ιδεαλιστές μου, τους καθαιρεμένους ιεροκήρυκές μου, τους απολυμένους δασκάλους μου και τους εργαζόμενους με την καθαρή σκέψη, με τη συνείδηση της τάξης τους. Θυμήθηκα τις μέρες μου στον ήλιο και τις νύχτες μου κάτω από τα αστέρια, όπου η ζωή ήταν ένα άγριο και απαλό θαύμα, ένας πνευματικός παράδεισος ανιδιοτελούς περιπέτειας και ηθικού ρομαντισμού. Και είδα μπροστά μου, να καίει πάντοτε και να αστράφτει, το Άγιο Δισκοπότηρο.
Γι 'αυτό επέστρεψα στην εργατική τάξη, στην οποία γεννήθηκα και στην οποία ανήκω. Δεν με νοιάζει πια να ανεβω. Δεν υπάρχει τίποτα ευχάριστο στο επιβλητικό οικοδόμημα της κοινωνίας που υψώνεται πάνω από το κεφάλι μου. Τα θεμέλια αυτού του οικοδομήματος είναι που με ενδιαφέρουν. Εδώ, μου αρκεί να δουλεύω, με το μοχλό στα χέρια, δίπλα-δίπλα με διανοούμενους, ιδεαλιστές, εργαζόμενους με ταξική συνείδηση, διασφαλίζοντας πότε πότε μια γερή λαβή για να ταρακουνάμε ολόκληρο το οικοδόμημα. Κάποια μέρα, όταν θα έχουμε λίγα ακόμη χέρια και μοχλούς για να δουλέψουμε, θα το ανατρέψουμε, μαζί με όλους αυτούς τους σάπιους ζωντανούς και ζωντανούς νεκρούς, τον τερατώδη εγωισμό του και τον άθλιο υλισμό του. Τότε θα καθαρίσουμε τα υπόγεια και θα χτίσουμε ένα νέο σπίτι για την ανθρωπότητα, στο οποίο δεν θα υπάρχει το επάνω σαλόνι, και όπου όλα τα δωμάτια θα είναι φωτεινά και ευάερα και ο αέρας που θα αναπνέουμε θα είναι καθαρός, ευγενής και ζωντανός.
Αυτές είναι οι προοπτικές μου. Προσδοκώ την έλευση μιας εποχής που ο άνθρωπος θα επιτύχει προόδους μεγαλύτερης αξίας και υψηλότερους από εκείνους που αφορούν την κοιλιά του, όπου θα υπάρχει ένα ευγενέστερο ερέθισμα για τη δράση των ανθρώπων απ' ό, τι το στομάχι τους. Διατηρώ ανέπαφη την εμπιστοσύνη μου στην ευγένεια και την αριστεία της ανθρωπότητας. Πιστεύω ότι η πνευματική λεπτότητα και ο αλτρουισμός θα θριαμβεύσουν ενάντια στην χονδροειδή απληστία που βασιλεύει σήμερα. Και, τέλος, η εμπιστοσύνη μου πηγαίνει στην εργατική τάξη. Όπως το έθεσε ένας Γάλλος: "Η σκάλα του χρόνου αντηχεί αδιάκοπα από τον ήχο των τσόκαρων που ανεβαίνουν και των λουστρινιών που κατεβαίνουν."
Newton, Iowa, Νοέμβρης 1905
(*) Τελευταίοι στίχοι του ποιήματος The Ladies του Kipling. Judy O’Grady était le surnom (irlandais) donné aux femmes américaines occupées à de basses besognes.