Ο ετήσιος αριθμός των νέων κρουσμάτων του ιού HIV στις ΗΠΑ κατέγραψε πτώση κατά 73% από τα επίπεδα κορύφωσής του μεταξύ των ετών 1980 και 2019, σύμφωνα με νέα μελέτη των υγειονομικών αρχών της χώρας που δόθηκε την Πέμπτη στη δημοσιότητα.
Ωστόσο αυξήθηκε το ποσοστό των ανθρώπων μεταξύ των κοινοτήτων των μαύρων ή των ισπανόφωνων που προσβλήθηκαν από τον ιό που προκαλεί το AIDS στο συνολικό αριθμό των ετήσιων μολύνσεων, όπως επισημαίνεται στην ανάλυση των Κέντρων Πρόληψης και Ελέγχου των Νόσων (CDC).
Η βασική ομοσπονδιακή δημόσια υπηρεσία υγείας των ΗΠΑ είχε δημοσιεύσει την πρώτη της έκθεση για τον τότε νέο και μυστηριώδη ιό πριν από περίπου 40 χρόνια, στις 5 Ιουνίου του 1981.
«Η μείωση οφείλεται στη δουλειά και στη συνεργασία για δεκαετίες ανάμεσα σε επιστήμονες, ασθενείς, ακτιβιστές και τον πληθυσμό», σημείωσε η διευθύντρια των CDC Ροσέλ Ουαλένσκι.
Η ίδια διηγήθηκε την εμπειρία της ως νεαρή γιατρός στην Βαλτιμόρη, στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ.
Κατά την κορύφωση της επιδημίας, «το μόνο που είχα να προσφέρω στους ασθενείς μου ήταν το χέρι μου και η παρουσία μου δίπλα στο κρεβάτι τους», θυμάται, καθώς μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εγκρίθηκαν οι πρώτες αγωγές για τον HIV που ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικές.
Στις ΗΠΑ υπολογίζονται σε περίπου 1,2 εκατομμύριο οι άνθρωποι που ζουν με τον ιό HIV, εκ των οποίων ένα περίπου 13% δεν το γνωρίζει.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη των CDC, ο ετήσιος αριθμός των νέων μολύνσεων πέρασε από περίπου 20.000 το 1981 σε μια κορύφωση της τάξης των 130.400 το 1984 και το 1985.
Ο αριθμός αυτός σταθεροποιήθηκε στη συνέχεια μεταξύ του 1991 και του 2007, με περίπου 50.000 με 58.000 νέα κρούσματα να καταγράφονται ετησίως, και στη συνέχεια μειώθηκε τα τελευταία χρόνια, με 34.800 κρούσματα να καταγράφονται το 2019.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι ανισότητες ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες μεγάλωσαν. Το ποσοστό των νέων ετήσιων μολύνσεων από τον HIV αυξήθηκε από 29 σε 41% για τους μαύρους, μεταξύ του συνολικού αριθμού των νέων κρουσμάτων, και κατά 16 ως 29% για τους ισπανόφωνους.
Οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε άνδρες εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια πηγή νέων μολύνσεων: 63% το 1981 και 66% το 2019.
Μολονότι ακόμη δεν υπάρχει αποθεραπεία ή εμβόλιο, οι λεγόμενες αντιρετροϊκές αγωγές επιτρέπουν τον έλεγχο του ιού και τον εμποδίζουν να προκαλέσει AIDS, ή σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας.
Οι αγωγές PrEP και PEP, πριν και αμέσως μετά μια πιθανή έκθεση στον ιό, είναι επίσης διαθέσιμες πλέον για να εμποδίζουν την μετάδοση του HIV.
Ωστόσο μολονότι η PrEP είναι αποτελεσματική κατά 99%, μόνον ένα 23% των ανθρώπων που θα μπορούσε να επωφεληθεί από την λήψη της έκανε χρήση το 2019.
Μεταξύ αυτού του 23%, το 63% ήταν λευκοί, έναντι μόνον 8% μαύρων και 14% ισπανόφωνων. Οι περιοδικές εξετάσεις και τα γρήγορα τεστ επέτρεψαν επίσης να επιτευχθεί αυτή η μείωση στον αριθμό των λοιμώξεων.
«Τα εργαλεία της πρόληψης είναι ολοένα και πιο αποτελεσματικά αλλά χρειάζεται να φτάσουν στις μερίδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Περισσότερες από τις μισές νέες λοιμώξεις από τον HIV καταγράφονται στο νότιο τμήμα των ΗΠΑ, ενώ ο αριθμός τους παραμένει επίσης αυξημένος μεταξύ των διεμφυλικών γυναικών και των χρηστών ναρκωτικών σε ενέσιμη μορφή.
Σε όλον τον κόσμο, σχεδόν 32 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από ασθένειες που συνδέονται με το AIDS από τότε που ξέσπασε η επιδημία, εκ των οποίων οι 730.000 στις ΗΠΑ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ