Χοροί κυκλωτικοί
Δημόσια επιστολή προς την αδελφή μας
Ελπίζουμε να είσαι καλά. Δεν καταφέραμε να σε δούμε ούτε να σε αγκαλιάσουμε εχθές.
Προσπαθήσαμε πολύ να σε πλησιάσουμε και δεν μας άφηναν οι αστυνομικοί. Ημασταν από την αρχή μαζί σου κάτω από το ΑΤ Ηλιούπολης. Εμείς από νομικά δεν γνωρίζουμε αλλά γνωρίζουμε ανθρώπους που σου μοιάζουν λίγο και δεν φοβούνται να μιλήσουν για δικαιοσύνη. Έτσι γνώρισες τον Γ. που ήταν μαζί σου το πρωί. Στην δικηγόρο που σε στήριζε όταν ήσουν πλέον στο Μαρούσι δεν μίλησες γιατί δεν την άφηναν να μπει χρησιμοποιώντας πολλά ψευδή προσχήματα. Είμαστε πολύ προβληματισμένες και καχύποπτες και δεν ξέρουμε γιατί σου στέρησαν αυτό το δικαίωμα.
Θέλουμε να ξέρεις ότι και ο δικηγόρος που ήταν μαζί σου το πρωί αλλά και η Αντωνία ήταν σε διαρκή επικοινωνία με τους αστυνομικούς και ζητούσαν να σε δούνε. Οι αστυνομικοί τους έλεγαν ότι η νομική εκπροσώπηση δεν είναι στο συμφέρον σου, θυμάσαι που το πρωί σου λέγανε να ΜΗΝ φέρεις δικηγόρο και πως αυτοί θα το κανονίσουν; Έλεγαν ψέματα, έχεις δικαίωμα σε νομική εκπροσώπηση και η απομόνωση που θέλανε να πετύχουν είναι κάτι που μας ανησυχεί πολύ. Πέρα από αυτό, ήταν παράνομο. Πολλές γυναίκες χάνουν το δικαίωμα τους μέσα από αυτή την τακτική, οι αστυνόμοι τους λένε πως θα μπλέξουν και τελικά όλα αποσιωπώνται. Προσπάθησαν πολλές-οι να πούνε ότι οι 12 ώρες που πέρασες εχθές ήταν απάνθρωπες και πως πρέπει να πας σε νοσοκομείο και να υπάρξει ιατρική περίθαλψη αλλά δείχνανε να μην νοιάζονται, μας έλεγαν πως σου κάνουμε κακό που μιλάμε για τον γολγοθά σου δημόσια. Ξέρουμε όμως ότι κατάφερες και καταφέραμε πολλά μαζί. Με την δική σου δύναμη και με την σημαντική βοήθεια των δικηγόρων σου ακόμα ένα άτομο που σε έχει κακοποιήσει οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη. Ελπίζουμε αν τον είδες χθες να μην ζορίστηκες πολύ.
Να ξέρεις, εμείς δε σταματήσαμε στιγμή να σε σκεφτόμαστε και ιδίως το πως χρειαζόταν να πας στο νοσοκομείο μετά το τέλος της κατάθεσης σου. Σε είδαμε εχθές στο αμάξι και τρέξαμε να σε ακολουθήσουμε αλλά το αμάξι έσπασε το κόκκινο φανάρι και σε χάσαμε. Μάθαμε ότι εν τέλει οδηγήθηκες σε νοσοκομείο παρόλο που σε πήραν μπροστά στα μάτια μας. Να ξέρεις όμως πολλοί άνθρωποι θα ερχόντουσαν εχθές στο Μαρούσι αλλά δεν προλάβανε γιατί πάλι έκρυβαν την αλήθεια οι αστυνομικοί από την δικηγόρο και τον δικηγόρο σου. Πολλοί άνθρωποι είμαστε δίπλα σου και θα σε στηρίξουμε μέσα από κάθε τρόπο.
Η ασφάλειά σου είναι υπόθεση όλων μας και δεν θα σε αφήσουμε μόνη ούτε λεπτό.
Δεν είσαι μόνη.
Witches of the South
La ronde
Eva Bottega
lundimatin#295, 06 Ιουλίου 2021
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κορίτσι που το έλεγαν A. Η A. μεγάλωσε σε μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια όπου δεν της έλειπε τίποτα από υλική άποψη. Δεν της έλειψε ποτέ το φαΐ και είχε ένα κανονικό σπίτι να μένει. Το μόνο πρόβλημα στην ιστορία αυτή είναι ότι ανά πάσα στιγμή, το γεγονός και μόνο ότι η στέγη και το φαγητό εξασφαλίζονταν από τη δουλειά του μπαμπά, απέβαινε εις βάρος της, ενώ υποτίθεται πως καλύπτονταν έτσι οι ανάγκες της.
Η Α. μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου υπάρχει πατέρας, μητέρα και μικρή αδελφή. Σε αυτήν την οικογένεια, όπως και σε πολλές άλλες, επικρατεί ο νόμος του μπαμπά. Ο μπαμπάς φωνάζει δυνατά, ο μπαμπάς τιμωρεί σκληρά, ο μπαμπάς χτυπά άσχημα, ο μπαμπάς επιβάλλει τα συναισθήματά του, τον θυμό του σε όλη την οικογένεια και ο μπαμπάς απαιτεί από όλη την οικογένεια να προβλέπει, να προνοεί, να αποδέχεται και να κάνει τα πάντα σύμφωνα με κάθε απότομη αλλαγή συμπεριφοράς του. Ο μπαμπάς γελάει μερικές φορές, και τότε ο μπαμπάς είναι καλός και έπειτα ο μπαμπάς φωνάζει και κατηγορεί ολόκληρη την οικογένεια επειδή και μόνο υφίσταται, και δεν είναι αρκετά καλή γι' αυτόν, δεν στέκεται στο ύψος. Ο μπαμπάς λέει ότι η μαμά, η αδερφή και η Α. είναι και οι τρεις τους άχρηστες και δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα, λέει ότι θα έπρεπε να κάνουν τούτο και εκείνο, πάντα υπάρχει κάτι που τα τρία κορίτσια κάνουν λάθος, και κάτι που θα έπρεπε να κάνουν καλύτερα ή αλλιώς, ανάλογα με τους όρους του μπαμπά. Όταν η μαμά πρέπει να οργανώσει τις διακοπές, να σιδερώσει τα πουκάμισα του μπαμπά, να βάλει πλυντήριο, να πλύνει τα πιάτα, να πάρει τα κορίτσια από το σχολείο, να οργανώσει τις μετακομίσεις, να οργανώσει τις οικογενειακές κοινωνικές σχέσεις, και η μαμά τ' ακούει από πάνω επειδή δεν είναι ποτέ αρκετά οργανωμένη, ποτέ αρκετά καθαρή, ποτέ αρκετά καλοβαλμένη, η μητέρα πονάει στην πλάτη, πονάει στα νεφρά γιατί ξεχνά να πίνει νερό και στο τέλος πηγαίνει να δει γιατρό. Τότε ο γιατρός της λέει ότι πρέπει να πίνει νερό, ότι πρέπει να χαλαρώσει, να παίρνει φάρμακα και όταν επιστρέφει στο σπίτι ο μπαμπάς της βάζει τις φωνές και της λέει ότι δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο ανοργάνωτη και να μην μπορεί να διαχειριστεί το άγχος της, ότι θα έπρεπε να πάρει λίγο χρόνο για τον εαυτό της, ώστε να μην έχει συνεχώς προβλήματα στην πλάτη, στο κεφάλι ή στα νεφρά. Όταν τα πράγματα δεν παρουσιάζονται με τον τρόπο που περίμενε ο μπαμπάς, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει συχνά, ο μπαμπάς φωνάζει, χτυπάει και τιμωρεί την Α. και την αδερφή της. Η μαμά δεν λέει τίποτα, η μαμά είναι λες και απουσιάζει από τον εαυτό της, καπνίζει τσιγάρα κρυφά και περιμένει να περάσει όλο αυτό επειδή της μαμάς δεν της αρέσουν οι καβγάδες και η μαμά πιστεύει ότι για το πρόβλημα φταίει σίγουρα η ίδια και ότι ακόμα κι αν μερικές φορές πιστεύει το αντίθετο είναι καλύτερο να μην λέει τίποτα, να μην κάνει τίποτα και να μην πολύ προβληματίζεται για να αποφευχθεί η επιδείνωση της κατάστασης. Η Α. μεγαλώνει και παρά τις ενοχές που νιώθει ότι η ζωή της έχει πάει στραβά, ότι κάνει τα πάντα λάθος, ανέχεται όλο και λιγότερο τον μπαμπά της και όλη την υπόλοιπη οικογένειά της εκτός από την αδερφή της. Τότε η Α. σκέφτεται ότι πρέπει να φύγει, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Η Α. ασφυκτιά επειδή έχει την εντύπωση ότι δεν είναι φυσιολογική, έχει την εντύπωση ότι έχει πρόβλημα, οπότε κι η Α. τους εγκαταλείπει όλους. Αλλά επειδή η Α. εξακολουθεί να αγαπά την οικογένειά της κι επειδή κατά βάθος δεν αισθάνεται ικανή να κάνει τίποτα μόνη της, η Α. φεύγει μακριά, αλλά παραμένει εγκλωβισμένη στους όρους του μπαμπά. Ο μπαμπάς πληρώνει για το διαμέρισμα, ώστε η Α. να μπορεί να σπουδάσει, και η Α. εξηγεί τα μελλοντικά της σχέδιά στον μπαμπά που πρέπει να τα εγκρίνει για να δώσει τα χρήματα σε αντάλλαγμα. Η Α. ξέρει ότι θα μπορούσε να εργαστεί παράλληλα με τις σπουδές της και να πει στον πατέρα της να μην τη βοηθά πια οικονομικά, αλλά πέρα από το γεγονός ότι αυτό φοβίζει την Α. και ότι δεν νιώθει εντελώς ικανή επειδή η Α. εργάστηκε πάντα στο σπίτι για να σιδερώνει πουκάμισα, να καθαρίζει το σπίτι, να ετοιμάζει το φαγητό και να κάνει τα μαθήματά της για να πάρει καλούς βαθμούς, καλές κρίσεις, καλούς τριμηνιαίους μέσους όρους, η Α. δεν εργάστηκε ποτέ για κάποιον άλλον εκτός από τον μπαμπά της. Η Α. δεν θέλει και να κόψει το μόνο δεσμό που έχει απομείνει μαζί του, και ξέρει ότι αν αρνηθεί τους όρους του και τα χρήματά του είναι σαν να τον αποχαιρετάει. Η Α. δεν είναι έτοιμη και δεν θέλει να αποχαιρετήσει τον μπαμπά της, οπότε προτιμά να συμμορφώνεται κάπου κάπου με τους όρους της για να είναι ήσυχη τον υπόλοιπο χρόνο. Αλλά ο μπαμπάς δεν την αφήνει ήσυχη και ελέγχει συνεχώς αν το διαμέρισμα για το οποίο πληρώνει και το οποίο επισκέπτεται μία φορά την εβδομάδα είναι καλά τακτοποιημένο, αν είναι καθαρό, εάν τα σχέδια καριέρας της είναι βιώσιμα και όταν αυτό δεν συμβαίνει, ο μπαμπάς κατσαδιάζει την Α. και της εξηγεί με το νι και με το σίγμα ότι ό, τι κάνει ή επιχειρεί να κάνει είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Εκτός αυτού, η Α. βιώνει τον πρώτο της χωρισμό, άφησε τον πρώτο της φίλο που ονομάζεται B. Η πρώτη φορά της Α. ήταν με τον Β. Την σεβάστηκε και αποφάσισε να κοιμηθεί μαζί της όταν θα γινόταν 18 ετών, γιατί έτσι κάνουμε και σεβόμαστε τις γυναίκες. Ο Β. ήταν πολύ χαρούμενος που η Α. ήταν παρθένα και δεν παρέλειπε να το αναφέρει. Ο Β. ήταν μεγαλύτερος από την Α. Ο Β. άλλαζε συχνά διάθεση, είπε στην Α. ότι την αγαπούσε, ότι ήταν το έβδομο θαύμα του κόσμου, ότι ήθελε να είναι η σκιά της σκιάς της και μετά όταν έμαθε ότι την Α. την είχε αγγίξει το σώμα ενός άλλου αγοριού, ο Β. κοπάναγε τους τοίχους, έριξε κάτω το τηλέφωνό της και το έσπασε, και μετά έφυγε από το διαμέρισμα αφού κλείδωσε μέσα την Α., είτε για να "καθαρίσει το μυαλό του", είτε για να "σπάσει στο ξύλο τον τύπο που μόλις την είχε ακολουθήσει στο δρόμο". Πάντα επέστρεφε λίγες ώρες αργότερα, έχοντας καπνίσει απλώς ένα μπάφο ενώ η Α. έκλαιγε και ήταν κλεισμένη στο διαμέρισμα χωρίς να μπορεί να βγει έξω για να πάρει αέρα ή να σπάσει στο ξύλο τον τύπο που μόλις την ακολούθησε στο δρόμο. Ο Β. είπε ότι σέβεται τις γυναίκες επειδή μεγάλωσε με τη μητέρα και την αδερφή του, ο Β. είπε ότι σεβόταν την Α. επειδή δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια, ενώ τα άλλα κορίτσια δεν τα σεβόταν, έτσι χωρίς λόγο, έλεγε "έτσι είμαι εγώ, ένας μαλάκας", και ταυτόχρονα έλεγε "δεν έδειξα ποτέ ασέβεια σε μια γυναίκα, μια γυναίκα είναι ιερή ". Όταν ο Β. έμαθε ότι η Α. είχε κοιμηθεί στο σπίτι ενός φίλου που είχε αυνανιστεί πάνω της ενώ κοιμόταν, ο Β. είπε: "με αηδιάζεις, δεν μπορώ πια να σε αγγίζω". Έτσι, η Α. ένιωθε ντροπή, έκλαιγε και προσευχόταν να της κάνει την τιμή μια μέρα ο Β. να την αγγίξει ξανά, μετά που ένας άλλος την είχε αγγίξει χωρίς να προλάβει να πει ότι δεν ήθελε. Η Α. έμεινε δυόμισι χρόνια μαζί με τον Β. Όταν η A. αποφάσισε να αφήσει τον B., ο B. της πρότεινε μια ανοιχτή σχέση επειδή καταλάβαινε ότι ίσως ήθελε να "γαμιέται με άλλους". Η Α. σκέφτηκε πως θα μπορούσε αυτό να είναι μια λύση, παρόλο που δεν το είχε δει έτσι. Τότε ο Β. της έθεσε τους όρους του, είπε ότι θα γινόταν με την προϋπόθεση ότι η Α. απλά θα κοιμόταν με κάποιον χωρίς να τον δει ξανά, χωρίς να κρατήσει τον αριθμό του, ότι δεν θα έπρεπε να είναι φίλος ή κάποιος άλλος που εκείνη ή και ο ίδιος θα γνώριζαν, και κυρίως, ότι θα έπρεπε να του λέει όλα όσα θα συνέβαιναν με κάθε λεπτομέρεια. Εκείνη τη στιγμή, η Α. αναλογίστηκε ότι θα ήταν αδύνατον να τηρηθούν αυτές οι προϋποθέσεις, οπότε ζήτησε από τον Β. να την αφήσει μόνη της και να μαζέψει τα πράγματά του. Ο Β. της είπε ότι είχε σκοτώσει την αγάπη, ότι ήταν μάγισσα, ότι ήταν ένα φρικτό άτομο ανίκανο να αγαπήσει, ότι είχε υποσχεθεί ότι θα ζούσαν ευτυχισμένοι και θα είχαν πολλά παιδιά και ότι τελικά αποφασίζει να φύγει, και είναι προδότρια. Ο Β. λέει στην Α. ότι θα αυτοκτονήσει, της λέει ότι εξαιτίας της θα τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, θα πεθάνει, ότι δεν μπορεί να δεχτεί ότι κάνει κάτι τόσο άδικο, αποφασίζοντας να τον αφήσει και να σκοτώσει την αγάπη. Έτσι η Α. φοβάται και για ολόκληρους μήνες ελέγχει αν ο Β. δεν αυτοκτονεί, αν ο Β. είναι καλά. Ο Β. θέλει να πηγαίνει στα μέρη όπου πηγαίνει εκείνη, οπότε πρέπει να οργανώνει τα πάντα, να προβλέπει τα πάντα για να κρατάει τον Β. μακριά και να βεβαιώνεται ότι δεν τον προσβάλει, ότι δεν τον θυμώνει, ώστε να μην έρχεται να την δει όταν δεν θέλει, και, κάθε φορά, ο Β. εμμένει στο δικαίωμά του να την βλέπει όποτε αυτός θέλει, προφασιζόμενος την αδικία που έχει υποστεί. Η Α. κατηγορεί τον εαυτό της και, κάθε φορά, αναρωτιέται μήπως είναι πράγματι φρικτό όλο αυτό που υποφέρει εξαιτίας της. Η Α. προσπαθεί να καταλάβει τον πόνο του Β., αλλά σιγά-σιγά η Α. αισθάνεται να της φεύγει το άγχος, οπότε απομακρύνεται όσο περισσότερο μπορεί από τον Β. για να προσπαθήσει να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Ο Β. θα πει τελικά στους κοινούς τους φίλους ότι "της έδωσε πίσω την ελευθερία της", κι ότι είχε αποφασίσει ότι ήταν καλύτερο για την Α. να ξαναφτιάξει τη ζωή της και ότι, ως άντρας που σέβεται την ελευθερία των γυναικών, την είχε "αφήσει να φύγει". Στο μεταξύ, ένας κάποιος Γ. είχε εμφανιστεί. 'Εδινε φιλιά τα βράδια στην Α. και τη φλέρταρε. Η Α. τον έβρισκε πολύ ελκυστικό και είχε καταγοητευτεί από αυτόν. Ο Γ. το γνώριζε και διασκέδαζε υποβάλλοντας την Α. σε άβολες καταστάσεις, τη δοκίμαζε σε πνευματικό επίπεδο, τη ρωτούσε πως της φαίνονταν βιβλία που δεν είχε διαβάσει και που δεν είχε διαβάσει ούτε κι αυτός, αλλά ο Γ. σε αντίθεση με την Α. μπορούσε να μιλάει για πολλά πράγματα που δεν ήξερε. Έτσι, ο Γ. και η A. κοιμήθηκαν μαζί. Ο Γ. είναι σκηνοθέτης και γράφει έργα για να "δώσει πίσω στις γυναίκες τη χαμένη τους αξιοπρέπεια". Αφού κοιμήθηκαν μαζί, η Α. θέλησε να ξαναδεί τον Γ., αλλά ο Γ. δεν ενδιαφερόταν πλέον, είπε στην Α. ότι έπρεπε να σταματήσουν να βλέπονται επειδή οι φίλοι του ήταν ερωτευμένοι μαζί της και ότι σεβόταν πολύ τους δύο φίλους του για να συνεχίζει να τη σέβεται αυτή. Τότε η Α. παρακάλεσε τον Γ. να την πάρει πίσω, η Α. ήταν απελπισμένη και περίμενε μηνύματα από τον Γ. όπως περιμένουμε τον καλό Θεούλη που ποτέ δεν έρχεται, ο Γ. μερικές φορές επέστρεφε, και τότε ξαναπλάγιαζαν μαζί σαν να μην είχε συμβεί τίποτα επειδή δεν έπρεπε οι δύο φίλοι του να υποφέρουν. Στο μεταξύ, η Α. κοιμήθηκε με τον Δ., τον φίλο του Γ. Εδώ και πολύ καιρό ο Γ. ήθελε να κοιμηθεί με την Α., παρόλο που η Α. του είχε πει από την αρχή ότι εκείνη δεν ήθελε. Ο Γ. τα κατάφερνε να κοιμάται με την Α., να την αγγίζει στον ύπνο της, να αυνανίζεται πάνω της στον ύπνο της, λέγοντάς της ότι οι φίλοι πρέπει να κοιμούνται μαζί για να απελευθερώσουν τη σεξουαλική ένταση. Η Α. του ζητούσε να σταματήσει και του έλεγε ότι δεν είχε όρεξη, ότι ήταν απλώς ένας φίλος, αλλά ο Δ. της έλεγε πως κατά βάθος εκείνη αυτό ήθελε. Όταν ο Γ. είπε στην Α. ότι δεν την ήθελε πια γιατί ο Δ. ήταν ερωτευμένος μαζί της, η Α. αποφάσισε να ενδώσει στον Δ. χωρίς να έχει πραγματικά χρόνο να αποφασίσει. Ένα βράδυ, η Α. είχε πάει να δει τον Δ. και ο Δ. την έριξε στο κρεβάτι, της έβγαλε τα εσώρουχα και διείσδυσε απότομα μέσα της χωρίς προφυλακτικό, η A. δεν πρόλαβε να καταλάβει τι συνέβαινε. Μετά από αυτό, ο Δ. έκανε το ίδιο ξανά και ξανά και η Α. δεν είχε τρόπο να αντιδράσει σε αυτό που συνέβαινε. Ο Δ. ερχόταν όλη την ώρα σπίτι της, είχε φέρει και δικά του πράγματα, ναρκωτικά, βιβλία που έκλεβε επειδή ο Δ. ήταν μεγάλος επαναστάτης από το χώρο της άκρας αριστεράς. Είπε ότι τα εύκολα κορίτσια είναι παραστρατημένα, και ότι αν θέλουμε να καταστρέψουμε τον καπιταλισμό θα έπρεπε πριν απ' όλα να καταστρέψουμε αυτά τα κορίτσια. Ο Δ. ήταν πάνω από 30 χρονών και κοιμόταν με κορίτσια 15 ετών. Του Δ. του άρεσε που η Α. ήταν νέα και του άρεσε να της μαθαίνει πράγματα, να της λέει ότι ξέρει καλύτερα από αυτήν πώς λειτουργεί ο κόσμος και τι πρέπει να κάνει κανείς για να αγωνιστεί, να πολεμήσει και να έχει μια πραγματική ηθική ζωή με αληθινές αντισυστημικές αξίες. Όλος ο κόσμος λάτρευε τον Δ. και η Α. είπε στον εαυτό της ότι αν τον χάσει δεν θα ξέρει πλέον πως να είναι μια καλή επαναστάτρια. Σταδιακά, η Α. ένιωθε ότι ο Δ. το πήγαινε πολύ μακριά, όταν τη γαμούσε με το ζόρι χωρίς να της ζητάει την άδεια και χωρίς να σταματάει όταν του έλεγε ότι πονάει πάρα πολύ. Η Α. ένιωθε ότι ο Δ. το πήγαινε πολύ μακριά όταν της ζητούσε να καταπιεί το σπέρμα του βάζοντας το κεφάλι της στο πουλί του μέχρι να εκσπερματώσει ενώ εκείνη του έλεγε όχι με το κεφάλι της. Αλλά ο Δ. ήταν ένας υπερήρωας της άκρας αριστεράς και όλοι έλεγαν ότι καταλάβαινε και ήξερε τα πάντα, οπότε η Α. έλεγε στον εαυτό της ότι παραμένοντας μαζί του ίσως αυτό να επέτρεπε και στην ίδια να κατανοήσει πράγματα για την πολιτική, και κυρίως, ήταν αδιανόητο να κουβεντιάζει σε αυτόν τον χώρο για όσα ο Δ. της είχε κάνει. [...]
Στον δρόμο η Α. αισθάνεται σαν να τρελαίνεται, νιώθει σαν να πρόκειται να πεθάνει, νιώθει ότι είναι αυτοκτονική, νιώθει ότι είναι υστερική, ότι έχει κατάθλιψη, ότι είναι διπολική, φοβάται τον εαυτό της σαν να ήταν ο ίδιος της ο εχθρός, σαν κάτι φρικτό να απειλούσε να βγει από μέσα της, σαν να έπρεπε να συγκρατεί οπωσδήποτε αυτό το απειλητικό πράγμα. Και τότε προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο και καλεί τα επείγοντα. Εκεί, της λένε ότι έπαθε μία κρίση πανικού και της δίνουν Βάλιουμ. Αλλά δεν της περνάει, η Α. παραμένει βυθισμένη σε ένα τέτοιο άγχος που συνεχίζει να λέει στον εαυτό της ότι έχει πρόβλημα, και τότε της δίνουν να παίρνει Xanax και προσπαθεί ολόκληρους μήνες να καταλάβει σε τι συνίσταται το πρόβλημά της. Η Α. τα γυροφέρνει όλα στο κεφάλι της, ψυχαναλύει τον εαυτό της, καταδιώκει τον εαυτό της, αναρωτιέται συνεχώς "ποιο είναι το πρόβλημά μου; ποια είμαι; τι μπορώ να κάνω για να απαλλαγώ από το άγχος; Και εφόσον η Α. δεν έχει λύση και ο γιατρός που της έγραψε τα Xanax της είπε να επισκεφθεί επειγόντως έναν ψυχίατρο, η Α. πηγαίνει σε έναν ψυχίατρο. Ο ψυχίατρος τής ζητά να εξηγήσει τα συμπτώματά της, η Α. λέει ότι φοβάται πως μπορεί να σκοτωθεί, ότι φοβάται πως είναι τρελή, ότι φοβάται να πεθάνει, του λέει ότι το σώμα της συσπάται, ότι το σώμα της την καίει και ότι αισθάνεται πολύ, πολύ μακριά από τον εαυτό της, ότι έχει την αίσθηση ότι το σώμα της δεν της ανήκει πλέον και ποτέ δεν της ανήκε, ότι δεν έχει πλέον πρόσβαση στο χώρο ή στο χρόνο, ότι είναι σαν να είναι κλειδωμένη μακριά κάπου και δεν ξέρει πώς να επιστρέψει, ότι φοβάται να επιστρέψει, ότι έχει την εντύπωση ότι θα την περίμενε τότε η τρέλα ή ο θάνατος. Ο ψυχίατρος λέει ότι έχει διαταραχή πανικού με παρορμητική φοβία και ότι πρέπει να πάρει αντικαταθλιπτικά εκτός από τα αγχολυτικά, η Α. του λέει ότι φοβάται, ότι δεν θέλει, ο ψυχίατρος της λέει ότι πρέπει να το κάνει γιατί διαφορετικά θα επιδεινωθεί η κατάστασή της και θα αναπτύξει ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές (OCD). H Α. φοβάται, ζητά τη συμβουλή του φαρμακοποιού πηγαίνοντας να πάρει αντικαταθλιπτικά, ο φαρμακοποιός της λέει ότι ο ψυχίατρος ξέρει τι λέει, ότι είναι ειδικός και ότι πρέπει να τον ακούσει. Η Α. αγοράζει τα αντικαταθλιπτικά που της έγραψαν στη συνταγή για τουλάχιστον έξι μήνες. Η Α. δεν μπορεί να τα πάρει, κάτι την εμποδίζει, νιώθει ότι τίποτα πια δεν μπορεί να βάλει μέσα της. Έτσι πηγαίνει να δει άλλους ειδικούς, να της πουν τι πρέπει να κάνει, να της εξηγήσουν το πρόβλημά της. Ψάχνει στο Διαδίκτυο, πληκτρολογεί στο Google τη διάγνωση που της έδωσε ο ψυχίατρος και τα συμπτώματά της, διαβάζει, ακούει συμβουλές. Η Α. θα έπρεπε να αθλείται τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα για να παράγει φυσική σεροτονίνη, θα έπρεπε να διαλογίζεται μία φορά την ημέρα, να κάνει ασκήσεις αναπνοής, να πίνει τσάι από βότανα, να σταματήσει το αλκοόλ, να σταματήσει το κάπνισμα, να σταματήσει να πίνει καφέ, να κοιμάται νωρίς, να κοιμάται καλά, να παίρνει φαρμακευτική αγωγή εάν είναι απαραίτητο, να κλείνει ιατρικά ραντεβού για να δεί αν υπάρχουν σωματικές αιτίες, θα πρέπει να αποδεχθεί το άγχος της, να καταλάβει ότι αυτό είναι μέρος της, ότι είναι από τη φύση της ανήσυχο άτομο, θα έπρεπε να προσπαθήσει να αγαπήσει τον εαυτό της, να μπανιαρίζεται συχνά, να χρησιμοποιεί μάσκες για το δέρμα της, να φροντίζει τον εαυτό της, θα έπρεπε να μάθει να είναι καλή και στοργική με τον εαυτό της, θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην αγάπη και τα θετικά πράγματα που την περιβάλλουν, που έχει περάσει, θα έπρεπε να δοκιμάσει την ύπνωση για να αντικαταστήσει τις κακές αναμνήσεις με καλές αναμνήσεις, θα έπρεπε να σταματήσει να ασχολείται με τα κοινωνικά δίκτυα, θα έπρεπε να ζει στην εξοχή, να κάνει βελονισμό, να ανατρέξει στις μάνταλες, να κάνει το καλό γύρω της, η Α. φορτώνεται με μία ατελείωτη λίστα με πράγματα που είναι αδύνατον να κάνει, με πράγματα που θα έπρεπε να κάνει για να νιώσει καλύτερα, για να διορθώσει το πρόβλημα "της". Ο μπαμπάς της την καλεί στο τηλέφωνο για να μάθει πώς είναι επειδή η μαμά της του είπε ότι δεν ήταν καλά. Η Α. εξηγεί πώς αισθάνεται και ο μπαμπάς της της λέει ότι θα έπρεπε να μάθει να διαχειρίζεται καλύτερα το άγχος της, ότι θα έπρεπε να μάθει να οργανώνεται καλύτερα, ότι θα έπρεπε να αθλείται, ότι είναι σαν τη μητέρα της, αγχωτική, και ότι θα έπρεπε πραγματικά να το διαχειριστεί όλο αυτό. Η Α. κάνει ό, τι της λένε να κάνει, η Α. συνεχίζει να πιστεύει ότι πρέπει να θεραπευτεί, ότι πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται καλύτερα τον εαυτό της, αλλά τίποτα δεν αλλάζει και η Α. συνεχίζει να έχει την εντύπωση ότι κάτι ουρλιάζει μέσα της, αλλά ακούει αυτό που της επαναλαμβάνουν όλοι, αυτό που επαναλαμβάνει και η ίδια στον εαυτό της, ότι αν θέλει να είναι καλά, δεν πρέπει να αφήσει τον εαυτό της να ουρλιάζει, γιατί η κραυγή είναι θόρυβος και αυτό σας στέλνει αναγκαστικά σε ψυχιατρικό νοσοκομείο ή στο νεκροτομείο. Οι μέρες περνούν και η Α. δεν πάει καλύτερα παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της. Σκέφτεται να ξεκινήσει τα αντικαταθλιπτικά. Και μετά, μια μέρα, κάποια της κάνει ερωτήσεις, κάποια τη ρωτάει: "Τι προσπαθείς να πνίξεις μέσα σου, ποια φωνή προσπαθείς να πνίξεις μέσα σου;" Γιατί πρέπει να την αφήσεις να μιλήσει." Και τότε, σαν να την χτύπησε κεραυνός, η Α. νιώθει ότι της πέφτουν όλα πάνω στο κεφάλι της. Κάτι μέσα της υψώνεται, υψώνεται και αυτό που υψώνεται δεν είναι άγχος, δεν είναι το οικείο αίσθημα ότι δεν έχει πλέον καλή σχέση με την πραγματικότητα, αυτό που αναδύεται είναι η μνήμη της ίδιας της πραγματικότητας και ό, τι δημιουργεί αυτή μέσα της. Έτσι, η Α. αναρωτιέται, αναρωτιέται ειλικρινά γιατί, και με τι είδους κόλπα ο μπαμπάς, οι Β. Γ. Δ. Ε. και ο Ζ. καταφέρνουν να μην έχουν λίστα υποχρεώσεων; Γιατί να μην είναι ο μπαμπάς, οι Β. Γ. Δ. Ε. και ο Ζ. που να χρειάζονται τις συνταγογραφήσεις, και γιατί κανείς δεν τους ζητάει να είναι θετικοί, να νιώσουν την αγάπη, να μπανιαρίζονται συχνά, να αθλούνται, να διαχειρίζονται καλύτερα τα συναισθήματά τους, να διαχειρίζονται καλύτερα τον θυμό τους, τον χρόνο τους, τις σχέσεις τους, να κάνουν ύπνωση, να παίρνουν φάρμακα, να αναρωτιούνται ποια είναι τα προβλήματά τους, να διαλογίζονται, να θεραπεύονται; Μία οδυνηρή και απελευθερωτική αποκάλυψη κάνει την Α. να αναρωτηθεί πως της δημιουργείται αυτή η πραγματική, φυσική αίσθηση ότι ο μπαμπάς, οι Β. Γ. Δ. Ε. Ζ., οι ψυχίατροι, οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί, οι ειδικοί της ευδαιμονίας και όλος ο υπόλοιπος κόσμος γύρω της ενώνουν τα χέρια και χορεύουν, ατάραχοι, σε κύκλο γύρω από αυτήν και γιατί της δίνεται έτσι μαγικά η εντύπωση ότι δεν μπορεί να αφήσει τον κύκλο χωρίς φόβο, επειδή την διαβεβαιώνουν, επειδή ο φόβος την έκανε να πιστέψει για τόσο πολύ καιρό πως η έξοδος από τον κύκλο οδηγεί στον θάνατο, την αυτοκτονία, την τρέλα. Τότε η Α. αισθάνεται να δυναμώνει μέσα της η φωνή που πνίγει, η φωνή που σιωπά, και σιγά σιγά η φωνή αυτή, η φωνή του άγχους, αυτή που πρέπει να παύει να ακούγεται και να καταπιέζεται με δουλειά πάνω στον εαυτό της, μετατρέπεται σε κραυγή, σε μια ανείπωτη κραυγή που βγαίνει έξω από τον εαυτό της, που βγαίνει στον έξω κόσμο και στον χωροχρόνο που τον περιβάλλει, μια κραυγή, ένα μακρύ ουρλιαχτό που προκαλείται από και για μία πραγματικότητα που δεν υπάρχει μόνο μέσα το κεφάλι της. Η Α. φωνάζει και αφήνει τη φωνή της να βγει, τη φωνή του θυμού της, αλλά και όλων των αδικιών που εισχώρησαν στο σώμα της και όσο πιο πολύ η Α. αφήνει αυτή τη φωνή να υψωθεί, ανακαλύπτει τελικά τη φωνή της ζωής, της αναγέννησης και της δύναμης, και αν αυτό είναι που ονομάζουμε τρέλα και θάνατο, τότε σε αυτήν τη σύντομη στιγμή που θα ήθελε να διαρκέσει για πάντα, δεν την τρομάζει πλέον.
Μτφ. Σ.Σ.
Το πλήρες (γαλλικό) κείμενο βρίσκεται εδώ: LA RONDE