Συγγραφέας, μεταφράστρια, λάτρης και έξοχη γνώστρια της μουσικής, η Χίλντα Παπαδημητρίου έγραψε την τέταρτη περιπέτεια του Χάρη Νικολόπουλου με τίτλο «Ένοχος μέχρις αποδείξεως του εναντίου», που θα οδηγήσει τον ήρωά της από τη Ναύπακτο, όπου έχει αποσυρθεί, στην Αθήνα, ξανά, για να βρει μια πόλη αλλαγμένη από την οικονομική κρίση και τη μητέρα του με Αλτσχάιμερ, να χρειάζεται ειδική φροντίδα.
Όταν τη μεταφέρει στον οίκο ευγηρίας, στον οποίο γνωρίζει μια ψυχολόγο που διευθύνει έναν ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες και θύματα σεξουαλικού τράφικινγκ, δεν φαντάζεται ότι αυτή η γνωριμία θα ανατρέψει για άλλη μια φορά τη «ρουτίνα» που επέλεξε όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Η δολοφονία της θα σταθεί αφορμή να ενεργοποιηθεί ξανά και να ξεκινήσει μια κατάβαση στην κόλαση του υποκόσμου, στον κόσμο των άστεγων και των εξαρτημένων, με πολύτιμο συμπαραστάτη στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τον δολοφόνο μια νεαρή, εκκεντρική, αλλά δαιμόνια υπαστυνόμο.
Η Χίλντα Παπαδημητρίου μάς μιλά για την ενδιαφέρουσα ιστορία που έγραψε, στην οποία ο φόνος είναι η αφορμή για μια κατάδυση στη «δύσκολη» και σκοτεινή πλευρά της Αθήνας.
Αποφεύγω την υπερβολική βία γιατί πιστεύω ότι είναι εθιστική, όπως η πορνογραφία, και η ζάχαρη: όσο περισσότερη καταναλώνεις, τόσο μεγαλύτερη δόση χρειάζεσαι. Είναι αυτονόητο ότι στα αστυνομικά βιβλία υπάρχουν φόνοι, βία, εγκληματικότητα, αποφεύγω όμως τις ηδονοβλεπτικές περιγραφές των θυμάτων, την κακοποίηση παιδιών και ζώων, τους ποταμούς αίματος και τις ανατριχιαστικές περιγραφές βασανιστηρίων.
— Έχετε γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που είναι ένα ανάγλυφο της Ελλάδας μέσα στην κρίση, της σκοτεινής και πολλές φορές αθέατης όψης της Αθήνας, που δεν είναι μόνο ένα θαύμα για τους ξένους επισκέπτες. Γιατί διαλέξατε να γράψετε ένα αστυνομικό και όχι ένα μυθιστόρημα;
Το αστυνομικό είδος είναι το αγαπημένο μου, παιδιόθεν. Εκτός του Ιουλίου Βερν και του Μαρκ Τουέιν, διάβαζα Άγκαθα Κρίστι, Ρέιμοντ Τσάντλερ, Ζορζ Σιμενόν. Όταν ξεκίνησα το γράψιμο, ήταν αυτονόητο για μένα ότι θα έγραφα αστυνομικό μυθιστόρημα. Μου ταιριάζει γιατί, παρά τις δεσμεύσεις των συμβάσεών του, σου αφήνει περιθώρια να μιλήσεις για όποιο θέμα σε ενδιαφέρει και σε απασχολεί (βινύλια, ροκ συναυλίες, ραδιοφωνικούς σταθμούς, σεξουαλικό τράφικινγκ), σχολιάζοντας συγχρόνως τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες κάθε εποχής.
— Ο ήρωάς σας είναι ένας απογοητευμένος άνθρωπος από τη δουλειά του στην αστυνομία, από την ηθική του Σώματος, και έχει πάει να ζήσει σε μια επαρχία. Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι πρέπει να απομακρύνονται ή να μένουν και να δίνουν τη μάχη τους μέσα στο περιβάλλον που είναι ανήθικο, για παράδειγμα;
Θα έλεγα ότι όλοι χρειαζόμαστε κάθε τόσο μια ανάπαυλα, μια ήσυχη γωνιά για να γλείψουμε τις πληγές μας μέχρι να επουλωθούν, πριν αναλάβουμε τις απαραίτητες δυνάμεις για να επιστρέψουμε στην προσωπική μας μάχη. Δεν εγκαταλείπουμε τη μάχη ποτέ – για έναν καλύτερο κόσμο, όπως τον εννοεί ο καθείς και η καθεμιά μας.
— Συζητάμε για το βιβλίο σας σε μια πολύ επίκαιρη στιγμή: πριν από λίγο καιρό συνέλαβαν έναν αστυνομικό που εξέδιδε μια πολύ νέα γυναίκα. Έρχονται στο προσκήνιο δυο θέματα που υποτιμούμε ή ξεχνάμε συχνά, για την ηθική των «κρατικών λειτουργών» και την ανάμειξή τους σε παράνομες πράξεις και, φυσικά, στο τράφικινγκ.
Όταν έγραφα το βιβλίο, αναρωτιόμουν μήπως υπερέβαλλα στις περιγραφές μου. Ήξερα ότι ίσχυαν όλα αυτά, το σεξουαλικό τράφικινγκ σε συνεργασία με τις Αρχές, είχα διαβάσει στοιχεία και αισθανόμουν την ατμόσφαιρα να βαραίνει από σεξιστικά αστεία. Να που η πραγματικότητα με ξεπέρασε πολύ γρήγορα, με τρομακτικό τρόπο. Αν και δεν πιστεύω ότι η κοινωνία είναι έτοιμη ακόμα να εξαλείψει τη σεξουαλική εκμετάλλευση των νέων γυναικών, αλλοδαπών και ημεδαπών, και των παιδιών.
Χρειάζονται ριζικές αλλαγές στη νοοτροπία, που θα αργήσουν να συμβούν. Ωστόσο, όπως είπε η Άντζελα Ντέιβις στην ομιλία της στην Αθήνα, «παλεύουμε για τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, για τις επόμενες γενιές».
— Έχετε κάνει εκτεταμένη έρευνα για το τράφικινγκ. Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που μπορεί να μας κάνει να ασχοληθούμε περισσότερο; Δηλαδή οι μεγάλες κρίσεις, όπως αυτή του κορωνοϊού, φέρνουν πίσω αυτό το θέμα, το οποίο είναι φλέγον διαρκώς, αλλά «αόρατο».
Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη, είναι από τα προβλήματα που κρύβονται εύκολα κάτω από το χαλί. Όσο υπάρχουν πόλεμοι και κλιματικές κρίσεις, όσο οι άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να διασχίζουν αγριεμένες θάλασσες σε μια ύστατη προσπάθεια επιβίωσης, οι γυναίκες και τα παιδιά θα παραμένουν τα πιο ευάλωτα θύματα.
Όσο συνεχίζεται η διαπλοκή της εξουσίας με το οργανωμένο έγκλημα, όσο οι διακινητές και βασανιστές γυναικών καταφέρνουν να ξεγλιστρούν από τη Δικαιοσύνη με νομικά τερτίπια, όσο τα στριπτιτζάδικα έχουν το πιστό κοινό τους που πάει εκεί για διασκέδαση ή μπάτσελορ, τίποτα δεν θα αλλάξει επί της ουσίας. Αν δεν μεταμορφωθεί ριζικά η διεφθαρμένη σύγχρονη κοινωνία, οι επί μέρους προσπάθειες είναι σαν ασπιρίνη για τον καρκίνο.
— Όπως κι άλλοι συγγραφείς, έχετε μια ηρωίδα αστυνομικό, μια γυναίκα, και θα ήθελα να ρωτήσω αν πιστεύετε ότι οι γυναίκες, μέσα σε τέτοια, ανδροκρατούμενα σώματα, μπορούν να παίξουν έναν σημαντικό ρόλο.
Οι συνειδητοποιημένες γυναίκες, που είναι αποφασισμένες να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, μπορούν να παίξουν καίριο ρόλο, ανεξαρτήτως του χώρου εργασίας τους, είτε είναι αστυνομικίνες είτε σερβιτόρες σε καφετέρια. Αρκεί να αντιλαμβάνονται τη σημασία της γυναικείας αλληλεγγύης.
— Ο ήρωάς σας διαβάζει αστυνομικά, είναι λάτρης του νουάρ, φαντάζομαι κι εσείς. Κυκλοφορούν εκατομμύρια αστυνομικά. Σε έναν νέο αναγνώστη, από πού θα λέγατε να ξεκινήσει; Ποια κλασικά αστυνομικά είναι αυτά που αγαπάτε περισσότερο;
Πιστεύω πολύ στους κλασικούς του είδους, τους μάστορες της γραφής που έκαναν το αστυνομικό αληθινή λογοτεχνία. Θα σύστηνα τα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι για τους ευφυείς γρίφους της, τον Ντάσιελ Χάμετ για την οξυδερκή ματιά του στις κοινωνίες εν καιρώ κρίσης, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ για το μαύρο, κυνικό χιούμορ και τις δαιδαλώδεις πλοκές του, τον Ρος ΜακΝτόναλντ, επειδή εισήγαγε την ψυχανάλυση στο αστυνομικό είδος, τον Ζορζ Σιμενόν για τα άρτια ψυχογραφήματά του, την Πατρίσια Χάισμιθ, επειδή ανέτρεψε όλους τους καθιερωμένους κανόνες του αστυνομικού, τον Ίαν Ράνκιν, που κατάφερε να μεταφέρει το αστυνομικό αλώβητο στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Εκτός αυτών, αγαπώ πολύ την Ντόροθι Χιουζ («Σ’ έναν έρημο τόπο», μτφρ. Β. Τζανακάρη, Μίνωας), τον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (Μεταίχμιο), την Αυστραλέζα Τζέιν Χάρπερ (Μεταίχμιο), τη Σκωτσέζα Βαλ ΜακΝτέρμιτ (μτφρ. Έ. Τσιρώνη, Διόπτρα), τον Μεξικανό Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ (Άγρα), τους νεοπολάρ Μανσέτ (Άγρα), Φαζαρντί και Ιζό (Πόλις). Σταματήστε με!
— Θα γράφατε ένα, και καινούργιο, βιβλίο με έναν νέο ήρωα ή προτιμάτε να βλέπουμε την εξέλιξη του ίδιου προσώπου που γνωρίσαμε στο προηγούμενο βιβλίο; Δημιουργεί μια οικειότητα στον αναγνώστη η λεγόμενη «σειρά» ή πρόκειται για έναν δικό σας λογαριασμό με τον ήρωα και την εξέλιξή του;
Η καινούργια μου ηρωίδα, η Αΐντα Μητροπούλου, ξεπήδησε από μια συνεργασία με τρεις άλλους συγγραφείς («Αποκάλυψη», Κ. Αθανασιάδης, Β. Γιαννίσης, Δ. Σίμος, εκδ. Παπαδόπουλος), την αγάπησα και της έδωσα σημαντικό ρόλο στο τελευταίο μου βιβλίο: να βοηθάει τον Χαρίδημο Νικολόπουλο να αποδείξει την αθωότητά του.
Σίγουρα με ενδιαφέρει η πορεία του ήρωά μου, από την άλλη όμως δεν γράφω βάσει συγκεκριμένου σχεδίου, γράφω αυτά που νιώθω ότι οφείλω να αφηγηθώ. Το οφείλω στον εαυτό μου, εννοώ.
— Βλέπουμε στα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα τη δράση και τους χαρακτήρες να μην είναι ασύνδετοι με αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία και την πολιτική. Κατά κάποιον τρόπο, αυτά τα βιβλία δεν είναι αστυνομικά, είναι και κοινωνικά, αν μπορούμε να τα αποκαλέσουμε έτσι. Πόση σημασία έχει το κάδρο μέσα στον οποίο βάζουμε μια ιστορία; Τι μαθαίνουμε από αυτήν;
Το έγκλημα δεν διαπράττεται εν κενώ αέρος, δεν είναι δυνατόν να γράψεις ένα αστυνομικό βιβλίο που να μη σχολιάζει την κοινωνία στην οποία συμβαίνει. Όχι πως δεν γράφονται και τέτοια αστυνομικά, αλλά νομίζω ότι οι ήρωές τους είναι χάρτινοι. Το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο ενός βιβλίου είναι απαραίτητο, όσο η δεμένη πλοκή και οι τρισδιάστατοι ήρωες. Καταλαβαίνουμε την εγκληματικότητα, όταν κατανοούμε το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται.
Για παράδειγμα, η άνθηση του Nordic noir δεν είναι ανεξάρτητη από την Πτώση του Τείχους, την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τις πληθυσμιακές μετακινήσεις που ακολούθησαν. Όπως και για να κατανοήσουμε τους συγγραφείς του μεσογειακού νουάρ θα πρέπει να σκεφτούμε ποια κοινά στοιχεία έχουν όλοι οι λαοί της λεκάνης της Μεσογείου, τις διαρκείς μετακινήσεις τους από τη βόρεια Αφρική προς την Ευρώπη και το ανάποδο. Και τι θα ήταν το hardboiled αστυνομικό αν δεν διαδραματιζόταν την εποχή του μεγάλου Κραχ του 1929 και της Ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ; Το κάδρο της πλοκής μάς διδάσκει την Ιστορία, θα τολμούσα να πω.
— Είμαστε σε μια πανδημία που μπορεί να είναι σε σχετική ύφεση, αλλά είναι ορατά τα σημάδια της: περισσότερη βία, θυμός, νευρικότητα και μια αίσθηση μόνιμης ανασφάλειας. Πώς μας επηρεάζει αυτή η εποχή και πόσο επηρεάζει μια συγγραφέα;
Η βία ξεσπάει πιο εύκολα σε τέτοιες συνθήκες περιορισμού, κοινωνικού και συναισθηματικού. Αλλά η κοινωνία μοιάζει περισσότερο έτοιμη να αφουγκραστεί τα θύματα, αφού ίσως οι άνθρωποι κατανοούν ότι απέναντι στο Κακό είμαστε όλοι ίσοι και εξίσου ευάλωτοι.
Οι εκρήξεις αυτές με επηρεάζουν, με ταράζουν πολύ και με ανησυχούν, αλλά συγχρόνως αποτελούν την πρώτη ύλη της δουλειάς μου. Βλέπετε, μου/μας έλαχε να γεννηθούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς, όπως έλεγαν οι Κινέζοι.
— Ποιο τέλος προτιμάτε να έχουν τα βιβλία σας και γιατί;
Θέλω το τέλος τους να είναι ρεαλιστικό, ανοιχτό όσο το επιτρέπει η πλοκή, ώστε να απομένει μια αχτίδα αισιοδοξίας στον αναγνώστη. Αποφεύγω την υπερβολική βία γιατί πιστεύω ότι είναι εθιστική, όπως η πορνογραφία, και η ζάχαρη: όσο περισσότερη καταναλώνεις, τόσο μεγαλύτερη δόση χρειάζεσαι.
Είναι αυτονόητο ότι στα αστυνομικά βιβλία υπάρχουν φόνοι, βία, εγκληματικότητα, αποφεύγω όμως τις ηδονοβλεπτικές περιγραφές των θυμάτων, την κακοποίηση παιδιών και ζώων, τους ποταμούς αίματος και τις ανατριχιαστικές περιγραφές βασανιστηρίων. Είμαι της σχολής Χίτσκοκ: ο τρόμος δεν βρίσκεται στον πυροβολισμό αλλά στην αναμονή του.