«Αξίζει να ζεις τη ζωή σου και μόνο για να εξαπατήσεις τους άλλους και να μην εξαπατηθείς ο ίδιος» έγραφε ο Νικολάι Γκόγκολ το 1983 στους «Παίχτες» σε ένα έργο που ξεκινάει από τη χαρτοπαιξία και τις απάτες της για να μιλήσει για όλο το φάσμα της αυταπάτης του ανθρώπου, της φθοράς και της τραγικότητάς του.
Με ποιους ήρωες θα έγραφε σήμερα ο Γκόγκολ ακριβώς το ίδιο έργο; Ποιο θα ήταν το μικρό πανδοχείο εκεί που ένας αριστοτέχνης της απάτης, χαρτοπαίκτης περιμένει τα θύματά του; Οι παράνομες μπαρμπουτιέρες, οι σκοτεινοί και βρώμικοι δρόμοι;
Τι ζητάει όταν συναντιέται με μια μικροσυμμορία επίσης ταλαντούχων χαρτοπαικτών που θέλουν και αυτοί πάση θυσία να ξαφρίσουν κάθε ανυποψίαστο «αρρωστάκι» με το τζόγο; Θα συμπράξουν ή θα παίξου μια παρτίδα κυριαρχίας;
Οι «Παίχτες» και το παιχνίδι τους που είναι χωρίς επιστροφή, είναι ένα ταξίδι μέσα στα ευτράπελα της φύσης μας, στα τυφλά πάθη, την απληστία, την αλαζονεία και την κτητικότητα, τη μανία και το πάθος για το χρήμα και τη νίκη.
Το 2021 μέσα στην καρδιά ενός χειμώνα ταραγμένου θα στήσουν το παιχνίδι τους στο θέατρο Κιβωτός από τις 25 Οκτωβρίου. Σε αυτή την παρτίδα μπαίνουν να παίξουν και να κερδίσουν ο Γιάννης Νιάρρος, ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ο Ηλίας Μουλάς, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, ο Γιώργος Τζαβάρας, ο Γιώργος Μπουκαούρης και ο Άλκης Παναγιωτίδης.
Για τον σκηνοθέτη της παράστασης Γιώργο Κουτλή, εκεί στη σκηνή του θεάτρου, ξεκινά ο αυτοσχεδιασμός μουσικών, ηθοποιών και απατεώνων, η δημιουργικότητα που φωνάζει «εδώ και τώρα» να ακολουθείς το ένστικτό σου χωρίς να έχεις ιδέα που θα σε πάει, για την εθιστική ικανοποίηση που προκαλεί η αδρεναλίνη όταν «κόβεις και ράβεις» με τον παρτενέρ σου;
Για την ιστορία, για εκείνους τους απατεώνες, που προσπαθούσαν να τη φέρουν στον διπλανό τους, κι ίσως να τη φέρουν και στη ζωή την ίδια λέει ο Γιώργος Κουτλής, που πήρε μια παρέα ηθοποιών και μια μπαρουτοκαπνισμένη κλασσική κωμωδία, και ξεκίνησε εδώ και δυο εβδομάδες να δοκιμάζουν και να αποτυγχάνουν και να ξεκινούν και πάλι προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τον πικρά γελοίο κόσμο του έργου, έναν κόσμο που όλοι κοιτάνε να φάνε – να δαγκώσουν – να γδάρουν τον δίπλα τους, με οποιοδήποτε τρόπο.
Πώς αποφάσισε να διαλέξει ο Κουτλής αυτούς τους ηθοποιούς; «Αποφάσισα να μαζέψω μια παρέα από ανθρώπους, που με έχουν κάνει να αναφωνήσω «Τι παιχταράς είσαι εσύ!». Τόσο απλά. Άνθρωποι για τους οποίους το παιχνίδι είναι στάση ζωής, σαν μια βαθιά ριζωμένη παιδική συνήθεια, που δεν γίνεται να την εγκαταλείψεις, ανεξαρτήτως ηλικίας. Και με αυτό ως “καύσιμο” της ψυχής τους, παίζουν θέατρο, μουσική και συχνά ο ένας τον άλλο. Έργο αποκαλυπτικό φινάλε, με τρελά γκάζια για αρχή και πολλές απάτες στη μέση. Στήνουμε τα ντραμς, την κιθάρα, το μπάσο, το πιάνο, το παιδικό μας τριγωνάκι και μια ντουζίνα τράπουλες και παίζουμε μουσική, παίζουμε σκηνές, “παίζουμε” ο ένας τον άλλον, με χιούμορ και τσογλανιά, ελπίζοντας ότι επιτέλους θα ανοίξουν τα θέατρα και θα “παίξουμε” και με το κοινό. Ότι επιτέλους θα μας αφήσουν να ζωντανέψουμε αυτές τις «σκηνές από ξεχασμένες μέρες», που τόσο ειρωνικά γράφει ο συγγραφέας στην υποσημείωση, κάτω από τον τίτλο» λέει.