Την έχουν χαρακτηρίσει «γαλαζοαίματη επαναστάτρια», «μάγισσα», «ιέρεια της μαγειρικής», κι άλλα πολλά, δικαίως ή αδίκως, αυτό που έχει σημασία είναι ότι, παρότι η Πέισιενς Γκρέι είναι από τις σπουδαιότερες συγγραφείς φαγητού της Βρετανίας, δεν έγινε ποτέ τόσο γνωστή όσο οι άλλες σύγχρονές της «κουζινογράφοι» όπως η Elizabeth Davis, ή οι Αμερικανίδες M.F.K. Fisher και Julia Child –οι οποίες με τα χρόνια έγιναν θρύλοι. Κι έπρεπε να πεθάνει για να γραφτεί μια βιογραφία της που φώτισε αρκετά σημεία της ζωής της, όχι μόνο την μοναδικότητά της και την ευφυΐα της, αλλά και τις σκοτεινές πλευρές της που την έκαναν προσιτή και ανθρώπινη. Διαβάζοντας το «Fasting and Feasting» του Adam Federman –ο οποίος μάζεψε από προσωπικό ενδιαφέρον τις επιστολές της και χύμα υλικό από το αρχείο του γιου της, στο σπίτι που έζησε για περισσότερα από 30 χρόνια με τον άντρα που αγάπησε, τον Βέλγο ζωγράφο, γλύπτη και ποιητή Norman Mommens, στη νότια Ιταλία, σε ένα απομονωμένο χωριό της Απουλίας, και τα έβαλε σε μία λογική σειρά για να συνθέσει το στόρι της ζωής της- καταλαβαίνεις γιατί δεν μοιάζει με καμία άλλη συγγραφέα φαγητού.


«Υποθέτω ότι υπάρχει κάτι παράλογο στον ισχυρισμό ότι μια συγγραφέας που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ακούσει είναι μία από τις πιο σημαντικές συγγραφείς για φαγητό των τελευταίων 50 χρόνων» λέει ο Adam Federman σε μια συνέντευξή του το 2017, τη χρονιά που συμπληρώνονταν 100 χρόνια από τη γέννησή της Γκρέι. «Η Πέισιενς και το “Honey from a Weed” κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στον κόσμο της μαγειρικής βιβλιογραφίας. Το βιβλίο θεωρείται ένα από τα καλύτερα βιβλία για φαγητό που έχουν γραφτεί ποτέ, κι ωστόσο η Πέισιενς παραμένει εντελώς άγνωστη. Η Πέισιενς έγραψε για φαγητό και τις απόψεις της για το φαγητό που σήμερα έχουν γίνει mainstream και αποτελεί έκπληξη που δεν είναι περισσότερο γνωστή. Συναντώ συνεχώς ανθρώπους που λένε ότι το “Honey from a Weed” τους άλλαξε τη ζωή. Αυτό είναι κάτι που δεν ακούς συχνά για βιβλία μαγειρικής».


Το «Honey from a Weed», το magnus opus της, μπορεί συγκριθεί περισσότερο με τα βιβλία του Πάτρικ Λη Φέρμορ και τη λογοτεχνία του Ντ. Χ. Λώρενς, παρά με τα βιβλία μαγειρικής της ίδιας εποχής (και κάθε εποχής). H Γκρέι –που το όνομά της ήταν «υπομονή»- παραμένει μια καλτ φιγούρα στο χώρο των food writers, με έργο και προσωπικότητα που δεν μπήκαν ποτέ σε καλούπια και δεν έπαιξαν με τους κανόνες, κανενός είδους. Δεν έγινε ποτέ πρώτο όνομα, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τα βιβλία της έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Διάσημοι σεφ αλλά και άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τα βιβλία για το φαγητό –και όχι μόνο για τα βιβλία με συνταγές- άρχισαν να εκτιμούν το ρόλο που έπαιξε στην διαμόρφωση της οικιακής κουζίνας μετά τον πόλεμο, αλλά και το foraging, την αναζήτηση τροφής στη φύση που έγινε τάση τα τελευταία χρόνια στα πανάκριβα εστιατόρια. Και όχι, ούτε ο René Redzepi, ούτε ο Virgilio Martínez Véliz ήταν πρωτοπόροι, ούτε ο η φιλοσοφία του Fergus Henderson για το μαγείρεμα κάθε μέρους ενός ζώου, ακόμα και τα πιο ταπεινά, ήταν κάτι που τού ήρθε με επιφοίτηση. Η Patience έγινε τροφοσυλλέκτης από επιλογή, αφήνοντας πίσω της τον πολιτισμό και τις ανέσεις για να ζήσει τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής της σε ένα αγροτόσπιτο χωρίς ρεύμα και ζεστό νερό, όπως ακριβώς και οι χωρικοί γείτονές της, μένοντας πιστή στα υλικά που της πρόσφερε η κάθε εποχή, φυτά, ζώα και ψάρια, μαθαίνοντας μέχρι το τέλος της ζωής της πώς να χρησιμοποιεί όλα όσα την περιτριγυρίζουν. Και εκτός από μοναδική συγγραφέας, ήταν και εξαιρετική μαγείρισσα.  

 


Η ζωή της Πέισιενς Γκρέι ήταν περιπετειώδης και άγρια. Τόσο άγρια, που αν την συγκρίνεις με της Elizabeth Davis, για την οποία έχουν γραφτεί τουλάχιστον δύο πολυσέλιδες βιογραφίες σε μεγάλους εκδοτικούς, η ζωή της Elizabeth φαίνεται εντελώς πεζή και βαρετή. Αυτός είναι, ίσως, ένας λόγος που η Davis απεχθανόταν την Γκρέι. Ωστόσο, οι ζωές του είχαν πολλά κοινά. Και οι δύο προέρχονταν από τη μεγαλοαστική τάξη της Βρετανίας, μεγάλωσαν σε τεράστια σπίτια όπου το παιδικό φαγητό το σέρβιραν υπηρέτριες, και ήταν ευφυείς, έντονα ανεξάρτητες, πολυταξιδεμένες, όμορφες και με προσωπική ζωή αρκετά ασαφή. Μέχρι να κυκλοφορήσουν οι βιογραφίες τους, ελάχιστοι ήξεραν λεπτομέρειες για τη ζωή τους. Ο άλλος λόγος που η Davis την αντιπαθούσε ήταν αυτό που κατάφερε η Πέισιενς Γκρέι τη δεκαετία του ’50: να κάνει -ως απόλυτο outsider- μεγαλύτερες πωλήσεις με το πρώτο της βιβλίο «Plats du Jour» από το «A Book of Mediterranean Food» της Davis, το οποίο είχαν υποδεχτεί όλοι με διθυράμβους. Παρότι η Davis κυκλοφόρησε πρώτη το βιβλίο της το 1950, το «Plats du Jour», που κυκλοφόρησε το 1957, έγινε το πιο καλοπουλημένο βιβλίο φαγητού των ’50s στη Βρετανία.

 

Βέβαια, η βιβλιογραφία της Πέισιενς Γκρέι είναι πολύ μικρή, σε σχέση με της Elizabeth Davis, μόλις πέντε βιβλία, και το στόρι των κυκλοφοριών τους είναι πονεμένη ιστορία. Μέχρι να βγει το δεύτερο βιβλίο της, το περίφημο «Honey from a Weed: Fasting and Feasting in Tuscany, Catalonia, the Cyclades and Apulia», πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια (το έγραφε πάνω από μια εικοσαετία) και, αν δεν είχε ενδιαφερθεί ο Alan Davidson, δεν θα είχε κυκλοφορήσει ποτέ. Κανείς δεν το ήθελε.


Η ιστορία της Γκρέι ξεκινάει στο αγροτικό Surrey το 1917. Ήταν η δεύτερη από τις τρεις κόρες της Olive και του Hermann Stanham, που γεννήθηκε σε μια αγροτική έπαυλη στο Shackleford, ένα ειδυλλιακό σπίτι με γήπεδο του τένις και γρασίδι, όπου έπιναν τσάι το καλοκαίρι. Υψηλή κοινωνία, μέχρι που ο πατέρας της τα έχασε όλα από κακοδιαχείριση. Η φάρμα γουρουνιών που είχε φαλίρισε και η οικογένεια μετακόμισε στο Σάσεξ, αποχαιρετώντας τη μεγάλη ζωή. Η Γκρέι, ανήσυχο πνεύμα και πεισματάρα, πήγε στο Λονδίνο στη θεία της την Ντόντο και γράφτηκε στο Queen’s College, περνώντας με την οικογένεια της θείας της ακόμα και τις διακοπές της. Ήταν άριστη μαθήτρια και στα 16 κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο, αλλά ο πατέρας της τής απαγόρεψε να παρακολουθήσει τα μαθήματα, με τη δικαιολογία ότι ήταν πολύ μικρή. Επέμενε να επιστρέψει στο Σάσεξ, αλλά η ατίθαση Πέισιενς, κόντρα στις διαταγές του, πήγε στη Βόνη, στη Γερμανία, για να σπουδάσει στην αρχή Οικονομικά και στη συνέχεια Ιστορία της Τέχνης. Για ένα χρόνο έμεινε σε ένα αστεροσκοπείο του 17ου αιώνα μαζί με έναν καθηγητή αστρονομίας και τη σύζυγό του. Για να ξεφύγει από το καταθλιπτικό περιβάλλον του αστεροσκοπείου, περπατούσε στην πόλη και μελετούσε την μπαρόκ αρχιτεκτονική. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο ξεκίνησε να σπουδάζει στο London School of Economics, με καθηγητή τον Χιου Γκάιτσκελ, τον μετέπειτα αρχηγό του Εργατικού Κόμματος.

 


Η μυθιστορηματική ζωή της ξεκινάει το 1938, μετά την αποφοίτησή της, όταν ταξίδεψε με μία από τις αδερφές της στην ανατολική Ευρώπη με υποτροφία των Κουάκερων, που ήθελαν να προωθήσουν τις φιλικές σχέσεις με τους Ρουμάνους. Όσο οι αδερφές ήταν στη Ρουμανία πέθανε η βασίλισσα Μαρία και η χλιδάτη τελετή την ημέρα της κηδείας της έγινε η αφορμή για να γράψει η Πέισιενς το πρώτο της δημοσιογραφικό κομμάτι σε μία εφημερίδα του Βουκουρεστίου. Ο εκδότης της εφημερίδας ενθουσιάστηκε τόσο με την Πέισιενς που γέμισε το δωμάτιο του ξενοδοχείου της με αρωματικούς κρίνους. Στη συνέχεια έπαθε ψύχωση μαζί της. Η Πέισιενς τρομοκρατήθηκε και το έσκασε με το μονοπλάνο ενός Ρουμάνου πρίγκηπα που πέταξε πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα.

 

Μόλις επέστρεψε στο Λονδίνο, το 1939, ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφράστρια στο Υπουργείο Εξωτερικών, από όπου απολύθηκε όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος «επειδή είχε επαφές με πολλούς ξένους». Στη συνέχεια πήγε στο Συμβούλιο Τεχνών όπου «τα έφτιαξε» με έναν παντρεμένο με παιδιά, προκαλώντας μέγα σκάνδαλο. Ο Thomas Gray δεν την παντρεύτηκε ποτέ, παρόλο που απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, τον Νίκολας και την Μιράντα. Για λόγους τιμής η Γκρέι αποφάσισε να υιοθετήσει το επώνυμό του (με μονομερή πράξη που ανακοινώθηκε στην London Gazette το 1941). Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Πέισιενς εγκατέλειψε τον Thomas -επειδή την απάτησε με μια φίλη της- και μετακόμισε στο αγροτόσπιτο που είχε η μητέρα της σε ένα μικρό χωριό στο South Downs, χωρίς νερό, ηλεκτρικό και τηλέφωνο. Μεγάλωσε τα παιδιά μόνη της. Το μόνο που της έμεινε από τον Thomas ήταν η γνώση να φτιάχνει μολότοφ (ο τότε σύντροφός της εκπαίδευε τους πολίτες να φτιάχνουν βόμβες για να πολεμούν τους Γερμανούς) και μία ακόμα εγκυμοσύνη, ένα κοριτσάκι που μόλις το γέννησε το έδωσε για υιοθεσία. Εκείνη η περίοδος ήταν η χειρότερη της ζωής της, γιατί το μωρό αρρώστησε και έπρεπε να το πάρει πίσω και να το θηλάσει, για να μην πεθάνει. Μόνη, με τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν πάνω από το κεφάλι της και να παιδιά της να υποφέρουν χωρίς φαγώσιμα, έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά δεν κατάφερε να το σώσει. Το ζευγάρι που είχε υιοθετήσει το μωρό, δεν επέτρεψε στην Γκρέι να πάει στην κηδεία.


Η Πέισιενς ήταν απίστευτα δυνατή γυναίκα. Ξαναγύρισε στο Λονδίνο το 1947 και έπιασε δουλειά στο γραφείο ενός διάσημου designer, του F.H.K. Henrion, όπου γνώρισε την Primrose Boyd, με την οποία το 1954-55 έγραψε το «Plats du Jour». Άφησε τα παιδιά στη μάνα της (τα παιδιά αποκαλούσαν τη γιαγιά «μαμά», ενώ την Πέισιενς τη φώναζαν με το όνομά της) και γύρισε με την Primrose σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, δοκιμάζοντας φαγητά και μαζεύοντας συνταγές. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ήταν τα παιδιά της ήταν 15 και 16, τα έστειλε από την Ιταλία στο Λονδίνο, μόνα τους και ασυνόδευτα. Ήταν κάτι αδιανόητο για εκείνη την εποχή.   

 

Την περίοδο που δούλευε στον Henrion, μετακόμισε σε μια Βικτωριανή έπαυλη στο Hampstead Heath, όπου η κουζίνα ήταν μία μικρή εσοχή και το τραπέζι ένα ξύλινο ράφι στον τοίχο. Έμενε στο δωμάτιο με τα μπιλιάρδα. Εκεί μέσα η Πέισιενς έγινε δεινή μαγείρισσα. Η ανάγκη (η φτώχια δηλαδή) την έκαναν να μάθει όλα τα φυτά και τα άγρια υλικά που τρώγονταν στο δάσος και την εξοχή της περιοχής, αλλά και τρόπους να τα μετατρέπει σε νόστιμα πιάτα. Έμαθε να αναγνωρίζει τα μανιτάρια και κάθε χορταράκι που φύτρωνε ακόμα και στις άκρες των δρόμων και στους κήπους ως αγριόχορτο. Οι συνταγές του «Plats de Jour» ήταν απλές και εύκολες, από μουσακά και ρατατούι μέχρι μπακαλιάρο με γάλα, λιτά πιάτα με ζυμαρικά, σαλάτες, αλλά και τυριά και φρέσκα φρούτα, υλικά που δεν συνήθιζαν οι Άγγλοι στο καθημερινό φαγητό τους. Το «Plats du Jour» βγήκε από την Penguin σε φτηνή έκδοση και η επιτυχία του ήταν τεράστια. Πούλησε πάνω από 100.000 αντίτυπα σε τρία χρόνια και έδωσε στην Γκρέι την ευκαιρία να βρει την επόμενη δουλειά της: αρχισυντάκτρια στο γυναικείο παράρτημα του Observer. Ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε αρχισυντάκτης. Κι εκεί που τα θέματα ήταν για το πλέξιμο, «πώς να φορέσετε σωστά το κραγιόν» και «πώς να διορθώσετε τον πόντο που έφυγε από το καλσόν», άρχισε να δημοσιεύει άρθρα για την ευρωπαϊκή τέχνη, το design, την κοινωνία, «θέματα για να μάθουν οι γυναίκες και όχι για να αποκτήσουν αγαθά». Έμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1962, τέσσερα χρόνια, μέχρι που ο νέος διευθυντής βρήκε την ύλη πολύ προχωρημένη για γυναίκες –οι οποίες «θα έπρεπε να ενδιαφέρονται για ψώνια και μαγειρική».


Την ίδια χρονιά γνώρισε τον γλύπτη Norman Momments. Τον ερωτεύτηκε τρελά και ένα χρόνο αργότερα έφυγαν μαζί για την Ελλάδα, τη Νάξο, όπου μετακόμισε ο Momments για να βρει καλής ποιότητας μάρμαρο. Από τη Νάξο ξεκινάει μια οδύσσεια περιπλανήσεων που τους έφερε από τις Κυκλάδες στην Τοσκάνη, από την Καταλονία στο Βενέτο και από εκεί στην Απουλία, πάντα σε μέρη που είχαν άριστης ποιότητας μάρμαρο για να φτιάχνει τα έργα του. Το 1970 μετακόμισαν στον τελευταίο σταθμό τους, σε μια ερειπωμένη θολωτή αποθήκη σε μια φάρμα με πρόβατα, που ονομαζόταν Spigolizzi. Αποφάσισαν να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους εκεί, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς ζεστό νερό και χωρίς ανέσεις, ακριβώς όπως ζούσαν και οι τριγύρω χωρικοί, αγρότες και κτηνοτρόφοι. Η ζωές τους ήταν απόλυτα εξαρτημένες από τις καιρικές συνθήκες, τις εποχές, τα φρούτα και τα λαχανικά αλλά και τα άγρια φυτά, τα ζώα, τα μανιτάρια της φύσης. Το Spigolizzi –όπου το ρεύμα πήγε το 1991- έγινε το σπίτι τους μέχρι το θάνατό τους. Οι συνθήκες στο Spigolizzi ήταν πολύ δύσκολες, ακραίες, με ψύχος το χειμώνα και καύσωνα το καλοκαίρι. Ωστόσο, οι πρωτόγονες συνθήκες και η αγριότητα της φύσης έμαθαν στην Πέισιενς και τον Norman «πώς να ζουν αληθινά». Επέλεξαν έναν τόπο που δεν είχε αλοιώσει η πρόοδος με κανέναν τρόπο. «Η ιερότητα των υλικών και η έλλειψη αφθονίας σε κάνουν να έχεις μια φιλοσοφική σχέση με το φαγητό» γράφει η Πέισιενς. «Στον κύκλο της χρονιάς που καθορίζουν τα στοιχεία της φύσης, όλα είναι πολύτιμα». Στην εξοχή της Ιταλίας έμαθαν τι σημαίνει οικονομία και να αξιοποιούν τα πάντα, ακόμα και τα πιο μικρά και ασήμαντα. Και στο Spigolizzi έκαναν τέχνη, έκαναν γιορτές φιλοξενώντας αμέτρητο κόσμο, έγραψαν, μελέτησαν, μαγείρεψαν και τάισαν ορδές φίλων, περαστικών, γνωστών και αγνώστων.  


Το «Honey from the Weed» ξεκίνησε να γράφεται στην Νάξο, ολοκληρώθηκε μετά από είκοσι χρόνια στην Απουλία, και περιέχει το απόσταγμα της εμπειρίας της Γκρέι με το ταπεινό φαγητό. Οι συνταγές που περιγράφει –μέσα από ιστορίες- δεν είναι απλοϊκές, δείχνουν γνώση και ο τρόπος που προσεγγίζει την τοπική κουζίνα είναι αυθεντικός και ειλικρινής. Χωρίς πολλές παρεμβάσεις. Παρόλο που σήμερα ακούγεται απίστευτο, η Πέισιενς δυσκολεύτηκε πολύ να βρει εκδότη για το βιβλίο. Δεν ήξερε κανείς τι να κάνει με ένα βιβλίο που περιείχε συνταγές όπως την ψητή αλεπού «που της έδωσε ένας αναρχικός στην Καρράρα» («το κουφάρι» γράφει, «πρέπει να μείνει σε τρεχούμενο νερό για τρεις μέρες πριν το μαγειρέψεις»). Το 1986 ο Alan Davidson (ο οποίος είχε κυκλοφορήσει ήδη εμβληματικά βιβλία όπως το «Mediterranean Seafood» και το 1999 κυκλοφόρησε το «Oxford Companion to Food») πήρε το ρίσκο να κυκλοφορήσει το “Honey from a Weed” στον μικρό εκδοτικό που είχε ιδρύσει, τον Prospect Books.


Το βιβλίο έγινε η δεύτερη εκδοτική επιτυχία της Γκρέι και δεν σταμάτησε ποτέ να εκδίδεται στη Βρετανία, από το 1986. Σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά αγγλόφωνα βιβλία για φαγητό που έχουν εκδοθεί ποτέ.

 

«Το “Honey from the Weed” αντανακλούσε τη ζωή που η Πέισιενς και ο σύντροφός της είχαν ζήσει σε όλη τη Μεσόγειο» λέει ο Adam Federman. «Συνδυάζει την προσωπική αφήγηση με συνταγές, συλλογισμούς για τα τοπία και περιγραφές, μαζί με “εσωτεριστικά” ζητήματα όπως την αναρχία και την Καρράρα. Πάνω από όλα, όμως, αποτελεί πιθανόν τον πιο ολοκληρωμένο και αξιόλογο οδηγό για τα φαγώσιμα άγρια φυτά και μανιτάρια της Μεσογείου. Και αυτό το κάνει με έναν συγκριτικό τρόπο, που είναι πραγματικά μοναδικός. Περιλαμβάνει ελληνικές, καταλάνικες, ιταλικές, αγγλικές λέξεις για αυτά τα φυτά και τα μανιτάρια, ακόμη και λέξεις από την γραικάνικη διάλεκτο, έτσι έχεις μια γενική αίσθηση για τη σχέση ανάμεσα σε αυτά τα ποικίλα φαγώσιμα και τις χώρες που έζησε η Πέισιενς και για τις συνθήκες που πέρασε τη ζωή της».


Όταν αγόρασαν το σπίτι στην Απουλία ήταν εγκαταλειμμένο και ζούσαν μέσα πρόβατα και μοσχάρια, δεν είχε πόρτες και παράθυρα και το μόνο που υπήρχε για να ζεσταθούν ήταν ένα τζάκι. Το επισκεύασαν και έζησαν αρμονικά με το περιβάλλον και τους γείτονες για 30 χρόνια. Δεν σταμάτησαν ποτέ να μαθαίνουν από τους ντόπιους: πώς να σφάζουν τα ζώα, πώς να φτιάχνουν λουκάνικα, πώς να μαζεύουν άγρια χόρτα και μανιτάρια, βότανα και φρούτα, πώς να καλλιεργούν τις ελιές, πώς να βράζουν τα φασόλια με την πανάρχαια τεχνική της Ιταλίας, σε πήλινα σκεύη πάνω στη φωτιά. Έμαθαν να χρησιμοποιούν κάθε μέρος του ζώου, μαγειρεύοντας από τα εντόσθια μέχρι τα πόδια και τα αυτιά, να χρησιμοποιούν μυρωδικά ως αντίδοτο στην κατάθλιψη, καυτερές πιπεριές, καρπούς και σπόρους που δεν είχαν φανταστεί ότι μπορεί να τρώγονται.   


Τη δεκαετία του ’60 η Πέισενς Γκρέι έγραψε τα απομνημονεύματά της για την Ελλάδα, για τον έναν χρόνο που έμεινε στη Νάξο με τον σύντροφό της –με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1994. Κανείς, όμως, δεν ήθελε να εκδώσει το βιβλίο. Έπρεπε να περάσουν 35 χρόνια για να εκδώσει ο Macmillan το "Ring Doves and Snakes". Το 1989. Σήμερα είναι το πιο σπάνιο βιβλίο της, καταργημένο και πανάκριβο.

 

Το τελευταίο της βιβλίο για φαγητό, το "The Centaur's Kitchen: A Book of French, Italian, Greek & Catalan Dishes for Ships' Cooks on the Blue Funnel Line" δεν πρόλαβε να το δει στα βιβλιοπωλεία, κυκλοφόρησε το 2006, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της. Περιέχει μια μελέτη για το φαγητό που σέρβιραν στα εμπορικά πλοία της Blue Funnel Line, μαζί με συνταγές.  


Ο Norman Momments πέθανε το 2000. Η Πέισιενς τον ακολούθησε πέντε χρόνια αργότερα, το 2005, χορτασμένη από εμπειρίες και χωρίς κανένα απωθημένο. Είχε ζήσει ακριβώς τη ζωή που είχε επιλέξει.  

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου