Aγοράστε το βιβλίο «Ένας άντρας» της Οριάνα Φαλάτσι στο lifoshop.gr

 

Σε ένα ερασιτεχνικό ταινιάκι διάρκειας 3.28 λεπτών από την κηδεία του Αλέκου Παναγούλη στις 5 Μαΐου 1976 που τράβηξε η δημοσιογράφος Άννα Δαμιανίδη, η οποία γράφει και τον πρόλογο του βιβλίου «Ένας άντρας» της Οριάνα Φαλάτσι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, περνάει όλη η μεταπολιτευτική Ελλάδα.

 

Η κηδεία γίνεται στη Μητρόπολη Αθηνών, ο ήρωας της χούντας, ο άνθρωπος που τόλμησε να αποπειραθεί να δολοφονήσει τον δικτάτορα, αυτός που βασανίστηκε όσο λίγοι, σκοτώθηκε την Πρωτομαγιά του 1976, όταν το αυτοκίνητό του ξέφυγε από την πορεία του στην αρχή της οδού Βουλιαγμένης. Η κηδεία του, η πρώτη ενός αγωνιστή της χούντας στη Μεταπολίτευση, μετατρέπεται σε αντιχουντικό, αντιφασιστικό συλλαλητήριο, με χιλιάδες κόσμου να έχουν κατακλύσει τους δρόμους της Αθήνας.

 

Στο ταινιάκι φαίνεται η άφιξη του Παναγιώτη Κανελλοπούλου, του Γεωργίου Μαύρου, τότε αρχηγού της Ένωσης Κέντρου –ο Παναγούλης το 1974 είχε εκλεγεί βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, αλλά παραιτήθηκε, αρνούμενος να συνυπάρξει στο ίδιο κόμμα με τον «προδότη» Δημήτρη Τσάτσο, τον οποίο κατηγορούσε για συνεργασία με το χουντικό καθεστώς–, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Μίκη Θεοδωράκη, που φτάνει ντυμένος στα μαύρα, χαμογελαστός, χαιρετώντας τον κόσμο.

 

Ντουντούκες, πανό και συνθήματα συμπληρώνουν το σκηνικό σε μια χώρα που κάνει τα πρώτα δειλά της βήματα στο δημοκρατικό πολίτευμα. Μέσα στη Μητρόπολη όλοι οι φωτογράφοι των ελληνικών και διεθνών πρακτορείων έχουν ζουμάρει στο γυάλινο φέρετρο του Παναγούλη και στις δύο γυναίκες που κάθονται δίπλα δίπλα. Η μητέρα του Αθηνά ακουμπά το χέρι της στο γυάλινο καπάκι και η σύντροφός του, η πιο διάσημη δημοσιογράφος της εποχής της, η Οριάνα Φαλάτσι, κοιτάζει πάνω από τα μαύρα της γυαλιά με συντριβή το πρόσωπό του.

 

«Πλήθος κόσμου έχει κατακλύσει τον προαύλιο χώρο της Μητρόπολης των Αθηνών, όπου εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του βουλευτή της ΕΔΗΚ Αλέξανδρου Παναγούλη. Στη Μητρόπολη προσέρχονται, προκειμένου να παρακολουθήσουν την εξόδιο ακολουθία, ο αδελφός του εκλιπόντος Στάθης Παναγούλης, ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, ο πρόεδρος της ιταλικής Βουλής Σάντρο Περτίνι, ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου, ο αρχηγός της ΕΔΗΚ Γεώργιος Μαύρος, ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, τα ηγετικά στελέχη της ΕΔΑ Μίκης Θεοδωράκης και Μανώλης Γλέζος και άλλοι επίσημοι. Η νεκρική πομπή, την οποία ακολουθούν χιλιάδες λαού, κατευθύνεται προς το Α' Νεκροταφείο Αθηνών όπου πραγματοποιείται η ταφή του Α. Παναγούλη δημοσία δαπάνη», αναφέρει η περιγραφή των επικαίρων της εποχής του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου.

 

Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Παναγούλης δολοφονήθηκε από ανθρώπους που δεν ήθελαν να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της χούντας, το οποίο θα δημοσιευόταν σε ημερήσια εφημερίδα. Η δημοσιοποίηση των φακέλων, που λέγεται ότι περιείχαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα, δεν έγινε ποτέ. Ακόμα και σήμερα, αρκετοί άνθρωποι πιστεύουν ότι ο Παναγούλης δολοφονήθηκε για να εξαφανιστούν οι αποδείξεις που είχε στην κατοχή του.

 

Τρία χρόνια αργότερα εκδίδεται στην Ιταλία το βιβλίο της Φαλάτσι «Ένας άντρας», που πουλάει εκατομμύρια αντίτυπα. «Είχε πεθάνει αυτός που αγαπούσα και είχα ξεκινήσει να γράφω ένα μυθιστόρημα που θα έδινε νόημα στην τραγωδία. Για να το γράψω, είχα εξοριστεί σε ένα δωμάτιο του πρώτου πατώματος στο σπίτι μου στην Τοσκάνη και ήταν σαν να έμπαινα σε μια σήραγγα, της οποίας δεν διακρινόταν η άκρη, μια αχτίδα φωτός», γράφει η Φαλάτσι στον πρόλογο του βιβλίου «Συνάντηση με την ιστορία» (Rizzoli, 2009).

 

Σ’ εκείνες τις επί μακρόν ανέκδοτες σελίδες, με λίγες, παθιασμένες λέξεις η συγγραφέας εκφράζει την οδύνη της για τον θάνατο του Αλέκου Παναγούλη. Το βιβλίο προκαλεί ουκ ολίγες αντιδράσεις.

 

Λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Ιταλία, όπως γράφει ο Ιταλός εκδότης, στην Αθήνα παραδίδεται στον Τύπο μια ανακοίνωση με την υπογραφή της Αθηνάς, της εβδομηνταπεντάχρονης μητέρας του Αλέκου, και του τριανταπεντάχρονου αδελφού του Στάθη, βουλευτή του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Και οι δύο υποστηρίζουν πως στο βιβλίο «τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τις αποκαλύψεις της Φαλάτσι παρουσιάζεται μια διαστρεβλωμένη εκδοχή των γεγονότων που αφορούν τον Αλέκο».

 

Αντιδράσεις ξεσπούν και στους πολιτικούς κύκλους, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ομάδες που κατηγορούνται πως επέτρεψαν να απομονωθεί ο Παναγούλης στην εξορία στην Ιταλία, ενώ η απάντηση της Φαλάτσι είναι ωμή: «Μόνο αήθη άτομα μπορούν να καταφεύγουν στην αναίδεια να με διασύρουν με παρόμοιες κατηγορίες, πως δήθεν εγώ κηλιδώνω τη μνήμη του ανθρώπου με τον οποίο μοιράστηκα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τους αγώνες, τις προσδοκίες του, και για τον οποίο θεώρησα χρέος μου να γράψω το "Ένας άντρας", προκειμένου να μην ξεχαστεί και να αποκαλυφθούν οι δολοφόνοι του».

 

Διαβάζοντας σήμερα τις 700 σελίδες του βιβλίου της Φαλάτσι κανείς μπορεί να ξαναδιαβάσει και την ιστορία τους, μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν το κλίμα της εποχής, η πολιτική, η ΚΥΠ, οι παρακολουθήσεις, ένας ανεξιχνίαστος Παναγούλης, μια ερωτευμένη γυναίκα που αγωνιά, καταδιώξεις, παρακολουθήσεις και δύο κόσμοι, ο δικός της και ο δικός του, που έχουν συναντηθεί μέσα σε μια ειδική συνθήκη, θυελλώδη και παράφορη – σαν αυτή η πρώτη συνάντηση να έχει καθορίσει και το πεπρωμένο της σχέσης τους.

 

Η Οριάνα Φαλάτσι γεννήθηκε το 1929, ο Παναγούλης το 1939. Όταν συναντιούνται, στις 23 Αυγούστου του 1973, η Φαλάτσι είναι 44 ετών, ο Παναγούλης 34. Η Φαλάτσι είναι η πιο διάσημη και, όπως θεωρούν πολλοί, η καλύτερη δημοσιογράφος των δεκαετιών του '60 και του '70, πολεμική ανταποκρίτρια και αυτή που έχει πάρει την ιστορική συνέντευξη από τον Κίσινγκερ το 1971, ο οποίος της λέει ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν «ένας άχρηστος πόλεμος». Αργότερα ο Κίσινγκερ είπε ότι ήταν «η πιο καταστροφική συνομιλία που είχα ποτέ με οποιοδήποτε μέλος του Τύπου».

 

Για πολλά χρόνια η Φαλάτσι είναι ειδική ανταποκρίτρια του πολιτικού περιοδικού «L'Europeo» και φτάνει στην Αθήνα την ημέρα της αποφυλάκισης του Παναγούλη, που είχε καταδικαστεί δις εις θάνατον για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου το 1968, είχε βασανιστεί με απερίγραπτο τρόπο, και είχε αρνηθεί να υποβάλει αίτηση χάριτος, ενώ η φυλάκιση και τα βασανιστήριά του είχαν ξεσηκώσει παγκόσμια κατακραυγή που θορύβησε τη χούντα, ματαιώνοντας την εκτέλεσή του.

 

Αποφυλακίζεται βάσει της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατουμένους. Συναντιούνται στο πατρικό του σπίτι στη Γλυφάδα, με τη Φαλάτσι να έχει έρθει ως απεσταλμένη του «Europeo» για να του πάρει συνέντευξη.

 

Στο βιβλίο της περιγράφει την πρώτη τους αυτή συνάντηση.

 

«"Σε περίμενα. Έλα". Με πήρες απ’ το χέρι, με τράβηξες μακριά από το πλήθος, με οδήγησες, περνώντας από τον διάδρομο, σ’ ένα δωμάτιο με μια ντουλάπα που είχε μετατραπεί σε εικονοστάσι. Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων, η μία πάνω στην άλλη μέσα σ’ ένα αργυρόχροο δεισιδαίμον στραφτάλισμα, και αναμμένα κεριά, λιβανιστήρια, λειτουργικά βιβλία. Στην απέναντι γωνία ένα κρεβάτι καλυμμένο με ελληνικά βιβλία. Πάνω στα βιβλία μια μεγάλη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Την πήρες, χαρούμενος, μου την έδωσες: "Για σένα". "Για μένα;!" "Ναι, για σένα". Και έπειτα, αυταρχικά: "Αντρέα!". Μπήκε ο νεαρός που είχες φωνάξει Αντρέα, ένας ψηλός και κομψός τύπος με μπλε κοστούμι κι άσπρο πουκάμισο, στάθηκε σχεδόν σε στάση προσοχής, και σ’ εκείνη την παράδοξη στάση έμεινε να ακούει αυτά που έλεγες στη γλώσσα σου, κι έπειτα μετέφραζε στα αγγλικά. Ήξερες ιταλικά, είπε, είχες μάθει στη φυλακή, αλλά εκείνα τα χρόνια είχες συνομιλήσει με τη γραμματική και μόνο, επομένως προτιμούσες να έκανε αυτός τον διερμηνέα. Ήθελες καταρχήν να ζητήσεις συγγνώμη που με υποδεχόσουν σε μια κρεβατοκάμαρα, ήταν η κρεβατοκάμαρα της μητέρας σου και ο μοναδικός χώρος όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ανενόχλητοι· ήθελες επίσης να εξηγήσεις πως εκείνα τα βιβλία ήταν τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία μου, πως για να αποκτήσεις ένα απ’ αυτά είχες κάνει απεργία πείνας, πως στη μοναξιά του κελιού σου συχνά σου είχαν κρατήσει συντροφιά και πως τα τριαντάφυλλα σήμαιναν αυτό. Μου τα ’χες στείλει στο αεροδρόμιο με δυο φίλους, που όμως δεν με είχαν βρει, καθώς το τηλεγράφημα δεν ανέφερε την πτήση που θα έπαιρνα, και τώρα να τα, εδώ. Εγώ άκουγα ξαφνιασμένη, ανίκανη να απαντήσω με μια οποιαδήποτε φράση…»

 

Η σχέση τους ξεκινά σχεδόν αμέσως και λίγο αργότερα ο Παναγούλης αυτοεξορίστηκε στη Φλωρεντία, πατρίδα της Φαλάτσι, προσπαθώντας να οργανώσει αντιστασιακές ομάδες. Η Φαλάτσι περιγράφει σχεδόν εξουθενωτικά και με απίστευτες λεπτομέρειες τα σχέδιά του στα δύο χρόνια που ήταν μαζί. Τα διαστήματα που έζησαν μαζί ήταν εκρηκτικά, γεμάτα τσακωμούς, παθιασμένες επανασυνδέσεις.

 

«Άρχισα να σκέφτομαι πως είναι προφανές ένας άντρας που έμεινε για χρόνια στη φυλακή να νιώθει έλξη για μια γυναίκα που τον θαυμάζει και τον καταλαβαίνει, είναι προφανές πως μπαίνει στον πειρασμό να πάει στο δωμάτιό της για να χορτάσει τη μακροχρόνια βουλιμία του», γράφει όταν το πρώτο βράδυ της συνάντησής τους φιλοξενείται στο σπίτι του κι εκείνος φτάνει μέχρι την πόρτα της.

 

Εκείνη τη βραδιά δεν έγιναν ζευγάρι, αλλά η έλξη μεταξύ τους ήταν σχεδόν καρμική. «Η συνάντησή τους ήταν όπως έπρεπε να είναι, για όλους εμάς που παρακολουθούσαμε. Εκδίκηση της ομορφιάς και της γενναιότητας απέναντι στη χούντα, η οποία κράτησε έναν χρόνο ακόμα μετά την απελευθέρωση του Παναγούλη και τη γνωριμία τους. Οι φωτογραφίες τους με τις λεζάντες που πληροφορούσαν για τη σχέση τους ήταν θρίαμβος για εμάς που βομβαρδιζόμασταν από τις εικόνες της χούντας. Πόσο όμορφοι ήταν εκείνοι οι δυο, πόσο άσχημοι όσοι τους κατηγορούσαν», γράφει η Άννα Δαμιανίδη.

 

Η ιστορία αγάπης ανάμεσα στην Ιταλίδα συγγραφέα και δημοσιογράφο και στον ήρωα της ελληνικής αντίστασης είχε κάνει τον γύρο του κόσμου, οι φωτογραφίες του ζευγαριού –κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο του Φιουμιτσίνο, σε παρισινό εστιατόριο ή σε σπάνιες στιγμές έκδηλης ευτυχίας στην Τοσκάνη– είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Πίσω στην Ελλάδα, στα τελευταία χρόνια της χούντας, όλα έβραζαν. Ο Παναγούλης δεν είχε ησυχία, η πτώση της χούντας και η τιμωρία των συνταγματαρχών ήταν σχεδόν προσωπική του υπόθεση.

 

«Η τραγωδία ενός ανθρώπου καταδικασμένου να είναι ποιητής, ήρωας, και σαν τέτοιος να σταυρώνεται, μετριέται και από την έλλειψη κατανόησης όσων από αγάπη θα ήθελαν να τον λυτρώσουν από την ειμαρμένη και τον ρόλο του – περισπώντας τον, για παράδειγμα, με τις παγίδες της τρυφερότητας, τις απάτες της ευζωίας, την εθελοτυφλία μιας νίκης προσβάσιμης μαζί με μια επάξια ανάπαυση. Όσοι τον αγαπούν, λοιπόν, δεν είναι διατεθειμένοι να τον προσφέρουν στον θάνατο και, προκειμένου να σώσουν τη ζωή του, να του την επιμηκύνουν για λίγο, καταφεύγουν σε οποιοδήποτε όπλο, σε οποιαδήποτε στρατηγική. Με αυτή την έννοια, κανείς δεν θα σε καταλάβαινε ποτέ λιγότερο από μένα, κανείς δεν θα επιχειρούσε να σε απαλλάξει από την ειμαρμένη και τον ρόλο σου περισσότερο από μένα. Κι αυτό προπάντων κατά την άφιξή μας στην Ιταλία, όταν δεν είχα ακόμη συμβιβαστεί με την ιδέα πως η διηνεκής πρόκληση ήταν ο άρτος, ο μόνιμος κίνδυνος ο οίνος, έτσι ώστε, αν σου στερούσαν τον άρτο και τον οίνο, μαράγκιαζες σαν δέντρο χωρίς νερό και χωρίς φως», γράφει η Φαλάτσι.

 

Ο Παναγούλης είναι ποιητής, ως τέτοιο τον βλέπει η Φαλάτσι πάντα και μέχρι το τέλος «Δεν λέω ποτέ πως ήταν ήρωας, βεβαίως και ήταν ήρωας, αλλά μου φαίνεται περιοριστικό να λέω πως ήταν ήρωας. Ήταν πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ένας ποιητής, ένας καλλιτέχνης και ο ηρωισμός του ήταν απόρροια της ποίησής του», λέει σε μια συνέντευξη μετά τον θάνατό του, όταν τη ρωτούν τι ήταν ο Παναγούλης.

 

«Πολλοί διανοούμενοι θεωρούν πως διανοούμενος σημαίνει "διατυπώνω ιδεολογίες ή τις επεξεργάζομαι, τις χειραγωγώ και μετά τις συνθέτω για να ερμηνεύσω τη ζωή, σύμφωνα με απόλυτες φόρμουλες και αλήθειες. Αυτά χωρίς να ασχολούνται με την πραγματικότητα, με τον άνθρωπο, με τους ίδιους τους εαυτούς τους, δηλαδή χωρίς να θέλουν να παραδεχτούν πως και οι ίδιοι δεν είναι φτιαγμένοι μόνο από μυαλό· έχουν και μια καρδιά ή κάτι που μοιάζει με καρδιά, κι ένα έντερο, κι έναν σφιγκτήρα, επομένως συναισθήματα και ανάγκες ξένες προς τη διάνοια, μη ελέγξιμες από τη διάνοια. Αυτοί οι διανοούμενοι δεν είναι ευφυείς, είναι ηλίθιοι, και σε τελευταία ανάλυση δεν είναι καν διανοούμενοι αλλά θεράποντες μιας ιδεολογίας», έλεγε ο Παναγούλης, που, όταν επιστρέφει στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1974, στο αεροδρόμιο ο κόσμος είναι λιγοστός –εκείνος περιμένει να τον υποδεχτούν ως ήρωα.

 

Η εποχή αλλάζει αργά, διστακτικά, αλλά ο Παναγούλης, ασυμβίβαστος, επιλέγει να μην ακολουθήσει. Εκλέγεται βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, αλλά όχι πρώτος, όπως ίσως περίμενε. Καταγγέλλει τους βουλευτές του κόμματός του, κυρίως τον Ευάγγελο Αβέρωφ, με τον οποίο έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση, ενώ δέχεται πολιτικές πιέσεις για να αποσύρει τις καταγγελίες του, απειλητικά κατά της ζωής του μηνύματα και άγνωστοι κάνουν διάρρηξη στο γραφείο του.

 

«Τη νύχτα που είχες ρημάξει το σπίτι στο δάσος είχες καταλάβει καλά πως κάθε σταθμός του μύθου σου είχε καταλήξει σε μια ήττα. Έφτανε να στραφείς πίσω για να συμπεράνεις πως η κατάρα της αποτυχίας αιωρούνταν πάνω από τη ζωή σου με το αμετάκλητο ενός καρκινώματος, έφτανε να ξαναδιανύσεις προς τα πίσω την πορεία των οχτώ χρόνων για να αντιληφθείς πως η μόνη σου νίκη ήταν που δεν υποχώρησες σε τίποτε και σε κανέναν, που δεν ενέδωσες ούτε στις στιγμές της αποθάρρυνσης ή της αμφιβολίας», γράφει η Φαλάτσι σε ένα κομμάτι που αποτυπώνει και την ψυχική του κατάσταση. Είναι δυστυχής πολιτικά και ανήσυχος. «Σαν να του λείπουν οι σκληρές καταστάσεις που έζησε στη χούντα, τυραννιέται μεθώντας ακραία και τρέχοντας επικίνδυνα με το αυτοκίνητο», γράφει η Άννα Δαμιανίδη.

 

Την Πρωτομαγιά του 1976 Παναγούλης σκοτώνεται και η Φαλάτσι αναφέρει ονομαστικά τους δολοφόνους του. Η περιγραφή του τέλους είναι συγκλονιστική.

 

«Η Πριμαβέρα σου είχε συσταλεί και μαζευτεί και συρρικνωθεί ώσπου να γίνει μια μικρή μάζα από στραβωμένα σίδερα, ξεκολλημένες λαμαρίνες, σπασμένα τζάμια. Ανάμεσά τους κειτόσουν, ακόμη ζωντανός και φαινομενικά απείραχτος. Σήκωσες τα βλέφαρα, κούνησες τα χείλη: "Είμαι… Μου έχουν…". "Μη μιλάς, μη μιλάς", ικέτευσε ο ταξιτζής χωρίς να σε αναγνωρίσει. "Ήταν…" "Μη μιλάς, μη μιλάς, θα σε τραβήξουμε έξω". Και με τη βοήθεια του επιβάτη σ’ έβγαλε από το κουβάριασμα, σε έσυρε πάνω στην ανηφόρα, σε απόθεσε στο πεζοδρόμιο. Εδώ σε αναγνώρισε και κατάλαβε πως δεν ήσουν απείραχτος. Από τις πληγές το αίμα έρρεε ασταμάτητα, υγραίνοντας την άσφαλτο. "Στο νοσοκομείο, γρήγορα, στο νοσοκομείο!" ψέλλισε. "Στο νοσοκομείο ή στο νεκροτομείο;" απάντησε ο επιβάτης. Και επιφυλακτικά σε σήκωσαν από τα χέρια που ήταν εξαρθρωμένα, από τα πόδια που ήταν σπασμένα, σε ξάπλωσαν στο πίσω κάθισμα στο ταξί. Δυο σφαλιστά πλέον μάτια. Δυο χείλη που μάταια προσπαθούσαν να κουνηθούν για να πουν κάτι. Το νοσοκομείο ήταν πολύ μακριά, επομένως δεν χρησίμευε πια. Στα μισά της διαδρομής κούνησες για τελευταία φορά τα χείλη και δεήθηκες ολοκάθαρα: "Ω, Θεέ! Θεέ μου!". Πήρες μια μακρόσυρτη, βαθιά αναπνοή και η καρδιά σου έγινε κομμάτια».

 

Δεκαεπτά ώρες αργότερα φτάνει στο νεκροτομείο, για να μείνει για τελευταία φορά μόνη με τον σύντροφό της. Τέσσερις μέρες αργότερα θα τον αποχαιρετήσει, θυμωμένη, με πλήθος κόσμου. Δεν επισκέφθηκε ποτέ τον τάφο του. Η Φαλάτσι θα ζήσει άλλα τριάντα χρόνια. Πέθανε το 2006, σε ηλικία 77 ετών. Το βιβλίο της για τον Αλέκο Παναγούλη επανεκδίδεται το 1997 σε Superpocket και το 2000 στη σειρά Bur Oro, κάνοντας 13 εκδόσεις, πάνω από 230.000 αντίτυπα. Γίνεται παγκόσμια επιτυχία, μεταφράζεται σε πάνω από είκοσι γλώσσες.