Έχουν περάσει σχεδόν 2000 χρόνια από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά ορισμένες κατασκευές της εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα, επιβιώνοντας από αλλαγές στο κλίμα μέχρι πολέμους.
Ένα τέτοιο μνημείο είναι ο τάφος της Caecilia Metella, μιας αριστοκράτισσας που έζησε τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Παρά το γεγονός ότι είναι περίπου 2.050 ετών, τα ερείπια εξακολουθούν να στέκουν μεγαλοπρεπώς τρία μίλια έξω από τη Ρώμη.
Πώς κατάφερε, όμως, να επιβιώσει από τις καταστροφές του συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου μας; Έρευνες επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Γιούτα αποκάλυψαν ότι ένας συνδυασμός ηφαιστειακού αμμοχάλικου, βροχής και υπόγειων υδάτων μπορεί να έπαιξε ρόλο.
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Journal of the American Ceramic Society, οι ερευνητές γράφουν ότι η ποιότητα του σκυροδέματος στον τάφο της Caecilia Metella μπορεί να ήταν ακόμη καλύτερη από τον τάφο ανδρών της εποχής της χάρη στις χημικές αντιδράσεις μεταξύ αυτών των τριών συστατικών.
«Η κατασκευή αυτού του πολύ καινοτόμου και στιβαρού μνημείου και ορόσημου στη Via Appia Antica δείχνει ότι η ταφή έγινε με τεράστιο σεβασμό», σχολίασε η Μαρί Τζάκσον, αναπληρώτρια καθηγήτρια γεωλογίας και γεωφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα.
Ο Τζάκσον επισκέφτηκε το μνημείο το 2006 για να συλλέξει δείγματα προς ανάλυση. «Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα του Ιουνίου», θυμάται η ίδια, «αλλά όταν κατεβήκαμε τα σκαλιά στον ταφικό διάδρομο, ο αέρας έγινε πολύ δροσερός και υγρός». «Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ήρεμη, εκτός από το φτερούγισμα των περιστεριών στο ανοιχτό κέντρο της κυκλικής κατασκευής».
Το Ars Technica αναφέρει ότι το ρωμαϊκό μπετόν ήταν παρόμοιο με το σημερινό τσιμέντο Portland. Οι Ρωμαίοι ανακάτευαν ένα ημι-υγρό κονίαμα με πέτρες ή τούβλα αμμοχάλικου για να σχηματίσουν το υλικό.
Αυτό το κονίαμα κατασκευάστηκε από ασβέστη, πορώδες γυαλί και κρυστάλλους από ηφαιστειακές εκρήξεις, γνωστοί επίσης ως ηφαιστειακή τέφρα.
Μετά την ανάλυση των δειγμάτων, η Τζάκσον με μια ομάδα συναδέλφων από το MIT ανακάλυψαν ότι το κονίαμα του τάφου περιείχε ηφαιστειακή τέφρα, που με τη σειρά της περιείχε μεγάλη ποσότητα λευκίτη πλούσιου σε κάλιο.
Οι βροχοπτώσεις και τα υπόγεια ύδατα για πολλούς αιώνες άρχισαν να ρέουν στα τοιχώματα του τάφου, διαλύοντας τον λευκίτη κι απελευθερώνοντας το κάλιο. Στο σημερινό σκυρόδεμα, αυτό θα σήμαινε ότι η κατασκευή ήταν πιο πιθανό να υποστεί ρωγμές και φθορά.
Στον τάφο, ωστόσο, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η Τζάκσον με την ομάδα της διαπίστωσαν ότι το κάλιο είχε αλλάξει ουσιαστικά την «κόλλα» του κονιάματος. «Είδαμε κομμάτια άθικτα μετά από 2.050 χρόνια», τονίζει η ίδια.
Μαθαίνοντας για τον τρόπο που οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν το σκυρόδεμά τους, είμαστε σήμερα σε θέση να πλησιάσουμε περισσότερο στο να αναπαράγουμε αυτές τις ιδιότητες. Εκτός από κατασκευές μεγαλύτερης διάρκειας, αυτή η μέθοδος δημιουργίας σκυροδέματος μπορεί να έχει τη δυνατότητα να μειώσει τις εκπομπές έως και 85%, σύμφωνα με το Ars Technica.