Η Μητέρα του Σκύλου εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990 και έκτοτε συγκινεί όχι μόνο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας στο εξωτερικό.
Το πολυμεταφρασμένο αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι υμνήθηκε από την εγχώρια και παγκόσμια κριτική και συγκαταλέχτηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).
Η γαλλική εφημερίδα Le Monde αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη Μητέρα του σκύλου, όπως ο Φώκνερ στο Η Βουή και η Μανία, ο Μάτεσις δίνει τον λόγο στους πτωχούς τω πνεύματι [...] έργο εξαιρετικά δυνατό».
«Ένα κορυφαίο έργο της ελληνικής –και όχι μόνο– σύγχρονης λογοτεχνίας» το χαρακτηρίζει η γερμανική Die Welt, ενώ ο συγγραφέας Άλαν Σίλιτοου αναφέρει: «Μόνο ένας δεξιοτέχνης της γραφής θα μπορούσε να γράψει αυτό το βιβλίο».
Ο κριτικός Κώστας Σταματίου σημειώνει στην κριτική του στα Νέα το 1990: «[...] γράφει με άνεση καταπληκτική, παίζοντας σαν ταχυδακτυλουργός μ’ έναν διαχρονικό πλούτο λέξεων [...] η σάτιρα, η υπόγεια ειρωνεία, το πικρό, καταλυτικό χιούμορ του Μάτεσι και παράλληλα ο λόγος, γλωσσική διδασκαλία – τι να πρωτοθαυμάσεις;» Λιτός και περιεκτικός ο Κώστας Τσαούσης αναφέρει στο κείμενό του για το βιβλίο στο Έθνος: «Στο λευκό της τελευταίας σελίδας του βιβλίου σημείωσα: Κάλλιστο».
Στις 20 Ιανουαρίου συμπληρώθηκαν εννέα χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου λογοτέχνη και οι Εκδόσεις Καστανιώτη ξανασυστήνουν στους αναγνώστες τη Ραραού, επανεκδίδοντας τη Δευτέρα 24 Ιανουαρίου τη Μητέρα του Σκύλου σε σκληρόδετη έκδοση, συμπληρωμένη με εργοβιογραφία του συγγραφέα.
Μια ασήμαντη, άοπλη, άχαρη και αδύναμη γυναίκα προσφέρεται ως γελωτοποιός μας, επειδή δεν γνωρίζει πως είναι τραγική. Γελώντας, περιγελάει τον εαυτό της και μας ξεγελάει για να μην την περιγελάσουμε εμείς. Με τη ζωή της υπερασπίζει μια άλλη γυναίκα, τιμωρημένη, που αρνείται να αμυνθεί: τη μητέρα της.
Στη διαδρομή της αυτή (τη ζωή της ολόκληρη), από προπολεμικά ως τις μέρες μας, γνωρίζει την Κατοχή, την προσφυγιά στην πρωτεύουσα, την επαιτεία, μεταμφιέζει τον εαυτό της και τη ζωή της. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι, υπερασπίζοντας τη μητέρα της, συντροφεύει τη μόνιμα ταπεινωμένη πατρίδα της, μέσα στην οποία ζει εξόριστη λέγοντας αστειάκια.
Ορισμένοι ίσως και να νομίσουν πως συμβολίζει τη χώρα της (χώρα τους), επειδή αμφότερες έχουν υποστεί συγγενείς εξευτελισμούς, έχουν συγγενές μη-μέλλον και ευθυμολογούν. Για να μη γίνει στόχος σκοποβολής, θα σμικρύνει και θα γελοιοποιήσει τον εαυτό της. Θα προετοιμαστεί για τραυματισμούς, αυτοτραυματιζόμενη προληπτικώς καθημερινά. Όμως κανείς δεν θα τη λιθοβολήσει. Επειδή κανείς δεν πήρε είδηση την ύπαρξή της.
Και επειδή δεν έχει κανέναν δικό της άνθρωπο (την εγκαταλείπει ακόμη και ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού), η γυναίκα βρίσκει καταφύγιο στον αναγνώστη του βιβλίου για συντροφιά και παρηγόρηση. Διότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει ένα βιβλίο. Ούτε ο συγγραφέας του. Όλοι όμως μπορούν να το διαβάσουν.