«Όποια μητέρα στείλει την κόρη της σε εργοστάσιο ενδυμάτων φοβάται για την ασφάλειά της. Έχω εργαστεί σε αυτόν τον κλάδο για περισσότερα από 20 χρόνια και έχω δει τρομερά πράγματα να συμβαίνουν: βιασμούς, αυτοκτονίες, ακόμη και δολοφονίες», είπε η Σελαμά, μια 46χρονη εργάτρια στην πόλη Τιρουπούρ της Ινδίας.
Το Τιρουπούρ, η οποία είναι γνωστή πόλη σε όλη την Ινδία για την παραγωγή ρούχων, σφύζει από εργοστάσια ενδυμάτων. Όταν οι δύο κόρες της άρχισαν να ψάχνουν για δουλειά, η Σέλαμα (δεν είναι το πραγματικό της όνομα για λόγους ασφαλείας) επέμεινε να πάνε στο ίδιο εργοστάσιο με εκείνη, ώστε να προσπαθήσει τουλάχιστον να τις κρατήσει ασφαλείς.
«Οι εργάτριες δεν έχουν καμία δύναμη να αντιταχθούν στους άνδρες, στην εξουσία – είτε πρόκειται για επόπτες είτε για διευθυντές. Μπορούν να κάνουν τα πάντα σε οποιαδήποτε γυναίκα, είμαστε όλες στο έλεός τους και δεν έχουμε κανέναν να μας στηρίξει», είπε.
Η τραγική εξομολόγηση της Σελαμά αποτελεί μέρος μιας σε βάθος έρευνας που αποτυπώνει την ανησυχητική αύξηση της βίας και της παρενόχλησης με βάση το φύλο των εργαζομένων στη βιομηχανία ένδυσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εξετάστηκαν περιπτώσεις από έξι χώρες: Μπαγκλαντές, Καμπότζη, Ινδία, Ινδονησία, Πακιστάν και Σρι Λάνκα.
Το «A Stitch in Time Saves None», από την Asia Floor Wage Alliance (AFWA), αναφέρει ότι ενώ η παγκόσμια βιομηχανία ενδυμάτων αναμενόταν να μειώσει τη φτώχεια και να ανυψώσει τη θέση των γυναικών, στην πραγματικότητα έχει προσφέρει χαμηλούς μισθούς, ακραίες ώρες εργασίας και μη ασφαλείς, συχνά βίαιες συνθήκες για τις γυναίκες.
Η εξαιρετικά ανησυχητική έρευνα, συνδέει άμεσα την αύξηση της βίας και της παρενόχλησης με βάση το φύλο κατά τη διάρκεια της πανδημίας με τις αγοραστικές πρακτικές διεθνών εμπορικών brand μόδας, συμπεριλαμβανομένων των American Eagle, Bestseller, C&A, Inditex, Kohl's, Levi's, Marks & Spencer, Next, Nike, Target , Vans/VF Corporation και Walmart.
Οι εργαζόμενες αμείβονται με μισθούς στα όρια της φτώχειας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν ούτε για λίγες μέρες χωρίς δουλειά και γρήγορα στερούνται ακόμα και τροφή η αποκτούν χρέη. «Οι κορυφαίες εταιρείες μεταφέρουν το κόστος των κρίσεων της αγοράς σε γυναίκες εργαζόμενες προκειμένου να συσσωρεύσουν τεράστια κέρδη ή να ελέγξουν τις ζημίες», σημειώνεται στην έκθεση.
«Έχουμε τεκμηριώσει τη βία από άνδρες, συμπεριλαμβανομένων εποπτών, ιδιοκτητών, ιδιοκτητών κοιτώνων,κ.λπ. – άνδρες σε θέσεις εξουσίας που χρησιμοποίησαν την πανδημία για περαιτέρω εκμετάλλευση και κακοποίηση γυναικών», εξήγησε η Άσλει Σάξμπι συντονίστρια Νοτιοανατολικής Ασίας στο AFWA. «Αυτό συνδέεται με μια σειρά από έμφυλες δυναμικές ισχύος, αλλά δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις αγοραστικές πρακτικές των εμπορικών brands και τις ενέργειές τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Οι επιπτώσεις στη ζωή στο σπίτι
Σύμφωνα με την έκθεση, η ζωή στο εργοστάσιο συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή στο σπίτι, ειδικά μέσα στην πανδημία, όπου οι γυναίκες εργάτριες κάνουν το μεγαλύτερο μέρος των οικιακών εργασιών: «Η βιομηχανία της μόδας, παρόλο που είναι μια σύγχρονη καπιταλιστική βιομηχανία, βασίζεται και ενισχύει τις προκαπιταλιστικές πατριαρχικές σχέσεις σε χώρες προμηθευτές ως μέσο για τη συγκέντρωση πλούτου».
Η Σονάλι είναι μια 40χρονη εργάτρια ενδυμάτων από το Μπενγκαλούρου στην Ινδία. Η εμπειρία της από το lockdown ήταν το εργοστάσιο που δούλευε να κλείσει με αποτέλεσμα να υποσιτίζεται για μήνες. Υπάρχει όμως και ένα άλλο κομμάτι της ιστορίας της.
«Αν και είμαι χωρισμένη από τον σύζυγό μου, έπρεπε να ζήσω μαζί του κατά την περίοδο του lockdown γιατί δεν είχα οικονομίες», είπε. «Ο σύζυγός μου προσπάθησε να με κακοποιήσει σεξουαλικά πολλές φορές. Δε δεχόταν το «όχι» ως απάντηση. Ήταν βασανιστήριο. Δεν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου τόσο ανήμπορη. Πολλές γυναίκες έπρεπε να υπομείνουν αυτόν τον [συζυγικό βιασμό] σιωπηλά κατά τη διάρκεια του lockdown».
Η εμπειρία της Σονάλι συνδέεται στενά με τους μισθούς πείνας που προσφέρουν τα παγκόσμια brands μόδας καθώς δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει χρήματα στην «άκρη» ώστε να επιβιώσει σε περιόδους κρίσης όπως αυτή της πανδημίας.
Με πληροφορίες από Open Democracy