«Η Ευρώπη είναι ο τόπος όπου ο κήπος του Γκαίτε σχεδόν συνορεύει με το Μπούχενβαλντ, όπου το σπίτι του Κορνέιγ βρίσκεται δίπλα στην πλατεία όπου η Ζαν ντ’ Αρκ γνώρισε το αποτρόπαιο τέλος της», γράφει με καίριο τρόπο ο Τζορτζ Στάινερ στην Ιδέα της Ευρώπης , αποκαλύπτοντας τη διπλή όψη της ευρωπαϊκής πορείας, που στιγματίστηκε από αιματηρούς πολέμους, αλλά θεμελίωσε ως συστατικά στοιχεία της οντότητάς της την παιδεία και τον ανθρωπισμό. Παρ’ όλες τις αντιφάσεις της, η ευρωπαϊκή ιδέα παραμένει ζωντανή στις συνειδήσεις των πολιτών της, όσο και αν τα οικονομικά αδιέξοδα, οι πόλεμοι και, φυσικά, οι εθνικισμοί προσπάθησαν να την κατακρημνίσουν.
Απόδειξη η σημερινή περίπτωση του αιματηρού πολέμου στην Ουκρανία, μιας αδιανόητης εισβολής ενός απηνούς δικτάτορα σε μια ανεξάρτητη χώρα, που ξύπνησε την ευρωπαϊκή συνείδηση, ενώνοντας τις απανταχού δυνάμεις της Ευρώπης μπροστά στην απειλή της ευημερίας και της ελευθερίας των μελών της. Καμία άλλη συνθήκη εκτός από αυτήν της ελευθερίας δεν συνάδει με τη βασική εικόνα του Ευρωπαίου, ο οποίος, όσα δεινά και αν βίωσε, δεν έπαψε να στοχάζεται ελεύθερα, επιβεβαιώνοντας ότι η απελπισία και η μοναξιά είναι χαρακτηριστικά των ελεύθερα στοχαζόμενων πολιτών της. Χαρακτηριστική είναι και η περίφημη ρήση του Φραντς Κάφκα «υπάρχει αφθονία ελπίδας, αλλά όχι για εμάς», όπως και ο στίχος του Πάουλ Τσέλαν για το «μαύρο γάλα της αυγής», η οποία ανέτειλε μετά το πιο μαύρο σκοτάδι που γνώρισε η Ευρώπη, το Ολοκαύτωμα.
Ταυτόχρονα, όμως, είναι η ίδια μελαγχολία, όπως εκφράστηκε από τα γοητευτικά, απαισιόδοξα κείμενα του Μπέκετ, που αποδεικνύει πως κάθε στοχαστής της πάντοτε ταλανιζόμενης Γηραιάς Ηπείρου είχε συνείδηση της προσωπικής και ατομικής του συνείδησης ως Ευρωπαίου πολίτη στον βαθμό που είχε κατακτήσει την ελεύθερη έκφραση. Όπως ο πίθηκος-πρωταγωνιστής του Κάφκα στο Αναφορά σε μια Ακαδημία μαθαίνει την ανθρώπινη συμπεριφορά από τη στιγμή που επιζητά να απελευθερωθεί από το κλουβί του, έτσι και ο Ευρωπαίος αποκτά τη συνείδηση της ταυτότητάς του από την ανάγκη η ελευθερία του να παραμένει απαραβίαστη.
Γι’ αυτό και όταν τη στερείται προτιμά, ελεύθερα σκεπτόμενος και πάλι, να θέσει τέλος στη ζωή του: ο Τσέλαν, μην μπορώντας να απαντήσει στο ερώτημα του Αντόρνο αν μπορούμε να γράψουμε ποίηση μετά το Άουσβιτς, προτίμησε την αυτοχειρία, διαφυλάσσοντας με αυτόν τον συμβολικό τρόπο την ελεύθερη έκφραση της βούλησής του, αυτήν ακριβώς που στερούνταν, όπως μαρτυρά η Αλεξίεβιτς στο Ο πόλεμος δεν έχει το πρόσωπο γυναίκας οι στρατευμένοι πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν απλώς αθύρματα της μοίρας, μονάδες στα ατελείωτα πλήθη των διαρκώς ελεγχόμενων και των εγκλείστων. Από την Ουκρανή νομπελίστρια, όμως, και από τους περήφανους κατοίκους του Κιέβου, της Μαριούπολης και της Οδησσού διδασκόμαστε σήμερα την αξία της ατομικής συνείδησης και της σωφροσύνης, το μεγαλείο του πολίτη μπροστά στην ισοπέδωση που επιδιώκουν οι ολοκληρωτισμοί.
Ο βομβαρδισμός άμαχων πολιτών εν έτει 2022 στην άκρη της ευρωπαϊκής ηπείρου φέρνει στον νου μαύρες εικόνες από τις πιο βαθιά απωθημένες μνήμες, όπως εκείνες της λιμοκτονίας που ενέσκηψε στους Ουκρανούς ως «κόκκινος λιμός» την περίοδο της αναγκαστικής σοβιετοποίησής τους.
Αντίστοιχα, πάλι, ένας άλλος έγκλειστος, του Άουσβιτς αυτήν τη φορά, ο Πρίμο Λέβι, θυμάται τα πάντα, παρατηρεί τα πάντα, αφηγείται τα πάντα, από τα χτυπήματα των «Κάπος» έως τους απαγχονισμούς και τα κρεματόρια, αλλά τα καταγράφει με εντυπωσιακή αξιοπρέπεια, χωρίς καμία εκδήλωση μίσους και καμία υπερβολή να αντισταθμίζει το πραγματικό δράμα που τελικά απλώνεται ως ένα μεγάλο μάθημα και όραμα ζωής πάνω από τη «σκοτεινή ήπειρο» που λέγεται Ευρώπη, όπως χαρακτηριστικά την ονόμασε ο Μαρκ Μαζάουερ στο ομώνυμο βιβλίο του , σημείο αναφοράς για τον ευρωπαϊκό εικοστό αιώνα. Σε αυτόν ακριβώς εστιάζει το αφιέρωμα της Λέσχης Ανάγνωσης της LiFO, πραγματοποιώντας μια επισκόπηση στα βιβλία που μας ξεναγούν στις βασικές περιπέτειές του, όπως η Εποχή των Άκρων του Έρικ Χομσπμπάουμ, ή στο οικονομικό θαύμα που σημειώθηκε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο αλλά και στα χρόνια των τρομοκρατικών υποθέσεων, των φοιτητικών εξεγέρσεων και των ξεσηκωμών, όπως τα εξέτασε ο Ίαν Κέρσοου, κάνοντας προφανώς λόγο για μια «Ευρώπη σε δίνη» .
Αυτή όμως η δίνη για τον Στάινερ είναι ταυτόσημη με την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα, που ενέχει ταυτόχρονα το αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πνεύμα αλλά και τον εβραϊκό κοσμοπολιτισμό, γι’ αυτό και οι θαμώνες της Αρχαίας Αγοράς τελικά εξελίχθηκαν στους θαμώνες των σύγχρονων καφενείων. Η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι το απόγειο της σύγχρονης επαφής, της αλήθειας της πόλης, μια θέση την οποία κάλλιστα θα ασπαζόταν ένας άλλος καίριος μελετητής του σύγχρονου κεντροευρωπαϊκού πνεύματος και λάτρης των καφενείων, ο Κλάουντιο Μάγκρις. Διατρέχοντας την ευρωπαϊκή σκέψη μέσα από τους κορυφαίους εκφραστές της, μπαινοβγαίνοντας σε καφενεία, σε σπίτια και σε παλάτια, ο Ιταλός στοχαστής και συγγραφέας στον αριστουργηματικό Δούναβη ανυψώνει, μέσα από τις ομίχλες του παρελθόντος, το κοινό ευρωπαϊκό πνεύμα, φτιάχνοντας ξανά το παζλ του με τα πιο ζωντανά αλλά και μελανά κομμάτια, που άλλοι αναζητούσαν ή άφηναν κενά. Ξέρει, όπως γράφει στον Δούναβη, γιατί, για παράδειγμα, ο άκρως προφητικός, αλλά συνάμα «αντιδραστικός Σελίν, έρμαιο της ψύχωσης ενός επικείμενου πολέμου που θα έφερνε τον πλήρη αφανισμό, γίνεται η στριγκλιάρικη και δυνατή κραυγή μιας πραγματικής καχεξίας, παρόλο που τα γιατρικά που προτείνει είναι με τη σειρά τους καταστροφικά συμπτώματα και αποτελέσματα αυτής της αρρώστιας, συνταγές ζωής που αντηχούν σαν αθέλητη παρωδία των μεγάλων σελίδων του Ταξιδιού στην άκρη της νύχτας που ξεφυλλίζονται πάνω από την άβυσσο του θανάτου».
Έναν τέτοιο πόλεμο, σαν αυτόν που προέβλεψε με ακρίβεια ο Σελίν, βιώνουμε και σήμερα, η έκβαση του οποίου είναι ακόμα άγνωστη. Ο βομβαρδισμός άμαχων πολιτών εν έτει 2022 στην άκρη της ευρωπαϊκής ηπείρου φέρνει στον νου μαύρες εικόνες από τις πιο βαθιά απωθημένες μνήμες, όπως εκείνες της λιμοκτονίας που ενέσκηψε στους Ουκρανούς ως «κόκκινος λιμός» την περίοδο της αναγκαστικής σοβιετοποίησής τους, ένα κεφάλαιο που μελέτησε σε βάθος στο ομώνυμο βιβλίο της η βραβευμένη ιστορικός Αν Απλμπάουμ. Αυτήν τη μνήμη οφείλουμε να κρατήσουμε ζωντανή και άσβεστη ως ύστατο χρέος αλλά και «ως μοναδικό μας καταφύγιο», όπως ομολογεί ένας Ουκρανός κάτοικος της άλλοτε Σοβιετίας στο Τσερνόμπιλ της Αλεξίεβιτς, και σε αυτό καλείται να ανταποκριθεί η λογοτεχνική λέσχη της LiFO, απαντώντας, με τον δικό της τρόπο, δηλαδή μέσα από τα βιβλία, στα τόσο κρίσιμα σημεία των καιρών. Γιατί μέσα από αυτά απλώνεται το άσβεστο ευρωπαϊκό πνεύμα στην ολότητά του, στις αντιφάσεις του και στην απαράμιλλη αλήθεια του.
Roller-Coaster: Europe, 1950-2017 (Τρενάκι του λούνα παρκ που τρέχει πολύ γρήγορα) είναι ο αγγλικός τίτλος αυτού του βιβλίου του Κέρσο, που επικεντρώνει ακριβώς στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, την περίοδο ειρήνευσης, ολοκλήρωσης και ανάπτυξης της Ευρώπης. Ο Άγγλος ιστορικός επανέρχεται μ’ ένα έργο που μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλης αξίας με τα εμβληματικά προηγούμενά του και εξετάζει όλη τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, χωρίς να σταματήσει, όπως συνήθως συνέβαινε, στη λήξη του Ψυχρού Πολέμου ‒ μάλιστα φτάνει μέχρι το 2017. Ένας ιστορικός δεν είναι απομονωμένος στο χθες αλλά συνδεδεμένος άρρηκτα και με το πλαίσιο στο οποίο ζει και κινείται, καταφέρνοντας, μέσα από την τεκμηριωμένη εξέταση του παρελθόντος, να προχωρά σε εύστοχες παρατηρήσεις για το μέλλον, που επιβεβαιώνονται με τον πλέον δραματικό τρόπο.
Όταν ολοκλήρωσε το Η κόλαση των δύο πολέμων 1914-1949, ο Κέρσο είχε πει ότι ήταν το δυσκολότερο έργο που είχε αναλάβει, παρότι πρόκειται κυρίως για μια συνθετική εργασία παρά για πρωτογενή έρευνα. Με το τελευταίο του επιχειρεί να γράψει την ιστορία των εποχών που έχει ζήσει, χωρίς να κρατήσει συναισθηματική ή χρονική απόσταση, κι αυτό είναι κάτι σαν πτώση χωρίς αλεξίπτωτο για έναν ιστορικό.
Όμως ο Κέρσο δεν διστάζει να πιάσει το νήμα από κει που το άφησε, δηλαδή το 1949, όταν η ήπειρος ήταν κατεστραμμένη και εξαντλημένη από τον πόλεμο. Αν η επιδίωξη της ισχύος του Έβανς περιγράφει τον χρυσό αιώνα της Ευρώπης τον δέκατο ένατο αιώνα, η Κόλαση των δύο πολέμων παρουσιάζει με σαφήνεια την προσπάθεια μιας ηπείρου να αυτοκτονήσει και ουσιαστικά να αυτοκαταστραφεί. Το 1950, οπότε και ξεκινάει το Η Ευρώπη σε δίνη, ξεκινάει μια νέα ανηφορική προσπάθεια της Ευρώπης και των ηγετών της προς τον δρόμο της σύγκλισης και της αναζήτησης της ειρήνης και της ευημερίας. Μια μακρά περίοδος ευημερίας που δείχνει σήμερα να κλονίζεται όσο ποτέ άλλοτε.
Ο τίτλος του βιβλίου του Κέρσο φαίνεται να αντλεί τον τίτλο από την ξέφρενη μεταπολεμική ευρωπαϊκή πορεία της ίδιας της Μ. Βρετανίας, μια αυτοκρατορία σε μια κουρασμένη χώρα που αρνούνταν να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα, την απόρριψη της ένταξής της το 1963 στο τότε πρόπλασμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γαλλία, τη μετέπειτα ένταξή της και τώρα πάλι στην έξοδό της από αυτήν. Ένα ξέφρενο τρενάκι του λούνα παρκ που σε μια παράλληλη πορεία θυμίζει και αυτήν που ακολούθησε η Ευρώπη μεταπολεμικά, από την απόλυτη καταστροφή στην ευημερία και τώρα πάλι σε μια νέα δίνη σύνθετων και δυσεπίλυτων προβλημάτων.
Ο Κέρσο βλέπει την μεγάλη εικόνα με ψυχραιμία, η Ευρώπη διανύει την περίοδο της μεγαλύτερης ευημερίας της, αλλά παράλληλα οι ανισότητες και η ανάδυση αυταρχικών πολιτικών δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Ο Κέρσο δεν πέφτει στην παγίδα να κάνει προβλέψεις, ξέρει καλά το όριο της «συγχρονικής ιστορίας» που επιχειρεί να γράψει.
Τρία μεγάλα θέματα τον απασχολούν στο βιβλίο του: ποια είναι αυτή η Ευρώπη των είκοσι οκτώ και πλέον των είκοσι επτά χωρών-μελών, πώς κατάφερε να εγκαθιδρυθεί ο μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός της ηπείρου, φέρνοντας μια σταθερότητα και ειρήνη, που μέχρι τότε νοούνταν απλώς ως διάστημα μεταξύ δύο πολέμων, και αν όλο αυτό το σύστημα μπορεί να λειτουργήσει σε μια στενότερη ένωση.
Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Κέρσο, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία, προσφέροντας την απαραίτητη στρατιωτική ομπρέλα στην Ευρώπη. Την προστάτεψαν εξωτερικά και της προσέφεραν ειρήνευση στο εσωτερικό. Σήμερα όμως το συμβόλαιο ΗΠΑ - Ευρώπης έχει διαρραγεί και η ενδεχόμενη λύση του θα φέρει εξελίξεις που κανείς πλέον δεν μπορεί να προβλέψει, κάτι που ήδη το ζούμε με την ρωσο-ουκρανική πολεμική σύρραξη. Η απάντηση σε αυτήν τη γεωστρατηγική, τεκτονικών διαστάσεων μετακίνηση θα ήταν, κατά τον Κέρσο, περισσότερη Ευρώπη, παρ’ όλα αυτά η φορά των πραγμάτων φαίνεται αυτήν τη στιγμή να κινείται σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση.>
Μέχρι το 1986 που κυκλοφόρησε ο Δούναβης, ο Κλάουντιο Μάγκρις ήταν ένας διακεκριμένος καθηγητής Γερμανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης, με σημαντικό έργο στα θέματα του λογοτεχνικού αμψβουργικού (αυστρο-ουγγρικού) μύθου ή της Τεργέστης ως πόλης γεωγραφικών, εθνικών και κοινωνικών συνόρων. Με τον Δούναβη, όμως, έγινε κάτι σαν παλίρροια. Το βιβλίο του τον καθιέρωσε και ως λογοτέχνη, ως συγγραφέα που μπορεί να αγγίζει το μεγάλο κοινό. Σε μια εποχή που προετοίμαζε το τέλος του σοσιαλιστικού κόσμου, ο Δούναβης, το μεγάλο ποτάμι που πηγάζει κάπου στη Γερμανία (οι πηγές του είναι ακόμη διαφιλονικούμενες) και μετά από 2.888 χιλιόμετρα χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα, έμοιαζε σαν ένας υδάτινος μίτος που ενοποιεί την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, καταργεί τα σύνορα.
Ο Μάγκρις, σε αυτό το πολύ πρωτότυπο βιβλίο που επηρέασε την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, κάνει ένα ταξίδι στην πραγματική γεωγραφία του Δούναβη και ταυτόχρονα συνομιλεί με τους μύθους, τις παραδόσεις, την λογοτεχνία που δημιουργήθηκε στις περιοχές που αρδεύονται από αυτόν τον μυθικό ποταμό. Έφτιαξε μια αφήγηση-ποταμό, όπου ο ήρωας είναι ο Δούναβης και όπου η γεωγραφία, το τοπίο και η γεωπολιτική συναντούν την Ιστορία και συνομιλούν με τις φωνές της ευρωπαϊκής συνείδησης, από τον Χάιντεγκερ και τον Γκριλπάρτσερ έως τον Κάφκα, τον Κανέτι ή τον Παναΐτ Ιστράτι, γιο ενός Έλληνα λαθρεμπόρου. Είναι μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο ο Μάγκρις μετατρέπει τον Δούναβη σε μυθιστορηματικό ήρωα, έναν υγρό γίγαντα που αρδεύει τη μουσική, τις ιδέες, το μυθιστόρημα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τους εθνικισμούς αλλά και την αποδοχή της ετερότητας. Ο Δούναβης είναι Γερμανός αλλά και Μαγιάρος και Σλάβος και Ρουμάνος και Τσιγγάνος και Εβραίος και Έλληνας, αν σκεφτούμε τις ελληνικές παροικίες στα παραποτάμια λιμάνια του.
Το 2001 το βιβλίο του Μάγκρις κυκλοφόρησε στα ελληνικά και είχα την ευκαιρία και την τύχη να γράψω τον πρόλογο. Το βιβλίο αγαπήθηκε πολύ από τους Έλληνες αναγνώστες και επανεκδόθηκε αρκετές φορές.
Ο Κλάουντιο Μάγκρις άρχισε να γράφει τον Δούναβη προς το τέλος του 1982, μετά από ένα ταξίδι που είχε κάνει με τη γυναίκα του και φίλους στη Σλοβακία. Περπατούσαν στις όχθες του Δούναβη. Και σε κάποιο σημείο που το ποτάμι χύνεται στην πυκνή φύση είδε μια πινακίδα που έγραφε «Μουσείο του Δούναβη». Κάπως ταράχτηκε και η λέξη «μουσείο» τού φάνηκε παράλογη. Αποφάσισε τότε να δει το ποτάμι αλλιώς και σκέφτηκε να ακολουθήσει τον ρου του έως τη Μαύρη Θάλασσα. Το γράψιμο κράτησε τέσσερα χρόνια, τροφοδοτήθηκε από πολλά ταξίδια, σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικές ψυχολογικές και διανοητικές καταστάσεις.
Ξαναδιαβάζοντας σήμερα αυτό υβριδικό βιβλίο (ταξιδιωτικό αφήγημα, πολιτισμικό δοκίμιο και μυθιστόρημα), διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει ούτε μία ρωγμή. Πριν απ’ όλα είναι η γοητευτική γραφή που σε καθηλώνει και σε κάνει να θες να ξεκινήσεις το ταξίδι. Έπειτα είναι η επικαιρότητα των ιδεών για τα σύνορα και την ταυτότητα, ένας λόγος που δεν θα μπορούσε να ήταν πιο επίκαιρος στη δεκαετία του 2020. Ο Δούναβης του Μάγκρις είναι, φυσικά, ένα μεγάλο αφήγημα και το ποτάμι, έτσι όπως περιγράφεται, είναι ταυτόχρονα το σύμβολο της σύγχυσης και της ενότητας στην Ευρώπη.
Ξέρω πολλούς ανθρώπους σαν τη Γουίνι από τις Ευτυχισμένες Μέρες του Σάμιουελ Μπέκετ. Ζουν όπως όλοι μας, με ή χωρίς την οικογένειά τους, με ή χωρίς σύντροφο, έχοντας μια δουλειά που αγαπούν ή δεν αγαπούν. Δεν είναι θαμμένοι στην άμμο, δεν έχουν κινητικά προβλήματα, αντιθέτως πολλοί εξ αυτών τρέχουν όλη μέρα, σχεδόν όλες τις μέρες του χρόνου – μπορεί να πει κανείς ότι η υπερβολική κίνησή τους, όπως καθετί στην υπερβολή του, καταλήγει στο αντίθετό του: την ακινησία μέσα στη φαινομενικά έντονη, ακατάπαυστη δραστηριότητα.
Και οι μέρες περνούν. Και τα χρόνια περνούν. Και η ζωή που παρήλθε τακτοποιείται σε ατελείς αναμνήσεις. Ναι, άλλοτε συνέβαιναν γεγονότα κρίσιμα, απ’ αυτά που κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει, να ελέγξει ή να καθορίσει την έκβασή τους, που καθόριζαν τις επιλογές σου, τον τρόπο που έζησες. Χρόνια μετά θυμάσαι τον πόνο, τα δάκρυα, την αγωνία που προκάλεσαν και διαπιστώνεις ότι εκείνα τα μακρινά πια γεγονότα μπορούν ακόμα να σε ταράζουν, να σε αναστατώνουν, να σου προκαλούν θλίψη. Όμως κι άλλος χρόνος περνά κι εκείνη η αίσθηση του μοιραίου με την οποία είχαν συνδεθεί απλώς ξεθωριάζει.
Βλέπω ζευγάρια ερωτευμένων νέων να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται στον δρόμο, στο μετρό, και συγκινούμαι – θυμάμαι πώς ήταν, αυτή την υπερβατική αίσθηση της άρσης της βαρύτητας, του απολύτου δοσίματος στον άλλο, του ενθουσιασμού για όλα αυτά που είναι μπροστά. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως, κάνω νοερά την προβολή στο μέλλον και οι νέοι που διακριτικά κοιτάζω (δεν θα πω με «ανθρωπολογικό ενδιαφέρον», γιατί θ’ ακουστεί κυνικό) μοιάζουν με τον μελλοντικό εαυτό τους. Είναι θαμμένοι μέχρι τον λαιμό σαν τους ηλικιωμένους γονείς μου. Μα, τότε, μήπως η Γουίνι της Α’ πράξης, θαμμένη μέχρι τη μέση, είμαι πλέον εγώ;
Οι Ευτυχισμένες Μέρες είναι ένα αριστουργηματικό κείμενο. Είναι το απόλυτο ποιητικό θέατρο. Μπορεί να μην έχει ρίμα και μέτρο, αλλά ανακαλεί όλη τη μεγάλη ποίηση από τις αρχές της ιστορίας της, αποδεικνύοντας ότι «η ποίηση στο θέατρο δεν είναι απλώς και μόνο ζήτημα γλώσσας αλλά αποτελεί συμπυκνωμένη μεταφορά, σύνθετη εικόνα σε πολλαπλά επίπεδα νοήματος και αλληλουχίας, από το πιο γήινα συγκεκριμένο μέχρι το πιο εσωτερικά αφηρημένο» (Μάρτιν Έσλιν, Πέρα από το Παράλογο, εκδ. Δωδώνη, 1989). Κι όπως συμβαίνει με τις κορυφαίες στιγμές της τέχνης του λόγου, σ’ αυτόν τον ιδιότυπο «διαλογικό» μονόλογο η φόρμα είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενο και οι λέξεις βαθιά σωματοποιημένες. Όχι μόνο ο λόγος που εκφέρει η Γουίνι αλλά και όσα κάνει, ακολουθώντας τις συνεχείς σκηνικές οδηγίες του Μπέκετ. «Όλες αυτές οι σκηνικές οδηγίες έκαναν το αίμα μου να βράζει. Ήταν για μένα κάτι σαν γλωσσικός φασισμός» είχε πει σε συνέντευξή της η Φιόνα Σο, ενθυμούμενη τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στις δοκιμές την πρώτη φορά που κλήθηκε να ερμηνεύσει τις Ευτυχισμένες Μέρες («The Guardian», 23/1/07).
Καταλαβαίνει κανείς τον ηθοποιό που λέει κάτι τέτοιο. Ωστόσο οι Ευτυχισμένες Μέρες ανήκουν στα θεατρικά κείμενα που διατηρούν την αξία τους και μόνο ως αναγνώσματα. Τότε, με το βιβλίο στο χέρι, καταλαβαίνεις καλά ότι οι οδηγίες είναι ισότιμο μέρος του σκηνικού λόγου, συμπληρώνουν ή φωτίζουν τα νοήματά του, βοηθούν τον αναγνώστη να στήσει στο μυαλό του τρισδιάστατη την αλήθειά του. Κι αν αγαπάς τα ποιήματα όσο και τα θεατρικά έργα κι έχεις μια μικρή αδυναμία στον εντοπισμό των διακειμενικών σχέσεων, τότε διαβάζεις την Τετάρτη των Τεφρών του Τ.S. Eliot και δεν καταλαβαίνεις απλώς, νιώθεις βαθιά μέσα σου εκείνο το απεγνωσμένο «Συγχώρα με, Γουίλι, η θλίψη χώνεται παντού» της Γουίνι – πριν και μετά τις Ευτυχισμένες Μέρες.
Ο Τόνι Τζαντ αποφάσισε να γράψει το η Ευρώπη μετά τον πόλεμο το 1989 ‒κυκλοφόρησε το 2005‒, τη χρονιά της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, έτσι αποτέλεσε ένα εξαιρετικό έργο για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Η ξεκάθαρη ματιά και η διεισδυτικότητα είναι οι μεγάλες αρετές αυτού του βιβλίου για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Όλο το βιβλίο, αν και ογκώδες, περιστρέφεται γύρω από ένα θέμα, την ερμηνεία ολόκληρης αυτής της μεταπολεμικής περιόδου μέσα από τις συνέπειες που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αν και φαινομενικά μοιάζει να εξετάζει με μονομέρεια μια ολόκληρη περίοδο, κερδίζει το τεράστιο στοίχημά του μέσα από τη στιβαρή του επιχειρηματολογία και το πλήθος των ιστορικών παραδειγμάτων που δίνει, στήνοντας ένα νήμα αναγνωστικά συναρπαστικό.
Η δουλειά του Τζαντ είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα δημιουργικής σκέψης που αντέχει ως τις μέρες μας, συνδέοντας γεγονότα και καταστάσεις με συναρπαστικούς τρόπους και χρησιμοποιώντας παράλληλα τεχνικές της αγγλικής και γαλλικής ιστοριογραφικής σχολής. Ο Τζαντ υπογραμμίζει τη σημασία της πολιτισμικής ιστορίας και δεν εντάσσεται σε ιστορικές κατηγορίες που προσφέρουν ασφάλεια ώστε να θεματοποιήσει τη δουλειά του.
Το Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο είναι ο θρίαμβος της έκθεσης των γεγονότων, της μεταξύ τους σύνδεσης και των ισχυρών επιχειρημάτων. Είναι ογκώδες, πυκνό και πολυδιάστατο. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας λαμπρής συνθετικής προσπάθειας ιστορικών δεδομένων που ως κλίμακα μπορεί να συγκριθεί με την Εποχή των άκρων» του Eric Hobsbawm ή με τη Σκοτεινή Ήπειρο του Mark Mazower. Είναι ένα βιβλίο που δεν τηρεί ισορροπίες αλλά ασκεί μάχιμη πολιτική κριτική, ανοίγοντας ένα νέο πεδίο στην ιστορική γραφή, κάτι που θα συναντήσουμε αργότερα και στα βιβλία του καλού του φίλου και εξέχοντα επίσης ιστορικού Τίμοθι Σνάιντερ. Ασκεί πολεμική στη σταλινική περίοδο, αναδεικνύοντας τις θηριωδίες της, στηρίζει αποφασιστικά το δημοκρατικό σύστημα, όπως συγκροτήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Η μνήμη είναι εγγενώς επίμαχη και μεροληπτική: αυτό που αναγνωρίζει κάποιος, το παραλείπει κάποιος άλλος. Και είναι κακός οδηγός για το παρελθόν. Μετά τον πόλεμο η Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω σε μια σχεδιασμένα λανθασμένη μνήμη, πάνω στη λήθη ως τρόπο ζωής», γράφει στο τέλος του βιβλίου, καθιστώντας το πιο επίκαιρο από ποτέ, αφού ξανάρχεται στην Ευρώπη μια μνήμη που πίστευε ότι είχε αφήσει για πάντα πίσω της.
Ένα από τα πιο εμβληματικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ για τον ευρωπαϊκό εικοστό αιώνα. Ο Μαζάουερ έρχεται στο τέλος του εικοστού αιώνα με ένα βιβλίο που ξεκινά το 1919, αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάτι που θεωρείται ως μειονέκτημα του βιβλίου αλλά ίσως και μια βούληση του συγγραφέα να τον εντάξει πιο πολύ στο δέκατο ένατο παρά στον εικοστό αιώνα, και τελειώνει το 1997, με τον τότε θρίαμβο των Εργατικών στη Μ. Βρετανία, χωρίς αυτό να προσδίδει στο έργο μια βρετανοκεντρική ματιά. Ο Βρετανός ιστορικός ξεπερνά το σύνηθες πρόβλημα τέτοιων βιβλίων αναφορικά με την επιλογή των γεγονότων και καθορίζει τις δύο μεγάλες ιστορικές ενότητες που καθόρισαν την ευρωπαϊκή ήπειρο τον εικοστό αιώνα. Το πρώτο μισό του εικοστού, αιματηρό, ανάμεσα σε δικτατορικά καθεστώτα και εξοντωτικές αναμετρήσεις σε Ανατολή και Δύση, μέχρι και την τελική, που είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μετά από αυτό το διάστημα, ξεκινά μια περίοδος ειρήνευσης και φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία καθορίζει το δεύτερο μισό του αιώνα. Αυτές οι δύο τόσο αντιθετικές περίοδοι καθορίζουν την ευρωπαϊκή ιστορία και ο Μαζάουερ, με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, τη συγκλονιστική του πολυμάθεια και τον τρόπο που συνδέει τις ιστορίες απλώνει τον ιστό συγκρότησης της Ευρώπης κατά τον εικοστό αιώνα. Αν και το έργο είναι άνισο στην εξέταση των χωρών ‒η Ελλάδα καταλαμβάνει, για παράδειγμα, μεγαλύτερο χώρο από την Ισπανία‒, ο Μαζάουερ εξετάζει τη μετατροπή του αυτοκρατορικού ευρωπαϊκού οράματος του δέκατου ένατου αιώνα στο πανευρωπαϊκό όραμα κυριαρχίας του Χίτλερ και με διεισδυτικότητα ερευνά τη διολίσθηση της Ευρώπης σε αυτό το σχέδιο. Το δεύτερο μέρος δεν κουβαλά τη συναρπαστική ανάλυση του πρώτου, πρόκειται περισσότερο για μια αφήγηση. Το βιβλίο του Μαζάουερ διαβάζεται και από θιασώτες αλλά και από πολέμιους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο ίδιος φροντίζει να τηρεί αυτή την ισορροπία και να μη ακολουθεί σε μια γραμμή πολιτικής στράτευσης.
Η Καμπή πνοής του Πάουλ Τσέλαν, ενός από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους ποιητές του εικοστού αιώνα, περιλαμβάνει στην ελληνική δίγλωσση έκδοση, εκτός από τα ογδόντα ποιήματα της συλλογής, δώδεκα ανέκδοτα ποιήματα της ίδιας περιόδου, τέσσερα από τα οποία παρουσιάζονται εδώ για πρώτη φορά διεθνώς.
Τα ποιήματα γράφτηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1963 έως τον Σεπτέμβριο του 1965 και ο ίδιος ο Τσέλαν, γράφοντας γι’ αυτά στη σύζυγό του, ζωγράφο και χαράκτρια Gisèle Celan-Lestrange, οκτώ χαρακτικά της οποίας αναπαράγονται σε παράρτημα στην ίδια έκδοση, με τα οποία συνδιαλέγεται ο πρώτος κύκλος ποιημάτων της συλλογής: «Είναι πράγματι ό,τι πιο πυκνό έχω γράψει ως τώρα, και ό,τι πιο ευρύ».
Στην ποίηση του Τσέλαν, που πίστευε ότι το ποίημα ανοίγεται στον αναγνώστη μετά από επίμονη και επαναληπτική ανάγνωση, η γλώσσα παύει να είναι ένα εργαλείο καταγραφής, νοηματοδοτείται και από τις παύσεις, την απουσία, συνεπώς ολοκληρώνεται μέσα από το πλέγμα μιας εξαιρετικής γλωσσικής λαμπρότητας και έντασης αντλημένης από την εμπειρία.
Αυτή η ποιητική συλλογή δεν κατέχει απλώς μια κομβική θέση στο έργο του, εγκαινιάζοντας την ύστερη περίοδο της ποίησής του, αλλά συνιστά μια αναμέτρηση με τη δυτική λογοτεχνική παράδοση από τον Όμηρο μέχρι τον Κάφκα και μια επανεξέταση της έως τότε ποιητικής του. Γεννημένος στη Ρουμανία ως Γερμανόφωνος Εβραίος το 1920, από γονείς που πέθαναν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, ο Τσέλαν ήταν σε στρατόπεδο εργασίας, αλλά επέζησε, και μετά το 1945 πήγε στη Βιέννη και μετά στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως μεταφραστής.
Έγινε γνωστός παγκοσμίως για τη «Φούγκα του θανάτου», ένα ποίημα που πολλοί θεώρησαν ως κατάλληλη απάντηση στον Αντόρνο, που υποστήριζε ότι οποιαδήποτε μορφή ποίησης ήταν αδύνατη μετά το Άουσβιτς. Όλη η παραγωγή του Τσέλαν μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση στο Ολοκαύτωμα, ωστόσο γίνεται όλο και περισσότερο ριζοσπαστική, μια πρόκληση για την ποιητική μορφή και τη γλώσσα. Τη δεκαετία του 1960 γίνεται πιο λιτή, εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά σε «θεμελιώδη» ζητήματα. Μέσα από αυτή την ύστερη περίοδό του αναδύεται μια εξαιρετικά σημαντική φωνή στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία που μετέβαλε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ποίηση. Ο Πάουλ Τσέλαν αυτοκτόνησε το 1970, πέφτοντας στον Σηκουάνα, και στο γραφείο του βρέθηκε μια βιογραφία του Χέλντερλιν με υπογραμμισμένη τη φράση: «Υπάρχουν στιγμές που η ιδιοφυΐα αυτή σβήνει και βυθίζεται στο πικρό πηγάδι της καρδιάς της», μια σημείωση που παρέχει ένα υπόβαθρο για την ανάγνωση ενός σπουδαίου ποιητή των άκρων που καταπιάνεται με θέματα που οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να μη σκεφτούμε.
Στο ημερολόγιό του Ρώμη, Νάπολη και Φλωρεντία, που εκδόθηκε το 1826, ο Σταντάλ, ο συγγραφέας του Κόκκινου και του Μαύρου, μας μεταφέρει μια σκηνή που εξελίσσεται στα καφενεία της Νάπολης τον Απρίλιο του 1817. Συναντά εκεί Έλληνες που σπουδάζουν ιατρική και πίνει τσάι μαζί τους, περασμένα μεσάνυχτα. Μέσα στα ναπολιτάνικα καφενεία, ο Σταντάλ συνειδητοποιεί ‒και το γράφει‒ ότι όλες οι γενναιόδωρες ψυχές της Ευρώπης επιθυμούν την ανάσταση της Ελλάδας.
Ο Τζόρτζ Στάινερ στο δοκίμιό του Η ιδέα της Ευρώπης μάς θυμίζει ότι τα καφενεία είναι έκφραση της κοσμικής διάστασης της Ευρώπης και της κοσμικής αντίληψης για την Ευρώπη. Είναι χώροι διαλόγου, συνενοχής, επανάστασης ή εξέγερσης. Η τελευταία συνάντηση του Νταντόν με τον Ροβεσπιέρο έγινε στο Καφέ Προκόπ του Παρισιού, γράφει ο Στάινερ. Και μας θυμίζει ότι η Μόσχα, σε σχέση με το Παρίσι, το Μιλάνο ή τη Βιέννη δεν διέθετε καφενεία, ίσως γιατί αποτελούσε «προάστιο της Ασίας». Μας παραπέμπει έτσι στον Καρλ Μαρξ που θεωρούσε τη Ρωσία ίδρυμα συντήρησης της δουλείας στην Ευρώπη, χώρο όπου ελλόχευαν ασιατικά χαρακτηριστικά.
Η βαρβαρότητα είναι ανατολικό χαρακτηριστικό. Κι αυτό εικονογραφεί ο Στάινερ, παρουσιάζοντας τον διάλογο του Τόμας Μαν με τον Ουγγροεβραίο εκδότη του Φίσερ, το 1934, έναν χρόνο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. «Δεν είναι Ευρωπαίος», είπε κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν είναι Ευρωπαίος, κύριε Φίσερ». «Γιατί;» τον ρώτησε ο εκδότης. «Δεν καταλαβαίνει τίποτε από τις μεγάλες ουμανιστικές ιδέες», απάντησε ο συγγραφέας.
Ο Μοντεσκιέ, στο Πνεύμα των Νόμων, είχε θεμελιώσει ήδη από το 1748 την έννοια του δεσποτισμού, με κριτήρια φυσικά (κλιματολογικά) και ηθικά. Η εύκρατη Ευρώπη, η Ευρώπη της ελευθερίας, του διαλόγου, του ορθού λόγου, διαφοροποιείται από τον ανατολικό δεσποτισμό του φόβου, της βίας και της «ησυχίας κοιμητηρίου». Έχει σημασία αυτή η σύλληψη της έννοιας του δεσποτισμού, της διχοτομίας Δύσης-Ανατολής, με το στοιχείο της βαρβαρότητας να χαρακτηρίζει την Ανατολή. Αυτή την εννοιολογική αντιπαράθεση την ξανασυναντάμε τώρα στις πεδιάδες και στις πόλεις της Ουκρανίας με τη βάρβαρη μορφή του πολέμου που έρχεται από τα ανατολικά, από τη Ρωσία.
Το δοκίμιο του Στάινερ Η ιδέα της Ευρώπης στηρίζεται σε μια διάλεξη που είχε κάνει αυτός ο μεγάλος διανοούμενος το 2004. Ο Στάινερ εξέφρασε εκεί τον φόβο του ότι η ιδέα της Ευρώπης ίσως ανήκει «στο μεγάλο μουσείο περασμένων ονείρων που ονομάζεται Ιστορία». Τι θα έγραφε σήμερα; Δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι η Ιστορία εκδικείται.
Μετά από έξι μήνες, μία εβδομάδα και τρεις ημέρες πολιορκίας, η 6η Γερμανική Στρατιά καταστρέφεται απ’ τους Σοβιετικούς στο Στάλινγκραντ και καταρρέει το Ανατολικό Μέτωπο. Αν η απόφαση του Τσόρτσιλ να μη συνθηκολογήσει, να αποσύρει με επιτυχία τα βρετανικά στρατεύματα από τη Δουνκέρκη και να κηρύξει τον πόλεμο σηματοδοτούν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Στάλινγκραντ θα είναι η αποφασιστική καμπή του.
Ο Χίτλερ δεν θα καταφέρει να ελέγξει τις πετρελαιοπηγές της Κασπίας και η απόφασή του για μια ανορθολογική επέκταση θα τιμωρηθεί. Ο αριθμός θυμάτων στη Μάχη του Στάλινγκραντ υπολογίζεται μεταξύ 1.250.000 και 1.800.000.
Στην πραγματικότητα όμως το Στάλινγκραντ επιβεβαιώνει το συμβολικό και ιδιαίτερα αιματηρό τέλος ενός άλλου, πολύ μεγαλύτερου πολέμου, εκείνου που είχε ξεκινήσει από το 1933 μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ για τη κυριαρχία στην Ανατολική Ευρώπη, και κόστισε τη ζωή σε περίπου δεκατέσσερα εκατομμύρια αμάχους.
Η σκόπιμη μαζική λιμοκτονία της Ουκρανίας, η σκόπιμη λιμοκτονία 3,1 εκατομμυρίων Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, οι μαζικές εκτελέσεις στη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο 1933-1938, οι μαζικές δολοφονίες στην κατεχόμενη Πολωνία από Γερμανούς και Σοβιετικούς μεταξύ 1939 και 1941, οι μαζικές δολοφονίες με τουφεκισμούς και αέρια εκατομμυρίων Εβραίων και άλλων κοινοτήτων, καθώς και η μαζική εξόντωση κατοίκων περιοχών όπως η Λευκορωσία από τους Γερμανούς το διάστημα 1941-1945 συγκροτούν τα βασικά γεγονότα που θα προσδώσουν, όχι άδικα, τον χαρακτηρισμό «αιματοβαμμένες χώρες» στις περιοχές εκείνες, σύμφωνα και με τον τίτλο του βιβλίου του Σνάιντερ.
Ο πολύγλωσσος Αμερικανός ιστορικός, ειδικός στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, το Ολοκαύτωμα και την ιστορία των κομμουνιστικών καθεστώτων, που συγκλόνισε με το τελευταίο του βιβλίο σχετικά με το θέμα της υγείας του, επιχειρεί να διερευνήσει τον άγνωστο πόλεμο που συγκλόνισε την Ευρώπη, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’30 και μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου. Έχοντας άμεση πρόσβαση και αξιοποιώντας πηγές και αρχεία από πολλές χώρες, καταγράφει, βάσει τεκμηρίων, την τραγωδία που συντελέστηκε στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στη Λευκορωσία και στην περιοχή της Βαλτικής τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, όταν οι σταλινικές πολιτικές και η ναζιστική πολεμική μηχανή άφησαν πίσω τους εκατομμύρια νεκρούς. Εξετάζει εξονυχιστικά τα στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτά τα εγκλήματα, επιχειρώντας παράλληλα να εμβαθύνει στα πραγματικά κίνητρα και τους πολιτικούς σχεδιασμούς του Χίτλερ και του Στάλιν που με τις αποφάσεις τους μετέτρεψαν τους τόπους της Ανατολικής Ευρώπης σε «αιματοβαμμένες χώρες». Τον απασχολούν τα θύματα και οι θύτες, οι ιδεολογίες και οι σχεδιασμοί, τα πολιτικά καθεστώτα και η κοινωνική πραγματικότητα.
Το βιβλίο του Τίμοθι Σνάιντερ, προϊόν πολύχρονης και εις βάθος έρευνας σε πηγές και αρχεία, έχοντας πάντα επίκεντρο τον άνθρωπο, συνιστά έργο αναφοράς σχετικά με την αντικειμενική ενημέρωση για μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της νεότερης ιστορίας, η οποία δεν γίνεται συχνά κατανοητή από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
«Εμείς οι πολιτισμοί γνωρίζουμε τώρα πως είμαστε θνητοί». Με αυτήν τη φράση, που στη συνέχεια έγινε διάσημη, ανοίγει το κείμενο Η κρίση του πνεύματος του Πολ Βαλερί. Οι δυο επιστολές που συνθέτουν το κείμενο είχαν γραφτεί για τη λονδρέζικη επιθεώρηση «L’Athenaeum» και δημοσιεύτηκαν στην περίφημη «Nouvelle Revue Française» την 1η Αυγούστου του 1919.
Ο Πολ Βαλερί υπήρξε μαθητής του Στεφάν Μαλαρμέ και ο τελευταίος μεγάλος ποιητής της παράδοσης του συμβολισμού που οραματίστηκε μια καθαρή ποίηση, ιδέα άλλωστε που θα γίνει αφορμή μιας μεγάλης λογοτεχνικής διαμάχης τη δεκαετία του ’20. Ο Βαλερί, όμως, θα αποτελέσει μία από τις κεντρικές φυσιογνωμίες των γαλλικών γραμμάτων, με όλα τα προβλήματα που έχει η μετατροπή του πνευματικού ανθρώπου σε κλασικό ή εκφραστή της ακαδημαϊκής εθνικής κουλτούρας. Πέρα από τα ποιήματά του, τα δοκίμια, οι διαλέξεις και οι στοχαστικές παρεμβάσεις του δείχνουν μια φιλοπερίεργη πνευματικότητα που δεν σταμάτησε ποτέ να σκέφτεται τις καινοτομίες της εποχής.
Η ιδέα που δίνει ώθηση στην Κρίση του Πνεύματος είναι ότι πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο υπήρχε η συνείδηση του τέλους των άλλων πολιτισμών, του θανάτου πολιτισμών που θάφτηκαν στο παρελθόν. Πιστεύαμε, ας το πούμε αλλιώς, πως ο «δικός μας» ευρωπαϊκός πολιτισμός θα μπορούσε να είναι αθάνατος. Ο πόλεμος, όμως, έκανε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό να συνειδητοποιήσει ότι είναι θνητός, όπως και οι άλλοι. Ο πολιτισμός είναι κάτι ικανό να καταστραφεί. Ο Βαλερί ανοίγεται έτσι σε σκέψεις για τη μοίρα της Ευρώπης, για τις μεταβολές της ανθρώπινης εμπειρίας και την έλευση μιας εποχής όπου δοξάζονται η «μοιραία ακρίβεια» και η τεχνική αποτελεσματικότητα. Η ευρωπαϊκή ψυχή, αν και τόσο πλούσια σε πνευματικές πηγές, απονεκρώθηκε μέσα στη γιγαντιαία πολεμική σύγκρουση που αιματοκύλησε τον κόσμο και έφερε μια πολύ μεγάλη κρίση αξιών, παράλληλα με αγωνίες επιβίωσης για έθνη και λαούς.
Στη σκέψη του Βαλερί η Ευρώπη, εκτός από φυσική και γεωγραφική έννοια, συνδέεται με συγκεκριμένα πνευματικά χαρακτηριστικά. Η ιδιοφυΐα της, λέει, πηγάζει από την ενεργό απληστία, την έντονη και ανιδιοτελή περιέργεια, ένα χαρούμενο μείγμα φαντασίας και λογικής αυστηρότητας. Περιέχει ένα «μη απαισιόδοξο» σκεπτικισμό και έναν μυστικισμό που δεν έχει μέσα του την παραίτηση. Ο μεγάλος κίνδυνος προέρχεται από την ταχύτητα μεταβολών που δεν αφομοιώνονται εύκολα. Ο Βαλερί διαπιστώνει την αλλοπρόσαλλη εναλλαγή μεταξύ χάους και πάθους για πειθάρχηση. Για τον Γάλλο συγγραφέα, το πνεύμα σώζεται όταν δεν κυριαρχεί απόλυτα η ψυχρή μεθοδικότητα ή ένας δίχως έρμα μυστικισμός. Παρά τις συντηρητικές και ελιτίστικες πλευρές της σκέψης του, συνομιλεί και με προβλήματα και φόβους της δικής μας κατάστασης έναν αιώνα αργότερα.
Τι λέει; Πως το βασικό χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού πνεύματος είναι να βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης αστάθειας. Η θεμελιώδης αμφιθυμία του Ευρωπαίου φέρνει κοντά τη δημιουργική έξαψη και την αυτοκαταστροφή. Οι τρεις πνευματικές καταβολές της Ευρώπης, η Ρώμη, η Ιερουσαλήμ και η Αθήνα, έρχονται να συναντήσουν την πρόκληση άλλων πλανητικών δυνάμεων και προκλήσεων. Στην Κρίση του Πνεύματος και στα άλλα του στοχαστικά κείμενα ο Βαλερί αναδεικνύει θέματα που τα συζητούμε σήμερα, όπως οι επιπτώσεις της τεχνικής επιτάχυνσης στη ζωή των πολιτισμικών μορφών ή τα όρια μιας ποσοτικής και μηχανιστικής αντίληψης για την ανθρώπινη ανάπτυξη.
Διαβάζοντας Βαλερύ, στεκόμαστε έτσι κάπου «πίσω» και συγχρόνως μπροστά σε όσα μας προκαλούν ακόμα ως ανεπίλυτα αινίγματα του πολιτισμού μας.
Αναρωτιόμαστε συχνά για την άνοδο των ναζί στην Γερμανία. Συνήθως εστιάζουμε στην κατάρρευση της Βαϊμάρης και του σχετικού δημοκρατικού κεκτημένου που προσπαθούσε να στηθεί στη Γερμανία. Ο Benjamin Carter Hett παρουσιάζει με έναν εξαιρετικά γλαφυρό και ακαδημαϊκό τρόπο την άνοδο του Χίτλερ ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των διλημμάτων της τότε παγκοσμιοποίησης αλλά και της έλλειψης δυναμικών ηγετών και δεν διστάζει να προχωρήσει σε μια τολμηρή σύγκριση με το σήμερα. Και παρότι αυτές οι συγκρίσεις ενέχουν πάντα ένα τεράστιο ρίσκο, αποκαλύπτουν το πρόβλημα της λήθης που επήλθε στη Δύση. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει ότι η άνοδος των ναζί ήταν κυρίως ένα κίνημα διαμαρτυρίας κατά της παγκοσμιοποίησης της εποχής, κάτι που δημιουργεί αναπόφευκτους συνειρμούς με το σήμερα. Τα αιτήματα της αυτάρκειας που προέβαλαν οι ναζί, της οικονομικής απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο και του χτισίματος ενός προστατευτικού τείχους μοιάζουν με αυτά ενός ιστορικού κύκλου που αναπαράγει την εσωστρέφεια και την εχθροπάθεια. Ο Hett περιγράφει μ ενάργεια την ηθική κρίση που πάντα προϋπάρχει της ηθικής καταστροφής. Εξετάζει με διεισδυτικότητα τον ρόλο του Χίντενμπουργκ, ο οποίος κατάφερνε από τη θέση του Προέδρου της Βαϊμάρης να ελέγχει τον διορισμό των καγκελαρίων και το σύστημα και προτίμησε τα ακραία σχέδια των ναζιστών και του ηγέτη τους από τους σοσιαλδημοκράτες, πιστεύοντας ότι θα κατάφερνε με το κύρος του παλαιού αξιωματικού του Α’ Παγκοσμίου πολέμου να ελέγξει την κατάσταση. Τέλος ‒κι αυτό είναι το κυριότερο‒ μελετά την οικονομική παρακμή της Γερμανίας λόγω της παγκόσμιας ύφεσης που ακολούθησε μετά το κραχ του ’29, με τον τριπλασιασμό των δεικτών της ανεργίας, τη δυστοκία σε όλα τα επίπεδα και την έλλειψη ουσιαστικής κατεύθυνσης για τη χώρα, οπότε η χώρα οδηγήθηκε αναπόφευκτα στον διεθνή απομονωτισμό, κάτι που ευνοούσε τα σχέδια των ναζί. Τότε ήταν που άρχισαν να επικρατούν οι ακραίες θέσεις και η ναζιστική λαϊκιστική ρητορική να επικεντρώνεται στην ανάγκη των εξαθλιωμένων στρωμάτων της επαρχίας για απόκτηση δύναμης με ρεβανσιστικές διαθέσεις, των οποίων πρώτος μεγάλος εσωτερικός στόχος ήταν η εβραϊκή κοινότητα.
Τα χρόνια των ξενοδοχείων είναι μια συλλογή από άρθρα σε εφημερίδες. Ο συγγραφέας τους, ο Γιόζεφ Ροτ, ήταν ένας προσεκτικός παρατηρητής των ανθρώπινων πραγμάτων. Τα κείμενα της συλλογής είναι λίγες σελίδες το καθένα, όμως καταγράφουν πειστικά πτυχές μιας ολόκληρης εποχής. Ο Ροτ περιπλανιέται στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους, όπως λέει και ο υπότιτλος της ελληνικής έκδοσης, και γράφει. Ο στόχος του: να πει αλήθειες μέσα σε λίγες λέξεις, κατά δική του δήλωση. Το αποτέλεσμα είναι, κατά γενική ομολογία, το έργο ενός μεγάλου συγγραφέα.
Από τις πρώτες σελίδες καταλαβαίνει κανείς ότι ο Ροτ κοιτάζει με παρατηρητικότητα και κατανόηση σε δύσκολα σημεία. «Η πρώτη και κυριότερη προϋπόθεση της ζωής εδώ είναι η αντοχή», γράφει στο Ταξίδι στη Βαλτική (1924). «Και μέσα σ’ αυτές τις αίθουσες, όπου οι άνθρωποι πήγαιναν για να ξεδώσουν και για να πιουν, τώρα κρεμάνε σβάστικες και σοβιετικά αστέρια στους λερωμένους τοίχους», γράφει σε μία απ’ τις περίφημες χορταστικές κατακλείδες του. Όσα προκαλούν σε άλλους ανθρώπους την εύκολη αντίδραση, την αποστροφή του βλέμματος, είναι το πεδίο του ενδιαφέροντός του. Ο περιηγητής δεν αποφεύγει ούτε το άσχημο ούτε το όμορφο στο ταξίδι του. Στα κείμενα χωράνε και οι αίθουσες ξενοδοχείων που αγαπά και οι απαίσιες συνοικίες απ’ όπου περνά, χαζεύοντας φριχτά κτίρια.
Οι «άθλιες ανατολικές γειτονιές του Βερολίνου», η Αυστρία, η Αλβανία, οι γκροτέσκ πόλεις γύρω από εγκαταστάσεις άντλησης πετρελαίου, ένας σταθμός τρένων ένα καλοκαιρινό πρωινό, η υπερταχεία, το καφενείο («παμπάλαιο σαν εκκλησία») και, φυσικά, τα αγαπημένα του ξενοδοχεία γίνονται σημεία της περιπλάνησης. Η διαμονή στα ξενοδοχεία είναι κι αυτή περιπλάνηση, στοιχείο μιας διαρκούς κίνησης. Σε όλα τα μέρη ο Ροτ παρατηρεί και σχολιάζει. Θέτει στο επίκεντρο της προσοχής του απροσδόκητους πρωταγωνιστές: τους πρόσφυγες που αγωνιούν, τους υπαλλήλους της ρεσεψιόν, τους σερβιτόρους, τους συνεπιβάτες στο τρένο, τους εργάτες στο πετρέλαιο και στα ορυχεία, τους γέρους εργαζόμενους που σέρνονται στα εστιατόρια.
Είναι ο απόλυτος πλάνητας, ένα μάτι που καταγράφει. Το θέαμα δεν είναι ωραίο. Ο Ροτ κινείται ανάμεσα στα χαλάσματα. Όμως δεν λείπουν οι φωτεινές ποιητικές στιγμές, όπως όταν λέει για ένα κτίριο που ανοίγεται στην άνοιξη ότι «πετάει τα παντζούρια από πάνω του» ή όταν στέκεται ν’ ακούσει τα τζιτζίκια. Ούτε λείπουν, φυσικά, οι διασκεδαστικά ακριβείς παρατηρήσεις, όπως όταν λέει «εδώ ο καπιταλισμός γίνεται εξπρεσιονισμός» για μια κακάσχημη πόλη εξόρυξης πετρελαίου. Σε μερικά σημεία είναι αστείος («ούτε εσείς ούτε εγώ θα μπορέσουμε ποτέ να αποκτήσουμε πετρελαιοπηγή. Είναι λαχείο για ανθρώπους που ουσιαστικά δεν έχουν πια καμία ανάγκη να κερδίσουν το λαχείο») και τρυφερός («ένα χαμόγελο κολλητικό σαν χασμουρητό»). Σε άλλα σημεία μάς μιλά ο απολαυστικός μισάνθρωπος, όπως όταν παρατηρεί αυτούς που ταξιδεύουν με το τρένο, που δεν του μοιάζουν για ταξιδιώτες, αλλά για βρομιάρηδες, η μπόχα της καμπίνας είναι αποπνικτική και στην όψη αυτών των κακομοίρηδων δεν υπάρχει μυστήριο.
Τη μελαγχολία και τη θλίψη διαδέχονται ζωηρές περιγραφές ή έξυπνα σχόλια για την κοινωνία της εποχής του, ενώ πάνω σε όλα κυριαρχεί η σαγηνευτική αίσθηση της περιπλάνησης και το κομψό στυλ. Τα προειδοποιητικά μηνύματα του συγγραφέα δεν εμπόδισαν, φυσικά, τις καταστροφές που ήρθαν μετά στην Ευρώπη.
Είναι ένα βιβλίο που προσφέρει μία ‒αν όχι τη μόνη‒ καλά τεκμηριωμένη γενική εποπτεία των μεταβολών στην αντίληψη και αποδοχή της σεξουαλικότητας από τον ευρωπαϊκό πληθυσμό. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει πόσο εσφαλμένη είναι η κοινότατη πεποίθηση ότι ο περιβόητος «αιώνας του σεξ», όπως συχνά αναφέρεται ο εικοστός, χαρακτηρίζεται από μια αδιατάρακτη γραμμική πορεία προς την ολοένα μεγαλύτερη απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, ενώ η αλήθεια είναι ότι η ουσιαστική απελευθέρωση επήλθε μόνο την εποχή του Μεσοπολέμου. Αργότερα, και ειδικότερα κατά τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε μια στροφή προς τον συντηρητισμό και τη συνεπαγόμενη ποικιλότροπη καταπίεσή της. Κι αυτό σχετίζεται με την αναζωογόνηση του πατριαρχικού κυττάρου στις κοινωνίες και των επακόλουθων ύπουλων ‒υπόγειων και μη‒ λειτουργιών του στα περισσότερα από τα κράτη στα οποία προπολεμικά και μεταπολεμικά άνθησε ο φασισμός. Σχετίζεται επίσης με τη μείωση των πληθυσμών στο ευρωπαϊκό έδαφος λόγω των θυμάτων πολέμου, ένα πραγματικό πρόβλημα που «θεραπεύτηκε» με δαιμονοποίηση που έφτασε μέχρι και την ποινικοποίηση της αντισύλληψης, προκειμένου να μην αναχαιτίζεται η τεκνοποίηση. Ώσπου το 1965 ξεκινά η περίφημη σεξουαλική επανάσταση, η οποία, σύμφωνα με το βιβλίο, διαρκεί μέχρι και το 1980, για να τη διαδεχτεί μια νέα περίοδος παλινδρομήσεων μεταξύ προόδου και αναστολής της απελευθέρωσης της σεξουαλικότητας, κατά την οποία εδραιώθηκε ο νέος συντηρητισμός. Αυτός με τη σειρά του εκτράφηκε από την αυξανόμενη απήχηση της συντηρητικής πολιτικής αλλά και από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όπου η Εκκλησία και ο εθνικισμός άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη επιρροή και υπονόμευαν ό,τι απέκλινε από το παραδοσιακό καλούπωμα της σεξουαλικότητας στα στεγανά της συνθήκης του γάμου.
Το βιβλίο στέκεται επίσης στην επιρροή που άσκησαν η επιδημία του ΑIDS και η ανάπτυξη του ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβισμού, που πέτυχε την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και την ενσωμάτωσή της στη mainstream σεξουαλικότητα, χάρη στην οποία φάνηκε τελικά ότι είναι μικρή η διαφορά της σεξουαλικής συμπεριφοράς μεταξύ ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων.
Επιπλέον, αναδεικνύει ως ρυθμιστικό παράγοντα της σεξουαλικής απελευθέρωσης τον κορεσμό ολόκληρης της δημόσιας σφαίρας με πορνογραφικής ωμότητας εικονογράφηση και λόγο.
Η συγγραφέας, που έχει γεννηθεί το 1961 και δημοσίευσε το εν λόγω βιβλίο της το 2011, έχει αναφέρει σε συνέντευξή της ότι η δουλειά της ως καθηγήτριας Ιστορίας σε διάφορα πανεπιστήμια της έχει προσφέρει γνώση και πρωτογενή πληροφόρηση που προέρχονται από τους φοιτητές της, ένα αυθόρμητο «δώρο» με ουσιώδη αντίκτυπο στις κατευθύνσεις που έπαιρνε η έρευνά της. Προς ανταπόδοση, λοιπόν, αυτού του «πλούτου» ερεθισμάτων που έλαβε, συγκέντρωσε σε αυτό το βιβλίο απαντήσεις στα ερωτήματα που οι φοιτητές της τής θέτουν κατ’ επανάληψη. Αυτό σημαίνει ότι είναι γραμμένο με την πρόθεση και τη φιλοδοξία να αναγνωριστεί ως θεμελιώδες κείμενο αναφοράς στον τομέα του.
Μεταξύ των πολλών επί μέρους θεμάτων που αναδεικνύει, εντυπωσιάζει η θετική συνεισφορά του προγαμιαίου σεξ στην επικράτηση του γάμου από έρωτα. Με γουρλωμένα μάτια διαβάζονται, επίσης, όσα αναφέρει για τη σεξουαλική βία κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος.
Σημαντικό στοιχείο του βιβλίου είναι η διαπίστωση ότι, αντίθετα με το τι ισχύει για τη γενική ιστορία της ανθρωπότητας, στην ιστορία της σεξουαλικότητας τα γεγονότα που μπορεί να συμβούν ξαφνικά και απρογραμμάτιστα ένα βράδυ ‒και κυρίως εκείνα που μπορεί να οδηγήσουν σε σκάνδαλο‒ έχουν κατά κανόνα πολύ πιο σημαντικό αντίκτυπο και επιφέρουν μεγαλύτερες κοινωνικές αλλαγές από τις οργανωμένες πιέσεις και τις μακροχρόνιες διεκδικήσεις των κοινωνικών συσπειρώσεων.
Ο Πρίμο Λέβι (1919-1987) γεννήθηκε, μεγάλωσε, εργάστηκε και πέρασε όλη του τη ζωή, μέχρι τον θάνατό του, στο Τορίνο, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει την πόλη και τη δουλειά του ως χημικός σε εργοστάσιο. Με μία μόνο εξαίρεση: τους έντεκα μήνες της εκτόπισής του στο Άουσβιτς (ολόκληρο το 1944) και το διάστημα που μεσολάβησε μετά την απελευθέρωσή από εκεί, και μέχρι την περιπετειώδη επιστροφή του στην γενέθλια πόλη του τον Οκτώβριο του 1945. Ήταν ένας από τους μόλις δώδεκα επιζώντες που θα επέστρεφαν στην Ιταλία από τους συνολικά 650 Ιταλούς Εβραίους της περιοχής του που επιβιβάστηκαν στο καμιόνι προς το Άουσβιτς τον Φεβρουάριο του 1944. Όπως θα έλεγε έκτοτε, η εμπειρία του στο Άουσβιτς ήταν το «πανεπιστήμιό» του. Εκεί, στη φρίκη του Ολοκαυτώματος, ήταν που διδάχτηκε τι είναι ο άνθρωπος και αυτή την κάθοδο στην κόλαση είναι που θα αφορούσαν σχεδόν όλα τα βιβλία του, δοκίμια ή μυθιστορήματα που έγραψε κατόπιν. Σημειωτέον, ο Λέβι θα είναι ο πρώτος Εβραίος συγγραφέας, και μάλιστα ήδη από το 1946, που θα τολμήσει να αποτυπώσει στο βιβλίο με τον δηλωτικό τίτλο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (θα εκδοθεί αρχικά το 1947, ενώ στα ελληνικά από την Άγρα το 1997, σε μετάφραση της Χαράς Σαρλικιώτη) την εμπειρία αυτή, όταν οι περισσότερες αυτοβιογραφικές μαρτυρίες για τα στρατόπεδα εκτόπισης άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας πολλές δεκαετίες αργότερα, καθώς το τραύμα δεν επέτρεψε στους περισσότερους την πιο ψύχραιμη επεξεργασία όσων ακραίων καταστάσεων είχαν βιώσει. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες διανοητικές καταθέσεις του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα. Το πρώτιστο ενδιαφέρον του δεν ήταν όμως απλώς η καταδίκη του ναζισμού και της γενοκτονίας των Εβραίων που αυτή η ολοκληρωτική ιδεολογία είχε προκαλέσει αλλά η βαθύτερη κατανόηση ενός ανθρωπολογικού ερωτήματος: τι είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους ακόμα και στις πιο οριακές καταστάσεις της ύπαρξης, όταν δηλαδή διακυβεύεται η ίδια μας η ύπαρξη. Εκείνο που κυρίως έκαναν τα ναζιστικά στρατόπεδα εκτόπισης ήταν η πλήρης καταπάτηση της αξιοπρέπειας του εκτοπισμένου. Ολόκληρος ο μηχανισμός του στρατοπέδου ήταν έτσι οργανωμένος ώστε ο κρατούμενος να παύει να νιώθει άνθρωπος και να περιέρχεται στην κατάσταση ενός ζώου, ενός αγριμιού που θα έκανε τα πάντα στους συγκρατούμενούς του προκειμένου να επιβιώσει ο ίδιος έναντι εκείνων. Με τον τρόπο αυτό έχανε πλήρως την ανθρωπιά του, κάτι που θα τον βάραινε για πάντα ως ντροπή εάν κατάφερνε να επιζήσει. Εξού και η αδυναμία του να μιλήσει κατόπιν για όλα αυτά. Ο Λέβι, ωστόσο, που ήταν ένας δεινός παρατηρητής των ανθρώπινων πραγμάτων και είχε κατανοήσει ήδη, όσο ήταν στο στρατόπεδο, αυτόν τον μηχανισμό απώλειας της ανθρωπινότητας των εκτοπισμένων Εβραίων, είχε εντοπίσει ταυτόχρονα και τον μοναδικό ίσως κρατούμενο που ανθίστατο σε τούτον τον εξευτελισμό: ήταν κι εκείνος Ιταλός Εβραίος, λεγόταν Λορέντσο Περόνε και για έξι μήνες, όσο ήταν και οι δύο στο στρατόπεδο, θα μοιραζόταν με τον Πρίμο τη σούπα του και θα του έδινε μια έξτρα μερίδα ψωμιού χωρίς να ζητήσει ποτέ τίποτε σε αντάλλαγμα. Αν ο Λέβι όφειλε κάπου την επιβίωσή του, ήταν εν τέλει σ’ εκείνον. Το ερώτημα που προέκυπτε συνεπώς ήταν αν όντως εκείνες οι ποιότητες που σε κάνουν άνθρωπο μπορούν ταυτόχρονα να σου επιτρέψουν να επιβιώσεις σε συνθήκες άγριας ζούγκλας. Το συμπέρασμα, όμως, του συγγραφέα, που θα το διατυπώσει ακόμα πιο καθαρά σε ένα επόμενο βιβλίο του, στο Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν (Άγρα), δεν θα είναι αισιόδοξο. Εκείνοι που κατάφεραν να επιβιώσουν ήταν μόνο όσοι είχαν χάσει την ανθρωπιά τους. Οι καλύτεροι, αντιθέτως, θα χάνονταν. Όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Λορέτσο, που, παρότι κατάφερε να επιστρέψει ζωντανός στην Ιταλία, θα πέθαινε το 1952 βουτηγμένος στο αλκοόλ. Ο ίδιος ο Λέβι θα άφηνε την τελευταία του πνοή πολύ αργότερα, το 1987, υποφέροντας από κατάθλιψη. Αν και παραμένει αδιευκρίνιστο αν επρόκειτο για αυτοκτονία, το σίγουρο είναι ότι είχε δει τι σήμαινε για τον άνθρωπο κάθοδος στον Άδη, ενόσω ήταν ακόμη στη ζωή. Και σίγουρα, για όσους παρέμεναν άνθρωποι, ένας αξιοπρεπής θάνατος φάνταζε πολύ καλύτερος από αυτό.
Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο είναι εκείνες όπου, σύμφωνα με την «προφητεία» του μυθιστορήματος, θα επικρατήσει ένα κόμμα μουσουλμάνων και η Γαλλία θα είναι η πρώτη χώρα της Ευρώπης που δημοκρατικά και αναίμακτα θα έχει υποταχθεί στο Ισλάμ.
Όλα τα βιβλία του Ουελμπέκ διχάζουν έντονα τους αναγνώστες, υπάρχουν εκείνοι που στηρίζουν τον συγγραφέα και εκείνοι που προτιμούν να τον μισούν. Ωστόσο η Υποταγή, που εκδόθηκε το 2015, κατέρριψε κάθε προηγούμενο ρεκόρ, παγώνοντας και τους σιωπηλούς μετριοπαθείς αλλά και μερικούς φανατικούς θαυμαστές του. Γιατί πράγματι είναι το πιο διφορούμενο και μάλλον το πιο «διαστροφικό» κείμενό του, επειδή τοποθετεί την εικασία στην οποία βασίζεται τόσο στο κέντρο του φάσματος της πραγματικότητας που βιώνουμε όσο και στο κέντρο ενός φάσματος πιθανοτήτων, οι οποίες, αν και δείχνουν σαν πειρακτικές τερατολογίες του συγγραφέα, εκφύονται από υπαρκτούς φόβους των Γάλλων (και του δυτικού κόσμου γενικότερα) ενώπιον του Ισλάμ, εντός και εκτός των θυρών της χώρας τους και της Ευρώπης.
Κι έτσι, με την Υποταγή ξέσπασε μια ακόμα πιο έντονη πολεμική εναντίον του Ουελμπέκ, από την οποία το μόνο που προέκυψε, για άλλη μία φορά, ήταν το πόσο εκείνος είναι συμβιβασμένος με την αναπόφευκτη μοίρα κάθε μισάνθρωπου, η οποία είναι η εξής απλή: οι άνθρωποι να τον μισούν ακριβώς τόσο όσο τους μισεί κι εκείνος.
Σύμφωνα με την Υποταγή λοιπόν, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022 στη Γαλλία κονταροχτυπιούνται στις κάλπες το πολύ γνωστό και υπαρκτό εθνικιστικό και ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν και η Μουσουλμανική Αδελφότητα που δεν υφίσταται ως κόμμα, της οποίας αρχηγός είναι ο μετριοπαθής και ικανότατος Μοχάμεντ Μπεν Αμπές, ο οποίος καταφεύγει σε συνασπισμούς με την αριστερά, τη δεξιά και το κέντρο και καταφέρνει τελικά να κερδίσει τις εκλογές. Η Γαλλία γίνεται ισλαμικό κράτος, τεράστια ποσά πετροδολαρίων εισρέουν στη χώρα για επενδύσεις προς επίτευξη ενός ιδανικού και πλήρους εξισλαμισμού. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα μοιράζει τα υπουργεία στα κόμματα με τα οποία συνεργάστηκε στις εκλογές, κρατώντας για εκείνη το υπουργείο Παιδείας, επειδή θεωρεί πως μόνο με τον έλεγχο της δημόσιας παιδείας το Ισλάμ θα επιβάλει τους όρους και την κυριαρχία του. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου που τα παρακολουθεί όλα αυτά λέγεται Φρανσουά, είναι Γάλλος και καθηγητής στην Σορβόνη. Αποτελεί αντιπροσωπευτική φιγούρα του σύμπαντος στο οποίο εξελίσσονται όλα τα κείμενα του Ουελμπέκ. Αυτό σημαίνει ότι η ανέμπνευστη διέξοδος της περιγραφής του ως καταθλιπτικού ατόμου είναι ανεπαρκής. Θα ταίριαζε καλύτερα να τον εντάξει κάποιος στο ψυχικό πεδίο της «κατατονίας», υπό την έννοια ότι μοιάζει τόσο παγωμένος έναντι της ζωής, που δείχνει σαν να βιώνει ένα συνεχές έλλειμμα κινητικότητας. Και, φυσικά, είναι το είδος του ανθρώπου που δεν επιθυμεί να υπερασπιστεί καμία πολιτισμική αξία της κοινωνίας του, η οποία είναι παραδομένη στον ατομικισμό, απογοητευμένη από τα πάντα και εντελώς απαθής απέναντι στην παρακμή της.
Μέσα σε ένα τέτοιο φόντο όσοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από το σύστημα στο οποίο ζουν ατενίζουν την καταστροφή του χωρίς ανησυχία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, το να δηλώσει κάποιος την υποταγή του σε μια άλλη λογική προγράμματος ζωής και ύπαρξης δεν θα τον φέρει αντιμέτωπο με κάποιο πένθος ή την ανάγκη να μετανιώσει για την απόφασή του. Ουσιαστικά αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε η Υποταγή: εκφράζει, κυρίως με σαρκασμό, μια πλήρη απόρριψη του σύγχρονου πολιτισμού μας και του συστήματος των ηθικών αξιών στις οποίες όλοι διατεινόμαστε ότι εξακολουθούμε να πιστεύουμε, αλλά αυτό δεν επαληθεύεται ποτέ στην πράξη.
Τα σεντόνια στο κρεβάτι είναι ακόμη ζεστά, το γαλλικό μυθιστόρημα της βασίλισσας Ντράγκα ανοιχτό και πεταμένο βιαστικά, όταν οι συνωμότες των Καρατζόρτζεβιτς μπαίνουν τη νύχτα της 10ης προς την 11η Ιουνίου 1903 στη βασιλική κρεβατοκάμαρα. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Ομπρενόβιτς και η βασίλισσα Ντράγκα μόλις που προλαβαίνουν να κρυφτούν σ’ έναν βοηθητικό χώρο. Σχεδόν γυμνοί. Ο βασιλιάς μ’ ένα κόκκινο πουκάμισο, η βασίλισσα με την κομπινεζόν και μία μόνο κίτρινη κάλτσα. Οι συνωμότες τους ανακαλύπτουν και τους γαζώνουν με εκατοντάδες σφαίρες. Στη συνέχεια, βεβηλώνουν τα πτώματα. «Μαχαίρωσαν τα πτώματα με σπαθιά, τα ξέσκισαν με μια μπαγιονέτα, τα ξεκοίλιασαν εν μέρει και τα λιάνισαν μ’ ένα τσεκούρι, ώσπου έγιναν αγνώριστοι», σύμφωνα με μια μαρτυρία του Ιταλού κουρέα του βασιλιά, που τον διέταξαν να ντύσει τα πτώματα και να τα ετοιμάσει για την κηδεία.
Το κομμάτι του αποξηραμένου δέρματος από τον μαστό της βασίλισσας το κουβαλούσε πάντα μαζί του σαν τρόπαιο ο βασιλοκτόνος αξιωματικός Βέμιτς. Ήταν το τεκμήριο μιας βασιλοκτονίας και ταυτόχρονα ενός κυνηγιού αλληλοεξόντωσης δύο βαλκανικών δυναστειών, των Ομπρενόβιτς και των Καρατζόρτζεβιτς. Ένα κυνήγι τοπικό που βρίσκεται στην αφετηρία μίας από τις μεγαλύτερες εκατόμβες του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, από κεί που άρχισαν όλα.
Το γεγονός της βασιλοκτονίας παρουσιάζει ο ιστορικός Κρίστοφερ Κλαρκ στο συναρπαστικό βιβλίο του Οι υπνοβάτες - Πώς η Ευρώπη πήγε στον Πόλεμο το 1914. Ο Κλαρκ μας δείχνει εδώ «τις πολυμερείς διεργασίες αλληλεπίδρασης» και επιμένει στις «βραχείας εμβέλειας και αστάθμητες ανακατατάξεις που καθόρισαν τη διαμόρφωση των συνθηκών κάτω από τις οποίες ξετυλίχτηκε η κρίση του 1914». Από την οπτική αυτή, η αφήγηση του Κλαρκ είναι πολύ πρωτότυπη, αφού δίνει σημασία εξίσου και στη μεγάλη εικόνα και στις μικρές.
Αυτή η οπτική αποτυπώνεται και στη δομή του βιβλίου. Ένα πρώτο μέρος με την κατάσταση στα Βαλκάνια, πολύ πριν από το καταλυτικό γεγονός του Σαράγεβο, δηλαδή τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου. Ένα δεύτερο μέρος με το τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ένα τρίτο –και τελευταίο‒ με την επιστροφή στα Βαλκάνια, τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου και την έκρηξη του πολέμου. Ο Κλαρκ αναφέρεται επίσης στις «δομές» που αναδύονται μεταξύ 1904-07, διάστημα που το ονομάζει «εποχή μεγάλης καμπής», χωρίς τις οποίες δεν θα ήταν εφικτός ο ηπειρωτικός πόλεμος, και συνδέει τη γενίκευση της σύρραξης με το «πώς οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων διαμόρφωσαν το περιεχόμενο των πολιτικών και πώς το χαλαρωτικό δίκτυο των ηπειρωτικών συμμαχιών συμπλέχθηκε με συγκρούσεις που εξελίσσονταν στα Βαλκάνια». Εδώ τοποθετεί και το επεισόδιο στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά Αλέξανδρου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσέγγιση του Κλαρκ είναι βαλκανοκεντρική – και αυτό είναι μια πρωτιά στην ιστοριογραφία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι το βιβλίο που έρχεται πρώτο στο μυαλό του αγγλοσαξονικού κόσμου στο άκουσμα της λέξης «Ευρώπη». Ίσως πρόκειται για την πιο φαντασμαγορική, όπως ακριβώς περιγράφει ο τίτλος, εικόνα του ελεύθερου, ανεξάρτητου ευρωπαϊκού ταμπεραμέντου όπως εκφράστηκε από τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που κατέκλυσαν το Παρίσι την περίοδο του Μεσοπολέμου, διαμορφώνοντας την ελευθεριακή εικόνα της πόλης του φωτός. Όλο το σκηνικό της αβίαστης δημιουργικότητας, που εκφραζόταν μέσα από κείμενα αλλά και συζητήσεις με τη συνοδεία αμέτρητων κρασιών και ερώτων, ξεδιπλώνεται στις σελίδες του κλασικού πλέον αυτοβιογραφικού αυτού έργου. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1964, δηλαδή τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Νομπελίστα, και συνιστά το πιο χαρακτηριστικό χρονικό της εποχής της ευρωπαϊκής περιπλάνησης, τότε που ο Χέμινγουεϊ πρωτοήρθε σε επαφή με τα μεγάλα πνεύματα και τις μεγάλες αναταράξεις που συγκλόνισαν τη γηραιά ήπειρο. Στο Παρίσι ο ίδιος δεν συνευρέθηκε μόνο με άλλα μέλη της λεγόμενης «Χαμένης Γενιάς» όπως το ζεύγος Φιτζέραλντ, αλλά ανέπτυξε και στενή φιλία με τον Τζον Ντος Πάσος, τη Γερτρούδη Στάιν και άλλους κορυφαίους συγγραφείς. Περιγράφει, μεταξύ άλλων, αναλυτικά και με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τις ευρωπαϊκές περιπλανήσεις του και το πώς τελικά βρέθηκε στην πόλη του φωτός μαζί με την πρώτη του γυναίκα και τον γιο τους, ενώ καταθέτει τις σκέψεις του για τη λογοτεχνία και δεν φοβάται να κριτικάρει ακόμα και τους πιο περίοπτους ομοτέχνους του. Ήταν τότε, επίσης, που ο σπουδαίος Πάουντ μεσολάβησε ώστε ο Χέμινγουεϊ να δημοσιεύει κείμενά του σε διαφορετικά περιοδικά ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Είναι το ίδιο διάστημα που ο Χέμινγουεϊ δανείζεται βιβλία αλλά και χρήματα από τη διάσημη ιδιοκτήτρια του «Shakespeare & Co» Σίλβια Μπιτς, όταν, παρά την ανέχεια, βίωνε, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αν είχες την τύχη να ζήσεις τα νιάτα σου στο Παρίσι, τότε, όπου κι αν βρεθείς την υπόλοιπη ζωή σου, θα το κουβαλάς μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μια αέναη γιορτή». Ενδεχομένως η μυθολογία της Ευρώπης και η άχραντη στα μάτια των Αμερικανών εικόνα του Παρισιού να μην υπήρχαν χωρίς αυτό το βιβλίο.
Ήταν αρχές της άνοιξης του 1932. Οι αγρότες της Ουκρανίας είχαν αρχίσει να λιμοκτονούν. Παιδιά πρησμένα από την πείνα, οικογένειες που έτρωγαν από το γρασίδι και τα ζώα εξαφανισμένα από την ύπαιθρο. Ηλικιωμένοι, νέοι και παιδιά ήταν πεινασμένοι, εξαντλημένοι, παγωμένοι και άπλυτοι. Η κατάσταση γίνονταν όλο και χειρότερη. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα παρουσιάστηκαν ακραία φαινόμενα κανιβαλισμού, κλοπών και άλλων ανόμων πράξεων. Την ίδια στιγμή, γονείς εγκατέλειπαν τα παιδιά τους, τα ορφανοτροφεία γέμιζαν, ενώ τα πτώματα είχαν προκαλέσει υγειονομική κρίση. Παράλληλα, η ελίτ της Ουκρανίας δεχόταν συλλογική επίθεση με συλλήψεις και φόνους διανοουμένων, ακαδημαϊκών, συγγραφέων και καλλιτεχνών. Όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του Σοβιετικού ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν να κολεκτιβοποιήσει τη γεωργία το 1929. Έκτοτε, αυτή η μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ουκρανίας και της Ευρώπης γενικότερα ονομάστηκε Χολοντομόρ (Holodomor) και αναφέρεται ακριβώς στον λιμό που εκδηλώθηκε στην τότε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας από το 1932 έως το 1933 και κορυφώθηκε στα τέλη της άνοιξης του 1933.
Την αποκαλυπτική ιστορία του Κόκκινου Λιμού, ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του Στάλιν, που οι προεκτάσεις του είναι αισθητές μέχρι σήμερα, εξιστορεί η διακεκριμένη ιστορικός Aν Άπλμπαουμ στο βιβλίο της Ο κόκκινος λιμός - Ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας. Διατρέχοντας όλα τα συνταρακτικά γεγονότα ‒αποτέλεσμα διεισδυτικής και αναλυτικής έρευνας‒ που παρατίθενται στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να αναζητήσει στις αιτίες αλλά και τα τρομερά συμβάντα αυτού του πολύπλοκου θέματος. Να θυμίσουμε ότι το σοβιετικό κράτος είχε φροντίσει να καταστρέψει όλα τα τοπικά αρχεία σχετικά με την ιστορία του λιμού της περιόδου 1932-1933 και να αλλοιώσει τα δεδομένα των απογραφών, ενώ οι Ουκρανοί απαγορευόταν να μιλούν για όσα είχαν συμβεί.
Ουσιαστικά, η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της παραγωγής, την αποδιοργάνωση της αγροτικής οικονομίας και ένα πρωτοφανές έλλειμμα τροφίμων, πυροδοτώντας μια σειρά αγροτικών εξεγέρσεων. Σε μια περίοδο που κυριαρχεί η πολεμική σύρραξη Ρωσίας - Ουκρανίας αξίζει να διαβαστεί η καθηλωτική και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη της βραβευμένης ιστορικού και συγγραφέως. Να θυμίσουμε ότι η Aν Άπλμπαουμ είναι καθηγήτρια στο London School of Economics, αρθρογραφεί στη «Washington Post», στη «New York Review of Books», στο «Atlantic» και είναι συγγραφέας των εμβληματικών βιβλίων Γκουλάγκ και Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Η μελέτη του λιμού βοηθά, κατά την Αμερικανίδα διανοουμένη, να εξετάσουμε τη σημερινή Ουκρανία, καθώς προσφέρει έναν οδηγό ερμηνείας της πολιτικής συμπεριφοράς της Ρωσίας, η οποία πάντοτε θεωρούσε ότι οι Ουκρανοί είναι «ένας λαός με τους Ρώσους». «Είμαστε ένας λαός, ένα ενιαίο σύνολο», έγραφε σε πρόσφατο άρθρο του ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν.
Σύμφωνα με τη ρήση του διάσημου ιστορικού Tίμοθι Σνάιντερ, «η επιβεβλημένη λιμοκτονία των Ουκρανών αγροτών ήταν μέρος μιας ευρύτερης (σοβιετικής) πολιτικής κατά του ουκρανικού έθνους». Αυτός ο καταστροφικός λιμός, ο πιο φονικός στην ευρωπαϊκή ιστορία, προκάλεσε τον θάνατο τεσσάρων εκατομμυρίων Ουκρανών με την αιτιολογία της τιμωρίας της χώρας για την απείθεια που έδειξε στο σοβιετικό καθεστώς κατά τις ουκρανικές επαναστάσεις του 1917 και του 1930. Όπως σημειώνει η Άπλμπαουμ, αντί να στείλει βοήθεια, το σοβιετικό κράτος χρησιμοποίησε τον λιμό για να απαλλαγεί από ένα πολιτικό πρόβλημα. Έτσι, οι νεκροί Ουκρανοί υπήρξαν τα στοχευμένα θύματα του κράτους.
Η ιστορία του λιμού ήταν μια ευρωπαϊκή τραγωδία χωρίς ευτυχές τέλος. Ο ουκρανικός λαός εδώ και πολλά χρόνια παλεύει να διαφυλάξει την εθνική του ταυτότητα, αλλά, δυστυχώς, όλες οι προσπάθειες έχουν πνιγεί στο αίμα. Στο συγκλονιστικό χρονικό που μας προσφέρει η γνωστή συγγραφέας αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα πόσες φορές επιχειρήθηκε ο εκρωσισμός της ουκρανικής ταυτότητας. Σήμερα, που ο πόλεμος ακόμη μαίνεται στα εδάφη της, η Ουκρανία για άλλη μια φορά αναμετριέται με το πληγωμένο παρελθόν της. Και η Ευρώπη έρχεται αντιμέτωπη μ’ ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα στην ιστορία της.
Το πιο προκλητικό ίσως μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα συνοψίζει με τον πιο άγριο, κραυγαλέο, εκκωφαντικό, καταγγελτικό και γοητευτικά λογοτεχνικό τρόπο το τρομακτικό τοπίο του πολέμου που κατασπάραξε όλες τις αλήθειες και τις ανέμελες αβεβαιότητες. Βιώνοντας από κοντά τον θάνατο σε κάθε μορφή του, ως στρατιώτης και γιατρός στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και κρατώντας μια πένα που είναι σαν να βουτάει πρώτα στη χολή για τη φύση του ανθρώπου και μετά στο αίμα, ο αφόρητα ταλαντούχος Λουί-Φερντινάν-Ογκίστ Ντετούς (το πραγματικό και πλήρες όνομα του Σελίν) αφουγκράζεται την ικμάδα της ανθρώπινης ύπαρξης και κάθε υπαρξιακή αγωνία. Ο Σελίν δεν μπορεί να δει κανένα γαλάζιο σύννεφο να απλώνεται πάνω από την ευρωπαϊκή ήπειρο, παρά μόνο απελπισία, φρίκη και αίμα: «Η αλήθεια τούτου του κόσμου είναι ο θάνατος. Πρέπει να διαλέξεις, ή το τέρμα ή το ψέμα. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σκοτωθώ», γράφει μέσα από τον ήρωα-alter ego του Μπαρνταμού. Ξέρει, άλλωστε, ότι εκτός από τη φρίκη των χαρακωμάτων που έζησε ο ίδιος από κοντά στην Ευρώπη, υπάρχουν οι πιο μακρινές αμαρτίες της αποικιοκρατίας, η υποδούλωση, η αθλιότητα των απρόσωπων εργοστασίων, οι δοξασίες της μάζας, η μετριότητα, η κακία και η ψευτιά που περιγράφονται με καταγγελτική ακρίβεια στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Με άλλα λόγια, όλα αυτά που βίωσε και τον μετέτρεψαν σε έναν από τους πιο γνωστούς μισάνθρωπους της Ιστορίας, με έναν λόγο όμως που ελάχιστοι κατάφεραν να αρθρώσουν στα ατελείωτα κατηγορώ κατά των προφάσεων του ευρωπαϊκού ιδεώδους.
Γι’ αυτό και δύσκολα μπορείς να δώσεις στον Σελίν έναν μόνο χαρακτηρισμό όπως αυτός του αντισημιτισμού που έσπευσαν πάρα πολλοί να του αποδώσουν εξαιτίας των περιγραφών του κατά των Εβραίων αλλά και των προσωπικών του δηλώσεων. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Σελίν εκφράζει έντονο αποτροπιασμό προς οποιαδήποτε φυλετική ή εθνική κοινότητα, ακόμα και τη δική του, και ο ίδιος, παρότι αγοραφοβικός και μισάνθρωπος, δεν έπαψε ποτέ να δείχνει ευαισθησία προς τους πάσχοντες, φροντίζοντας κάθε κατατρεγμένο στο φτωχό του δωματιάκι, όπου ζούσε μόνος, παρέα με τον παπαγάλο του. Το βιβλίο του έχει, άλλωστε, τεράστιες δόσεις αυτοβιογραφικών εμπειριών, αφού και ο ίδιος, όπως και ο ασυμβίβαστος ήρωάς του Μπαρνταμού, αποφάσισε να καταταγεί στον στρατό και να πολεμήσει ενάντια στους Γερμανούς στον Α’ Παγκόσμιο, ξεκινώντας έτσι το δικό του Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Αφού ζει το παράλογο του πολέμου, αποφασίζει να λιποτακτήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει, εξασφαλίζοντας μάλιστα, με ειρωνικό τρόπο ένα σχετικό παράσημο, καθώς τραυματίζεται και αλλάζει διάφορα νοσοκομεία. Φεύγοντας, αηδιασμένος, από την Ευρώπη, πηγαίνει στην Αφρική, για να διαπιστώσει τις φρικαλεότητες των αποικιοκρατών Ευρωπαίων, ενώ η επόμενη μετάβασή του στην Αμερική δεν θα είναι διόλου καλύτερη, αφού εκεί θα νιώσει με τον χειρότερο τρόπο τη φτώχεια και την εκμετάλλευση στα απέραντα, απρόσωπα και απάνθρωπα εργοστάσια του Ντιτρόιτ. Επιστρέφοντας και πάλι στη Γαλλία για να σπουδάσει γιατρός, ο Μπαρνταμού διαπιστώνει, μέσα από το επάγγελμά του αυτήν τη φορά, την αναλγησία και την απληστία της ανθρώπινης φύσης, για να καταλήξει πως τίποτα δεν σώζει τον άνθρωπο και συνολικά την Ευρώπη από τις αμαρτίες της, τίποτα δεν είναι περισσότερο σαθρό από την αυταπάτη ότι μπορεί κανείς να ξεφύγει από την ανθρώπινη φύση. Το χυδαιότερο, μάλιστα, απ’ όλα είναι να νομίζει κανείς ότι αξίζει να πολεμήσει για κάτι, να σκοτώσει τον συνάνθρωπό του για μια ψεύτικη ιδέα. Ως γνήσια φιλειρηνιστής, ο Σελίν το διακηρύσσει ξεκάθαρα: «Ήμουνα τώρα παγιδευμένος σ’ αυτήν τη μαζική φυγή, προς τον ομαδικό φόνο, προς τη φωτιά… Ερχόταν από τα έγκατα κι ήταν πια εδώ».
O Στέφαν Τσβάιχ υπήρξε από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ιδέας, καθώς είχε διαβλέψει από νωρίς πως η τρομακτική άνοδος των εθνικισμών θα σήμανε το τέλος της αλλά και πως η ίδια θα αντιστεκόταν μέσα από τις πνευματικές της κατακτήσεις. Πρόκειται για το μεγάλο όραμα της κοινής ευρωπαϊκής ιδέας και παιδείας που βασιζόταν στην καλλιέργεια, στα κοινά ακούσματα και διαβάσματα, το οποίο δεν έπαυε να διακηρύσσει με τα παρεμβατικά του κείμενα ο ίδιος, τολμώντας, μάλιστα, να προχωρήσει, μαζί με τον Τόμας Μαν, στη δημιουργία μιας κοινής ομάδας κατά του φασισμού και υπέρ της ειρήνης. Από νωρίς έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την αναπόφευκτη έλευση του ναζισμού και την πανταχού επικράτηση των εθνικισμών, δηλαδή του δηλητηρίου που, όπως έλεγε, πότιζε το ήδη τραυματισμένο σώμα της Ευρώπης. Εκτός από τα παρεμβατικά του κείμενα το 1932 και του 1934, ο Τσβάιχ αποφάσισε να γράψει το χρονικό ενός κόσμου που χάνεται, μιας Ευρώπης μεγαλεπήβολης, με επιβλητικά πολιτιστικά μνημεία, εν είδει αυτοβιογραφίας, στην οποία έδωσε τον τίτλο Ο κόσμος του χθες. Εδώ η Αυστρία προβάλλεται ως μια αυτοκρατορία, που ωστόσο εμφύσησε στους κατοίκους της, ειδικά σε αυτούς της Βιέννης, την αίσθηση ότι δεν ανήκουν σε ένα κράτος αλλά σε έναν τεράστιο πολιτισμό και αυτούς καλούσε, όπως και όλους τους Ευρωπαίους συνομιλητές του, Γερμανόφωνους και μη, να αναλογιστούν, προτού παραδώσουν στα χέρια του Χίτλερ, τον πρώτο λόγο και την εξουσία, προτού καταργήσουν όλα τα παραδεδομένα παιδευτικά πρότυπα.
Με τρόπο γλαφυρό και με τη γνωστή μυθιστορηματική του δεινότητα ο Τσβάιχ περιγράφει τη Βιέννη και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις ως κέντρα ενός πολιτισμού που κινδυνεύουν να παραδοθούν χωρίς αντίσταση στη σαρωτική λαίλαπα του φασισμού, γι’ αυτό και κάνει έκκληση για κοινή ειρήνη με σκοπό τη διατήρηση και την πρόοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από το Βερολίνο την εποχή της Βαϊμάρης έως το αντίστοιχα κοσμοπολίτικο Παρίσι, όλες οι ευρωπαϊκές πόλεις απέπνεαν μια αισιόδοξη αίσθηση που κινδύνευε να συντριβεί από τον φασισμό που είχε αρχίσει ήδη να επικρατεί παντού. Απέναντι στους μικρόνοες πολιτικούς ο Τσβάιχ εξακολουθεί να προτάσσει ως ιδανικούς συνομιλητές τον Ρολάν, τον Ρίλκε, τον Φρόιντ, τον Στράους. Ωστόσο η απαισιοδοξία του ότι ο ολοκληρωτισμός έδειχνε ήδη απειλητικά τα δόντια του τον ανάγκασε, αφού παρέδωσε τον Κόσμο του χθες στον εκδότη του, να αφήσει την αγαπημένη του Βιέννη και να αναζητήσει αλλού καταφύγιο, αρχικά στο Παρίσι και κατόπιν στο Λονδίνο. Η συντριπτική επέλαση του Χίτλερ τον ανάγκασε να καταφύγει μαζί με την αγαπημένη του στη Βραζιλία, όπου προέβη στο απονενοημένο διάβημα. Δυστυχώς, οι φόβοι του για τη σαρωτική επικράτηση του Χίτλερ επαληθεύτηκαν με τον χειρότερο τρόπο, αναγκάζοντας αυτόν τον εμπνευσμένο και χαρισματικό Εβραίο να αφανιστεί, μαζί με όλους τους υπόλοιπους Εβραίους που καταδιώχτηκαν, φυλακίστηκαν και θανατώθηκαν, στερώντας μας ταυτόχρονα ένα πολύτιμο πολιτιστικό κεφάλαιο ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ίσως ελάχιστοι ιστορικοί έχουν γράψει με τέτοια ενάργεια για όλα τα μεγάλα γεγονότα του εικοστού αιώνα και σίγουρα ακόμα λιγότεροι τον έχουν ζήσει στις πιο ακραίες εκφάνσεις και στα μεγάλα γεγονότα του όπως ο Έρικ Χομπσμπάουμ. Ωστόσο, ο γεννημένος το 1917 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Εβραιοπολωνικής καταγωγής Βρετανός ιστορικός έφυγε από τη ζωή το 2012, έχοντας καλύψει κυριολεκτικά όλο το εύρος του πολυτάραχου αιώνα, έχοντας λάβει μέρος στον Β’ Παγκόσμιο και έχοντας καταδιωχθεί από τους ναζί αλλά και από τους πολιτικούς του αντιπάλους που έβαζαν προσκόμματα στην εντυπωσιακή πανεπιστημιακή καριέρα του. Η καταξίωσή του, όμως, ήταν καθολική και συνοδεύτηκε με μια σειρά από βραβεία για την προσφορά του στην ιστορική έρευνα. Διαθέτοντας τον καβαφικό κοσμοπολιτισμό που ξεπέρασε τα σύνορα, ο Έρικ Χομπσμπάουμ, μέσα από το έργο του, φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην καίρια συμβολή του πολιτισμού στην Ιστορία, μπολιάζοντας τα προσωπικά του βιώματα, την αγάπη του για το λεγόμενο περιθώριο του πολιτισμού, όπως ήταν τότε, για παράδειγμα, η τζαζ, με κεντρικά ιστορικά δεδομένα. Με αντίστοιχο τρόπο, γεγονότα που δεν φωτίζονται αρκετά από την Ιστορία, η οποία, ως γνωστόν, γράφεται πάντα από την πλευρά των νικητών, αποκαλύπτονται στο τελευταίο μέρος της τετραλογίας του που αφορά την εποχή των μεγάλων πολέμων και των ιδεολογικών συγκρούσεων στην Ευρώπη, σαν να πρόκειται για μια υπόθεση προς διαρκή εξερεύνηση. Άλλωστε, όπως είχε πει και ο Μαρκ Μαζάουερ, ο Χομπσμπάουμ δεν έπαψε ποτέ να γράφει «με τη γλαφυρότητα ενός συγγραφέα αστυνομικών βιβλίων και την ικανότητα ενός ντετέκτιβ», κάνοντας την ιστορική επιστήμη αγαπητή και προσφιλή στο ευρύ κοινό. Άμεσα επηρεασμένος από τη Σχολή των Annales, που τόλμησε να αφαιρέσει τη γεγονοτολογική και ημερολογιακή διάσταση από την Ιστορία και να δώσει έμφαση στις ανθρωπολογικές εκφάνσεις που διαμόρφωσαν τους πολιτισμούς και προκάλεσαν αντίστοιχες συγκρούσεις, ο Χομπσμπάουμ έγραψε για τον σύντομο, όπως τον αποκαλεί, εικοστό αιώνα, μελετώντας κάθε του διάσταση και εκδοχή και δίνοντας έμφαση στους δύο μεγάλους πολέμους αλλά και στην περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε σε όλη την Ευρώπη. Ειδικά η Εποχή των Άκρων εστιάζει όχι τόσο στις μεγάλες μάχες αλλά στις εποχές που σημάδεψαν τις μεγάλες αλλαγές. Η πρώτη εποχή, που ονομάζει «Εποχή της καταστροφής», εκτείνεται από τον Α’ μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα γνωστά αιματηρά γεγονότα και την επέλαση του ναζισμού, την οποία βίωσε και ο ίδιος από πρώτο χέρι ως Εβραίος, η δεύτερη, η λεγόμενη «Χρυσή Εποχή», καλύπτει το πρώτο τέταρτο της μεταπολεμικής περιόδου, της λεγόμενης «αισιοδοξίας» που γέννησε η κεϊνσιανή οπτική, η γέννηση του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και σταματάει στην πετρελαϊκή κρίση του 1973. Τότε είναι που ξεκινάει η τρίτη φάση, την οποία περιγράφει ως «Σαρωτική Νίκη», αναφερόμενος στην πλήρη επικράτηση των αγορών και των τραπεζών και στη μεγάλη μετάβαση σε μια άλλη εποχή που προκάλεσε το γεγονός ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έφυγαν από τον έλεγχο των εθνών-κρατών, διαμορφώνοντας την εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Απόλυτα καχύποπτος με τις εποχές της φαινομενικής ευμάρειας, ο Χομπσμπάουμ προέβλεψε εγκαίρως ότι η ανάπτυξη που σημειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και στις αρχές του εικοστού πρώτου δεν επρόκειτο να έχει μεγάλη διάρκεια, επειδή δεν είχε κανένα έρεισμα στην πραγματική οικονομία. Τέλος, στον άκρως προφητικό του επίλογο μας προειδοποιεί ότι η εποχή των συγκρούσεων δεν έχει παρέλθει, προβλέποντας με τον πιο οδυνηρά προφητικό τρόπο αναπόφευκτες πολεμικές συρράξεις και πολέμους για τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Τα Φερντιντούρκε, Πορνογραφία, Υβόνη - Πριγκίπισσα της Βουργουνδίας, Υπερατλαντικός ή Τρανσατλαντίκ και φυσικά η Οπερέτα, που είχαμε την τύχη να δούμε εδώ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, είναι μερικά μόνο από τα εμβληματικά έργα του κορυφαίου Πολωνού θεατρικού συγγραφέα και φιλοσόφου Βίτολντ Μάριαν Γκομπρόβιτς, ο οποίος συντάραξε όλες τις παραδεδομένες αντιλήψεις της Ευρώπης και τις ανέτρεψε ακριβώς για να τις επικυρώσει, μεταρσιώνοντάς τες ταυτόχρονα, για να συνεχίσουν σε έναν κόσμο παράλογο και οριακό. Όλα του τα έργα, άλλωστε, δεν είναι παρά μια άλλη ματιά στις μεγάλες αφηγήσεις ‒η Πορνογραφία συνιστά ένα καυστικό σχόλιο στο βουκολικό μυθιστόρημα, η Υβόνη στο σύγχρονο έπος‒ και κυρίως προσφέρουν μια ανατρεπτική ματιά στα μεγάλα ερωτήματα που είχε θέσει προ πολλού η ευρωπαϊκή σκέψη. Ειδικά στη Διαθήκη ο Πολωνός στοχαστής μάς παρασύρει, συζητώντας με τον φιλόσοφο Ντομινίκ ντε Ρου, σε μια περιπλάνηση στο βάθος της ευρωπαϊκής σκέψης, στις οντολογικές διαφορές μεταξύ του πιο μεταφυσικού βάθους της πολωνικής ενορατικής σύλληψης και της πιο καρτεσιανής γαλλικής που καθόρισε το ευρωπαϊκό πνεύμα, στη μόνιμη επαφή του με το παράλογο, το κενό και τη σιωπή. Αφού είχε βουτήξει κυριολεκτικά στα απύθμενα βάθη της φιλοσοφικής σκέψης των Καντ, Σοπενάουερ, Ραμπελέ και Γκαίτε, στην πορεία βρέθηκε πολύ πιο κοντά στη μισανθρωπική επίγνωση του Πασκάλ, υποτασσόμενος στην τεράστια σφραγίδα που βάζει στην ανθρώπινη κατάσταση η επίγνωση της κοινής, αναπόφευκτης μοίρας. Κάπως έτσι παραδόθηκε και ο ίδιος στο πολωνικό πεπρωμένο του, το οποίο θεωρούσε συνώνυμο της ευρωπαϊκής κουλτούρας και ταυτόχρονα μακριά από αυτή, λέγοντας πως η Πολωνία, ως «χώρα-πέρασμα, όπου η Ανατολή και η Δύση απορροφούν η μία τους κραδασμούς της άλλης», είναι ταυτόχρονα αυτή που έχει φτιαχτεί για να στραγγαλίζεται «από το τραύμα της απώλειας της ανεξαρτησίας των τοπικών μας δυστυχιών». Διαπιστώσεις που ωφέλησαν τα μάλα τον ευρωπαϊκό στοχασμό, έστω και με αυτές τις δηλητηριώδεις δόσεις, που ήταν επαρκείς ώστε να βρεθεί το φάρμακο για μια καλύτερη θέαση της ευρωπαϊκής ηπείρου από ένα λιγότερο προνομιακό σημείο, όπως αυτό της Πολωνίας. Το είχε τονίσει με κάθε τρόπο ότι η αναθεώρηση της ευρωπαϊκής μορφής θα μπορούσε να επέλθει μόνο από εξωευρωπαϊκή θέση, από κει όπου τα πάντα φαίνονται ακόμα μη αποσαφηνισμένα. Ίσως γι’ αυτό η σκέψη του, όπως αποκαλύφθηκε μέσα από αυτή την τελευταία του κατάθεση, τη Διαθήκη, είναι σήμερα πιο ωφέλιμη από ποτέ.
Τα βιβλία της απαγορεύτηκαν από νωρίς στη Ρωσία, το όνομά της συνιστά ακόμα και σήμερα απειλή για τα χρόνια μυθεύματα της άλλοτε πανίσχυρης ΕΣΣΔ, το σθένος της ανίκητο. Αψηφώντας όλους τους κινδύνους και τους φόβους, η συγγραφέας και δημοσιογράφος Σβετλάνα Αλεξάντροβα Αλεξίεβιτς ταξίδεψε δύο μόλις χρόνια μετά το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ στην κωμόπολη Πριπιάτ, μίλησε με τους κατοίκους και κατέγραψε τις προφορικές μαρτυρίες σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο με το όνομα που τρόμαξε τον πλανήτη (Το Τσερνόμπιλ έγινε και σειρά με μεγάλη επιτυχία). Ήταν σαφές ότι για πρώτη φορά οι άνθρωποι της χώρας της ‒η μητέρα την ήταν Ουκρανή και ο πατέρα της Λευκορώσος‒ αποκτούσαν όχι μόνο φωνή αλλά και συνείδηση του ότι η άλλοτε πανίσχυρη Σοβιετία δεν ήταν αυτή που πίστευαν, ότι τους είχε εκθέσει εν αγνοία τους μαζικά στον θάνατο. Μετά το ατύχημα του Τσερνόμπιλ η σοβιετική μηχανή, που οι πολίτες της θεωρούσαν άτρωτη, είχε διαρραγεί σοβαρά, ακριβώς όπως ο πυρηνικός αντιδραστήρας, με αποτέλεσμα να επέλθει η αρχή του τέλους για την άλλοτε κραταιά ΕΣΣΔ. Η Αλεξίεβιτς, ως κάτοικος μιας χώρας που ανέκαθεν υπέφερε ‒πιο γνωστό από τα δεινά είναι ο περίφημος «Κόκκινος Λιμός», ο οποίος κυριολεκτικά ξεκλήρισε τον πληθυσμό της‒, και σήμερα συντρίβεται από τον Πούτιν, δεν ήθελε να ζει άλλο στο ψέμα και αποφάσισε να δώσει φωνή στους συντοπίτες της και όχι μόνο. Κυρίως στόχος της ήταν να φέρει στην πρώτη γραμμή τους αφανείς ανθρώπους, πρώτα απ’ όλα τις γυναίκες, όλες αυτές που πήραν τα όπλα και έδωσαν το αίμα τους για το κοινό καλό, εν προκειμένω στη μάχη κατά των Γερμανών για τη σωτηρία της Ευρώπης. Η γιαγιά της από την πλευρά του πατέρα της σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς, όπως και ο παππούς της από την πλευρά της μητέρας της, που χάθηκε στο μέτωπο.
Αυτές οι αντάρτισσες είναι που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο της Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο, το οποίο περιλαμβάνει αφηγήσεις γυναικών που συμμετείχαν στις μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μη διστάζοντας να πάρουν στα χέρια τους βαριά πολυβόλα και να μάθουν να πολεμούν σκληρά στην πρώτη γραμμή βουτώντας στη λάσπη, παρά το κρύο και τις κακουχίες. Σαν βγαλμένες από την πλέον σκληρή πραγματικότητα που αποτέλεσε το σκηνικό του περίφημου Πατριωτικού Πολέμου για τους Σοβιετικούς, ήξεραν ότι τότε υπήρχε μόνο ένα σενάριο, αυτό της νίκης. Πολλές, μάλιστα, θυσιάστηκαν, πέφτοντας είτε από εχθρικές σφαίρες είτε από τύφο, ενώ άλλες αναγκάστηκαν να φάνε ακόμα και αρουραίους για να μπορέσουν να κρατηθούν ζωντανές. Όλες όμως περιγράφουν τις στιγμές σαν να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια τους ‒και στα δικά μας‒, μετατρέποντας τις αφηγήσεις της Αλεξίεβιτς σε πρώτης γραμμής καταγραφή της πιο οδυνηρής πραγματικότητας. Όπως υπολογίζεται, πάνω από 500.00 γυναίκες έλαβαν μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε διαφορετικές θέσεις, όχι μόνο οι αποκαλούμενες κομσομόλες: πολυβολήτριες, ελεύθερες σκοπεύτριες, αεροπόροι, χειρίστριες βαρέων αντιαεροπορικών και πυροβόλων κ.ά. Είναι αυτές που βοήθησαν την Ευρώπη να αποτινάξει τον ναζιστικό ζυγό και έδωσαν στην Ουκρανή Αλεξίεβιτς το πρώτο μάθημα για το τι σημαίνει να μάχεται κανείς μέχρι τέλους.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι περιγραφές στο βιβλίο της σε καμία περίπτωση δεν πολιτικοποιούνται, ούτε έχουν σκοπό έχουν να εξωραΐσουν το γεγονός της γυναικείας συμμετοχής σε ανδρικές θέσεις, μόνο να φωτίσουν όλες τις πτυχές και να δείξουν όλες τις συγκρούσεις που στοιχειώνουν ακόμα και σήμερα τις μνήμες. Όπως έλεγε και η ίδια για τον εαυτό της, «είμαι συγγραφέας της μνήμης», επιβεβαιώνοντας την υψηλή αποστολή που είχε αναλάβει με τη γραφή της, την οποία περισσότερο έβλεπε ως καθήκον παρά ως υψηλό χάρισμα που αναμφίβολα διαθέτει. Για όλα αυτά βραβεύτηκε το 2015 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, «για το πολυφωνικό δημιουργικό της έργο, μνημείο για τα πάθη και την ανδρεία της εποχής μας». Στόχος της ίδιας, πάντως, δεν ήταν τα βραβεία και οι τιμές, ήθελε απλώς να δει μέσα στις ψυχές, εκεί όπου «ο πόνος δημιουργεί από έναν μικρό άνθρωπο έναν μεγάλο άνθρωπο. Όπου ο άνθρωπος ψηλώνει. Και τότε για μένα παύει να είναι το βουβό και άφαντο προλεταριάτο της Ιστορίας».
Πώς ήταν η ζωή των Γερμανών τους μήνες από τον Απρίλιο του 1945 έως τον Αύγουστο του 1946; Τι άφηνε πίσω του ο τρομερός πόλεμος που είχε προηγηθεί; Ποια ήταν τα βιώματα των ανθρώπων; Πώς διαμορφώθηκε η καθημερινότητα όταν η φρίκη του πολέμου τελείωσε; Με ποιους τρόπους προχωράς τη ζωή σου όταν έχεις προκαλέσει τόση καταστροφή στην οικουμένη; Μπορεί ο εφιάλτης να μετατραπεί σε όνειρο; Γερμανία, 1945. Εγκαταλελειμμένες πόλεις. Παντού ερείπια. Ανθρώπινες σκιές αναζητούν την ελπίδα. Απελπισία. Γενικευμένη απάθεια. Θυμός. Τύψεις. Ενοχές. Είναι οι μέρες που «η λέξη “Γερμανός” είχε καταντήσει βρισιά σ’ όλο τον κόσμο», η πτώση του ναζιστικού καθεστώτος ήταν γεγονός. Ο Γερμανός συγγραφέας Χανς Φάλαντα γράφει ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για τον καθημερινό Γερμανό και την ψυχική κατάσταση ενός κατακερματισμένου λαού.
Ο Εφιάλτης διαδραματίζεται στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο. Σε μια επαρχιακή πόλη υπό σοβιετική διοίκηση και στο κατεστραμμένο Βερολίνο ένας συγγραφέας και η γυναίκα του, κυριευμένοι από φόβο και ενοχές, προσπαθούν απελπισμένα να επιβιώσουν.
Στον πρόλογο του βιβλίου ο Φάλαντα παρουσιάζει το μυθιστόρημά του ως «ιατρική αναφορά», ως την ιστορία «της γενικής απάθειας που τον Απρίλιο του 1945 κυρίευσε το μεγαλύτερο και αξιοπρεπέστερο κομμάτι του γερμανικού λαού ‒ απάθεια από την οποία πολλοί ακόμη υποφέρουν». Πρωταγωνιστής του Εφιάλτη είναι ο Ντολ, συγγραφέας, και η κατά πολύ νεότερή του Άλμα, η γυναίκα του. Ουσιαστικά, μέσα από τις περιπέτειες του συγκεκριμένου ζεύγους, ο γνωστός συγγραφέας ανασύρει στις σελίδες του βιβλίου τα προσωπικά του βιώματα προσπαθώντας ταυτόχρονα να ξαναπιάσει το νήμα της ζωής. Πρόκειται για το πιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του, το οποίο αποτελεί μια δυνατή και συγκινητική μαρτυρία για την κατάσταση στη Γερμανία τους πρώτους μήνες μετά από την πτώση του Τρίτου Ράιχ.
Αναμφίβολα, συγκροτεί μια πανοραμική χαρτογράφηση της ψυχοσύνθεσης του γερμανικού λαού καθώς και ένα μεταπολεμικό πορτρέτο για την περίοδο της κατάρρευσης της ναζιστικής θηριωδίας. «Τις νύχτες μετά τη μεγάλη Κατάρρευση, όποτε κατάφερνε στ’ αλήθεια να κοιμηθεί, ο δρ. Ντολ έβλεπε πάντα τον ίδιο εφιάλτη», διαβάζουμε.
Εδώ ο Χανς Φάλαντα αναπαριστά καθημερινά στιγμιότυπα και σκιαγραφεί την ανθρωπογεωγραφία της μεταπολεμικής γερμανικής περιόδου. Ένα βιβλίο-καταγραφή μιας σκληρής εποχής που σφράγισε τη σύγχρονη ιστορία και αποτυπώνει με ωμή ειλικρίνεια τους τρόπους που η Ευρώπη προσπαθούσε να ανακαλύψει ξανά τον βηματισμό της. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας: «Η ζωή συνεχίζεται, ακόμη και μέσα στα ερείπια».
Το σπουδαιότερο βιβλίο του εικοστού αιώνα κατά τον Μίλαν Κούντερα, ο οποίος το χαρακτηρίζει ως «τον ακρογωνιαίο λίθο της παράδοσης του σύγχρονου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος», είναι ταυτόχρονα η φωνή του Κάφκα, του Τζόις και του Τόμας Μαν σε ένα αριστούργημα που ακροβατεί ανάμεσα στο μυθιστόρημα, το πολιτικό δοκίμιο και την ποίηση. Πρόκειται για ένα μεγάλο εγχείρημα καταγραφής των κεντρικών ιδεολογιών-ιδεοληψιών που οδήγησαν στον ναζισμό αλλά και στον φανατισμό που εξέθρεψε τις μεγαλύτερες αυταπάτες, σαν αυτές που φαίνεται να κατατρέχουν τους πρωταγωνιστές: στον πρώτο τόμο τον ρομαντικό Πάσενοβ, στον δεύτερο τον στρατευμένο Ες. Αν δεν υπήρχαν οι απόλυτες ιδεολογίες και η κατάρρευση των κεντρικών αξιών στην Ευρώπη, προφανώς δεν θα υπήρχαν τα σαθρά κατασκευάσματα που προκάλεσαν την αποσύνθεσή της, τουλάχιστον αυτό φαίνεται να αποπειράται να καταγράψει μέσα από το σπουδαίο αυτό βιβλίο ο εβραϊκής καταγωγής Αυστριακός συγγραφέας. Ξεκίνησε να γράφει την τριλογία του την περίοδο του Μεσοπολέμου, διαβλέποντας προφητικά, όπως και ο Φραντς Κάφκα, την άνοδο του ναζισμού και τη διαμόρφωση ενός απολυταρχικού πνεύματος, άμεσα συνδεδεμένου με τα αδιέξοδα των ιδεολογιών. Γι’ αυτό και αποφασίζει να ονομάσει τον πρώτο τόμο Πάσενοβ ή ο Ρομαντισμός, 1888, τον δεύτερο Ες ή η Αναρχία, 1903 και τον τρίτο Χούγκεναου ή ο Ρεαλισμός, 1918, εξηγώντας άμεσα στον αναγνώστη το ταμπλό βιβάν πάνω στο οποίο θα ξετυλίξει το ρηξικέλευθο μυθιστόρημά του.
Πολεμώντας και ο ίδιος με κάθε τρόπο ενάντια στον φασισμό και στον φανατισμό ως ένα άκρως ελεύθερο πνεύμα που δεν χώρεσε σε ταμπέλες, προσπάθησε να ιδρύσει, μαζί με τους Αϊνστάιν, Τόμας Μαν και Στέφαν Τσβάιχ, μια οργάνωση κόντρα στην καταστρατήγηση των βασικών ανθρώπινων ελευθεριών και το χιτλερικό Anschluss (προσάρτηση της Αυστρίας), με αποτέλεσμα να φυλακιστεί από τους ναζί. Ο Τζέιμς Τζόις πέτυχε τελικά την αποφυλάκισή του και τον βοήθησε, με τη συνεργασία του ίδιου του Ρούσβελτ, να διαφύγει στην Αμερική, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή το 1951. Ο Κούντερα, που τον θαύμαζε απεριόριστα, θύμιζε πάντα ότι ο Μπροχ δεν χαρίστηκε ποτέ σε κανέναν και ήταν ο πρώτος που διείδε με αυτό το αριστούργημα τη μετάλλαξη της Ευρώπης σε μαύρη ήπειρο για τους ίδιους της τους κατοίκους. Όπως γράφει χαρακτηριστικά σε ένα από τα κείμενά του για τον Μπροχ: «Ο Ες (δεύτερος τόμος) αναζητά τη δικαιοσύνη άλλοτε στον συνδικαλιστικό αγώνα, άλλοτε στη θρησκεία, σήμερα στην εξουσία της αστυνομίας, αύριο στο όνειρο της Αμερικής όπου θέλει να μεταναστεύσει. Θα μπορούσε να είναι ένας τρομοκράτης, αλλά επίσης και ένας μετανοημένος τρομοκράτης που καταδίδει τους συντρόφους του. Όλα τα πάθη της αιματηρής ιστορίας του εικοστού αιώνα συμπεριλαμβάνονται, διαγιγνώσκονται και διαφωτίζονται στην ασήμαντη περιπέτειά του».
Είναι εξαιρετικό υπόδειγμα του είδους που για ευκολία περιγράφεται ως «βιβλίο-ποταμός». Εκδόθηκε το 1959 στη Γερμανία και θεωρήθηκε αμέσως ως ασεβής τομή στην «κανονικότητα» της γερμανικής λογοτεχνίας. Αναγνωρίστηκε επίσης ως ριζοσπαστική γραφή, επειδή ο Γκρας, όπως και οι υπόλοιποι συγγραφείς της λογοτεχνικής ομάδας «Gruppe 47», στην οποία συμμετείχε, επινοούσε έναν άλλο τρόπο να εκφράζεται, ξεκινώντας από το ότι θεωρούσε πως η γερμανική γλώσσα δεν του το επέτρεπε πια, εξαιτίας του ότι είχε βιαστεί, υπεξαιρεθεί και κονιορτοποιηθεί από τον ναζισμό. Κυρίως, όμως, το Ταμπούρλο προκάλεσε πάταγο επειδή δημιουργούσε, δίχως έλεος και χωρίς αυταρέσκεια, ένα ζοφερό πορτρέτο της Γερμανίας, επιμένοντας ότι η ναζιστική της περίοδος είχε διαποτίσει ακόμα και τις πιο ασήμαντες ακρούλες της καθημερινής ζωής, μολύνοντας χωρίς εξαίρεση όλους τους Γερμανούς. Ο Γκρας ξόρκιζε μέσα απ’ αυτό τον δαίμονα που τον κατέτρωγε και που, όπως αποδείχτηκε, θα τον κατέτρωγε για άλλα σαράντα επτά χρόνια, μέχρι το 2006, που ομολόγησε το προσωπικό του ναζιστικό παρελθόν.
Από πλευράς δομής το μυθιστόρημα δείχνει αρκετά απλό: ένας νάνος, ο Όσκαρ Μάτσερατ, παραθέτει τα απομνημονεύματά του. Έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας). Κατάγεται από μικροαστικό περιβάλλον Γερμανών παντοπωλών, αρτοποιών, μανάβηδων κ.λπ., το οποίο αποδίδεται στο κείμενο ως ένας όχλος προσώπων τα οποία διακατέχονται –όλα σχεδόν– από μια υπομανιακή κατάσταση της ύπαρξης ή είναι εκ φύσεως γελοία και τα άρπαξε και τα τύλιξε στην πιο μελανή σελίδα της η ιστορία της Γερμανίας μεταξύ 1920 και 1954. Αυτός ο θεματικός άξονας συνιστά την πρώτη πύλη εισόδου στην αφήγηση. Η δεύτερη είσοδος οδηγεί σε μια συνθήκη που βρίσκεται στον αντίποδα του κοινωνικού και σατιρικού ρεαλισμού: σε μια άλλη πραγματικότητα που υφίσταται στον χωροχρόνο της φαντασίας. Για τον λόγο αυτό το Ταμπούρλο θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού στη γερμανική και κατ’ επέκταση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Σε αυτή την άλλη πραγματικότητα ο νεαρός Όσκαρ έχει γεννηθεί με πλήρη συνείδηση και πληροφόρηση για τα πάντα στον κόσμο γύρω του. Φορούσε ακόμη μωρουδίστικες πάνες, αλλά είχε κιόλας ανακαλύψει το διπλό μαγικό χάρισμά του που είναι αφενός το να εμπνέει στους άλλους τα συναισθήματα που εκείνος επιθυμεί ή να ξεκλειδώνει αναμνήσεις τους παίζοντας με το τενεκεδένιο ταμπούρλο του, και αφετέρου η ικανότητά του να σπάει τζάμια, βιτρίνες και λαμπτήρες, κατευθύνοντας την κραυγή του κατά πάνω τους. Σε ηλικία τριών ετών αποφασίζει ότι δεν θέλει πλέον να μεγαλώνει και για τον λόγο αυτό οργανώνει μια πτώση του στην καταπακτή προς το κελάρι του σπιτιού του, προκειμένου να τραυματιστεί και να διακοπεί η ανάπτυξή του. Δεν το κάνει για να παραμείνει πάντα ένα αθώο παιδί σε έναν κόσμο φρικτών ενηλίκων αλλά επειδή αρνείται το πεπρωμένο του να γίνει παντοπώλης και Γερμανός πολίτης, σαν τους προγόνους του. Έτσι, λοιπόν, ο Όσκαρ με το ταμπούρλο και την παντοδύναμη φωνή του θα εμπλακεί σε μια σειρά περιπλεγμένων «περιπετειών» που είναι κωμικές, δαιμονικές, επικές και άλλο τόσο άθλιες. Κι αυτές παραδίδονται στον αναγνώστη με τρόπο παμπόνηρο, σατιρικό αλλά και δύσκολο κατά σημεία, για να ξαναγίνει όμως γρήγορα υπέροχος και συναρπαστικός.
Η λέξη «χειμαρρώδης» είναι αναπόφευκτη για να περιγράψει κάποιος την ορμητικότητα της αφήγησης. Τα λόγια και οι εικόνες διαρκώς παφλάζουν και μετασχηματίζονται από ευρήματα που αφήνουν τον αναγνώστη με το στόμα ανοιχτό. Κι όλα αυτά μαζί χαρίζουν στο κείμενο ένα θησαύρισμα μπαρόκ αντιθέσεων, που φιγουράρει σαν μεγαλοπρεπές υφαντό εκείνης της εποχής της τέχνης που θα αναπαριστούσε σκηνή κυνηγιού στην οποία χωρούν και η τάξη και το χάος, και το επιβιωτικό σθένος και η ενόρμηση του θανάτου, και η βία και η αντοχή σ’ αυτήν· όλα αυτά μαζί είναι με ακρίβεια υφασμένα πάνω σ’ έναν καμβά φαινομενικά χονδροειδούς και ίσως απλοϊκού νατουραλισμού.
Ο λόγος του, εύστοχος, διαυγής, πολυσύνθετος, φανερώνει υψηλό επίπεδο διάνοιας. Αφηγείται την ιστορία του. Θυμάται την ημέρα της αιχμαλωσίας του σε μια ακτή της Χρυσής Ακτής, όταν ομάδα κυνηγών τον τραυμάτισε στο μάγουλο και στον γοφό. Η πρώτη σφαίρα άφησε μια μεγάλη κόκκινη πληγή στο πρόσωπό του, χάρη στην οποία κέρδισε το τωρινό όνομά του: Κόκκινος Πίτερ. Περιγράφει το ταξίδι του προς την Ευρώπη, αιχμάλωτος στο αμπάρι ενός πλοίου. Το κλουβί ήταν «πολύ χαμηλό για να σταθώ όρθιος και πολύ στενό για να καθίσω», θυμάται. Περνούσε τον καιρό του «κλαίγοντας μάταια με λυγμούς, κυνηγώντας μύγες, γλείφοντας με απάθεια μια καρύδα, χτυπώντας το κρανίο μου στο ξύλο, βγάζοντας γλώσσα σε όποιον ερχόταν κοντά μου».
Έπρεπε πάση θυσία να επιβιώσει. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να μεταλλαχθεί και να μεταπηδήσει σ’ εκείνο το είδος που ευθυνόταν για τη δυστυχία του: το ανθρώπινο. «Δεν υπήρχε καμία άλλη διέξοδος, οπότε έπρεπε να επινοήσω μία, διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να ζήσω». Η λύση σχηματοποιήθηκε σταδιακά μέσα στο μυαλό του: «Έπρεπε να σταματήσω να είμαι πίθηκος». Και σταμάτησε. Μιμήθηκε όλες τις συνήθειες των ανθρώπων, έμαθε να φτύνει, να πίνει, να καπνίζει πίπα και να μιλάει. Τώρα ακολουθεί λαμπρή καριέρα ως ηθοποιός του βαριετέ.
Τι είναι αυτό το παράξενο πλάσμα που φέρει ενώπιόν μας ο Φραντς Κάφκα στο κορυφαίο διήγημά του; Τι είναι ένας πίθηκος που έχει εγκαταλείψει την πιθηκοσύνη του;
Ο Κόκκινος Πίτερ, θύμα της αποικιοκρατικής βαρβαρότητας των Ευρωπαίων, κινείται στο μεταίχμιο όλων των δυϊσμών με τους οποίους έχουμε μάθει να αποκωδικοποιούμε τον κόσμο. Ούτε πια «ζώο», ούτε ακριβώς «άνθρωπος», ένας «άγριος» που εξαναγκάστηκε να ζήσει με τους «πολιτισμένους», ένας queer πίθηκος που δεν ανήκει σε καμία «καθαρή» κατηγορία, που συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος, αλλά διατηρεί σεξουαλικές σχέσεις με μια πιθηκίνα, παιδί ενός «ξένου» και μιας «απεδαφικοποιημένης γλώσσας» («οι Εβραίοι που γράφουν στα γερμανικά είναι σαν παγιδευμένα ζώα», εξομολογούνταν ο Κάφκα στον Μαξ Μπροντ), ένα κακοποιημένο πλάσμα που διασώθηκε από τον όλεθρο υιοθετώντας τους κώδικες του βασανιστή του, ενσωματωμένο αλλά πάντοτε αποξενωμένο, ενδυναμωμένο αλλά ουδέποτε εναρμονισμένο, ανεξιχνίαστα «αφύσικο», ένας επιζών που εισήλθε στη γλώσσα για να εξέλθει από τον αφανισμό, πετσοκομμένος θριαμβευτής που φέρει σε κοινή θέα τα τραύματά του και που συνεχίζει, εκατό χρόνια μετά τη λογοτεχνική γέννησή του, να καταθέτει τη μαρτυρία του, την καμουφλαρισμένη διαμαρτυρία του, δίνοντας φωνή στους απανταχού καταπιεσμένους, εγκλωβισμένους και αποκλεισμένους, εις μάτην(;) απευθυνόμενος σε μια Ακαδημία ανάλγητων και έκθαμβων ηλιθίων, ημών των ακροατών του, θέτοντας τα πιο καίρια ερωτήματα, αυτά που επειγόντως αξιώνουν απαντήσεις, σε μια εποχή, τη σημερινή, όπου η ζωή καθίσταται ζήτημα πολιτικής και η πολιτική έρχεται να καθορίσει την υπόσταση της ζωής (Santner), όπου τα όρια μεταξύ του ανθρώπου και του «άλλου» –του βιολογικού, του τεχνολογικού, του περιβαλλοντικού– διαβρώνονται καθημερινά και οι αντιλήψεις μας για την οποιαδήποτε κανονικότητα κλονίζονται, κατακρημνίζονται, προκαλώντας ριζική αναθεώρηση των φιλοσοφικών, πολιτιστικών και καλλιτεχνικών πεδίων κατανόησης του Είναι.
«Η μοναξιά του Κάφκα τον ανοίγει σε όλα όσα διαπερνούν την Ιστορία σήμερα», έγραφαν ήδη οι Ντελέζ-Γκαταρί το 1975, στη μελέτη τους για μια «ελάσσονα λογοτεχνία».* Το ένοχο, εγκληματικό παρελθόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού αναδύεται σπαρακτικά σε αυτό το διήγημα που μας φέρει αντιμέτωπους με τα φαντάσματα των εξοντωμένων, των φιμωμένων, των περιθωριοποιημένων, των ανθρώπινων και μη-ανθρώπινων υπάρξεων που πάσχισαν και πασχίζουν, συχνά υποκύπτονας στα τραύματά τους, να εξασφαλίσουν την αναγνώριση που τους αξίζει και την ελευθερία που τους αναλογεί.
Αν θέλει κανείς να καταλάβει ένα μέρος της ιστορίας των ιδεών που διαμόρφωσαν τη νεωτερική Ευρώπη χρειάζεται να ανακαλύψει και τον Αιζάια Μπερλίν (sir Isaiah Berlin). Οι σκέψεις του σχετικά με την έννοια της ελευθερίας εκφράστηκαν σε διαλέξεις οι οποίες στη συνέχεια έγιναν λαμπρά, αιχμηρά και διάσημα δοκίμια. Ο Μπερλίν θα προχωρήσει στη διάκριση μεταξύ δύο εννοιών της ελευθερίας. Η πρώτη από αυτές θα ονομαστεί «αρνητική ελευθερία», δεδομένου ότι αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο είμαι ελεύθερος από την παρέμβαση άλλων προσώπων ή αρχών εξουσίας. Το να είμαι, με την αρνητική έννοια, ελεύθερος, σύμφωνα με τον Μπερλίν, δεν σημαίνει πως αποδεσμεύομαι από φυσικούς ή ψυχολογικούς περιορισμούς. Η αρνητική ελευθερία αναφέρεται απλώς στον βαθμό (στην ποσότητα) της ελευθερίας που απολαμβάνω από εξωτερικά, ορατά και συγκεκριμένα εμπόδια. Αυτή η ιδέα της ατομικής ελευθερίας είναι χρονικά νεότερη, αφού νοιάζεται περισσότερο για τα όρια της ασκούμενης εξουσίας παρά για τη φύση της προέλευσής της. Σε αντίθεση με αυτή την έννοια, ο Μπερλίν εντοπίζει τη θετική ελευθερία, την ελευθερία μας να πράττουμε και να ολοκληρώνουμε σχέδια και σκοπούς. Από πολλές απόψεις, αυτή είναι μια πολύ πιο πλούσια, αν και πιο νεφελώδης, έννοια που πηγάζει από την επιθυμία του ατόμου να είναι κυρίαρχος του εαυτού του. Η θετική ελευθερία έχει να κάνει με την αυτοπραγμάτωση, την αυτεξουσιότητα και τη γνώση που κατορθώνω για όσα με κρατούν «φυλακισμένο»: πάθη, αόρατες δομές ή και μακρινά συμφέροντα.
Ο Μπερλίν θα αναγνωρίσει το γεγονός πως και οι δύο έννοιες της ελευθερίας εμφανίζονται χωρίς μεγάλη λογική απόσταση μεταξύ τους. Επειδή όμως οι σκέψεις αυτές αναπτύχθηκαν στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου (τη δεκαετία του ’50) μεταξύ των δύο μπλοκ, του δυτικού και του ανατολικού-σοσιαλιστικού, ο Μπερλίν στρέφει την προσοχή του στο πώς αξιοποιήθηκαν οι έννοιες της ελευθερίας σε πραγματικούς αγώνες και στις πολιτικές εξελίξεις. Έτσι βλέπει την ανάγκη μιας σημαντικής ‒όχι απλώς λογικά έγκυρης‒ διάκρισης που πρέπει να γίνει μεταξύ της αρνητικής και της θετικής ελευθερίας. Και θα επιμείνει ότι το να μην αναγνωρίζουμε τη σημασία της διάκρισης των δύο ελευθεριών μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στον πρακτικό πολιτικό μας κόσμο και όχι μόνο στη θεωρία.
Για τον Μπερλίν η ιστορία και η τρέχουσα εμπειρία μας φανερώνουν ότι η αρνητική και θετική ελευθερία ανταποκρίνονται σε πραγματικές και αναντίρρητες ανθρώπινες ανάγκες και ιδεώδη. Η αρνητική ελευθερία υπήρξε η καρδιά του αστικού ατομικιστικού φιλελευθερισμού με την επιμονή του ότι τα άτομα πρέπει να αφεθούν στις επιδιώξεις και στα πλάνα τους, εφόσον οι ενέργειές τους δεν βλάπτουν αδικαιολόγητα τους άλλους. Παρομοίως, η θετική ελευθερία βρέθηκε στην καρδιά απελευθερωτικών θεωριών, ξεκινώντας από τα ρεπουμπλικανικά και δημοκρατικά κινήματα του δέκατου ένατου αιώνα και φτάνοντας στον εθνικισμό και στον κομμουνισμό.
Κατά τον Βρετανό φιλόσοφο που γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας το 1909 και είχε τραυματικές παιδικές μνήμες από την εποχή της Ρωσικής Επανάστασης, ο εικοστός αιώνας έδειξε πόσο σύντομο μπορεί να είναι το άλμα από την επιθυμία για αυτοπραγμάτωση έως την ανακάλυψη ενός αληθινού ή ορθολογικού εαυτού που υποτίθεται ότι γνωρίζει καλύτερα τα συμφέροντά μας. Στην εκδοχή του Μπερλίν –η οποία φυσικά έγινε στόχος πολλών και σοβαρών κριτικών– η τόσο συγκινητική στις φιλοδοξίες και στα οράματά της έννοια της θετικής ελευθερίας συνδέεται συχνά με καταπιεστικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα που υπόσχονται να «πραγματώσουν» τον πραγματικό εαυτό της ανθρωπότητας. Και ένας από τους βασικούς παράγοντες που έχει προκαλέσει μια τέτοια παραμόρφωση τα τελευταία 200 χρόνια είναι η πεποίθηση ότι είναι όχι απλώς επιθυμητή αλλά και δυνατή η αρμονία μεταξύ των ποικίλων κοινωνικών αξιών και σκοπών (ατομική ευδαιμονία, κοινωνική δικαιοσύνη, ατομική ελευθερία, ισότητα κ.λπ.).
Ο Μπερλίν έγινε έτσι γνωστός για τη μεγάλη σημασία που έδωσε στον αξιακό ή ηθικό πλουραλισμό. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν διέπονται απλώς από πλήθος αξιών και διαφορετικών ιδεωδών αλλά και ότι αυτές οι αξίες και οι στόχοι, κατά τη γνώμη του φιλοσόφου, δεν μπορούν να συμφιλιωθούν και να δώσουν τη θέση τους σε μια «ενιαία» κατανόηση και συναντίληψη. Οι αξίες και τα ιδεώδη δεν είναι συμβατά μεταξύ τους ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη: έτσι, η ελευθερία δεν διακρίνεται μόνο από την ισότητα, τη δικαιοσύνη ή τη συμπόνια. Βρίσκεται, λίγο πολύ, σε αναπόφευκτη σύγκρουση μαζί τους. Με άλλα λόγια, το συμπέρασμα του Μπερλίν είναι πως δεν μπορείς να τα έχεις όλα και θα πρέπει να αναμετρηθείς με την τραγικότητα της έλλειψης: «Η ελευθερία για τους λύκους συχνά σημαίνει θάνατο για τα πρόβατα» γράφει. Ο Μπερλίν υποστηρίζει επιπλέον ότι η ποικιλομορφία και αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών ηθικών σκοπών είναι πανταχού παρούσα και όχι κάτι κατ’ εξαίρεση στη ζωή και στις κοινωνικές μας σχέσεις. Η ιδέα επομένως πως υπάρχει ένα απόλυτο, οικουμενικό ηθικό κριτήριο που μας επιτρέπει να κατατάξουμε τις ανθρώπινες αξίες και τα ιδανικά και να επιλύσουμε μια για πάντα τις ηθικές μας διαφωνίες είναι μια ψευδαίσθηση.
Η σκέψη του Μπερλίν θα εμπνεύσει τελικά έναν σκεπτικιστικό φιλελευθερισμό που συχνά δεν προσφέρει ικανοποιητικές πολιτικές απαντήσεις στις απορίες μας, ιδίως απέναντι σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης ή συλλογικών στόχων. Η συζήτηση όμως για την ελευθερία, που είδαμε τη σημασία της και την περίοδο της πανδημίας και γενικότερα, σφραγίζεται από την καθοριστική συμβολή του. Τα δοκίμιά του μας κρατούν το ενδιαφέρον σαν να μετατρέπουν σε έργα με πλοκή τις ιδέες και τις διαμάχες αξιών που έχουν δημιουργήσει τη Δύση και τις μεγάλες και αξεπέραστες αντιφάσεις της.