Ο Κόπολα βρήκε το βιβλίο «απαίσιο», ο Πατσίνο «σιχαινόταν το σινεμά», οι παραγωγοί έψαχναν καθημερινά μια αφορμή να απολύσουν τον σκηνοθέτη τους, οι μαφιόζοι ήθελαν να ξεκάνουν τους συντελεστές του, και οι «στοιχηματζήδες» του Χόλιγουντ πόνταραν πολλά στην αποτυχία του. Η ιστορία πίσω από τον «Νονό», δαιδαλώδης και γεμάτη από εξωφρενικά trivia, μοιάζει σήμερα εξίσου θεαματική με την ταινία την ίδια. Με αφορμή τα 50 χρόνια από την πρεμιέρα της –αλλά και τη χθεσινή απονομή των Όσκαρ που απέδωσε τον δικό της φόρο τιμής στο αριστούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα– ρίχνουμε μια εξονυχιστική ματιά σε μια αξεπέραστη ταινία, αλλά και σε μια αξεπέραστη εποχή. 

 

Το βιβλίο

Tα '60s ήταν δύσκολα για τον συγγραφέα Μάριο Πούτζο που αναζητούσε μια καλή ιδέα –δηλαδή, ένα μεγάλο σουξέ– για να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά του «με μισθό κυβερνητικού υπαλλήλου», όπως θα δηλώσει χρόνια μετά σε μια συνέντευξή του στον Λάρι Κινγκ. Μια πρώτη σύνοψη του «Νονού», 20 σελίδων περίπου, φτάνει στα γραφεία του εκδοτικού οίκου G.P. Putnman’s Sons της Νέας Υόρκης, που συνεργάζεται με την κινηματογραφική Paramount. Οι δυο επιχειρηματικοί όμιλοι ενθουσιάζονται, και ο Πούτζο λαμβάνει μια γερή προκαταβολή για να ολοκληρώσει εντέλει ένα μυθιστόρημα επικών διαστάσεων. 

Είναι πεπεισμένος πως αυτή είναι η μεγάλη του ευκαιρία και έχει απόλυτο δίκιο: το 1969 το βιβλίο του βρίσκεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων και γίνεται best seller. Στο ενδιάμεσο όμως, η Paramount χρεώνεται τη μεγάλη εμπορική αποτυχία του «The brotherhood» που, όπως και ο «Νονός», καταπιάνεται με τη μαφία. Κανείς δεν θέλει να αγγίξει το βιβλίο.

Στο στούντιο πανικοβάλλονται μόλις βγαίνουν από τα εργαστήρια οι πρώτες σκηνές με τους Μπράντο και Πατσίνο. Βρίσκουν τον δεύτερο «ληθαργικό» και «αστείο» τον πρώτο. Ο Έβανς μάλιστα θα πει πως το φιλμ χρειάζεται υπότιτλους, αφού κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέει ο πρωταγωνιστής του.

Μια «φτηνή» επιλογή

Την ίδια χρονιά o Φράνσις Φορντ Κόπολα έχει μόλις ολοκληρώσει το «The rain people» (ελλ. τίτλος: «Δεν θα γυρίσω το βράδυ»), ένα αριστούργημα – αλλά και μια ιδιαιτέρως κομβική ταινία για τον ίδιο: ήταν η πρώτη φορά που κατόρθωσε να υπερασπιστεί το καλλιτεχνικό του όραμα μέχρι τέλους, κερδίζοντας το πολυπόθητο final cut κόντρα σε ένα θηρίο, την παραγωγό εταιρεία Warner Bros. Ήταν επίσης η ταινία που τον έφερε σε πρώτη επαφή με συνεργάτες που θα τον συνόδευαν στις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας του: εκεί ξεκινά η φιλία του με τους Τζέιμς Κάαν και Ρόμπερτ Ντιβάλ, όπως και η σταθερή συνεργασία του με τον μοντέρ Μπάρι Μάλκιν, ή τον Γουόλτερ Μερτς, μάγο του ηχητικού μοντάζ, σε μια εποχή που ο όρος δεν υπήρχε καν. 

Δυστυχώς, η παταγώδης εμπορική αποτυχία της ταινίας φέρνει σε δραματικό αδιέξοδο τη σκηνοθετική του καριέρα. Τα δυο μεγάλα project που έχει προτείνει στο στούντιο (τα σενάρια της «Συνομιλίας» και του «Αποκάλυψη τώρα» ήταν έτοιμα από τότε) «παγώνουν». Σαν να μην έφτανε αυτό, βάζει και τα χρήματα για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζορτζ Λούκας με τίτλο «ΤΗΧ-1138», μέσω της νεοσύστατης εταιρείας παραγωγής του ονόματι Zoetrope. Ούτε αυτό πάει καλά. Κάπως πρέπει να «ρεφάρει» οικονομικά: η τότε σύζυγός του είναι έγκυος στο τρίτο τους παιδί και ο ίδιος, στα 31 του χρόνια, δεν είναι πια το «παιδί-θαύμα» που ξεκίνησε από τα χαμηλά (τις «δεύτερες» παραγωγές του Ρότζερ Κόρμαν) για να βρεθεί στα Όσκαρ, βραβευμένος για το σενάριο του «Πάτον». 

Μέχρι που χτυπάει το τηλέφωνο: στην άλλη άκρη της γραμμής, ο παντοδύναμος τότε παραγωγός της Paramount Ρόμπερτ Έβανς, με μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Γιατί όμως ο Έβανς σκέφτηκε τον Κόπολα;

Τα πράγματα ήταν απλά: η μεγάλη εμπορική επιτυχία του «Νονού» είχε μετατρέψει το βιβλίο στον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που όλοι στην Paramount αγνοούσαν. Κάθε χρόνο πουλούσε όλο και περισσότερα αντίτυπα. Κάτι έπρεπε να γίνει. Φυσικά ο Κόπολα δεν ήταν η πρώτη επιλογή. Η παραγωγός εταιρεία στρέφεται πρώτα στον Κώστα Γαβρά, που απορρίπτει την πρόταση. Μετά, στον Άρθουρ Πεν, ο οποίος ήταν δεσμευμένος για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ «Visions of eight», μια φιλόδοξη, σπονδυλωτή ταινία τεκμηρίωσης για τους Θερινούς Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972, υπογεγραμμένη από τον Πεν και άλλους επτά σκηνοθέτες (ανάμεσα τους οι Κλοντ Λελούς, Τζον Σλέσινγκερ και Μίλος Φόρμαν). Προτάσεις θα γίνουν επίσης και στους Πίτερ Γιέιτς («Μπούλιτ») και Φρεντ Ζίνεμαν («Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές»).

Στο μεταξύ, όσο το στούντιο αναζητά σκηνοθέτη τόσο σκληραίνουν οι αντιδράσεις του Ιταλοαμερικάνικου λόμπι που δεν βλέπει με καλό μάτι ούτε το βιβλίο ούτε το επικείμενο φιλμ. Έτσι, ο Έβανς σκέφτεται πως ένας σκηνοθέτης με ιταλικό όνομα ενδέχεται να κατευνάσει τις αντιδράσεις τους. Σκέφτεται επίσης πως, μετά το στραπάτσο του «The rain people», ο Κόπολα θα ήταν διατεθειμένος να δουλέψει για λιγότερα λεφτά.

Έλα όμως που ο σκηνοθέτης δεν θέλει να ακούσει λέξη για τον «Νονό». Σε μια κουβέντα με τον πατέρα του, Κάρμιν, του λέει το φοβερό: «Με πιέζουν να γυρίσω ένα σκουπίδι για την Paramount κι εγώ δεν θέλω!». Ο πρώτος τον παρακινεί να δεχτεί την πρόταση της εταιρείας «χρησιμοποιώντας τα κέρδη για να χρηματοδοτήσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες» ενώ ο Τζορτζ Λούκας του υπενθυμίζει πως είναι χρεωμένος μέχρι τον λαιμό. Η παραίνεση αυτή τον οδηγεί στην, αναμφίβολα, σημαντικότερη απόφαση της ζωής του. Και από τη στιγμή που την παίρνει, δεν είναι έτοιμος να συμβιβαστεί περαιτέρω. Μετά από ολονύχτιες διαβουλεύσεις, κλείνει μια εντυπωσιακή συμφωνία. Η αμοιβή του: 125.000 δολάρια, και 6% επί των εισπράξεων. Η δε πρότασή του για τον πρωταγωνιστικό ρόλο αφήνει άναυδους τους χρηματοδότες του: ο Κόπολα θέλει τον Μάρλον Μπράντο. Ο Ρόμπερτ Έβανς έχει ήδη μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που τον πήρε τηλέφωνο. 

 

Όχι τον Μπράντο!

Μη σας προκαλεί έκπληξη: έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Μπράντο θεωρείτο πόλος έλξης και εμπορικό ατού – στα '70s είχε τη φήμη «κλεισοπόρτη», ενώ ήταν εξαιρετικά «δύσκολος» με τους σκηνοθέτες του. 

Παράξενο δεν ήταν. Σε όλη τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Μπράντο, οι συγκρουόμενες προσωπικότητες του (ο ευαίσθητος καλλιτέχνης ενάντια στο κτήνος) τον καθόρισαν και τον αναθεμάτισαν. Ήταν πια ένας «εκκεντρικός», ενδεχομένως ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να διατηρήσει την απαιτούμενη απόσταση από τους άλλους, πλάθοντας μια καρικατούρα του κάποτε αγαπητού εαυτού του – επιστρέφοντας δηλαδή την όποια φιλοφρόνηση στα μούτρα του κοινού. Ήξερε και ο ίδιος όμως πως είχε φτάσει η ώρα να το ξανακερδίσει.

Η Paramount θέτει δυο όρους για να «καταπιεί» την επιλογή του Μπράντο: 1) Ο μεγάλος ηθοποιός πρέπει να κάνει οντισιόν, όπως όλοι οι άλλοι. 2) Πρέπει να εργαστεί δωρεάν. Ο ιδιοφυής Κόπολα όμως έχει μια τρομερή ιδέα. Τηλεφωνεί στον Μπράντο ενημερώνοντας τον πως πρέπει να γυρίσουν ένα δοκιμαστικό για να φωτομετρήσουν το πρόσωπο του με μακιγιάζ, και φτάνει στο σπίτι του με ένα μικρό συνεργείο, αποτελούμενο από φίλους. Ο ηθοποιός, μόλις 47 ετών τότε, αρχίζει σιγά-σιγά να μεταμορφώνεται στον ηλικιωμένο Ντον Κορλεόνε – και η κάμερα καταγράφει τη σταδιακή του μετάλλαξη, που αφήνει κυριολεκτικά άναυδους τους υπεύθυνους του στούντιο. Τόσο που ξεχνούν τον ανόητο όρο περί δωρεάν συμμετοχής του στην ταινία. Όχι πως πήρε σοβαρά λεφτά ο άνθρωπος: μόλις 50.000 δολάρια και ένα ποσοστό επί των εισπράξεων το οποίο μάλιστα και αρνήθηκε όταν ο προϋπολογισμός της ταινίας άρχισε να υπερδιπλασιάζεται.

Βλέπετε, ο Κόπολα θέλει να γυρίσει όλες τις σκηνές που διαδραματίζονται στη Σικελία σε ιταλικό έδαφος (για την ακρίβεια στο νησί της Ταορμίνα και στην Κατάνια). Ο Έβανς είχε στο νου του ένα φιλμ χαμηλού προϋπολογισμού, εκεί κοντά στα 2.000.000 δολάρια. Όταν τελειώσουν τα γυρίσματα, το ποσό αυτό θα έχει υπερ-τριπλασιαστεί. 

Η δε τελευταία απαίτηση του Κόπολα τεστάρει άγρια τα όποια όρια αντοχής της Paramount: για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε θέλει τον Αλ Πατσίνο. Ο τελευταίος είχε κερδίσει τις εντυπώσεις των κριτικών με την εκπληκτική του ερμηνεία στο συγκλονιστικό «Πανικός στο Νιντλ Παρκ» λίγα χρόνια πριν – αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ένα αναγνωρίσιμο όνομα, όπως ο Γουόρεν Μπίτι για παράδειγμα (στον οποίο απευθύνθηκαν οι παραγωγοί, δίχως επιτυχία). 

O ίδιος θυμάται: «Χτυπάει το τηλέφωνο μια μέρα και είναι ο Φράνσις Κόπολα. Στην αρχή μου λέει πως θα σκηνοθετήσει τον "Νονό". Η πρώτη μου σκέψη είναι πως έχει τρελαθεί. Πώς ήταν δυνατόν να του ανέθεσαν το "Νονό"; Θέλω να πω, το βιβλίο αυτό ήταν ήδη μεγάλη υπόθεση. Ο ίδιος επέμενε: “Όχι μόνο θα το σκηνοθετήσω, αλλά σε θέλω για τον ρόλο του Μάικλ”. Οπότε άρχισα να τον παίρνω στην πλάκα: "Ναι, Φράνσις, βέβαια, ό,τι θες". Αλλά ήταν η αλήθεια! Και, μεταξύ μας, δεν είχα και δεύτερη επιλογή. Δουλειά δεν υπήρχε. Ο Φράνσις λοιπόν με ήθελε, ο κινηματογράφος όμως δεν με ενδιέφερε και τόσο. Η καρδιά μου ήταν στο θέατρο. Ένιωθα άβολα στα κινηματογραφικά πλατό. Με θυμάμαι να λέω στον φίλο μου τον Τσάρλι (τον μέντορά του, τον δάσκαλο υποκριτικής Τσαρλς Λότον): "Μοιάζει ρεαλιστικό όταν το βλέπεις, αλλά τίποτα δεν είναι αληθινό όταν το κάνεις. Υπάρχουν καλώδια παντού. Και επίσης, πρέπει να το ξανακάνεις!"». 

 

Αντιμέτωπος με τη μαφία

Η Paramount ανακοινώνει την έναρξη της προπαραγωγής για το φιλμ, και ο Κόπολα ξεκινά δουλειά στο σενάριο, όπως και ο Πούτζο: οι δυο άντρες θα εργαστούν χωριστά, μετά από απαίτηση του πρώτου, κάτι που θα εκτιμήσει ιδιαίτερα ο συγγραφέας («Κατάλαβα αμέσως πως είχα να κάνω με επαγγελματία»). Όμως το ιταλοαμερικάνικο λόμπι δεν έχει πειστεί για την «αγνότητα» των προθέσεων της παραγωγής. Ο Φρανκ Σινάτρα, βέβαιος πως ο χαρακτήρας του τραγουδιστή Τζόνι Φοντέιν βασίζεται στον ίδιο, κάνει μια ύπουλη πρόταση στην Paramount, βάζοντας μπροστά ένα τεράστιο ποσό για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του βιβλίου, έτσι ώστε η ταινία να μη γυριστεί ποτέ. Όταν ο Έβανς αρνείται, απειλεί τις ζωές των παραγωγών, «εμμέσως» πλην σαφώς. Μόλις η σύζυγος του Έβανς, η ηθοποιός Άλι ΜακΓκρόου, γέννησε τον γιο τους, έλαβε κλήση στη σουίτα του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη που απειλούσε τη ζωή του μωρού! Όμως ο πονηρός Αλ Ρούντι, ένας εκ των χρηματοδοτών που κυκλοφορούσε μεταμφιεσμένος για μήνες, φοβούμενος τα χειρότερα, διαβεβαιώνει τους εκπροσώπους του πως οι λέξεις «μαφία» και «κόζα νόστρα» έχουν διαγραφεί από το σενάριο με δική του πρωτοβουλία, γνωρίζοντας πως τα λόγια αυτά θα φτάσουν στα αυτιά κάποιων «οικογενειών» που κανείς δεν θα ήθελε να εξαγριώσει. Αυτό εντέλει τους χαλαρώνει – μόνο που αυτές οι λέξεις δεν υπήρξαν ποτέ σε κανένα από τα draft που παρέδωσαν οι Κόπολα & Πούτζο. Λεπτομέρειες! 

Στο μεταξύ, το τελικό σενάριο δεν ικανοποιεί τους παραγωγούς, οι οποίοι αισθάνονται πως απουσιάζει το στοιχείο της έντονης βίας, που θα ανέβαζε τις πιθανότητες μιας εμπορικής επιτυχίας. Φοβούνται επίσης ακόμα τον Μπράντο – ακούγονται φήμες πως η Paramount έχει προσλάβει τον Ηλία Καζάν (που ανέδειξε τον ηθοποιό στο «Λεωφορείο ο πόθος» και στο «Βίβα Ζαπάτα») για επιτόπου επεμβάσεις στα γυρίσματα. «Είμαι σίγουρος πως έσπειραν αυτήν τη φήμη για να με τρομοκρατήσουν, όμως εγώ ονειρευόμουν τη μέρα που ο Καζάν θα ερχόταν στο σετ!» θα πει αργότερα ο Κόπολα που, μια βδομάδα πριν την έναρξη των γυρισμάτων, στήνει στο σπίτι του ένα μεγάλο τραπέζι με όλο το καστ, που πλέον αποτελείται από τους Μάρλον Μπράντο, Αλ Πατσίνο, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Τζον Καζάλ, Τζέιμς Κάαν και την αδελφή του σκηνοθέτη, Τάλια Σάιαρ. Η ατμόσφαιρα στο δείπνο, άκρως οικογενειακή. Είναι η μόνη στιγμή «χαλάρωσης» πριν την καταιγίδα των γυρισμάτων. 

 

Παλεύοντας με θηρία

Στις 29 Μαρτίου του 1971 ο «Νονός» ξεκινά γυρίσματα, και από την πρώτη εβδομάδα οι φήμες για αντικατάσταση του Κόπολα φουντώνουν. Ο Μπράντο «βγαίνει μπροστά», δηλώνοντας πως θα εγκαταλείψει το φιλμ σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο. Μέσα σε έναν μήνα τα γυρίσματα έχουν βγει εκτός προγράμματος και ο προϋπολογισμός ανεβαίνει διαρκώς, καθώς ο Κόπολα γυρίζει πολυάριθμες λήψεις αναζητώντας –φυσικά– την τελειότητα, κάτι που τον οδηγεί σε συχνούς καυγάδες με τον φωτογράφο του, Γκόρντον Γουίλις. «Ποιος είναι αυτός ο μαλάκας που μας ταλαιπωρεί τόσο; Γιατί δεν τον στέλνουν από κει που ήρθε;» βαρυγκωμά ένας φροντιστής, δίχως να ξέρει πως ο σκηνοθέτης βρίσκεται πίσω του. Ταπεινωμένος, ο Κόπολα γράφει στη μητέρα του: «Μητέρα, θέλω πολύ να τα καταφέρω σε αυτήν τη δουλειά, αλλά φοβάμαι πως θα αποτύχω ξανά». 

Στο στούντιο πανικοβάλλονται μόλις βγαίνουν από τα εργαστήρια οι πρώτες σκηνές με τους Μπράντο και Πατσίνο. Βρίσκουν τον δεύτερο «ληθαργικό» και «αστείο» τον πρώτο. Ο Έβανς μάλιστα θα πει πως το φιλμ χρειάζεται υπότιτλους, αφού κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέει ο πρωταγωνιστής του. Ο Κόπολα εξαγριώνεται – αλλά τον περιμένει μια ακόμα μάχη: ο Ρόμπερτ Έβανς θέλει τον Χένρι Μαντσίνι για το soundtrack, και ο Κόπολα τον Νίνο Ρότα, τον σπουδαίο συνθέτη του Φεντερίκο Φελίνι. Μια δοκιμαστική κόπια με τη μουσική του Ρότα παρουσιάζεται σε ειδική προβολή. Το κοινό δηλώνει ενθουσιασμένο και με τη μουσική αλλά και με την ταινία. Για πρώτη φορά, η Paramount αρχίζει να συνειδητοποιεί πως ενδεχομένως να έχει στα χέρια της ένα εμπορικό σουξέ. Τόσο που ανακοινώνει την πρόθεση της να γυρίσει σίκουελ πριν καν βγει η ταινία στις αίθουσες.

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου