«Υπάρχει ένας κόσμος στον οποίο λειτουργούν οι πλούσιοι και οι ισχυροί και είναι ένας διαφορετικός κόσμος από αυτόν που γνωρίζουμε», λέει ο παραγωγός της σειράς του BBC «The House of Maxwell» Κόλιν Μπαρ, που εστιάζει σε μια οικογένεια η οποία απασχόλησε τα βρετανικά και τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, μια οικογένεια βουτηγμένη στον πλούτο (των άλλων) και τη διαφθορά, την οικογένεια Μάξγουελ.

 

Στο ντοκιμαντέρ, το οποίο αναπτύσσεται σε τρία μέρη, πρωταγωνιστούν ο κάποτε πανίσχυρος μεγιστάνας Ρόμπερτ Μάξγουελ και οι διεφθαρμένες πρακτικές του, και η κόρη του Γκιλέιν Μάξγουελ, αγαπημένο παιδί της νεοϋορκέζικης κοσμικής σκηνής, η οποία βρίσκεται από τον Δεκέμβριο του 2021 στη φυλακή κατηγορούμενη για στρατολόγηση και αποπλάνηση ανηλίκων κοριτσιών και γυναικών για λογαριασμό του πρώην εραστή της, του παιδόφιλου δισεκατομμυριούχου Τζέφρι Επστάιν.

 

Η σειρά υποδηλώνει ότι ο Έπσταϊν γνώριζε τον Ρόμπερτ Μάξγουελ και πιθανώς τον βοηθούσε να βγάλει χρήματα από τη χώρα πριν από τον θάνατό του και ότι η γνωριμία του με την Γκιλέιν ξεκίνησε νωρίτερα από ό,τι πιστεύαμε. Η Γκιλέιν παραμένει στο κελί της σιωπηλή και μάλλον όλα τα ερωτήματα θα μείνουν αναπάντητα.

 

Η σύλληψη και καταδίκη της Μάξγουελ είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας δυναστείας που μετά τον θάνατο του πατέρα της κλονίστηκε από τις αποκαλύψεις για τα οικονομικά σκάνδαλα αλλά και τις φοβερές διαμάχες ανάμεσα στους κληρονόμους του.

Η άνοδος και η πτώση του Μάξγουελ, του πρώτου μεγάλου μεγιστάνα των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης, και η αποκάλυψη της βαθιά διαταραγμένης οικογένειάς του αποτελούν ένα από τα πιο σκανδαλώδη οικογενειακά έπη. Η αυτοκρατορία του εξαθλιώθηκε μέσα στη διαφθορά των ιδρυτών της και κατέρρευσε θεαματικά. Το ντοκιμαντέρ, σαν σαιξπηρικός μύθος, δείχνει τον κόσμο της εξουσίας και τα μυστικά μέσα στα οποία μεγάλωσε η Γκιλέιν μέσα από καθηλωτικές αφηγήσεις.

Η άνοδος και η πτώση του Μάξγουελ, του πρώτου μεγάλου μεγιστάνα των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης, και η αποκάλυψη της βαθιά διαταραγμένης οικογένειάς του αποτελούν ένα από τα πιο σκανδαλώδη οικογενειακά έπη. Η αυτοκρατορία του εξαθλιώθηκε μέσα στη διαφθορά των ιδρυτών της και κατέρρευσε θεαματικά. Το ντοκιμαντέρ, σαν σαιξπηρικός μύθος, δείχνει τον κόσμο της εξουσίας και τα μυστικά μέσα στα οποία μεγάλωσε η Γκιλέιν μέσα από καθηλωτικές αφηγήσεις.

 

Η ιστορία ξεκινά από πολύ παλιά, από τη γέννηση του Ρόμπερτ Μάξγουελ (γεννήθηκε με το όνομα Ján Ludvík Hyman Binyamin Hoch) το 1923 στην Τσεχοσλοβακία. Ήταν μια φτωχή εβραϊκή οικογένεια – οι γονείς και τα έξι αδέλφια του δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς μετά την κατοχή της Ουγγαρίας το 1944 από τη ναζιστική Γερμανία, αλλά ο ίδιος είχε διαφύγει χρόνια νωρίτερα στη Γαλλία. Τον Μάιο του 1940 εντάχθηκε στον τσεχοσλοβακικό στρατό εξόριστος στη Μασσαλία. Το 1945 πήρε μετάλλιο ανδρείας και υπηρέτησε για τα επόμενα δυο χρόνια στο τμήμα Τύπου, στο υπουργείο Εξωτερικών, στο Βερολίνο, ενώ πολιτογραφήθηκε Βρετανός υπήκοος το 1946, αλλάζοντας και το όνομά του του σε Μάξγουελ.

 

Το 1945, παντρεύτηκε την Μπέτι Μέιναρντ και απέκτησαν εννέα παιδιά. Πέντε από αυτά εργάστηκαν στις επιχειρήσεις του και δύο πέθαναν σε νεαρή ηλικία.

 

Μετά τον πόλεμο, ο Μάξγουελ χρησιμοποίησε τις επαφές του με τις συμμαχικές αρχές κατοχής για να ξεκινήσει τις επιχειρήσεις του, και έγινε διανομέας της Springer Verlag στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Το 1951 ίδρυσε την Pergamon Press που εξελίχθηκε σε μεγάλο εκδοτικό οίκο.

 

Μετά από έξι χρόνια ως βουλευτής των Εργατικών κατά τη δεκαετία του 1960, ο Μάξγουελ αγόρασε διαδοχικά τη British Printing Corporation, τις Mirror Group Newspapers και τη Macmillan Publishers, μεταξύ άλλων εκδοτικών εταιρειών. Από την αρχή της εκδοτικής του καριέρας είχε ταλέντο στο να κρύβει τα οικονομικά προβλήματα των εταιρειών του. Έχασε και απέκτησε ξανά την εταιρεία του, ενώ το 1970 ίδρυσε το Maxwell Foundation στο Λιχτενστάιν.

 

Τον Ιούλιο του 1984 εξαγόρασε τη Mirror Group Newspapers, τον εκδοτικό όμιλο έξι βρετανικών εφημερίδων, συμπεριλαμβανομένης της «Daily Mirror», πράγμα που οδήγησε στον διαβόητο «πόλεμο» με τον Αυστραλό μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοχ, ιδιοκτήτη των «News of the World» και «The Sun».

 

Σε αντίθεση με τον Μέρντοχ, που απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας, ο Μάξγουελ βρισκόταν διαρκώς στην τηλεόραση και στα δικά του ταμπλόιντ, σε κοσμικές εκδηλώσεις με την κόρη του Γκιλέιν απαστράπτουσα στο πλευρό του. Οι Βρετανοί τον περιφρονούσαν, τον θεωρούσαν κλόουν, έναν ξένο, αλλά έκαναν δουλειές μαζί του.

 

Μια σειρά επιχειρηματικές κινήσεις που αφορούσαν υπολογιστές, θεματικά πάρκα, σχολεία ξένων γλωσσών, την αγορά της Macmillan Publishers, οι σχέσεις του με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης –μάλιστα στο ντοκιμαντέρ υπάρχει ο υπαινιγμός ότι ο Μάξγουελ ήταν κατάσκοπος–, οι δεσμοί του καλύπτουν ένα μεγάλο και αρκετά μυστηριώδες μέρος της ζωής του.

 

Το Φόρεϊν Όφις υποψιάστηκε ότι ο Μάξγουελ ήταν μυστικός πράκτορας μιας ξένης κυβέρνησης, πιθανώς διπλός ή τριπλός πράκτορας, και «ένας εντελώς κακός χαρακτήρας και σχεδόν σίγουρα χρηματοδοτούμενος από τη Ρωσία». Είχε γνωστούς δεσμούς με τη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών (MI6), τη σοβιετική KGB και την ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών Μοσάντ. Ο πρώην αρχηγός της KGB Λεονίτν Σεμπάρσιν αποκάλεσε τον Μάξγουελ «ένα ξεχωριστό πρόσωπο». 

 

Ο Μάξγουελ έζησε μια ζωή γεμάτη επίδειξη, στο Headington Hill Hall, που νοίκιασε για 32 χρόνια από το Συμβούλιο της Οξφόρδης, από το οποίο πετούσε συχνά με το ελικόπτερο του ή έπλεε με το πολυτελές γιοτ του, το «Lady Ghislaine», στο οποίο είχε δώσει το όνομα της αγαπημένης του κόρης.

 

Τα χρέη των επιχειρήσεών του ανέρχονταν σε εκατοντάδες εκατομμύρια και ο Μάξγουελ πούλησε το 49 τοις εκατό του μετοχικού κεφαλαίου των εφημερίδων Mirror Group στο κοινό.

 

Το BBC επίσης δηλώνει για το πρώτο επεισόδιο: «Αδημοσίευτες μυστικές ηχογραφήσεις στελεχών στις επιχειρήσεις του Μάξγουελ δείχνουν τον αυξανόμενο πανικό καθώς αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν τεράστιες τρύπες στα οικονομικά της εταιρείας του Ρόμπερτ. Βλέπουμε την αρχή ενός σκανδάλου που θα αλλάξει τη ζωή όλων των Μάξγουελ για πάντα». Μάλιστα, η πρώην γραμματέας της Mirror Group Κάρολ Μπραγκόλι λέει ότι ο Μάξγουελ είχε γίνει «καχύποπτος» και «παρανοϊκός» την περίοδο πριν από τον θάνατό του.

 

Στις 4 Νοεμβρίου 1991, ο Μάξγουελ είχε ένα εριστικό τηλεφώνημα με τον γιο του Κέβιν για μια προγραμματισμένη συνάντηση με την Τράπεζα της Αγγλίας σχετικά με την αθέτηση υποχρεώσεων του Μάξγουελ για δάνεια 50.000.000 λιρών.

 

Ο Μάξγουελ δεν πήγε στη συνάντηση, αντ' αυτού ταξίδεψε με το γιοτ του στα Κανάρια Νησιά. Την επόμενη μέρα, το πλήρωμα διαπίστωσε ότι αγνοείται. Εικάζεται ότι έπεσε στη θάλασσα από το σκάφος. Το γυμνό σώμα του ανασύρθηκε από τον Ατλαντικό Ωκεανό και μεταφέρθηκε στο Λας Πάλμας. Ότα πέθανε, η αυτοκρατορία του βρέθηκε να έχει χρέος 2 δισεκατομμυρίων λιρών.

 

Η επίσημη απόφαση της έρευνας που διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 1991 ήταν θάνατος από καρδιακή προσβολή σε συνδυασμό με τυχαίο πνιγμό. Ο γιος του απέρριψε την πιθανότητα αυτοκτονίας, λέγοντας: «Πιστεύω ότι είναι πολύ απίθανο να είχε αυτοκτονήσει, δεν ήταν στη νοοτροπία του». Τάφηκε στο Ισραήλ σε μια μεγαλοπρεπή κηδεία.

 

Ο θάνατός του πυροδότησε την κατάρρευση της εκδοτικής του αυτοκρατορίας καθώς οι τράπεζες ζήτησαν πίσω τα δάνεια. Οι γιοι του προσπάθησαν για λίγο να διατηρήσουν την επιχείρηση ενωμένη αλλά απέτυχαν, καθώς προέκυψε η είδηση ​​ότι ο πρεσβύτερος Μάξγουελ είχε κλέψει εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες από τα συνταξιοδοτικά ταμεία των εταιρειών του. 

 

Παρά τις προσπάθειες των γιων του, οι εταιρείες κατέρρευσαν και υπέβαλαν αίτηση για πτώχευση το 1992. Ο Μάξγουελ είχε χρησιμοποιήσει εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες από τα συνταξιοδοτικά ταμεία των εταιρειών του για να στηρίξει τις μετοχές του Mirror Group ώστε να σώσει τις εταιρείες του από τη χρεοκοπία. Η κλοπή των συνταξιοδοτικών ταμείων εξοφλήθηκε εν μέρει από τα δημόσια ταμεία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι συνταξιούχοι λάμβαναν περίπου το ήμισυ του εταιρικού συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Οι δυο γιοι του δικάστηκαν για συνωμοσία με σκοπό την απάτη.

 

Στο τρίτο επεισόδιο της σειράς ο φακός φωτίζει την πιο «διάσημη» κληρονόμο του, την κόρη του Γκιλέιν Μάξγουελ. Ζούσε μια λαμπερή και πολυέξοδη ζωή στη Νέα Υόρκη, αν και οι πηγές του εισόδηματός της παρέμεναν θολά. Προφανώς προέρχονταν από τα χρήματα που είχε βγάλει εκτός Μεγάλης Βρετανίας ο πατέρας της. Άλλωστε, όταν συνελήφθη για την ανάμειξή της στην υπόθεση Επστάιν σε ένα ερημικό σπίτι μέσα σε δάσος, αποκαλύφθηκε ότι το είχε αγοράσει δίνοντας ένα εκατομμύριο δολάρια μετρητά. Ο φίλος της ο πρίγκιπας Άντριου ήταν το μεγάλο της ατού ώστε να μπαίνει στα μεγάλα σαλόνια, κυκλοφορώντας στη συνέχεια ως σύντροφος του μυστηριώδους ζάμπλουτου Τζέφρι Επστάιν.

 

Τον Ιούλιο του 2020, η Γκιλέιν Μάξγουελ συνελήφθη στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ και κατηγορήθηκε για έξι ομοσπονδιακά εγκλήματα που αφορούσαν εμπορία ανηλίκων, αποπλάνηση για εγκληματική σεξουαλική δραστηριότητα και συνωμοσία για να δελεάσουν παιδιά που εμπλέκονται σε παράνομες σεξουαλικές πράξεις, τα οποία φέρεται να συνδέονται με το κύκλωμα σεξουαλικής διακίνησης του Τζέφρι Έπσταϊν, που είχε αυτοκτονήσει στη φυλακή τον προηγούμενο χρόνο.

 

Όταν κατηγορήθηκε, τα αδέλφια της βγήκαν από την αφάνεια για να την απεικονίσουν ως θύμα. Η ίδια δεν ομολόγησε καμία της πράξη, μάλιστα περιφρονούσε τους δημοσιογράφους κάνοντας σκίτσα τους κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Η πιο συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Ζιλιέτ Μπράιαντ, θύματος του Επστάιν. Μιλώντας για πρώτη φορά δημόσια, κάνει λόγο για κατ' επανάληψη κακοποίηση σε ηλικία 20 ετών από τον Επστάιν στο ιδιωτικό του νησί. «Η κρεβατοκάμαρά του ήταν πάντα σκοτεινή και κρύα», λέει. «Βγήκα από το σώμα μου και τον άφησα να κάνει ό,τι ήθελε». Ήταν τρομοκρατημένη, αλλά αυτό άρεσε στον Επστάιν. Το δίκτυο κακοποίησης της Μάξγουελ και του Επστάιν δούλευε σαν εργοστάσιο, με την Γκιλέιν να στρατολογεί γυναίκες και κορίτσια από όλο τον κόσμο και να τα δίνει στον φίλο της. «Το έκανε πολύ καλά» λένε οι μάρτυρες.

 

Τριάντα χρόνια μετά τη συζήτηση για το αν ο Ρόμπερτ Μάξγουελ πέθανε από ατύχημα, αυτοκτονία ή δολοφονία, οι δημιουργοί αυτού του ντοκιμαντέρ γνωρίζουν ότι δεν έχουν τον τελευταίο λόγο. «Θα βγουν περισσότερα τα επόμενα δύο χρόνια», λέει ο Κόλιν Μπαρ. «Δεν έχω ιδέα πού θα πάει αυτή η ιστορία».

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου